Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

ΘΑΛΕΙΑ



1



Είκοσι-τέσσερις ώρες πριν ξεκινήσω το μεγάλο μου ταξίδι, αποφάσισα να βυθιστώ για μια τελευταία φορά στον κόσμο της Θάλειας. Ζήτησα απ’ τον εγκέφαλο του σπιτιού να κατεβάσει τα στόρια του δωματίου ψυχαγωγίας και ν’ απλώσει μια ζώνη σιωπής γύρω απ’ τον εσωτερικό κήπο με τα τροποποιημένα τριαντάφυλλα που φεγγοβολούσαν στο φως του καλοκαιριάτικου δειλινού σαν γαλαζωπά γλυπτά από αστραφτερή πορσελάνη. Στη συνέχεια άναψα τον όλο-προβολέα.

Το πρόγραμμα τρισδιάστατων απεικονίσεων ξύπνησε και ξεδιπλώθηκε για πολλοστή φορά σαν ένα άυλο κατασκεύασμα από χρώμα και φως που ακολουθούσε ένα περίπλοκο μοντέλο ανάπτυξης. Οι έξι ελαιογραφίες εμφανίστηκαν με αλφαβητική σειρά, η μια μετά την άλλη. Έμοιαζαν με μια αλληλουχία υπέροχων ονείρων που δραπέτευαν μέσα από κάποια απροσπέλαστη χώρα του παραμυθιού. Όπως και κάθε άλλη φορά αφοσιώθηκα στην εξονυχιστική τους μελέτη, στην ανακάλυψη των αναρίθμητων λεπτομερειών που ύφαιναν οι επιδέξιες πινελιές της γυναίκας που τις είχε ζωγραφίσει πριν από τέσσερις αιώνες. Η μαγεία που ξεπηδούσε απ’ τα λεπτεπίλεπτα χρώματα και τα θαυμαστά σχήματα που απλώνονταν πάνω σ’ εκείνους τους καμβάδες από σκληρό καραβόπανο, απορρόφησε ολοκληρωτικά την προσοχή μου.

Ο χρόνος έπαψε να κυλάει και το αντιληπτικό μου πεδίο πλημμύρισε από εκείνη την νεραϊδίσια ομορφιά, απ’ τα θαυμάσια μικρό-σύμπαντα που άνθιζαν στους υπέροχους αυτούς πίνακες που έμοιαζαν με μαγικά παράθυρα. Όταν ολοκλήρωσα την εξαγνιστική εκείνη τελετουργία της οπτικής απόλαυσης, εστίασα την προσοχή μου στα γράμματα που διαγράφονταν μαύρα και αχνά, ζωγραφισμένα μ’ ένα κομψό και απέριττο γραφικό χαρακτήρα στη δεξιά κάτω άκρη του κάθε πίνακα:

Θάλεια-22/10/2010.


2


-«Το ταξίδι στο χρόνο είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Αυτό αποτελεί ένα αξίωμα που ποτέ δεν πρέπει να ξεχάσετε! Οποιαδήποτε παρέκκλιση απ’ την προκαθορισμένη σειρά των πράξεων που εκπαιδευτήκατε να εκτελέσετε, θα έχει απρόβλεπτες και καταστροφικές συνέπειες σύμφωνα με το θεώρημα του Ακιχίτο Νιγκάτσι!» Το πρόσωπο του τεχνικού που με κοιτούσε κατάματα ήταν τόσο σοβαρό που άγγιζε τα όρια της αυστηρότητας. Του ανταπέδωσα το βλέμμα κοιτάζοντάς τον στα ίσα, προσπαθώντας μ’ αυτόν τον τρόπο να του δώσω να καταλάβει ότι κατανοούσα πλήρως τη σημασία του εγχειρήματος που επρόκειτο να εκτελέσω. Κατάφερα επίσης να συγκρατήσω έναν αυθόρμητο μορφασμό αυθεντικής ενόχλησης. Στο κάτω-κάτω είχα ακούσει αυτά τα λόγια πάνω από χίλιες φορές κατά τη διάρκεια του εκπαιδευτικού προγράμματος που είχε διαρκέσει πάνω από έξι μήνες. Ύστερα από τις πολύωρες δοκιμές σε αισθητηριακούς προσομοιωτές και δια-δραστικά προγράμματα εικονικής πραγματικότητας, θα έπρεπε να είχε πειστεί πλέον για τη σοβαρότητα των προθέσεών μου καθώς και για την ικανότητά μου να ανταπεξέλθω στις προκλήσεις του ταξιδιού και να μην τον πτοεί το γεγονός ότι ήμουν ο πρώτος καθηγητής της σχολής καλών τεχνών που θα ταξίδευε στο παρελθόν. Ήξερα για παράδειγμα ότι το θεώρημα Νιγκάτσι αποτελούσε το μεγαλύτερο φόβητρο για όλους τους χρονοταξιδιώτες. Περιέγραφε με μαθηματικούς όρους τον μηχανισμό με τον οποίο μια οποιαδήποτε μη προγραμματισμένη πράξη, ακούσια ή εκούσια, που θα επηρέαζε την φυσιολογική εξέλιξη ενός γεγονότος του παρελθόντος, όσο αδιάφορο και ασήμαντο κι αν ήταν αυτό, θα προκαλούσε μιαν αλυσιδωτή αντίδραση απρόβλεπτων ενεργειών με εκθετική και χαοτική ανάπτυξη που θα μετάλλασε ολοκληρωτικά το πεπρωμένο του ανθρώπινου είδους με εντελώς άγνωστο αποτέλεσμα.

-«Όταν φτάσετε στο χώρο-χρονικό σημείο άφιξης, θ’ ανακαλύψετε ότι στον οργανισμό σας έχει ενσωματωθεί ο βασικός εξοπλισμός που συνοδεύει όλους τους ταξιδιώτες πρώτου βαθμού.» συνέχισε να μου λέει ο τεχνικός. Πρώτος βαθμός σήμαινε ότι θα ταξίδευα στο χρόνο ως απλός παρατηρητής. Θα ήμουν ένα ζευγάρι μάτια και αυτιά που θα είχαν ως αποστολή τους την περισυλλογή πληροφοριών. Τίποτα περισσότερο. Τις επιχειρήσεις δεύτερου βαθμού αναλάμβαναν οι επαγγελματίες χρόνο-ταξιδιώτες, οι Ρυθμιστές, όπως τους αποκαλούσαν οι εμπνευστές των εγχειρημάτων επέμβασης στο χρόνο. Ήταν άτομα πολύ πιο εκπαιδευμένα και εξειδικευμένα από μένα. Και πολύ πιο μυστηριώδη φυσικά. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν σχετικά με τις δραστηριότητές τους ήταν πολύ παράξενες. Για παράδειγμα, υπήρχε πολύς κόσμος που πίστευε ότι τα οράματα που έβλεπε η Ιωάννα της Λορένης ήταν το αποτέλεσμα της δικής τους παρέμβασης. Το ίδιο ίσχυε και για την ξαφνική βροχή που είχε αχρηστεύσει τα γαλλικά κανόνια μια μέρα προτού ξεκινήσει η μάχη του Βατερλό ή για την παράξενη εμπειρία που είχε βιώσει ο Απόστολος Παύλος στην έρημο, καθώς πλησίαζε τη Δαμασκό για να κυνηγήσει χριστιανούς, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να διαδοθεί εκείνη η άσημη μέχρι τότε θρησκεία στα πέρατα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά σαν υπάκουος και συνεσταλμένος μαθητής, θέλοντας έτσι να κατευνάσω εντελώς τους φόβους του τεχνικού. Εκείνος εξακολούθησε να μου μιλάει με τον ίδιο αυστηρό τόνο, λες και νουθετούσε κάποιον ανήλικο παραβάτη:

-«Καταρχήν, θα περιβάλλεστε από έναν στρόβιλο αδέσμευτων ηλεκτρονίων που θα μπλοκάρουν τα φωτόνια της ατμόσφαιρας και θα σας καθιστούν αόρατο στα μάτια των ανθρώπων του 21ου αιώνα. Επίσης, ένας αντί-βαρυτικός αντιδραστήρας θα σας προσφέρει τη δυνατότητα να αιωρείστε κατά βούληση και τέλος, ένας ποζιτρονικός μεταλλάκτης που θα μεταβάλλει την ατομική σας συχνότητα όποτε το επιθυμείτε, θα σας προσφέρει τη δυνατότητα να διαπερνάτε συμπαγή αντικείμενα, τοίχους για παράδειγμα και κλεισμένες πόρτες.» Ένευσα και πάλι καταφατικά, για δεύτερη φορά, αμίλητος σαν στρείδι.

