Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Τιτλοι Τελους




Μετα απο 3 χρονια συνεχης παρουσιας..ηρθε η ωρα να κλεισουμε...
Τιτλοι Τελους λοιπον...
Για να επανελθουμε δριμυτεροι..μεσα στους επομενους μηνες..με ιδιοκτητο website το οποιο περα απο της Ονειροπαρμενες Απατητες Διαδρομες..θα εχει πολλες εκπληξης...
Εις το επανιδειν λοιπον ταξιδιωτες του Αλλοκοσμου...


Ανακοινωση



Θα ηθελα να ανακοινωσω οτι ο Ερρικος Σμυρναιος πλεον εχει το δικο του blog οπου μπορειτε να βρειτε τα ηδη υπαρχοντα του διηγηματα καθως και τα νεα του..

Θα ηθελα μεσα απο την αναρτηση αυτη να ευχηθω οχι καλη επιτυχια..καθως η επιτυχια ειναι παντα καλη.. αλλα υγεια και φαντασια για να συνεχισει να κανει αυτο που ξερει να κανει υπεροχα..να μας ταξιδευει σε κοσμους ονειρικους...

Χαιρεταω λοιπον εναν συγγραφεα, αλλα οχι εναν ανθρωπο που εχω την τυχη να ξερω χρονια και την χαρα να τον αποκαλω φιλο...

ΥΓ: To παρων blog θα κλεισει συντομα για να αλλαξει μορφη και να αναβαθμιστει, αλλα στο μελλον θα συνεχισει να φιλοξενει κειμενα του Ερρικου Σμυρναιου οπως κανει και με αλλους συγγραφεις.
Το Blog tou Ερρικου Σμυρναιου ονομαζεται








Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΞΕΒΡΑΣΕ ΤΟ ΚΥΜΑ





1


Τρεις μέρες-και νύχτες- στο all inclusive ξενοδοχείο στάθηκαν αρκετές για να με φέρουν στα πρόθυρα ενός γερού νευρικού κλονισμού. Επόμενο ήταν: Με το που πάτησα το πόδι μου στο κακόγουστο λόμπι με τους λάμπερούς καθρέφτες, έπεσα στα νύχια ενός ψυχαναγκαστικού “φροντιστή” που δεν εννοούσε να μ' αφήσει σε χλωρό κλαρί. Ήταν ένας υπερκινητικός πενηντάρης που φορούσε κάτι πολύχρωμα-χαβανέζικα υποτίθεται-πουκάμισα και χασκογελούσε όλη την ώρα λέγοντας κρυόκωλα αστεία και που μ΄έβαλε, με το ζόρι σχεδόν, να συμμετέσχω σ' ένα  σωρό ηλίθιες-διασκεδαστικές υποτίθεται-δραστηριότητες που θα μ' έκαναν να γίνω φίλος με τους υπόλοιπους πελάτες του.

Το συγκεκριμένο πρόγραμμα ψυχαγωγίας ήταν ότι χειρότερο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Απ' το πρώτο κιόλας βράδι, βρέθηκα να χορεύω υπό τους ήχους μιας εκνευριστικής λάτιν μουσικής και να προσπαθώ να κάνω γελοία πράγματα όπως το να κρατάω ένα μήλο στο στόμα την ώρα που χοροπηδούσα πάνω-κάτω στηριγμένος στο ένα μου πόδι. Ακολούθησε ένας δεύτερος διαγωνισμός κατά τη διάρκεια του οποίου, όλοι εμείς οι άτυχοι πελάτες, έπρεπε να φορέσουμε μπικίνι και να παρελάσουμε μπροστά στις γυναίκες του γκρουπ που είχαν-δικαίως-ξεραθεί στα γέλια. Μετά, έπρεπε να μιμηθούμε διάφορα ζώα, εμείς τα ζώα, ενώ οι υπόλοιποι, εξίσου ζώα με εμάς, προσπαθούσαν ν' αναγνωρισουν το άτυχο πλάσμα που  υποτίθεται ότι υποδυόμασταν.

Όπως ήταν φυσικό, ύστερα από το πρώτο εκείνο βράδι, κατέβασα ρολά. Έγραψα τους πάντες και τα πάντα στα παλιά μου τα παπούτσια και άρχισα να βολοδέρνω  άσκοπα στον τεχνητό μικρόκοσμο του ξενοδοχείου όπου το μόνο που μπορούσε να κάνει κανείς ήταν να πλατσουρίζει σε χλωριωμένες πισίνες, να πίνει τον άμπακο σε κακόγουστα μπαράκια, να κυνηγάει μπαλάκια σε γήπεδα του μίνι-γκολφ και να ξαπλώνει κάτω από ψάθινες ομπρέλες, μαζί με μια διμοιρία από υπέρβαρες τουρίστριες που έμοιαζαν με ιδρωμένες γουρούνες! 

Κατά το τέλος της δεύτερης μέρας είχα αρχίσει ν' απελπίζομαι. Το ξενοδοχείο έμοιαζε να φιλοξενεί αποκλειστικά και μόνο χαμηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων καθώς και τις νευρωτικές συζύγους τους που τσίριζαν όλη την ώρα σαν θυμωμένες κάργιες. Ανάμεσά τους, έτσι για ποικιλία, σάπιζαν κάτι αλκοολικοί συνταξιούχοι που φορούσαν κολλητά μπλουζάκια και χακί σορτς  και προσπαθούσαν να πείσουν τους εαυτούς τους ότι ήταν ακόμα τζόβενα. Όσοι από δαύτους δεν βρίσκονταν σε κατάσταση μόνιμης κατατονίας,  φλέρταραν με μεσήλικες κυρίες που τους αγνοούσαν επιδεικτικά γιατί, έχοντας ξεροψηθεί στα σολάριουμ και τσιτωμένες καθώς ήταν από μπόλικα μπότοξ και πλαστικές, πίστευαν ότι ήταν πολύ μοιραίες και προτιμούσαν να την πέφτουν στο προσωπικό του ξενοδοχείου, φτάνει αυτό το τελευταίο να είχε ηλικία μικρότερη των 30 ετών και να ήταν γένους αρσενικού. 

Έτσι λοιπόν, όλες οι ξαπλώστες ήταν μόνιμα κατελλειμμένες από ξαπλωμένα σώματα που έλυωναν κάτω απ' τον καυτό ήλιο της Μεσογείου, οι πισίνες ξεχείλιζαν από κόσμο που πλατσούριζε στο ψεύτικο γαλάζιο των νερών τους και στα μπαρ μεθοκοπούσε κόσμος και κοσμάκης χωρίς σταματημό. Υπήρχαν βέβαια και τ' παραίτητα γήπεδα του τένις όπου νεαροί δάσκαλοι για τις κυρίες και καλλίγραμμες δασκάλες για τους κυρίους πάλευαν να μεταλαμπαδεύσουν τις αρχές του συγκεκριμένου αθλήματος στους αδέξιους μαθητές τους.  

Γύρω απ' τον πολύχρωμο, θορυβώδη, ασφυκτικό και εντελώς εφιαλτικό εκείνο μικρόσωμο απλωνόταν το νησί. Ήταν ένα αρχαίο ξερονήσι, σιωπηλό και άδειο, που υψωνόταν σαν την καμπουριαστή ράχη ενός δελφινιού μέσα απ' τα γαλάζια νερά του Αιγαίου, κάπου στα Νότια της Ρόδου. 

Το λογικό ερώτημα που φαντάζομαι ότι θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς σ' αυτό το σημείο είναι το εξής: Αφού έβρισκα τόσο δυσάρεστη την παραμονή μου σ' εκείνο το ξενοδοχείο, γιατί είχα επιλέξει να περάσω εκεί τις διακοπές μου και γιατί, στο κάτω κάτω, δεν το είχα βάλει στα πόδια με την πρώτη ευκαιρία; 


Η απάντηση στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος είναι ότι είχα αποφασίσει για εκείνη τη χρονιά να δοκιμάσω κάτι το εντελώς διαφορετικό. Έτσι λοιπόν, όταν έπεσα σε μια ιστοσελίδα που διαφήμιζε το εντυπωσιακό ξενοδοχείο, η προοπτική του να περάσω ένα δεκαπενθήμερο μακριά απ' όλους και απ' όλα, μου είχε φανεί γοητευτική. Εξάλλου, φαινόταν συμφέρουσα ως προσφορά. Δεκαπέντε μέρες έναντι μιας πολύ λογικής αμοιβής, με τα πάντα πληρωμένα και οργανωμένα. 