-«Αυτές οι συσκευές θα συνδέονται με τον εγκέφαλό σας με τα βοήθεια ενός αμφίδρομου μικροκυκλώματος που θα εμφανίζει στην κάτω δεξιά γωνία του οπτικού σας πεδίου μια σειρά φωτεινών ενδείξεων. Θα έχετε τη δυνατότητα να τις ελέγχετε νοητικά καθώς και να γνωρίζετε ανά πάσα στιγμή πόσος χρόνος σας απομένει προκειμένου να εκτελέσετε την αποστολή που έχετε αναλάβει. Είναι κατανοητά όλα αυτά;»

Περιορίστηκα στο να ξανακουνήσω καταφατικά το κεφάλι μου, αμίλητος πάντα και σοβαρός.

-«Η διάρκεια παραμονής σας στο χώρο-χρονικό σημείο άφιξης θα είναι 45 λεπτά της ώρας ακριβώς. Καλή επιτυχία.»

Ύστερα απ’ αυτόν τον ξερό και τυπικό χαιρετισμό, ο τεχνικός σηκώθηκε όρθιος και άγγιξε κάποιες απ’ τις ολογραφικές ενδείξεις που έπλεαν γύρω του σαν ένα υπέρ-περίπλοκο νεφέλωμα από αργά μεταβαλλόμενους αστερισμούς και πολύχρωμους κομήτες. Τα γεωμετρικά συμπλέγματα και οι μπερδεμένες καμπύλες που σχημάτιζαν αντικαταστάθηκαν από μια διάχυτη λάμψη που θύμιζε ηλεκτρική εκκένωση. Ένα γκρίζο σύννεφο απλώθηκε μπροστά μου, αθόρυβο σαν σκιά, μια στροβιλιζόμενη ομίχλη από ένα αδιαφανές τίποτα. Το ημισφαιρικό δωμάτιο με τα χυτά μηχανήματα, τον ομοιόμορφο φωτισμό και το λευκοντυμένο προσωπικό, εξαφανίστηκε. Το ίδιο συνέβη και με το πολύχρωμο πανόραμα των κινούμενων κτιρίων της Νέας Αθήνας που απλωνόταν πέρα απ’ τα κυκλικά του παράθυρα. Καθώς μεταμορφωνόμουν σε μια δέσμη αρνητικά φορτισμένων νετρίνων που διαπερνούσαν το φράγμα το χωρόχρονου, περίμενα να νιώσω κάτι, μια ανεπαίσθητη αίσθηση μετακίνησης έστω. Αλλά προτού προλάβω καν ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια μου, μ’ άγγιξε ένα ψυχρό αεράκι που μύριζε παράξενα. Τ’ αυτιά μου πλημμύρισαν από έναν αλλόκοτο θόρυβο που έμοιαζε με το βουητό ενός σμήνους αναστατωμένων μελισσών. Πήρα μια βαθιά αναπνοή, ξανάνοιξα τα μάτια μου και έριξα μια επιφυλακτική ματιά στο καινούργιο μου περιβάλλον. Και ανακάλυψα ότι βρισκόμουν ήδη στο σημείο άφιξης, στην Αθήνα του έτους 2010 μετά χριστό.


3


Γνώριζα ήδη ότι ο εικοστός αιώνας ήταν μια φριχτή εποχή. Σύμφωνα με τα κριτήρια του δικού μου αιώνα τουλάχιστον. Ένα τεχνοκρατικό ισοδύναμο του σκοτεινού μεσαίωνα που είχε σκεπάσει την Ευρωπαϊκή Ήπειρο για χίλια περίπου χρόνια, ύστερα απ’ την καταστροφική διάλυση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Ένα περιβάλλον απίστευτης βαρβαρότητας όπου τα τρία τέταρτα των ανθρώπων ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και δυστυχίας και πάλευαν να επιβιώσουν στριμωγμένοι σε πανάθλιες και κακοσχεδιασμένες μητροπόλεις ασύλληπτης ασχήμιας. Η παγκόσμια οικονομία ήταν υπερβολικά συγκεντρωτική ενώ η παραγωγή ενέργειας βασιζόταν στα ορυκτά καύσιμα που δηλητηρίαζαν το παγκόσμιο οικοσύστημα. Ο αγώνας για τον έλεγχο των ολιγάριθμων κοιτασμάτων τους προκαλούσε αναρίθμητους πολέμους και απίστευτη δυστυχία και είχε μετατρέψει ολόκληρες περιοχές του πλανήτη σε ζώνες καταστροφής. Η παγκόσμια οικονομία υπέφερε από περιοδικές κάμψεις και μεταπτώσεις που εξωθούσαν όλο και μεγαλύτερα τμήματα του κοινωνικού συνόλου στο περιθώριο. Οι ανισότητες όσον αφορά την κατανομή του πλούτου και της γνώσης ήταν κραυγαλέες και σκανδαλώδεις εξαιτίας των πρωτόγονων και αναποτελεσματικών συστημάτων παραγωγής και διανομής των καταναλωτικών αγαθών ενώ η κυρίαρχη ιδεολογία επιβράβευε την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συσσώρευση ενός ανταλλακτικού συμβόλου που ονομαζόταν χρήμα σε όσο το δυνατόν λιγότερα χέρια. Η επικρατέστερη νοοτροπία, η οπτική μέσα απ’ την οποία γινόταν αντιληπτή η φύση του ανθρώπου και η θέση του στο σύμπαν, ήταν άκρως ηδονιστική και υλιστική, υποστηριζόμενη από έναν μονόπλευρο κοινωνικό δαρβινισμό.

Ο ενδεδειγμένος τρόπος ζωής βασιζόταν στην ασίγαστη ικανοποίηση εφήμερων αναγκών και στην κατανάλωση εξίσου άχρηστων και ενεργοβόρων προϊόντων. Σε γενικές γραμμές το γεγονός ότι το ανθρώπινο είδος δεν είχε αυτοκαταστραφεί κατά τη διάρκεια των σκοτεινών εκείνων καιρών οφειλόταν σ’ ένα θαύμα ή εν πάση περιπτώσει σε καθαρή τύχη. Κι όμως, υπήρχε μια θεμελιώδης αντίφαση που μετρίαζε, αν δεν καταργούσε ολοκληρωτικά, το σκοτάδι εκείνης της απαίσιας ιστορικής περιόδου. Και αυτή η αντίφαση δεν ήταν άλλη από το γεγονός ότι η Θάλεια είχε γεννηθεί και ζήσει σ’ αυτά τα βαρβαρικά χρόνια. Επίσης, είχε ζωγραφίσει εκείνους τους καταπληκτικούς πίνακες που δεν θα χόρταινα ποτέ μου να θαυμάζω, αυτά τα υπέροχα έργα τέχνης που είχαν αλλάξει τη ζωή μου για πάντα. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, εκείνο το όμορφο πρωινό ενός ηλιόλουστου Απριλίου, όταν τ’ αντίκρισα για πρώτη φορά μέσα στην περίτεχνα στολισμένη αίθουσα κάποιου αρχαίου παλατιού του Μαρακές.


4


Θυμάμαι εκείνη τη στιγμή σαν να ήταν μόλις χθες αν και έχουν περάσει πάνω από πέντε δεκαετίες από τότε. Συνέβη το έτος 2405 μετά χριστό, την ώρα που το φως του ήλιου που μόλις είχε ξεμυτίσει πάνω απ’ τις αμμοθίνες της Αφρικανικής ερήμου και φιλτράρονταν μέσα απ’ τις φυλλωσιές των πελώριων ροδόδεντρων ενός εσωτερικού κήπου. Έπεφτε θυμάμαι απαλό και χρυσοπράσινο πάνω στ’ αψιδωτά παράθυρα του σιωπηλού και σκιερού εκείνου παλατιού. Η μεγάλη αίθουσα με τα υπέροχα αραβουργήματα από γαλαζωπό σμάλτο ήταν εντελώς άδεια. Έμοιαζε με το περίτεχνο εσωτερικό ενός λεπτοσκαλισμένου σεντουκιού που έκρυβε παραμυθένια μυστικά. Τα έξι έργα της Θάλειας αιωρούνταν στο κέντρο του τυλιγμένα σε αόρατους μανδύες αντιβαρύτητας και προστατευμένα από ηλεκτροστατικά πεδία Τέσλα που κρατούσαν τη σκόνη της ερήμου μακριά. Στάθηκα μπροστά τους και τα περιεργάστηκα με περιέργεια.

Εκείνα τα χρόνια ήμουν ένας αναποφάσιστος και αρκετά ανασφαλής νέος, ένα τυπικό παιδί του εύπορου και ειρηνικού 25ου αιώνα που προσπαθούσε να επιλέξει το αντικείμενο των σπουδών του ανάμεσα σε μια τεράστια ποικιλία πιθανών επιλογών. Μόλις όμως αντίκρισα τους έξι εκείνους πίνακες, τους ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα. Ένιωσα να ξυπνάει μέσα μου κάτι σαν θολή ανάμνηση, μια ανεξήγητη αίσθηση οικειότητας και σπαρακτικής νοσταλγίας. Η συνείδησή μου τραβήχτηκε προς το μέρος τους σαν ένα έντομο που έλκεται απ’ τη χορευτική φλόγα κάποιου αρωματισμένου κεριού. Η μεγαλοφυΐα της γυναίκας που τους είχε ζωγραφίσει και που ξεχείλιζε μέσα απ’ το τρυφερό άγγιγμα του πινέλου της πάνω στο χοντρό καναβάτσο μ’ άγγιξε σαν ιερό ξόρκι, σαν μια μυστική φωνή που άνοιγε μπροστά μου τις πύλες ενός υπέροχου σύμπαντος. Μέσα σε μια απειροελάχιστη στιγμή ο κόσμος μου αναποδογύρισε και κατάλαβα για πρώτη φορά τι ήταν αυτό που ήθελα να κάνω για το υπόλοιπο της ζωής μου.

Σαν αρχαίος μύστης που ακούει τη φωνή του θεού του ύστερα από μια πολύχρονη παραμονή στη σιωπή και την απεραντοσύνη της ερήμου, με πλημμύρισε ένα ορμητικό κύμα δέους που έκρυβε μέσα του τη μεταμορφωτική δύναμη μιας ασυγκράτητης εμμονής: Έπρεπε να μάθω τα πάντα γι’ αυτήν, για τον εσωτερικό της κόσμο, να τον κατανοήσω. Να ξεδιαλύνω το μαγικό μυστήριο της θαυμαστής αυτής ζωγράφου που ενώ είχε γεννηθεί και ζήσει μέσα στο κυνικό και μολυσμένο περιβάλλον ενός βιομηχανικού πολιτισμού που παράπαιε στο χείλος του αφανισμού, είχε καταφέρει να συλλάβει και ν’ απεικονίσει ένα απ’ τα συγκλονιστικότερα θαύματα του σύμπαντος. Βγήκα απ’ το παλάτι παραπατώντας σαν μεθυσμένος και την ίδια κιόλας μέρα έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Γράφτηκα σε μια σχολή καλών τεχνών και μέσα σε μια πενταετία κατάφερα να μετατραπώ σ’ έναν απ’ τους πιο διαβασμένους φοιτητές της ιστορίας της τέχνης.

Στη συνέχεια ολοκλήρωσα ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα πάνω στις εικαστικές τεχνοτροπίες του 21ου αιώνα και έγραψα και μια πολυσέλιδη διατριβή που ακόμα και σήμερα διατηρεί το κύρος ενός ακαδημαϊκού ορόσημου που κάθε σπουδαστής που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να συμπεριλάβει στην προσωπική του βιβλιοθήκη. Αλλά δεν ένιωθα ικανοποιημένος. Συνέχισα να δουλεύω μέρα και νύχτα, με απαρέγκλιτη αποφασιστικότητα, να συγκεντρώνω πληροφορίες και να καταστρώνω τα μυστικά μου σχέδια μέχρι που κατάφερα επιτέλους να ενταχθώ στο κλαμπ των εκλεκτών υποψηφίων που σε κάποια στιγμή της ζωής τους θα είχαν το προνόμιο να πραγματοποιήσουν ένα ταξίδι στο χρόνο. Όταν έλαβα την τελική ειδοποίηση απ’ το Ινστιτούτο χωροχρονικών ερευνών, ένιωσα το στήθος μου να φουσκώνει από υπερηφάνεια και να ζεσταίνεται από ένα ασυγκράτητο συναίσθημα απόλυτης ευτυχίας. Επιτέλους, θα έβλεπα τη Θάλεια με τα ίδια μου τα μάτια!


5


Τώρα στεκόμουν στην επίπεδη και σκονισμένη στέγη κάποιου πολυώροφου και μακρόστενου κτιρίου που φιλοξενούσε έναν μεγάλο αριθμό ημιαυτόνομων κατοικιών. Ήταν μια Πολυκατοικία, ένα κυβιστικό δημιούργημα από ανόργανο μέταλλο γυαλί και τσιμέντο, άσχημο και ενεργοβόρο, στολισμένο με διαδοχικά επίπεδα στενών μπαλκονιών που κρέμονταν πάνω από κάποια πολύβουη λεωφόρο. Ήξερα ότι οι περισσότεροι άνθρωποι του 21ου αιώνα ζούσαν σε παρόμοια κτίρια, σε οικιστικές μονάδες που ονομάζονταν διαμερίσματα, στενάχωρα συμπλέγματα χαμηλοτάβανων δωματίων με ανεπαρκέστατη θερμική και ηχητική μόνωση. Είχε νυχτώσει αλλά το σκοτάδι που με τύλιγε ήταν απαλό γιατί μετριαζόταν από μια διάχυτη φωταύγεια που μου επέτρεπε να διακρίνω με μεγάλη ευκρίνεια τις σιλουέτες των γύρω αντικειμένων.

«Αυτό πρέπει να είναι το φαινόμενο της φωτορύπανσης» σκέφτηκα με μια δόση συγκαταβατικής περιφρόνησης, «τόσο τυπικό για τ’ αστικά περιβάλλοντα αυτή της εποχής!» Πραγματικά, ο ουρανός είχε χρώμα πορτοκαλί. Καλυπτόταν από βαριά σύννεφα βροχής που αντανακλούσαν τα φώτα της πόλης τα οποία συνέθεταν γύρω μου έναν επίγειο γαλαξία από διάσπαρτες εστίες φωτός. Μια ομοιόμορφη μεμβράνη υγρασίας απλωνόταν παντού. Οι τραχιές πλάκες της ταράτσας, οι ηλιακοί συλλέκτες που σχημάτιζαν κεκλιμένα μαύρα τετράγωνα και η συστοιχία των δορυφορικών κεραιών που καταλάμβανε τη μια πλευρά της στέγης σαν μια αποικία μεταλλικών μανιταριών, γυάλιζαν στο κιτρινωπό μισοσκόταδο καλυμμένες από διάφανα σταγονίδια βρόχινου νερού.