Παρασύρθηκα λοιπόν από κάτι ηλίθιες φαντασιώσεις ότι θ' απομονωνόμουν λέει μέσα σ' ένα είδος ευγενικού ρεμβασμού αγκαλιά με κάποιο καλό βιβλίο ενώ θα έβλεπα  παλιές ταινίες στην τηλεόραση του δωμάτιου μου αλλά δεν είχα υπολογίσει το ότι ο όρος “all inclusive” στη διάλεκτο του παγκοσμιοποιημένου τουρισμού της εποχής μας, σημαίνει επίσης  ότι η διασκέδαση του πελάτη ειναι και αυτή ευθύνη της εταιρείας. ..

Και σαν να μην ήταν όλα αυτά αρκετά άσχημα από μόνα τους, όταν βαρέθηκα να περιφέρομαι εδώ και εκεί σαν τον απόβλητο, ανακάλυψα ότι ήταν αδύνατον να αναζητήσω καταφύγιο στο δωμάτιο μου γιατί ο σαματάς που ερχόταν απ' τους κήπους του ξενοδοχείου ήταν ασταμάτητος ενώ ο φροντιστής του γκρουπ μου χτυπούσε κάθε λίγο και λιγάκι την πόρτα για να με ρωτήσει, μ' ένα ψεύτικο χαμόγελο και μια παράξενη λάμψη στα ξεπλυμένα μπλε μάτια του, αν χρειαζόμουν κάτι και αν ήμουν καλά.

Το τελειωτικό χτύπημα βέβαια ήταν η δήλωση ενός αρκετά σνομπ και εξεζητημένου ρεσεψιονίστα ο οποίος με πληροφόρησε με ύφος χιλίων καρατίων ότι δεν μπορούσα να φύγω απ' το ξενοδοχείο γιατί το καραβάκι της γραμμής που μας συνέδεε με τη Ρόδο ερχόταν μόνο μια φορά την εβδομάδα, εκτός και αν ήμουν πολύ άρρωστος οπότε θα καλούσαν ελικόπτερο, με δικά μου έξοδα φυσικά.

Εν ολίγοις, ήμουν παγιδευμένος. 

Εκείνο το βράδυ λοιπόν το έσκασα απ' το υστερικό εκείνο τρελάδικο και άρχισα να περιπλανιέμαι σε μια βραχώδη ακτή, στο πίσω μέρος του νησιού όπου δεν σύχναζε κανείς γιατί όλοι προτιμούσαν την αμμώδη παραλία που απλωνόταν μπροστά απ' το ξενοδοχείο και καταλαμβανόταν από πολύχρωμες ομπρέλες και σεζ λογκ. 

Λίγα λόγια για το νησί τώρα: Ήταν μακρόστενο, με μέγιστη απόσταση απ' τη μια του άκρη μέχρι την άλλη, πέντε το πολύ χιλιόμετρα. Η πίσω του πλευρά ήταν εντελώς ασυνήθιστη για ελληνικό νησί και πολύ – πολύ ενδιαφέρουσα. Όπως έχω ήδη αναφέρει, ήταν βραχώδης, στολισμένη με ρηχούς ύφαλους όπου τα κύματα είχαν σκάψει ελικοειδεις βάθρες και λαβυρινθώδεις κοιλότητες. Το νερό της θάλασσας γλυστρούσε ανάμεσά τους, στροβιλίζονταν γύρω από στενά περάσματα και πέτρινα αυλάκια και παρήγαγε παράξενους θορύβους, ρουφηχτά βογγητά, σφυρίγματα και μακρόσυρτους παφλασμούς. 

Ήταν σ' εκείνο το σημείο όπου περιπλανιόμουν μονάχος και ευτυχής, απολαμβάνοντας την ομορφιά του απαλού φωτός του φεγγαριού που κρεμόταν σαν χάλκινο νόμισμα πάνω απ' την λαμπερή γραμμή της θάλασσας. Τ' αλλόκοτα μουρμουρητά της θάλασσας έμοιαζαν να μου ψιθυρίζουν αρχαία μυστικά μέσα στο δροσερό σκοτάδι. Το απαλό αεράκι που άγγιζε το μέτωπό μου ήταν ένα γλυκό χάδι που έδιωχνε το θυμό μου μακριά. Ακόμα και ο πνιχτός και ρυθμικός βόμβος, η ασταμάτητη μουσική που ξεχύνονταν από τους κήπους και τις βεράντες του ξενοδοχείου, απόμακρη και εξασθενημένη καθώς ηχούσε, τόνιζε μάλλον παρά ράγιζε την ομορφιά της νύχτας. 

Ανέκαθεν αγαπούσα τη θάλασσα. Από μικρό παιδί ένιωθα μια ανεξήγητη χαρά όποτε βρισκόμουν κοντά της ή κολυμπούσα στο δροσερό νερό της και μου άρεσε να παρακολουθώ τα κύματα με τις ώρες. Ποτέ δεν τη φοβήθηκα, ακόμα και όταν ήταν θυμωμένη. Η θάλασσα ήταν φίλη μου, μια ζωντανή απεραντοσύνη που άλλαζε συνέχεια και έκρυβε θαύματα και μυστικά.  Έτσι λοιπόν εκείνη τη στιγμή, λουσμένος καθώς ήμουν στο παράξενο τραγούδι της, ένιωθα ευτυχισμένος. 

Όταν βαρέθηκα να περπατώ πάνω στους βράχους και να παρατηρώ το στραφτάλισμα του φεγγαροφώτιστου νερού μέσα στις πέτρινες βάθρες τους, έκατσα σ' ένα λείο βράχο που έμοιαζε με το καβούκι κάποιας τεράστιας νεροχελώνας, ζεστής ακόμα απ' την κάψα της ημέρας, πήρα μια βαθιά αναπνοή και ατένισα, χαλαρωμένος επιτέλους, τον φεγγαρόλουστο ορίζοντα.

Και τότε έγινε ο σεισμός.


2


Ήταν μια απαλή δόνηση που δυνάμωσε σταδιακά και μετά έσβησε απότομα. Κράτησα την αναπνοή μου. Η αλήθεια είναι ότι μετά τον σεισμό της Αθήνας του 1999 το συγκεκριμένο φυσικό φαινόμενο με φοβίζει, μου προκαλεί ένα σφίξιμο στην καρδιά και μια αίσθηση τρόμου που δυσκολεύομαι να ελέγξω. 

Κράτησα την αναπνοή μου περιμένοντας τη συνέχεια. Και τότε συνέβη κάτι περίεργο. Η θάλασσα σταμάτησε να αναστενάζει και να μουρμουρίζει γύρω μου. Ακολούθησε ένας μακρόσυρτος ρουφηχτός ήχος, λιγάκι σαν αυτόν που κάνει το νερό όταν τραβιέται μέσα απ' την τρύπα μιας μπανιέρας. Κοίταξα ολόγυρα και είδα τη θάλασσα ν' αποσύρεται, να τραβιέται προς τα μέσα και να εγκαταλείπει τις βάθρες και τ' αυλάκια που απλώνονταν γύρω μου σαν απλωμένα δίχτυα. 

Όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι, έχω ακούσει για το φαινόμενο που λέγεται τσουνάμι. Ξέρω ότι όταν η θάλασσα τραβιέται, κάποια στιγμή θα επιστρέψει. Σηκώθηκα όρθιος λοιπόν και σκαρφάλωσα στον κοντινότερο και πιο ψηλό βράχο. Ήταν ένας φυσικός σχηματισμός που σχημάτιζε ένα μικρό ακρωτήριο με απόκρημνες πλευρές. Εκεί ξανακάθισα και περιμενα την επιστροφή της θάλασσας. 

Όπερ και εγένετο: Στην αρχή άκουσα ένα βαθύ βουητό, έναν ήχο που θύμιζε κάποιο πελώριο θηρίο να μούγκριζε από κάποια πολύ μεγάλη απόσταση. Και μετά τα βράχια και οι βάθρες που έχασκαν γύρω μου κατακλύστηκαν από ένα αλμυρό ποτάμι που άφριζε και έβγαζε ένα βροντερό αχό σαν φουσκωμένος καταρράκτης. Ευτυχώς βρισκόμουν αρκετά ψηλά ώστε το νερό να μην με φτάσει. Μόνο η υγρή του ανάσα με ψέκασε με το παγερό της άγγιγμα και ο βράχος πάνω στον οποίο είχα κουρνιάσει τρεμούλιασε λες και κάτι τον είχε μαστιγώσει. Κάποια στιγμή το μουγκρητό τελείωσε. Είδα τη θάλασσα να κατακλύζει τη βραχώδη ακτή και για μια στιγμή γύρω μου σήκώθηκαν συντριβάνια από λευκό αφρό αλλά μετά το νερό κατακάθισε, άρχισε να κελαρύζει ανάμεσα στα βράχια και τελικά όλα ηρέμησαν και η σιωπή και η γαλήνη της νύχτας ξαναπλώθηκαν πάνω στο πρόσωπο του κόσμου. Και μαζί τους ξανακούστηκε ο ρυθμικός βόμβος απ' τα μεγάφωνα του ξενοδοχείου. Συμπέρανα ότι το μικρό εκείνο τσουνάμι είχε αγγίξει μόνο τη μια πλευρά του νησιού και ότι κατά πάσα πιθανότητα, κανείς δεν είχε πάρει είδηση τι είχε μόλις συμβεί.  

Περίμενα λοιπόν με την ησυχία μου το νερό να τραβηχτεί αρκετά ώστε να μπορώ να επιστρέψω και πάλι πίσω στο ξενοδοχείο, περπατώντας όπως και πριν πάνω στα βράχια. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά ακόμα, καθώς η εμπειρία που μόλις είχα ζήσει, μου είχε φανεί συναρπαστική. Όταν λοιπόν πήρα το δρόμο της επιστροφής, είχα την παράξενη εντύπωση ότι ο κόσμος είχε ξανανιώσει γύρω μου, ότι το απαλό φως του χάλκινου φεγγαριού είχε γίνει πιο φωτεινό και διάφανο ενώ οι σιλουέτες των γύρω βράχων έμοιαζαν πιο ξεκάθαρες και ενδιαφέρουσες, λες και είχαν μεταμορφωθεί στα σύμβολα κάποιας πολύ αρχαίας γραφής που μόλις είχα αρχίσει να αποκρυπτογραφώ. 

Καθώς χοροπηδούσα από βράχο σε βράχο, άκουσα ένα πνιχτό πλατσούρισμα. Κοντοστάθηκα απορημένος και προσπάθησα να διακρίνω κάτι περισσότερο μέσα στο σκοτάδι, μπας και καταλάβω από που ακριβώς ερχόταν αυτός ο θόρυθος. Υπήρχε μια περίεργη αίσθηση αγωνίας σ' αυτόν τον ήχο, λες και κάτι που είχε παγιδευτεί κάπου εκεί κοντά πάλευε με όλες του τις δυνάμεις ν' απελευθερωθεί. Θα μπορούσε, σκέφτηκα, να είναι και κάποιος άνθρωπος που χρειαζόταν βοήθεια. Άρχισα λοιπόν και πάλι να περπατώ μέσα στο κιτρινωπό μισοσκόταδο, ακολουθώντας εκείνο τον ήχο που ανεβοκατέβαινε μαζί με το μουρμουρητό του νερού. Κάποια στιγμή ξανάκουσα το πλατσούρισμα, πιο δυνατό αυτή τη φορά. Ερχόταν από μια βράχινη λιμνούλα που βρισκόταν καμία δεκαριά μέτρα πιο μέσα στην ακτή. Η μισή της επιφάνεια σκεπαζόταν τώρα από κάτι μυτερά βράχια που φαίνεται ότι είχαν ξεκολλήσει, είτε από το σεισμό είτε από το παλιρροικό κύμα που είχε ακολουθήσει.  

Πλησίασα ακόμα περισσότερο και είδα ότι το νερό πραγματικά ταράζονταν εκεί πέρα. Υπήρχε κάτι ζωντανό μέσα της αλλα δεν μπορούσα να δω με ακρίβεια τι ήταν αυτό γιατί το φεγγάρι που κρεμόταν πάνω απ' τον ορίζοντα άπλωνε μακρόστενες σκιές που κάλυπταν τη λίμνη. Έγειρα πάνω απ' την επιφάνειά της και μισόκλεισα τα μάτια μου, κοιτάζοντας το νερό. Μου φάνηκε  τότε ότι διέκρινα μια θολή σιλουέτα, κάτι που κινούταν σπασμωδικά και έκανε το νερό να αναδέυεται. Έμοιαζε να έχει το μέγεθος ενός μεγάλου ψαριού, αλλά το σχήμα του μόνο ψάρι δεν θύμιζε. Καταράστηκα τον εαυτό μου που δεν είχα σκεφτεί να φέρω μαζί μου ένα φακό. Έκανα λοιπόν ένα βήμα πιο κοντά στην επιφάνεια του νερού, μισόκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να διακρίνω κάτι περισσότερο. Και τότε, ανάμεσα στα πλατσουρίσματα, μου φάνηκε ότι άκουσα και κάτι που έμοιαζε με πνιχτή αναπνοή, κάτι που προσπαθούσε να ανασάνει σπασμωδικά. Επίσης μου φάνηκε ότι διέκρινα δύο μάτια που δεν ήταν ανθρώπινα. Ωστόσο, κάτι στον τρόπο που αντανακλούσαν το φως του φεγγαριού, πρόδιδε μια αγωνία που μπορούσα πολύ καλά να καταλάβω. Ίσως σκέφτηκα, το παγιδευμένο εκείνο πλάσμα να μην ήταν ψάρι αλλά κάποιο σκυλί που πάλευε να μην πνιγεί ή ίσως κάποια μεγάλη γάτα που είχε παρασυρθεί απ' τους βράχους και είχε παγιδευτεί κάτω από τα πεσμένα κομμάτια τους. Το σίγουρο πάντως ήταν ότι έπρεπε να το βοηθήσω. Εξάλλου, ανέκαθεν αγαπούσα τα ζώα, τα ένιωθα πιο πολύ ως αδέλφια των ανθρώπων που μοιράζονται μαζί μας αυτή τη γη και όχι ως υποδεέστερα πλάσματα δίχως νου και λογική και η αλήθεια είναι ότι όσο περνούσαν τα χρόνια, ένιωθα μεγαλύτερη αγάπη προς αυτά παρά προς τους ανθρώπους.

Αποφάσισα λοιπόν να κάνω κάτι παράτολμο. Βύθισα τα πόδια μου στο νερό και άρχισα να περπατώ πάνω στον γλιστερό πυθμένα της λίμνης. Βούτηξα μέχρι το ύψος της μέσης. Πλησίασα το πλάσμα που τώρα, καθώς ένιωθε την προσέγγισή μου, είχε μείνει ακίνητο. Κατάλαβα ότι με παρατηρούσε. Όταν πλησίασα αρκετά, απέφυγα να το αγγίξω για να μην με δαγκώσει πάνω στο φόβο του και άρχισα να ψαχουλεύω τους βράχους που το είχαν πλακώσει. Όταν βρήκα κάποια πιασίματα άρχισα να τους μετακινώ έναν-έναν, απαλά για να μην το πληγώσω, πρώτα τους πιο μικρούς και μετά τους πιο μεγάλους. Εκείνο, αθέατο μέσα στο σκοτάδι παρέμενε σιωπηλό και το μόνο που ένιωθα ήταν κάποιες απαλές κυματιστές κινήσεις που έκανε μέσα στο νερό.
 Τελικά, τα δάχτυλά μου τυλίχτηκαν γύρω απ' το μεγαλύτερο από τα άγκωνάρια που το κρατούσαν παγιδευμένο. Ήταν αρκετά βαρύ αλλά αφού έβαλα όλη μου τη δύναμη, κατάφερα να το ανασηκώσω μια στάλα, αρκετά ώστε να το νιώσω να ξεγλυστράει από κάτω του και να κολυμπάει γύρω μου ελεύθερο. Και τότε συνέβησαν δύο πράγματα ταυτόχρονα. Το ένα ήταν ότι έχασα το κράτημα που είχα πάνω στο βράχο με αποτέλεσμα αυτός να ξεφύγει απ' τα δάχτυλά μου,  να βουλιάξει στο νερό και να μου κάνει μια γερή γρατζουνιά στο πόδι. Το άλλο ήταν ότι το πλάσμα πέρασε από δίπλα μου και με ακούμπισε. 