Το ασταμάτητο βουητό που γέμιζε τον αέρα προερχόταν απ’ τη λεωφόρο και ανέβαινε προς το μέρος μου με τη μορφή μιας αλληλουχίας αργά εξελισσόμενων κυμάτων που πλημμύριζαν το ακουστικό μου πεδίο σαν τον αχό κάποιου πελώριου καταρράκτη. Πήρα μια βαθιά αναπνοή προσπαθώντας ν’ απορροφήσω όσο πιο καλά μπορούσα τα ερεθίσματα του παράξενου εκείνου περιβάλλοντος. Ώστε αυτός ήταν ο κόσμος του 21ου αιώνα!

Τα πάντα γύρω μου έμοιαζαν τόσο πρωτόγονα και κακοφτιαγμένα! Πρόσεξα ότι τα κάγκελα που περικύκλωναν την ταράτσα της πολυκατοικίας είχαν αρχίσει να ξεβάφουν και ότι στιγματίζονταν από διάσπαρτες κηλίδες κοκκινωπής σκουριάς. Βρίσκονταν δηλαδή σε κατάσταση φθοράς, κάτι ανήκουστο για μένα που είχα γεννηθεί και μεγαλώσει σ’ έναν αιώνα όπου ακόμα και το μικρότερο αντικείμενο ήταν εξοπλισμένο με αυτό-επισκευαζόμενα νάνο-κυκλώματα αέναης συντήρησης. Περπάτησα μέχρι την άκρη της ταράτσας, με βήματα αργά και προσεκτικά, λες και πατούσα στη χλόη κάποιου ανοιξιάτικου ξέφωτου όπου φύονταν λεπτεπίλεπτα λουλούδια. Τα δάχτυλα μου σφίχτηκαν γύρω απ’ τα σκουριασμένα και υγρά κάγκελα και κοίταξα κάτω χαμηλά, τη λεωφόρο που ξεδιπλώνονταν μπροστά απ’ την πολυκατοικία σαν μια ευθύγραμμη ταινία από γυαλιστερή άσφαλτο. Θυμήθηκα ότι τα μεταλλικά τροχοφόρα που τη διέσχιζαν έκαιγαν πετρέλαιο, το μη ανανεώσιμο εκείνο καύσιμο που η αλόγιστη χρήση του είχε αλλάξει το πρόσωπο του κόσμου μας για πάντα.

Έμοιαζαν εντελώς αδέξια μέσα στην βαρετή τους ομοιομορφία. Κινούνταν ασταμάτητα το ένα πίσω από το άλλο, ίδια με υπνωτισμένες κατσαρίδες που ακολουθούσαν το πρόσταγμα κάποιου αθέατου εντολοδόχου. Πήρα μια ακόμα πιο βαθιά αναπνοή και γεύτηκα τη βρώμικη αίσθηση της ατμόσφαιρας, ένα μείγμα υγρασίας, καψαλισμένων υδρογονανθράκων και υδρόθειου κακό-συντηρημένων καταλυτών. Στη συνέχεια έλεγξα τις φωτεινές ενδείξεις που έλαμπαν στο δεξί κάτω άκρο του οπτικού μου πεδίου και ανακάλυψα ότι διέθετα 43 λεπτά της ώρας ακριβώς προτού υποχρεωθώ να επιστρέψω και πάλι στον κόσμο της δικής μου εποχής.


6


Ο αντιβαρυτικός αντιδραστήρας ανταποκρίθηκε άμεσα στη νοερή μου εντολή και το σώμα μου έγινε αβαρές, σαν να βρισκόταν σε κατάσταση ελεύθερης πτώσης. Ανυψώθηκα αθόρυβα και άρχισα να αιωρούμαι λίγα εκατοστά πάνω απ’ την μαύρη και βρώμικη επιφάνεια της αρχαϊκής ταράτσας. Υπερπήδησα τα κάγκελα μ’ ένα ελαφρό σπρώξιμο των ποδιών μου και κρεμάστηκα στο κενό που απλωνόταν πέρα απ’ το μεταλλικό τους παραπέτο σαν αόρατο αερόστατο. Άρχισα να πετάω πάνω απ’ την ασφαλτοστρωμένη λεωφόρο ενώ ένα το ψυχρό αεράκι που γέμιζε την υγρή εκείνη νύχτα άρχισε να με παρασέρνει μακριά απ’ την πολυκατοικία, προς το κέντρο της πόλης που ξεδιπλωνόταν μπροστά μου σαν μια ακίνητη θάλασσα από φωταγωγημένα κτίρια και πολύχρωμα φώτα νέον.

Έριξα μια δεύτερη ματιά στις ενδείξεις των νάνο-συσκευών και ανακάλυψα ότι ο ωροδείκτης έγραφε τώρα 39.06. Είχα ήδη σπαταλήσει πέντε σχεδόν λεπτά άπό τον πολύτιμο χρόνο μου. Περιβεβλημένος απ’ το πυκνό σύννεφο των ελεύθερων ηλεκτρονίων που με καθιστούσε αόρατο στα μάτια κάθε κάτοικου της πολύβουης πόλης, άρχισα να χάνω ύψος, έτσι ώστε να διασχίσω κάθετα τ’ αλλεπάλληλα επίπεδα των κατοικημένων ορόφων της πολυκατοικίας. Ήξερα ότι η Θάλεια κατοικούσε σ’ ένα διαμέρισμα του τρίτου ορόφου. Ήξερα επίσης ότι στη βαρβαρική εκείνη εποχή όπου οι άνθρωποι έπρεπε να εργάζονται για να επιβιώσουν, ασκώντας βαρετά και ψυχοφθόρα επαγγέλματα που καμία σχέση δεν είχαν με τα πραγματικά τους ταλέντα, ήταν μια άσημη υπάλληλος που θυσίαζε καθημερινά οχτώ ώρες απ’ την πολύτιμη ζωή της απασχολούμενη στο τηλεφωνικό κέντρο κάποιου κρατικού νοσοκομείου.

Όταν σταμάτησα την αργή κάθοδό μου, σταθεροποιήθηκα μπροστά από μια συρόμενη πόρτα από διάφανο γυαλί που έβγαζε σ’ ένα στενό μπαλκόνι. Πλησίασα κοντά του και είδα ότι οι κουρτίνες του ήταν τραβηγμένες και ότι πίσω του, στο κέντρο ενός άδειου δωματίου, διαγραφόταν η σιλουέτα μιας γυναικείας φιγούρας η οποία καθόταν καταγής, ακίνητη σαν άγαλμα, περικυκλωμένη από μια πληθώρα αναμμένων κεριών. Μου φάνηκε ότι κρατούσε κάτι στα χέρια της. Η καρδιά μου άρχισε να βροντοχτυπάει ενώ το αίμα βούιξε στ’ αυτιά μου ορμητικά, σαν αφρισμένος χείμαρρος.

Πλησίασα το παράθυρο και διαπέρασα τη γυάλινη επιφάνειά του εντελώς αθόρυβα, σαν σκιά. Τ’ αυτιά μου πλημμύρισαν απ’ τους απαλούς ήχους μιας μελαγχολικής μουσικής που πήγαζε μέσα απ’ τα ηχεία μιας φορητής συσκευής αναπαραγωγής ήχου που βρισκόταν μπροστά απ’ την καθισμένη φιγούρα. CD player, έτσι την έλεγαν. Ένα μηχάνημα τυπικό της συγκεκριμένης εποχής όπου η διάχυση και η αποθήκευση της πληροφορίας παρουσίαζε εκθετική ανάπτυξη. Γύρω απ’ την καθισμένη γυναίκα, ανάμεσα απ’ τα αναμμένα κεριά, πάνω στο ξύλινο δάπεδο του γυμνού δωματίου, απλωνόταν μια θάλασσα από τετράδια, δακτυλογραφημένα έγγραφα και χειρόγραφες σημειώσεις. Ανάμεσά τους αντίκρισα και τις έξι ελαιογραφίες που μου είχαν κλέψει την ψυχή το μαγικό εκείνο πρωινό του Απριλίου, στο σκιερό παλάτι του ηλιόλουστου Μαρακές.

Τις κοίταξα αμίλητος και ακίνητος, κυριευμένος από ένα συναίσθημα που έμοιαζε με θρησκευτική έκσταση. Ήταν οι πρωτότυποι πίνακες, τ’ αυθεντικά δημιουργήματά που είχαν χαθεί για πάντα στη λήθη του χρόνου. Κινήθηκα προς το μέρος τους εντελώς αθόρυβα, εισπνέοντας το ζεστό άρωμα των αναμμένων κεριών που έκαναν το δωμάτιο να μοιάζει με εκκλησία. Αιωρήθηκα πάνω απ’ το ξύλινο δάπεδο και κοίταξα με περιέργεια πάνω απ’ τον ώμο της γυναίκας. Ανακάλυψα ότι κρατούσε στην αγκαλιά της μια γάτα, ένα τετράποδο αιλουροειδές με πυκνή και γυαλιστερή γούνα που αναπαυόταν εντελώς ακίνητο ανάμεσα στα λευκά της χέρια. Όταν έφτασα πίσω ακριβώς απ’ την πλάτη της, σταμάτησα να κινούμαι. Τα μαλλιά της που ήταν κοντοκουρεμένα και καστανά, γυάλιζαν στο διάχυτο φως των κεριών και περιέβαλλαν το κεφάλι της μ’ ένα αχνό φωτοστέφανο. Εκείνη πίεσε κάποιο απ’ τα πλήκτρα της συσκευής που βρισκόταν μπροστά της και η μελαγχολική μουσική έπαψε να γεμίζει τη σιωπή. Μετά σηκώθηκε όρθια με μια ρευστή κίνηση που φανέρωνε μια ολοκληρωτική έλλειψη φόβου, στράφηκε προς το μέρος μου και με κοίταξε κατάματα.

-«Καλώς ήρθες,» μου είπε, «Σε περίμενα!»

Ο ωροδείκτης μου έδειχνε 35.08. Έμεινα ακίνητος σαν απολιθωμένος καθώς ο αντιδραστήρας, υπακούοντας σε κάποια υποσυνείδητη εντολή μου, έπαψε να λειτουργεί και εγώ προσγειωνόμουν στο δάπεδο που έτριξε απαλά κάτω απ’ το βάρος μου. Εκείνη έτεινε προς το μέρος μου την κοιμισμένη γάτα και μου είπε:

-«Ήρθες να πάρεις την ψυχούλα της έτσι δεν είναι; Ελεύθερα! Μόλις πέθανε!» Ένα παγωμένο ρεύμα φόβου απλώθηκε στο στήθος μου. Το βλέμμα μου βυθίστηκε στα γαλάζια εκείνα μάτια που με κοίταζαν θλιμμένα, περικυκλωμένα από μαύρα δαχτυλίδια μακροχρόνιας αϋπνίας. Και τότε υποψιάστηκα για πρώτη φορά κάτι που μ’ έκανε να τρεμουλιάσω σαν να είχε κυλήσει στην πλάτη μου ένα ρυάκι από παγωμένο νερό.

Ότι η Θάλεια ήταν τρελή.


7


Οι θεωρητικοί της ιστορίας της τέχνης έχουν αποφανθεί ότι η Θάλεια υπήρξε μια απ’ τις μεγαλύτερες ιδιοφυίες της εποχής της, μια δημιουργός εφάμιλλη ενός Σαλβαντόρ Νταλί ή ενός Πάμπλο Πικάσο. Το σίγουρο ήταν ότι τα έργα της εξέφραζαν τα ρεύματα ενός αιώνα που δεν είχε ακόμα ανατείλει. Αυτό είναι ένα απ’ τα πιο γοητευτικά μυστήρια της τέχνης εξάλλου, το πως, σε κάθε ιστορική περίοδο, εμφανίζονται κάποιοι εκκεντρικοί καλλιτέχνες που ψυχανεμίζονται τους άνεμους του μέλλοντος και χορεύουν με τις σκιές των πραγμάτων που δεν έχουν ακόμα εμφανιστεί. Είναι αυτοί που βυθίζονται στα σκοτεινά βάθη της ψυχής της ανθρωπότητας και επιστρέφουν κουβαλώντας μαζί τους παράξενα ευρήματα, ιδέες εικόνες και λέξεις που καθρεφτίζουν τη ζωή αυτών που είναι αγέννητοι ακόμα.

Σχεδόν πάντα περιθωριακοί, μόνοι τις περισσότερες φορές και άσημοι, παραμένουν χαρισματικοί, ικανοί ν’ αφουγκραστούν τα υπόγεια ρεύματα μιας ζωής που μόλις αρχίζει και ξυπνάει. Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ και ο Φραντς Κάφκα αποτελούν χαρακτηριστικότατα παραδείγματα αυτού του φαινομένου. Και η Θάλεια. Που δεν άφησε πίσω της παρά ένα όνομα, μια ταχυδρομική διεύθυνση και ένα λακωνικό βιογραφικό σημείωμα. Ζωγράφισε τις έξι εκείνες ελαιογραφίες που κάποια στιγμή της χάρισαν την αθανασία ζώντας εντελώς μόνη και άγνωστη, μέχρι την ανεξήγητη εξαφάνισή της. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι τα συγκεκριμένα έργα εμφανίστηκαν σε κάποιο καλλιτεχνικό φεστιβάλ μιας επαρχιακής κωμόπολης της Βόρειας Ελλάδας το φθινόπωρο του 2009 και ότι αγνοήθηκαν εντελώς απ’ το κοινό και τους κριτικούς. Γλύτωσαν απ’ τη λήθη γιατί κάποιος διορατικός συλλέκτης αποφάσισε να τα φωτογραφήσει με μια ψηφιακή κάμερα υψηλής ευκρίνειας και να τ’ αναρτήσει σ’ ένα μπλογκ τα δεδομένα του οποίου ενσωματώθηκαν κάποια στιγμή στη μνήμη ενός παγκόσμιου διαδικτυακού συστήματος καταγραφής καλλιτεχνικών δημιουργημάτων.

Αργότερα, κάποιος ιστοριοδίφης του 23ου αιώνα ανακάλυψε τις ψηφιακές αναπαραγωγές εκείνων των έξι ελαιογραφιών και αναγνώρισε την ανεπανάληπτη αξία τους. Και ήταν πράγματι εκπληκτικές, και οι έξι. Απεικόνιζαν τη μυστική ζωή ενός ηλιόλουστου δάσους. Η Θάλεια είχε ζωγραφίσει με κάθε λεπτομέρεια την αύρα του κάθε φυτού, το αόρατο ενεργειακό πεδίο που εκπέμπουν όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί. Είχε απεικονίσει ένα πολύχρωμο θαύμα που για τους ανθρώπους της δικής της εποχής ήταν τελείως αόρατο, εξαιρουμένων κάποιων αλαφροΐσκιωτων οραματιστών που ανήκαν στα ολιγάριθμα κινήματα μιας ουτοπικής «νέας εποχής».