Το άγγιγμά του δεν μου θύμισε τίποτα οικείο. Ήταν κρύο και παράξενα γλοιώδες και τόσο αναπάντεχο που πάγωσα απ' το φόβο μου και η μόνη σκέψη που έκανα ήταν ότι μπορεί το αίμα μου που επέπλεε μέσα στο νερό της λίμνης να το ερέθιζε και να μου επιτίθονταν. Οπότε, σπρωγμένος απ' το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, πήδηξα έξω απ' το νερό, σκαρφάλωσα πάνω στους βράχους της ακτής και κοίταξα πίσω μου, ίσα ίσα για να προλάβω να δω μια μακρόστενη σιλουέτα, κάτι που έμοιαζε να αποτελείται μόνο από μακριά πλοκάμια, να γλυστράει με μια ρευστή ευκολία μέσα στο νερό, να κολυμπάει ανάμεσα στους τελευταίους βράχους που το χώριζαν απ' την ανοιχτή θάλασσα, και να χάνεται κάτω από τα κύματα.

Κυριέυτηκα από ένα συναίσθημα που έμοιαζε με αρχέγονη φρίκη. Κάτι στην όψη αυτού του ζώου με είχε σοκάρει και η σκέψη ότι είχε κολυμπήσει δίπλα απ' το ματωμένο πόδι μου που αιμορραγούσε ακόμα, μ΄έκανε να παγώσω. Ξανάρχισα να περπατώ προς το ξενοδοχείο, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, κουτσαίνοντας σπασμωδικά.


3


Όταν μπήκα στην  άδεια ρεσεψιόν, το πρώτο πράγμα που εισέπραξα ήταν η έκπληκτη ματιά του νεαρού ρεσεψιονίστ. Λογικό ήταν. Η εμφάνισή μου δεν ήταν και η καλύτερη δυνατή-ήμουν βρεγμένος μέχρι τη μέση και το παντέλόνι μου έσταζε αξιολύπητα αφήνοντας λιμνούλες νερού πάνω στο καλογυαλισμένο μάρμαρο της εισόδου. Τα παπούτσια μου έβγαζαν ένα σκούικ-σκουίκ καθώς βημάτιζα αγέρωχα προς το ασανσέρ ενώ η πληγή στο πόδι μου αιμαρραγούσε ακόμα ελαφρά, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα, το δεξί μου παντζάκι να έχει στολιστεί με μια εντυπωσιακή κόκκινη κηλίδα. Έμοιαζα εν ολίγοις με ταλαιπωρημένο ναυαγό. 

Τον αγνόησα επιδεικτικά καθώς η εμπειρία μου στην βραχώδη παραλία, ο σεισμός και η συνάντηση μου με το υδρόβιο πλάσμα που είχα βοηθήσει, με είχε ταρακουνήσει πολύ. Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση ήταν το ότι  τα πάντα έμοιαζαν φυσιολογικά και αδιατάρακτα. Κανείς φαινόταν να έχει πάρει είδηση το σεισμό που μόλις είχε ίχε συμβεί. 


Με το που κάλεσα το ασανσέρ, μου ήρθε μια ιδέα. Επέστρεψα, βγάζοντας τον γνωστό σκουικ-σκουίκ ήχο, μέχρι τη ρεσεψιόν και στάθηκα μπροστά στον υπάλληλο. Διασταύρωσα το αυστηρό μου βλέμμα με το γουρλωμένο δικό του, και τον ρώτησα:

- “Το ξέρετε ότι πριν από λίγο έγινε σεισμός;”

- “Μάλιστα!” μου απάντησε εκείνος ξαφνιασμένος, “το είπαν στις ειδήσεις. Ήταν μια ασθενής σεισμική δόνηση μεταξύ Ρόδου και Τουρκίας. Δεν αναφέρθηκαν θύματα ή ζημιές.”

-“Ευχαριστώ,” του απάντησα με κοφτό ύφος και έκανα μια στροφή για να ξαναβάλω πλώρη για το ασανσέρ, όταν, κάτι τράβηξε την προσοχή μου. 

Κοντοστάθηκα και κοίταξα την διακοσμητική τοιχογραφία που καταλάμβανε τον τοίχο πίσω απ' το κεφάλι του. Επρόκειτο για μια απομίμηση προιστορικής βραχογραφίας, σαν κι αυτές που έχουν βρεθεί στη Γαλλία, στο σπήλαιο του Λασκώ. Αυτή εδώ βέβαια είχε εντελώς διαφορετική αισθητική και μου θύμισε λιγάκι τις προιστορικές εικόνες που έχουν βρεθεί στα σπήλαια της ερήμου της Σαχάρας και που φιλοτεχνήθηκαν την εποχή που η συγκεκριμένη περιοχή ήταν εύφορη και γεμάτη με λίμνες και βλάστηση. Τούτη δω απεικόνιζε, πάνω σε μια επιφάνεια από κίτρινη πέτρα με μπόλικες ρωγμές και ροδόχρωμες κηλίδες, καφέ σιλουέτες ανθρώπων που έμοιαζαν με τις φιγούρες των ανδρών και των γυναικών που μας άφησε ο μινωικός πολιτισμός. 

Το περίεργο ήταν ότι ανάμεσά τους υπήρχαν κάτι μεγαλόσωμα πλάσματα που θύμιζαν καλαμάρια τα οποία φαίνονταν να επικοινωνούν μαζί τους. Οι ανθρώπινες σιλουέτες ήταν μαζεμένες γύρω από εκείνα τα μεγάλα κεφαλόποδα, σαν ν' άκουγαν με προσοχή αυτά που τους έλεγαν. Ξανακοίταξα τον ρεσεψιονίστα που μάλλον θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήμουν τρελός για δέσιμο, σκούπισα τα γυαλιά μου επιδεικτικά, τα ξαναφόρεσα με μια κοφτή κίνηση και τον ρώτησα με ύφος ειδήμονα:

- “Να υποθέσω ότι αυτός ο πίνακας αποτελεί αντίγραφο κάποιου πρωτότυπου έργου τέχνης;”

-”Μάλιστα!” μου απάντησε εκείνος, “είναι εμπνευσμένος από κάτι πολύ αρχαίες ζωγραφιές που βρέθηκαν σε μια σπηλιά που τώρα δεν υπάρχει πια!”

- “Και μήπως τυχαίνει να γνωρίζεις γιατί δεν υπάρχει η σπηλιά;”

-”Ο παππούς μου που είναι από τη Ρόδο, μου είπε ότι την ανατίναξαν οι Γερμανοί στον πόλεμο γιατί εκεί έκρυβαν πολεμοφόδια οι αντάρτες. Υποτίθεται ότι οι αρχαίοι είχαν φτιάξει μέσα της έναν βωμό όπου λάτρευαν κάτι θαλάσσινες θεότητες που ονομάζονταν Τελχίνες. Δεν ξέρω να σας πώ κάτι περισσότερο!”

Τον ευχαρίστησα και ξαναπήγα μέχρι το ασανσέρ. Μέχρι να φτάσω στον όροφο όπου βρισκόταν το δωμάτιό μου, το μυαλό μου είχε αρχίσει να λειτουργεί από μόνο του και να ακολουθεί παράξενα μονοπάτια. Είχα εν ολίγοις την αίσθηση ότι είχα αγγίξει τον ακρογωνιαίο λίθο κάποιου μυστηρίου και ότι τα κομμάτια κάποιου παράξενου παζλ έμπαιναν σιγά σιγά στη θέση τους, χωρίς όμως να έχω την παραμικρή ιδέα για το ποιά ήταν η συνολική εικόνα.



4


Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είναι ένας πολύ παράξενος μηχανισμός. Πανάρχαιος και πανίσχυρος, είναι ένας αθέατος παρατηρητής, ένας αρχέγονος φύλακας που σφυρηλατήθηκε κατά τη διάρκεια εκατομμυρίων ανελέητων ετών και κρατάει τα μάτια και τ' αυτιά του ανοιχτά, τις αισθήσεις του οξυμένες, έτοιμος να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια σε κινδύνους που παραμένουν εντελώς αθέατοι για το συνειδητό μυαλό.