Το κάθε αγριολούλουδο που φυόταν στα φωτεινά ξέφωτα του μαγικού εκείνου δάσους έλαμπε περιβεβλημένο από έναν λαμπερό και ιριδίζοντα μανδύα ζωικής ενέργειας. Τα δέντρα του ορθώνονταν μεταμορφωμένα σε πανέμορφα και μεγαλόπρεπα βεγγαλικά παγωμένης φωτιάς, τυλιγμένα σε ρόδινες χρυσαφένιες και γαλάζιες αποχρώσεις. Το χορτάρι έμοιαζε μ’ ένα χαλί από απειράριθμες πυγολαμπίδες που σχημάτιζαν λιμνούλες σμαραγδένιας και τουρκουάζ διαμαντόσκονης και ο ίδιος ο αέρας έμοιαζε να τρέμει φορτισμένος με τη χαρά μιας παγανιστικής αναγέννησης και την ενέργεια μιας ενστικτώδους δημιουργίας. Ήταν ένας κόσμος ζωντανός και πανέμορφος, η φύση όπως θα την έβλεπαν τα μάτια ενός ξωτικού, μια ορατή απεικόνιση της ιερής ενέργειας της ζωής.


8


Εκείνη τη στιγμή διέπραξα την πρώτη μεγάλη παράβαση. Ποδοπάτησα τον πιο βασικό κανόνα που ρυθμίζει την αλληλεπίδραση των χρονοταξιδιωτών με τους ανθρώπους που ζουν στο εκάστοτε σημείο άφιξης. Αλλά από τη στιγμή που είχε αντιληφθεί την παρουσία μου, τι άλλο μπορούσα να κάνω; Της μίλησα.

-«Ξέρεις ποιος είμαι;»

-«Φυσικά,» μου απάντησε. «Είσαι ένας άγγελος. Αόρατος για όλους τους ανθρώπους αλλά όχι και για μένα που μπορώ και βλέπω τις ψυχές!»

Η φωνή της ήταν βαθιά και μελωδική και ηχούσε παράξενα μέσα στο άδειο δωμάτιο με τους γυμνούς τοίχους και την απουσία κάθε είδους επίπλου.

-«Ώστε πιστεύεις στους αγγέλους;» την ξαναρώτησα.

Εκείνη ξανά-έσφιξε τη νεκρή γάτα στην αγκαλιά της και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω.

-«Αρρώστησε πριν από τρεις μέρες» μου είπε, «αλλά δεν μπόρεσα να βρω λεφτά για να την πάω στον κτηνίατρο. Μπορείς να το διανοηθείς; Δεν κατάφερα να τη βοηθήσω γιατί έχω μείνει άφραγκη! Δεν μπορώ να πληρώσω ούτε έναν κτηνίατρο!» Μια έκφραση περιφρόνησης απλώθηκε στο πρόσωπό της, ένα μορφασμός οργής. Ήταν πολύ όμορφη. Είχε τα δυνατά και αρμονικά χαρακτηριστικά μιας πληγωμένης αμαζόνας που τονίζονταν ακόμα περισσότερο απ’ τις λεπτές γραμμές την έντασης και της κούρασης που απλώνονταν γύρω απ’ το στόμα και πάνω στο μέτωπό της.

-«Τι σου συμβαίνει ακριβώς; Πες μου!»

Εκείνη γέλασε ανόρεχτα. Ένας σκληρός ήχος που έκρυβε μέσα του μια βαθιά κούραση. Ξανακάθισε ανάμεσα στ’ αναμμένα κεριά και άρχισε να χαϊδεύει για μια ακόμα φορά τη νεκρή γάτα που έμοιαζε να κοιμάται ειρηνικά μέσα στην αγκαλιά της.

-«Είναι απλό», μου απάντησε κοιτάζοντας με κατάματα, «η ζωή μου έχει μετατραπεί σε μια τεράστια και γελοία αποτυχία. Τελειωτικά. Έκανα τις χειρότερες δυνατές επιλογές όταν είχα ακόμα την ευκαιρία ν’ αλλάξω το ριζικό μου και τώρα πληρώνω το τίμημα. Να σκεφτείς ότι στη δουλειά που κάνω δεν μας πληρώνουν εδώ και έξι μήνες γιατί οι προσλήψεις μας ήταν λέει αντισυνταγματικές. Στο μεταξύ οι λογαριασμοί τρέχουν ενώ εγώ κάθομαι και ξοδεύω όλες μου τις οικονομίες για ν’ αγοράζω μπογιές και καναβάτσα. Και τι κατάφερα με όλα αυτά; Ζωγραφίζω χρόνια ολόκληρα αυτούς τους πίνακες που κανείς δεν θέλει ν’ αγοράσει. Βλέπεις;» με ρώτησε κάνοντας μια κυκλική κίνηση με το αριστερό της χέρι. Κοίταξα τα δεκάδες τετράδια, τα έγγραφα και τις σημειώσεις που κάλυπταν το δάπεδο του άδειου δωματίου σαν ένα παράξενο χαλί από χαρτί και μελάνι. Ο ωροδείκτης μου έλεγε 28.27. Ο χρόνος έτρεχε.

Έκατσα απέναντί της.

-«Τι είναι όλα αυτά τα πράγματα;» τη ρώτησα σιγανά. Πρόσεξα ότι η φωνή μου αντηχούσε επίσης αλλόκοτα. Αλλοιωμένη. Λες και η θλίψη που είχε αρχίσει να με γεμίζει, ξεχείλιζε και βάραινε την ατμόσφαιρα με μια πικρή γεύση παραίτησης.

-«Αυτά τα πράγματα είναι η ζωή μου,» μου απάντησε η Θάλεια. «Τα πάντα. Ταυτότητα, φορολογικές δηλώσεις, τιμολόγια, εφηβικά ημερολόγια, σχολικά απολυτήρια και απορριπτικές απαντήσεις απ’ όσους γκαλερίστες προσπάθησα να πλησιάσω για να εκθέσω τις ζωγραφιές μου. Αποτελούν μια λεπτομερέστατη καταγραφή της αποτυχημένης μου ζωής.»

-«Μπορείς όμως και με βλέπεις! Το θεωρείς ασήμαντο αυτό;»

«Σε βλέπω γιατί μπορώ και διακρίνω την ψυχή σου,» μου είπε, «Τα χρώματα των σκέψεων και των συναισθημάτων σου. Είναι λαμπερά, χρυσαφένια. Εντελώς διαφορετικά απ’ αυτά που παράγουν οι άνθρωποι. Έτσι κατάλαβα ότι είσαι ένας άγγελος. Γιατί είσαι ψυχή χωρίς σώμα. Αγνή και φωτεινή ενέργεια. Τι άλλο θα μπορούσες να είσαι;»

Δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι έξυπνο για να της απαντήσω. Ένιωθα να παραπαίω στο χείλος ενός συναισθηματικού γκρεμού καθώς αντιλαμβανόμουν όλο και περισσότερο ότι η χαρισματική γυναίκα γύρω από την οποία είχα χτίσει μια ολόκληρη ζωή, βούλιαζε και διαλυόταν σε μια θάλασσα απόγνωσης και οργής. Δεν είχε καμία ομοιότητα με το φωτισμένο και ειρηνικό άτομο που περίμενα να αντικρίσω. Η σιωπή μου θα έπρεπε να της φάνηκε αρκετά εύγλωττη γιατί αφού πήρε μια βαθιά ανάσα ξανάρχισε να μιλάει:

-«Για να λέμε την αλήθεια, δεν μπορώ να φανταστώ πως θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί διαφορετικά τα πράγματα. Από μικρή ήμουν ένα απροσάρμοστο. Ήμουν μια πολύ κακιά μαθήτρια στο σχολείο χωρίς καθόλου φίλους. Πολύ λογικό αν σκεφτείς ότι όλοι με φοβόντουσαν γιατί πάντα ήξερα πότε λέγανε ψέματα και πότε την αλήθεια. Όταν βλέπεις τ’ αόρατα χρώματα που γνέφουν οι σκέψεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά και σου είναι πολύ δύσκολο να υποκριθείς ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Στη δική μου περίπτωση, μάλλον αδύνατον. Με τα χρόνια η παρουσία των άλλων άρχισε να μου γίνεται αφόρητη. Αυτές οι σκοτεινές και εχθρικές σκιές, αυτό το σκοτωμένο μωβ ή το άρρωστο καφεπράσινο που μοιάζει με τη μελανιασμένη σάρκα ενός μαστιγωμένου παιδιού και που απλώνεται όλο και περισσότερο γύρω τους όσο μεγαλώνουν, είναι κάτι που δεν αντέχω να κοιτάζω πια. Επέλεξα λοιπόν το δρόμο της μοναξιάς και βρήκα παρηγοριά στη συντροφιά των ζώων και των φυτών που είναι ειρηνικά και καλοπροαίρετα και εκπέμπουν μια λάμψη αγάπης και σοφίας. Προσπάθησα επίσης ν’ απεικονίσω αυτά που μόνο εγώ μπορώ και βλέπω στον καμβά. Αλλά κατάλαβα πια ότι έκανα λάθος. Ένα τεράστιο λάθος. Άφησα μια ολόκληρη ζωή να γλιστρήσει μέσα απ’ τα δάχτυλά μου κυνηγώντας ένα άπιαστο όνειρο. Και τώρα πληρώνω το τίμημα. Αύριο για παράδειγμα θα πρέπει να φύγω απ’ αυτό το σπίτι γιατί μου κάνουν έξωση. Χρωστάω ένα τεράστιο χρηματικό ποσό σε τράπεζες και δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί ή να θέλει να με βοηθήσει. Είμαι φτωχή και μόνη. Και νιώθω πολύ-πολύ γερασμένη.»

Η σιωπή που κρεμάστηκε ανάμεσά μας ήταν βαριά σαν μολύβι. Ασφυκτική.

-«Τα βλέπεις αυτά;» με ξαναρώτησε δείχνοντας τους έξι πίνακες. Είναι τα παιδιά μου. Όλα τους. Αλλά δεν αρέσουν σε κανέναν. Νομίζω λοιπόν ότι αφού εγώ τα έφερα σ’ έναν κόσμο που τ’ απορρίπτει, έχω κάθε δικαίωμα να τα καταστρέψω!»

Μ’ αυτά τα λόγια σηκώθηκε όρθια και άρπαξε ένα από τ’ αναμμένα κεριά.

-«Δεν πρέπει να το κάνεις αυτό,» της απάντησα καθώς σηκωνόμουν όρθιος και εγώ, τρομοκρατημένος από τη σκέψη ότι θα κατάστρεφε εκείνα τα ανεπανάληπτα αριστουργήματα, «δεν έχεις κανένα δικαίωμα να στερήσεις τον κόσμο από μια τέτοια ομορφιά!»


9


20.01. Είκοσι λεπτά ακόμα προτού τελειώσει το χρόνο-ταξίδι.

Η Θάλεια δεν μου απάντησε. Πέταξε το κερί κατάχαμα και βγήκε σχεδόν τρέχοντας απ’ το δωμάτιο. Το ‘σβησα προτού προλάβει να κάψει κάποιο απ’ τα εύφλεκτα έγγραφα που κάλυπταν το δάπεδο. Την άκουσα να ανοίγει κάποια συρτάρια και να ψαχουλεύει κάτι και μετά να επιστρέφει κρατώντας στα χέρια της ένα δακτυλογραφημένο κομμάτι χαρτί:

-«Θέλω να σου δείξω κάτι,» μου είπε «είναι η απάντηση του τελευταίου γκαλερίστα που είδε τα έργα μου. Του τελευταίου. Δεν έχω άλλον. Μου λέει ότι θα αναρτήσει τους πίνακες στην γκαλερί του μόνο αν του δώσω δέκα χιλιάδες ευρώ. Όλοι τα ίδια μου λένε. Το μόνο που τους νοιάζει είναι τα χρήματα!» Τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν. «Έχω κουραστεί πια,» ψιθύρισε, «Δεν αντέχω να προσπαθώ άλλο.»

Ξαφνικά παραπάτησε. Έχασε την ισορροπία της και σίγουρα θα σωριάζονταν κατάχαμα, ανάμεσα στ’ αναμμένα κεριά και τα σκορπισμένα έγγραφα αν δεν την έπιανα στα χέρια μου. Η νεκρή γάτα γλίστρησε απ’ τα χέρια της και έπεσε στο πάτωμα, αφήνοντας ένα μικρό στεναγμό καθώς μια μικρή ποσότητα αέρα δραπέτευε μέσα απ’ τους νεκρούς της πνεύμονες. Σκέφτηκα ότι στα μάτια ενός ανίδεου παρατηρητή θα παρουσιάζαμε ένα πολύ παράξενο θέαμα, μια γυναίκα να γέρνει στο κενό και να στηρίζεται απ’ το πουθενά, λουσμένη στο φως δεκάδων αναμένων κεριών. Κατάφερα να την ξαναστήσω στα πόδια της και καθώς το πρόσωπό της πλησίασε το δικό μου, κάτι στην έκφραση των ματιών της μου φάνηκε πολύ παράξενο, μια αίσθηση αποστασιοποίησης και αλλόκοτης ηρεμίας. Το ζεστό άρωμα των κεριών διαπότισε τα ρουθούνια μου για μια ακόμα φορά καθώς και το δικό της άρωμα, ένα μείγμα φρέσκου ιδρώτα και φτηνού αποσμητικού.

17.05. Ο χρόνος έτρεχε. Όπως πάντα. Αδυσώπητος και αδιάφορος για τη δυστυχία των ανθρώπων.


-«Κάνεις λάθος,» της είπα «τα έργα σου γίνουν αθάνατα. Μια μέρα θα αναγνωριστείς ως η σπουδαιότερη καλλιτέχνιδα της εποχής σου!»

Μια έκφραση βαθιάς κατάπληξης απλώθηκε στο πρόσωπό της.

-«Τι θες να πεις;»

Και τότε παραβίασα και το δεύτερο σημαντικό κανόνα. Αυτόν που απαγορεύει στους χρονοταξιδιώτες να αποκαλύψουν σε οποιονδήποτε την πραγματική τους προέλευση.

-«Δεν είμαι άγγελος,» της είπα, «ούτε και ήρθα εδώ για να πάρω την ψυχή αυτού του άτυχου ζώου. Έρχομαι απ’ το μέλλον. Είμαι ένας χρονοταξιδιώτης. Ταξίδεψα στο παρελθόν για να σε γνωρίσω από κοντά. Γιατί αγάπησα τα έργα σου απ’ την πρώτη στιγμή που τα είδα. Και μαζί τους αγάπησα και εσένα!»

Εκείνη με κοίταξε αμίλητη, υπερβολικά αιφνιδιασμένη για να μπορεί να μου πει κάτι.

-«Μα πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;» με ρώτησε τελικά, με μια φωνή που χρωματιζόταν από ατόφιο δέος.

-«Έρχομαι από το εικοστό πέμπτο αιώνα μετά χριστό,» της εξήγησα και πάλι. «Στην εποχή μου οι έξι αυτές ελαιογραφίες,» (της έδειξα τους πίνακες που απλώνονταν ανάμεσα στα κεριά) «αποτελούν αντικείμενα θαυμασμού. Είναι ανεπανάληπτα αριστουργήματα, όλα τους!»

Εκείνη στάθηκε όρθια και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω καθώς μια πολύ παράξενη έκφραση απλωνόταν στο πρόσωπό της. Το δεξί της χέρι χώθηκε στην τσέπη του παντελονιού που φορούσε και έβγαλε ένα άδειο κουτάκι από χαρτόνι. Μια ματιά στάθηκε αρκετή για να καταλάβω τι ήταν: Ένα άδειο κουτί ηρεμιστικών χαπιών. Μετά σωριάστηκε καταγής σαν μια κούκλα που τις κόβουν τα νήματα που τη κρατούν στα πόδια της. Έτρεξα προς το μέρος της και την άρπαξα στην αγκαλιά μου.