Άνοιξα τα μάτια μου μέσα στο σκοτάδι και το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν η αντανάκλαση του νερού κάποιας πισίνας που απλωνόταν στο ταβάνι του δωματίου μου σαν αεικίνητος πίνακας από φωτεινές κηλίδες που χόρευαν σιωπηλά. Ένιωθα το μυαλό μου άδειο και ήσυχο, ίδιο με την ακύμαντη επιφάνεια μιας λίμνης. Ετοιμάστηκα λοιπόν ν' αλλάξω πλευρό και να ξανακοιμηθώ, όταν έκανα μια παράξενη διαπίστωση: Το χρώμα των αεικίνητων αντανακλάσεων ήταν λίγο παράξενο. Αντί για το συνηθισμένο φωτεινό μπλε που είχα συνηθίσει, εχε μια ροδαλή απόχρωση. Επίσης, εκτός απ' το διακριτικό βουητό του κλιματιστικού που δούλευε στο φουλ, δεν ακουγόταν τίποτε άλλο. Ούτε ίχνος απ' τον σαματά της μουσικής που έπαιζε όλη νύχτα στα υπαίθρια μπαρ και τις πίστες του ξενοδοχείου και τον οποίο τα διπλά τζάμια της μπαλκονόπορτας αδυνατούσαν να μπλοκάρουν εντελώς. Τώρα απλωνόταν μια παράξενη σιωπή, τόσο παράξενη που γινόταν σχεδόν αλλόκοτη. 

Έκλεισα τα μάτια μου αλλα μου ήταν αδύνατον να ξανακοιμηθώ. Κάποια στιγμή λοιπόν, έχασα την υπομονή μου, σηκώθηκά όρθιος και πλησίασα τη κλειστή μπαλκονόπορτα προκειμένου να τραβήξω τις κουρτίνες, να τις κλείσω και να αποκλείσω τον ενοχλητικό χορό των φωτεινών αντανακλάσεων που γέμιζαν το δωμάτιο. Όταν όμως το χέρι μου άγγιξε την κουρτίνα, σταμάτησε σαν παγωμένο γιατί με την άκρη του ματιού μου είδα κάτι που ήταν απλά απίστευτο:

Από τα κάγκελα του μπαλκονιού του πάνω ορόφου κρεμόταν ένα κόκκινο καλώδιο. Έμοιαζε να έχει πιαστεί στις περίτεχνες ελικοειδείς στροφές που έκανε το μεταλλικό κάγκελο-μια κακόγουστη απομίμηση κλασσικού μαιάνδρου. Μόνο που αυτό το πράγμα εκτός από κόκκινο φαινόταν και υγρό, σαν μουσκεμένο. Το κοίταξα παραξενεμένος και τότε μια φριχτή διαπίστωση άρχισε να σχηματίζεται αργά αργά στο μυαλό μου. Αυτό το πράγμα δεν ήταν καλώδιο, ήταν ένα κομμάτι από κάτι ζωντανό. Ήταν ένα εντόσθιο. Για μια στιγμή υποψιάστηκα ότι επρόκειτο για κάποιο κακόγουστο αστείο. Ίσως κάποιοι πελάτες του ξενοδοχείου που είχαν πιεί τον άμπακο, εκνευρισμένοι απ' την ακατάδεχτη και αντικοινωνική μου συμπεριφορά, να είχαν αποφασίσει να με παρενοχλήσουν μ' αυτό τον χυδαίο τρόπο. Ίσως μάλιστα και να με παρακολουθούσαν κρυμμένοι κάτω απ' τα διακοσμητικά δέντρα που περικύκλωναν την πισίνα. 

Δεν θα τους έκανα τη χάρη! Φόρεσα βιαστικά ένα σορτς και άνοιξα την συρτή μπαλκονόπορτα με μια βίαιη κίνηση, γεμάτη θυμό και στη συνέχεια στήριξα τα χέρια μου πάνω στα κάγκελα και σάρωσα με το βλέμμα μου την πισίνα και τις σεζ λόγκ που την περικύκλωναν. 

Ένα εντελώς απίστευτο και φρικιαστικό θέαμα απλώθηκε μπροστά μου: Το νερό της πισίνας είχε αποκτήσει μια ρόδινη απόχρωση γιατί μέσα του επέπλεε μια μάζα από διαμελισμένα πτώματα. Όσο για τις σεζ λόγκ, ήταν φορτωμένες με ανθρώπινες φιγούρες που θα 'λεγε κανείς ότι τις είχε λυώσει κάποια τεράστια μέγκενη. Ήταν η εικόνα ενός ολοκαυτώματος, μιας φριχτής σφαγής.


  
5



Τα διαμελισμένα πτώματα που επέπλεαν στο νερό αιμορραγούσαν ακόμα. Το νερό γινόταν όλο και πιο σκούρο καθώς τα σιωπηλά δευτερόλεπτα κυλούσαν βασανιστικά. Αυτό σήμαινε ότι η σφαγή είχε ολοκληρωθεί πριν από πολύ μικρό χρονικό διάστημα και αυτός, αυτοί ή τέλος πάντων οτιδήποτε κι αν ηταν αυτό που την είχε διαπράξει, μπορούσε να βρίσκεται ακόμα κάπου εκεί γύρω και να με παρακολουθεί. Ισως και να ήμουν το επόμενο θύμα. 

Έκανα αργά-αργά δυο βήματα προς τα πίσω, ενώ η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, σαν να προσπαθούσε να δραπετεύσει από το κλουβί των πλευρών μου. Μπήκα πισωπατώντας στο δωμάτιό μου και έσυρα την γυάλινη μπαλκονόπορτα όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα. Την κλείδωσα και καθώς το βλέμμα μου καρφώθηκε για μια ακόμα φορά πάνω στο ματωμένο εντόσθιο που κρεμόταν ακόμα απ' τα κάγκελα του πάνω ορόφου, διαπίστωσα για πρώτη φορά ότι ήμουν καλυμένος από ένα στρώμα παγωμένου ιδρώτα που ανάβλυζε από κάθε μου πόρο σαν αρρώστεια. 

Δεν ήξερα τι να κάνω. Η προστασία που μου πρόσφερε το δωμάτιο ήταν εντελώς ψεύτικη, η γυάλινη τζαμόπορτα θα μπορούσε να σπάσει με το παραμικρό. Έπρεπε να φύγω από εκεί μέσα, αλλά πως;

Καθώς κοίταζα ακόμα τον έξω κόσμο, τα φώτα έσβησαν. Σ' όλο το ξενοδοχείο, ταυτόχρονα. Τα φώτα της πισίνας που είχαν αποκτήσει μια απαίσια πορφυρή απόχρωση, χάθηκαν, το ίδιο και τα διακοσμητικά φώτα που έπεφταν πάνω στους κορμούς των φοίνικων γύρω απ' την πισίνα και καταμήκος των πλακόστρωτων μονοπατιών των κήπων. Το σκοτάδι που απλώθηκε γύρω μου ήταν συμπαγές και αρχαίο και το μόνο πράγμα που το μαλάκωνε ήταν το φως των αστεριών που λαμπύριζαν σαν τα μακρινά μάτια άγριων θηρίων.

Αλλά δεν μπορούσα να στέκομαι για πάντα σαν άγαλμα μέσα στο σκοτάδι. Έπρεπε να δραπετεύσω απ' αυτόν τον τόπο της σφαγής και να αναζητήσω βοήθεια, αν βέβαια έβρισκα κάτι τέτοιο σ' εκείνο το απομονωμένο νησί.

Περπατώντας στις μύτες των ποδιών μου, άνοιξα σιγά σιγά τη ντουλάπα όπου φύλαγα τα πράγματά μου, ντύθηκα με σκουρόχρωμα ρούχα, γέμισα και ένα μικρό σακίδιο που είχα φέρει μαζί μου μ' ένα μπουκάλι νερό και κάτι σοκολάτες που βρήκα στο μινι-μπαρ, φόρεσα ένα ζευγάρι μαλακά παπούτσια, έχωσα το πορτοφόλι με την ταυτότητα και τα λεφτά μου στην τσέπη μου, μαζί και το κινητό μου, και μετά, ξεκλείδωσα όσο το δυνατόν πιο διακριτικά την πόρτα του δωμάτιου και βγήκα στο διάδρομο απ' έξω. 

Παρά το βαθύ σκοτάδι που απλωνόταν παντού, το αμυδρό φως των άστρων που έπεφτε πάνω στους λευκούς τοίχους και την ανοιχτόχρωμη μοκέτα του δαπέδου, μου επέτρεπε να διακρίνω, αν και πολύ αμυδρά, σιλουέτες και περιγράμματα. Ο διάδρομος ήταν άδειος και σιωπηλός σαν τάφος. Τίποτα δεν ακουγόταν, μόνο ο μακρινός παφλασμός των κυμάτων που ηχούσαν σαν πνιχτή ανασαιμιά. Άρχισα να περπατάω σιγά-σιγά προς το ασανσέρ και τις σκάλες που οδηγούσαν στο ισόγειο του κτιρίου. Ένα σχέδιο είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό μου, η ιδέα να βγώ απ' το ξενοδοχείο, να καταφέρω κάπως να φτάσω στην παραλία χωρίς να γίνω αντιληπτός, να σύρω ένα απ' τα πλαστικά κανό στη θάλασσα και να  καταφέρω να κωπηλατήσω μέχρι τη Ρόδο ή τέλος πάντων μέχρι κάπου όπου θα έβρισκα άλλους ανθρώπους. Κάτι μου έλεγε ότι οι πάντες στο νησί ήταν νεκροί και ότι αν καθόμουν εδώ για πολύ ώρα ακόμα, θα είχα και εγώ την ίδια μοίρα.

Άρχισα λοιπόν να περπατώ κατα μήκος του σιωπηλού διαδρόμου.Κάθε φορά που περνούσα μπροστά από κάποια κλειστή πόρτα ένιωθα το αίμα μου να παγώνει, γιατί η σκέψη οτι από πίσω της μπορούσε να υπάρχει κάποιο ακόμα παραμορφωμένο πτώμα, ή αυτό που το είχε κάνει αυτό, ήταν περισσότερο απ' ότι μπορούσα ν' αντέξω. Οι εικόνες των κατακρεουργημένων πτωμάτων που έπλεαν στο νερό άστραφταν σαν φωτογραφικά φλας η μία μετά την άλλη μέσα στο μυαλό μου και τότε μια ακόμα πιο φριχτή υποψία σχηματίστηκε μέσα μου, η σκέψη ότι οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό  που είχε κάνει αυτό το κακό, σίγουρα δεν ανήκε στη φυλή των ανθρώπων. 

Στάθηκα στην κορφή της σκάλας και τέντωσα τ' αυτιά μου προσπαθώντας να ακούσω το παραμικρό που θα μου έδινε να καταλάβω ότι υπήρχε και κάτι άλλο στο χώρο της ρεσεψιόν. Άδεια και σκοτεινή καθώς ήταν απλωνόταν μπροστά μου σαν μαυσωλείο. Το αχνό φως των αστεριών που γλυστρούσε στο εσωτερικό της μέσα απ' τα κρυστάλλινα φύλλα της εισόδου, σχημάτιζε ένα αμυδρό παραλληλόγραμμο πάνω στο γυαλιστερό μάρμαρο του δαπέδου. Αλλά η σιωπή εξακολουθούσε να είναι βαθιά και ατάραχη και όσο και αν άνοιγα τα μάτια μου σε μια προσπάθεια να δω πιο καλά μέσα στο σκοτάδι, δεν διέκρινα την παραμικρή κίνηση. Άρχισα λοιπόν να κατεβαίνω τα σκαλοπάτια ένα-ένα, περπατώντας στις μύτες των ποδιών μου, κρατώντας με το ένα χέρι το σακίδιο και με το άλλο το κιγκλίδωμα της σκάλας γιατί τα πόδια μου έτρεμαν τόσο πολύ που φοβόμουν μην με προδώσουν. Μόνο όταν πάτησα πλέον στο πάτωμα ανακάλυψα ότι οι υαλοπίνακες της εξώπορτας έλειπαν απ' τα πλαίσιά τους. Δεν ήταν απλά σπασμένοι, είχαν εξαφανιστεί εντελώς. Το ίδιο και ο ρεσεψιονίστας. Ήμουν απόλυτα μόνος.

Ένιωσα σαν το ίδιο το πεπρωμένο να με καλούσε να πάρω τα πράγματα στα χέρια μου. 

Έπρεπε να δραπετεύσω από εκείνη την κυψέλη των νεκρών, εδώ και τώρα. Άρχισα λοιπόν να τρέχω προς την έξοδο, όταν, τη στιγμή που μπήκα στο φωτεινό παραλληλόγραμμο που σχημάτιζε το φως των  άστρων στο δάπεδο, μπροστά μου, στο στέγαστρο της εισόδου, κάτι κινήθηκε.

Μόλις που πρόλαβα να κάνω πίσω και να πέσω καταγής. Αντίκρισα ένα πράγμα που έμοιαζε με μακρύ πλοκάμι το οποίο αναδεύτηκε δεξιά και αριστερά σαν τη προβοσκίδα κάποιου γλοιώδους ελέφαντα που ανίχνευε τον αέρα. Κατάλαβα ότι είχε νιώσει την παρουσία μου. Μπουσουλώντας με τα τέσσερα προς τα πίσω, πλησίασα το γκισέ της ρεσεψιόν και χώθηκα από πίσω του καθώς ένα δεύτερο και ένα τρίτο πλοκάμι έκαναν την εμφάνισή τους. Ήταν σαν να είχα εισβάλλει στην ατμόσφαιρα κάποιας παράξενης ταινίας τρόμου. Μόνο που εδώ το τέρας ήταν πραγματικό και δεν υπήρχε κανένας σεναριογράφος που θα εγγυόταν την επιβίωσή μου.

Άκουσα κάτι να προσγειώνεται στο δάπεδο μπροστά από την είσοδο και να αφήνει έναν απαίσιο πλατσουριστό ήχο. Αυτό το κάτι κινήθηκε. Άρχισε να πλησιάζει το γκισέ της ρεσεψιόν με μια ρευστή κίνηση που άφηνε πίσω της έναν ρουφηχτό ήχο και μετά, μια παράξενη μυρωδιά άγγιξε τα ρουθούνια μου, ένα μείγμα στάσιμου νερού και παγωνιάς που μ΄έκανε να ανατριχιάσω. Κουλουριάστηκα πίσω απ' τη ρεσεψιόν, σκέπασα το κεφάλι μου με τα χέρια μου και κράτησα την αναπνοή μου.  

Το άκουσα να σηκώνεται όρθιο και να ψαχουλεύει την επιφάνεια του γκισέ. Ένα από τα πλοκάμια του έριξε το τηλέφωνο στο πάτωμα και σύρθηκε προς το μέρος μου σαν φίδι. Τόλμησα να κοιτάξω προς τα πάνω και είδα την άκρη του απαίσιου πλοκαμιού που έμοιαζε με σταχτιά φιδοκεφαλή να αιωρείται  λίγα μόλις εκατοστά πάνω απ' το μέτωπο μου. Στην άκρη του υπήρχαν δύο τρύπες, σαν φριχτά ρουθούνια που ανοιγόκλειναν ρυθμικά ενώ γύρω τους μια σειρά από μακριά αγκάθια σχημάτιζαν ένα μικρό στεφάνι. Το πλάσμα θα πρέπει να είχε πιάσει τη μυρωδιά μου γιατί το πλοκάμι στάθηκε ακίνητο,  οι δύο τρύπες τρεμούλιασαν και εγώ, σπρωγμένος από ένα κύμα απόλυτης φρίκης, παραλίγο να πεταχτώ όρθιος όταν το πλοκάμι αποσύρθηκε με μια απότομη κίνηση και άκουσα το ακατονόμαστο πλάσμα να πλησιάζει τις σκάλες και να τις ανεβαίνει με ταχύτητα, βγάζοντας μια σειρά από ρουφηχτούς και γλοιώδους ήχους.  

Έκλεισα τα μάτια μου νιώθοντας έτοιμος να πεθάνω όταν εκείνη τη στιγμή άκουσα μια πόρτα ν' ανοίγει από πίσω μου και μια φωνή να μου ψιθυρίζει με αγωνία:

-”Ψιτ, μεγάλε! Δεν ξέρω πως τη γλύτωσες απ' το καλαμάρι, αλλά έλα μαζί μου, διαφορετικά θα σε κάνει κιμά σαν τους άλλους!”