-«Νομίζω ότι ήρθες λιγάκι αργά άγγελέ μου,» μου ψιθύρισε με μια φωνή που τώρα είχε γίνει γλυκιά και απαλή σαν να ερχόταν από κάπου πολύ-πολύ μακριά. Τα δάχτυλα της χάιδεψαν το μέτωπό μου. «Αλλά σ’ ευχαριστώ για τα νέα που μου φέρνεις» Ένα όμορφο χαμόγελο απλώθηκε για πρώτη φορά πάνω στο κουρασμένο πρόσωπο της.

-«Πως μπόρεσες να το κάνεις αυτό;» τη ρώτησα κλαίγοντας σχεδόν, «Πως τόλμησες να χάσεις την πίστη στον εαυτό σου;»

Εκείνη δεν μου απάντησε. Τα μάτια της έκλεισαν, το κεφάλι της έγειρε προς τα πίσω και οι μαύροι κύκλοι που στεφάνωναν τα μάτια της έγινε πιο ευδιάκριτοι.

Άρχισα να την χαϊδεύω και να της ψιθυρίζω παρηγορητικά λόγια. Γονάτισα πάνω στο σκληρό δάπεδο εκείνου του άδειου χώρου με τα κεριά που έμοιαζε τώρα με μαυσωλείο και καθώς την κρατούσα στα χέρια μου, την είδα να πεθαίνει. Ένιωθα εντελώς ανήμπορος, άχρηστος, ένας άβουλος παρατηρητής που παρακολουθούσε το θάνατο ενός χαρισματικού ανθρώπου που είχε νικηθεί τελικά από τη μαύρη θάλασσα της μοναξιάς και της απελπισίας. Αλλά πως μπορούσα να τη βοηθήσω; Τι θα μπορούσα να κάνω; Τα λεπτά κυλούσαν αργά-αργά ενώ η αναπνοή της γινόταν όλο και πιο βαριά, όλο και πιο δύσκολη. Σκέφτηκα να καλέσω σε βοήθεια, αλλά αυτό δεν θα αποτελούσε μια κατάφορη παραβίαση των κανονισμών του ταξιδιού στο χρόνο;

Και τότε με συνεπήρε μια έκρηξη οργής. Ένα παλιρροϊκό κύμα θυμού. Στον αγύριστο με το θεώρημα του Ακιχίτο Νιγκάτσι! Δεν θα την άφηνα να φύγει έτσι, μόνη και δυστυχισμένη, σ’ αυτό το απαίσιο δωμάτιο αυτού του πρωτόγονου και βάρβαρου αιώνα. Μια ιδέα άστραψε μέσα μου σαν αστραπή.

Ο ωροδείκτης έγραφε 02.05. Την έγδυσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, την άπλωσα στο πάτωμα, ξάπλωσα πάνω της και την έσφιξα στην αγκαλιά μου. Και μετά το άδειο δωμάτιο με τους απλωμένους πίνακες και τ’ απλωμένα χαρτιά της δύσκολης ζωής της χάθηκε μέσα στο γκρίζο σύννεφο της χρονομετάθεσης


10


Η Λιμνοθάλασσα της Νέας Αθήνας με τα κομψά κτίρια που ταξιδεύουν στ’ ακίνητα νερά και αλλάζουν χρώμα ανάλογα με την ώρα της ημέρας, διαγράφεται σαν παιδική ζωγραφιά μέσα στο γλυκό φως του Αττικού ηλιοβασιλέματος. Οι τροχιακές πόλεις που πετούν στον ουρανό λάμπουν σαν διαμαντένια αστέρια στο φως του ήλιου που δύει και αφήνει πίσω του μια φωτεινή απεραντοσύνη από ρόδινες και πορτοκαλί αποχρώσεις και εγώ περπατώ μόνος μου στην άμμο, σε μια γαλήνια ακροθαλασσιά που κάποτε αποτελούσε τους πρόποδες του Υμηττού, την εποχή που οι θάλασσες δεν είχαν ακόμα ανυψωθεί και ο κόσμος δεν είχε αλλάξει. Μόνος; Όχι ακριβώς. Η Θάλεια ζει μέσα μου και είναι ευτυχισμένη. Το σχέδιο μου στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Ενσωματωθήκαμε κατά τη διάρκεια της επιστροφή μας στο παρόν αλλά οι συνειδήσεις μας παρέμειναν ξέχωρες, δύο μυαλά σ’ ένα σώμα. Κανείς δεν το κατάλαβε. Ούτε οι επιστήμονες του Ινστιτούτου, ούτε και οι συνάδελφοι και οι μαθητές μου στην ακαδημία όπου συνεχίζω να διδάσκω τη μυστική της τέχνη. Η Θάλεια ζει μέσα μου, βλέπει με τα μάτια μου και ακούει με τ’ αυτιά μου. Οτιδήποτε γεύομαι και νιώθω είναι ένα δώρο γι’ αυτήν , ένα προνόμιο που τη γεμίζει με άφατη ικανοποίηση. Βιώνει την κάθε στιγμή της κοινής μας ζωής περιβεβλημένη απ’ τον ωκεανό της αγάπης μου και μπορεί και λούζεται επιτέλους μέσα στους χρυσαφένιους χρωματισμούς μιας πρωτόγνωρης ευτυχίας.

Κοντοστέκομαι δίπλα σ’ ένα γκριζωπό βράχο που αναδύεται μέσα απ’ την επιφάνεια του νερού σαν το βάθρο ενός χαμένου αγάλματος. Ακουμπώ επάνω του το σακίδιο που κουβαλάω, ανοίγω το φερμουάρ του και αραδιάζω τα περιεχόμενά του πάνω στην άμμο που εκπέμπει ακόμα τη ζεστασιά της καλοκαιρινής εκείνης ημέρας. Ένα τρίποδο, έναν καμβά, χρώματα και πινέλα.

-«Και τώρα τι κάνουμε;» ρωτάω τη Θάλεια ενώ της στέλνω ένα νοερό χαμόγελο.

-«Και τώρα ζωγραφίζουμε!» μου απαντάει, λάμποντας από ευτυχία.



Ερρίκος Σμυρναίος, Copyright 2009

5 σχόλια:

  1. Αφιερωμένο στην πραγματική Θάλεια. Αυτή ξέρει.

    Ερρίκος Σμυρναίος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Oσα ειχα να σου πω για την ιστορια στα εχω πει ηδη, το να τα γραψω εδω θα σημαινε πως θελω να δουν και οι αλλοι ποσο δυνατα γραφεις, πραγμα περιττο αφου το βλεπει ευκολα ο καθενας.
    Λενε πως τα χειροποιητα δωρα ειναι τα καλυτερα.Νομιζω πως πρεπει να συμπληρωνουν τα δωρα που εχουν κομματια του ατομου που τα φτιαχνει ειναι τα καλυτερα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑ ΟΛΟ ΣΙΓΑ-ΣΙΓΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ.
    ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙΣ ΠΑΝΤΑ ΕΤΣΙ ΟΜΟΡΦΑ.
    ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ερικ οπως παντα εκανες θαυματα με την πενα σου ... Και επειδη γνωριζω αρκετα καλα την Θαλεια.. Ευγε..πραγματικα....Μεχρι τωρα ειναι η δευτερη ιστορια που γραφεις αφιερωμενο σε υπαρκτο προσωπο μετα το "ΟΤΑΝ ΗΡΘΕ ΤΟ ΝΙΣΗ" που ειχες γραψει για μενα..παντα τετοια φιλε μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. σας ευχαριστώ όλους πολύ.

    Ερρίκος Σμυρναίος

    ΑπάντησηΔιαγραφή