6


Γύρισα το κεφάλι μου και αντίκρισα την πόρτα που βρισκόταν πίσω απ' το γκισέ της ρεσεψιόν να έχει ανοίξει μια σταλιά, ίσα-ίσα μια χαραμάδα. Μέσα  απ' τη χαραμάδα με κοιτούσε ένα τρομοκρατημένο μάτι. Αν και η φωνή ήταν τρομαγμένη, σχεδόν στριγκή, στα πρόθυρα της υστερίας, αναγνώρισα τον νεαρό ρεσεψιονίστα με τον οποίο είχα μιλήσει πριν  από λίγες ώρες. Χωρίς να διστάσω περισσότερο, υπάκουσα στην προτροπή του και μπουσούλισα μέχρι την πόρτα η οποία άνοιξε ακόμα περισσότερο ίσα-ίσα για να με χωρέσει. Χώθηκα μέσα της και η πόρτα ξανάκλεισε πίσω μου ερμητικά. Στη συνέχεια σηκώθηκα όρθιος, ακολούθησα τον σωτήρα μου μέσα από ένα μισοφωτισμένο διάδρομο που φωτιζόταν απ' τις εφεδρικές λάμπες του ξενοδοχείου και βρέθηκα σ' ένα μεγάλο χώρο που ήταν γεμάτος με μεταλλικές επιφάνειες και τραπέζια και που κατάλαβα ότι ήταν το μαγειρείο του ξενοδοχείου.

Μια ντουζίνα φακοί έπεσαν πάνω μας και μαζί τους το φως που έβγαζε μια λάμπα γκαζιού που κρεμόταν από ένα τσιγκέλι. Μισόκλεισα τα μάτια μου τυφλωμένος.

-”Είναι μαζί μας,” διαβεβαίωσε τους υπόλοιπους ο ρεσεψιονίστας. Τα φώτα των φακών σταμάτησαν να μας σημαδέυουν. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου και αντίκρισα το ακόλουθο θέαμα:

Mαζεμένοι στην κουζίνα ήταν έξι άνθρωποι. Τρεις κοπέλες που από το ντύσιμό τους κατάλαβα ότι δούλευαν σαν καμαριέρες, αν και φαινόντουσαν πολύ ταλαιπωρημένες τώρα, με χαλασμένο μέηκ απ και λερωμένα ρούχα, ο νεαρός ρεσεψιονίστας, ένας τύπος που φορούσε στολή μάγειρα και ένας κοστουμαρισμένος πενηντάρης που ήταν και ο μάναντζερ του ξενοδοχείου. 

-”Μπορεί κάποιος από σας να μου εξηγήσει τι συμβαίνει εδώ πέρα;”

Έμοιαζαν πραγματικά τρομοκρατημένοι. Μια από τις κοπέλες, που ήταν καθισμένη σε κάποια απ' τις καρέκλες γύρω απ' τα τραπέζια, ρουθούνιζε ακόμα, έχοντας μόλις σταματήσει να κλαίει. Μια άλλη είχε περασμένο το δεξί της μπράτσο πάνω απ' τον ώμο της, σε μια μάταια προσπάθεια να την παρηγορήσει. Η τρίτη κοίταζε πεισματικά το κενό, σαν να είχε μόλις τσακωθεί με τις προηγούμενες δύο. Ο νεάρός ρεσεψιονίστας έτριβε νευρικά τα χέρια του ενώ το πουκάμισό του ήταν ματωμένο. Ο μάγειρας, που ήταν αρκετά ευτραφής και καραφλός, ήταν κάθιδρος: Κάτω απ' τις μασχάλες του είχαν σχηματιστεί σκούρες κηλίδες υγρασίας ενώ το πρόσωπό του έμοιαζε μουσκεμένο. Ο κοστουμαρισμένος μάνατζερ έμοιαζε να είναι και ο μοναδικός που διατηρούσε ακόμα κάποια στοιχειώδη ψήγματα ψυχραιμίας. Έσφιγγε το καλοξυρισμένο του σαγόνι νευρικά και είχε χαλαρώσει τη γραβάτα του. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα γυάλινο ποτήρι που ήταν μισογεμάτο με ένα κίτρινο υγρό που μάλλον ήταν ουίσκι.

Καθώς τους κοίταξα έναν-έναν και εκείνοι μου ανταπέδιδαν το βλέμμα με μάτια νευρικά και φοβισμένα, ένιωσα ένα παράξενο συναίσθημα. Μέσα μου αναδεύτηκε κάτι που έμοιαζε με ικανοποίηση ανακατεμένη με μια σκοτεινή χαρά, ένας αντίποδας της οργής και της αηδίας που μου προκαλούσε η χαρούμενη και φωνακλάδικη συμπεριφορά τους λίγες ώρες πριν. Εν ολίγοις, δεν ένιωσα καμία συμπάθεια ή συμπόνοια. 




7



-“Λοιπόν” τους ξαναρώτησα πιο επιτακτικά, με μια φωνή που ακούστηκε σκληρή σαν πιστολιά μέσα στη σιωπή που είχε απλωθεί στην ευρύχωρη κουζίνα.

-”Δηλαδή, δεν ξέρετε τίποτα;” με ρώτησε με ύφος βαθιάς δυσπιστίας ο μάνατζερ.

- “Οχι, τίποτα απολύτως,” του απάντησε κοιτάζοντάς τον στα μάτια με ύφος αγέρωχο, “το μόνο που ξέρω είναι ότι ξύπνησα πριν από λίγο στο δωμάτιό μου και ότι κάτι φαίνεται να έχει σκοτώσει σχεδόν τους πάντες εδώ πέρα!”

-”Όχι κάτι, κάποια πράγματα,” με διόρθωσε εκείνος, “κάποια πλάσματα που βγήκαν απ' τη θάλασσα και άρχισαν να μας σφάζουν σαν κοτόπουλα!” 

Με το που άκουσε αυτά τα λόγια, η νεαρή σερβιτόρα που έκλαιγε προηγουμένως, ξανάρχισε να κλαίει γοερά. Ο ευτραφής μάγειρας κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος της:

-”Σκάσε μωρή μαλακισμένη!” της φώναξε σε έξαλλη κατάσταση, “σκάσε μη σου βουλώσω το στόμα! Θες να μας ακούσουν αυτά τα τέρατα και να μπουκάρουν εδώ μέσα;”

-”Για τόλμα να την ξαναχτυπήσεις και θα σε κόψω φέτες, μα το θεό!” του απάντησε απειλητικά η φίλη της κοπέλας που την υποβάσταζε. Θέλοντας να επιβεβαιώσει την απειλή της, του έδειξε ένα μακρύ μαχαίρι που κρατούσε στο ελεύθερο χέρι της. Η απειλή της έμοιασε να πιάνει τόπο γιατί ο χοντρός δεν έκανε καμία απόπειρα να την πλησιάσει. Η κοπέλα συνέχισε να κλαίει, πιο πνιχτά όμως αυτή τη φορά, ενώ η τρίτη καμαριέρα προσπαθούσε να την παρηγορήσει βγάζοντας καθησυχαστικούς ήχους παρόμοιους μ' αυτούς που βγάζουν οι μανάδες για να ηρεμήσουν κάποιο ταραγμένο νήπιο.

-”Είπατε κάτι για πλάσματα,” προσπάθησα να πω, “εννοείτε σαν κι αυτό που παραλίγο να με αρπάξει στη ρεσεψιόν;”

- “Ναι,” μπήκε στη μέση ο νευρικός ρεσεψιονίστας, “κάτι πλάσματα σαν τεράστια καλαμάρια με πλοκάμια και βεντούζες. Όρμηξαν ξαφνικά, την ώρα που γινόταν ένα πάρτυ και έγινε πραγματιή σφαγή. Μου φαίνεται ότι μόνο εμείς έχουμε απομείνει ζωντανοί!”   

-”Και γιατί δεν καλείτε βοήθεια;” τον ρώτησα, “γιατί δεν καλείτε κάποιον με τα κινητά σας;”   

-”Γιατί δεν λειτουργεί τίποτα μεγάλε γιαυτό, “ μου απάντησε γρυλίζοντας ο μάγειρας, “απ' τη στιγμή που μπουκάρανε αυτοί οι διαόλοι εδώ μέσα, ούτε κινητά δουλεύουν, ούτε ραδιόφωνα ούτε τηλεοράσεις, τίποτα!”

Είχε δικιο. Κοίταξα το κινητό μοτ και είδα ότι δεν είχε καθόλου σήμα. Τότε πρόσεξα και κάτι άλλο, εξίσου περίεργο: Η ατμόσφαιρα είχε μια ηλεκτρισμένη αίσθηση, σαν να ήταν φορτωμένη με στατικό ηλεκτρισμό. Μια μυρωδιά όζοντος πλανιόταν στον αέρα. 

-”Και τι θα κάνουμε τότε;”

Κανείς δεν απάντησε στο ερώτημα μου. Μια βαριά σιωπή έπεσε μέσα στην κουζίνα. Ακόμα και η υστερική καμαριέρα είχε πάψει να ρουθουνίζει. Εγώ περπάτησα μέχρι τους νεροχύτες, άνοιξα μια βρύση και γέμισα με νερό ένα γυάλινο ποτήρι.

-”Θα σου πω εγώ τι μπορούμε να κάνουμε,” μουρμούρισε ο μάγειρας, “μπορούμε ν' ανοίξουμε το ψυγείο και ν' αφήσουμε αυτό το πράγμα που βρίσκεται εκεί μέσα, να ξεφύγει. Ίσως μας αφήσουν ήσυχους τότε!”

-”Πράγμα; Ποιό πράγμα;” τον ρώτησα κοιτάζοντας τον.

Ο κοστουμαρισμένος πενηντάρης, ούρλιαξε εξω φρενών:

-”Σκάσε ρε ζώο! Αφού στο' πα, έτσι και πεις κουβέντα γιαυτό το πράγμα θα τη  χάσεις τη δουλειά σου! Αλλά εσύ εκεί, αγύριστο κεφάλι! Δεν μπορείς να μην την κάνεις τη μαλακία σου!”

Ο μάγειρας σηκώθηκε όρθιος και πλησίασε το αφεντικό του απειλητικά:

-”Ακου να σου πω ρε κάθαρμα,” μούγκρησε, “αν νομίζεις ότι θα χάσω τη ζωούλα μου επειδή εσύ θες να βγάλεις κι άλλα λεφτά και να πουλήσεις αυτό το τέρας που κρατάς εκεί μέσα και να γίνεις ακόμα πιο πλούσιος, είσαι για τα πανηγύρια! Ξύπνα ρε, σε λίγο και γίνουμε κιμάς, δεν το 'χεις πάρει πρέφα;”

Τους κοίταξα αμίλητος, προσπαθώντας να καταλάβω τι στο καλό συνέβαινε. Εκείνοι έμοιαζαν έτοιμοι να πλακωθούν στο ξύλο. 

-”Ακούστε με...” έκανα να πω αλλά εκείνοι με αγνόησαν. Με πλημμύρισε ένα κύμα καυτής οργής. Άρπαξε ένα μπουκάλι και το πέταξα ανάμεσά τους. Εκείνο θρυμματίστηκε μ' έναν εκκωφαντικό κρότο που στάθηκε αρκετό για να τραβήξει την προσοχή τους. Με κοίταξαν με παγωμένα βλέμματα:

-”Τι υπάρχει μέσα στο ψυγείο;” ρώτησα τρέμοντας ολόκληρος, όχι από φόβο αλλά από μια αλλόκοτη, πρωτόγνωρη οργή.

-”Θα σας πω εγώ,” μου απάντησε ο ρεσεψιονίστας. Ο μάνατζερ του έριξε ένα απειλητικό βλέμμα αλλά εκείνος καθόλου δεν πτοήθηκε από αυτό:

- “Καταρχήν, χέστηκα και αν μ' απολύσεις!” δήλωσε κοιτάζοντας το αφεντικό του με ύφος προκλητικό, “στο κάτω-κάτω σ' έχει σιχαθεί η ψυχή μου! Τρία χρόνια που δουλεύω στο ξενοδοχείο σου, έχω βαρεθεί να σε βλέπω να πουλάς αρχαία στους Τούρκους, να σου δίνουν λεφτά και να το παίζεις πλούσιος!  Και ξέρεις και κάτι ακόμα; ακόμα και αν τη βγάλουμε ζωντανοί μέχρι το πρωί, αν νομίζεις ότι θα ξαναδουλέψω στο γαμημένο ξενοδοχείο σου, είσαι γελασμένος! Τελείωσες, το κατάλαβες; Δεν σε φοβάμαι πια!”

- “Έλα ρε!” γέλασε ο μάγειρας, “σήκωσε κεφάλι και η πριγκηπέσσα της ρεσεψιόν! Γουστάρω!”

- “Κοιτάχτε ρε ποιός κάνει τον άντρα!” πετάχτηκε και η τρίτη καμαριέρα που μέχρι τότε είχε μείνει σιωπηλή, “ο ψυχανώμαλος που για να χύσει, πρέπει να του χώνουν ένα μπουκάλι στον κώλο!”

Αυτή η τελευταία δήλωση στάθηκε αρκετή για να πυροδοτήσει καινούργιο επεισόδιο. Ο μάγειρας πετάχτηκε όρθιος ενώ το πρόσωπό του είχε γίνει μελιτζανί απ' το θυμό, η καμαριέρα με το μαχαίρι ετοιμάστηκε να τον περιλάβει και ο ρεσεψιονίστας άρχισε να κοιτάζει το κενό με περιφρόνηση. Άκουσα ένα μικρό και εντελώς αποστασιοποιημένο κομμάτι του μυαλού μου να σχολιάζει νοερά πως το μάνατζμεντ του ξενοδοχείου ήταν για κλάματα: Το μόνο που έδενε αυτούς τους ανθρώπους μεταξύ τους ήταν η ανάγκη τους να εξασφαλίσουν ένα μηνιαίο μισθό και τώρα που η ζωή τους απειλούταν έβγαζαν όλα τα άπλυτα τους στη φόρα. Ετοιμάστηκα να πετάξω καταγής και δεύτερο μπουκάλι όταν ο μάνατζερ έκανε κάτι που μας αιφνιδίασε όλους και μας έκανε να σταθούμε ακίνητοι:  Έκατσε βαριά σε μια καρέκλα, έστρωσε με τα χέρια του τα μαλλιά του που είχαν σηκωθεί όρθια σαν βελόνες και άρχισε να κλαίει. 

Στη συνέχεια είπε με χαμηλή φωνή:

-”Σήμερα το πρωί, ένας ψαράς απ' τη Ρόδο που μου πουλάει πότε πότε την ψαριά του, μου έδειξε κάτι περίεργο, κάτι που πιάστηκε στα δίχτυα του. 

Καμιά φορά, επειδή τα νερά είναι πολύ βαθιά εδώ πέρα γιατί υπάρχει σεισμικό ρήγμα που φτάνει σε χιλιάδες μέτρα βάθος, πότε πότε πιάνει παράξενα πράγματα που βρίσκονται στο βυθό της θάλασσας: Στολίδια από κοχύλια και κόκαλλα ψαριών, πράγματα που μοιάζουν με κομμάτια από αγάλματα που δείχνουν ιχθυόμορφους ανθρώπους και σκαλίσματα που μοιάζουν σαν γρατζουνιές. Λέγεται ότι στο βυθό υπάρχουν τα ερείπια κάποιας πολύ αρχαίας πόλης αν και αυτό που πάντα μου έκανε εντύπωση είναι το πόσο κανούργια φαίνονταν όλα αυτά τα πράγματα, χωρίς φύκια ή όστρακα κολλημένα πάνω τους. Τέλος πάντων, αυτή τη φορά μου έδειξε κάτι άλλο, κάτι ζωντανό.”

-”Έμοιαζε με καλαμάρι;” τον ρώτησα ανατριχιάζοντας ολόκληρος ξαφνικά, καθώς είχα αρχίσει επιτέλους να καταλαβαίνω.

-”Ναι,” μου απάντησε εκείνος, “ήταν ένα πράγμα σαν μεγάλο καλαμάρι που έμοιαζε τραυματισμένο και με κοιτούσε με κάτι μεγάλα μαύρα μάτια. Ήταν αηδιαστικό αλλα με την πρώτη ματιά κατάλαβα ότι δεν έμοιαζε με κανένα από τα γνωστά καλαμάρια που έχω δει μέχρι τώρα στη ζωή μου. Καταρχήν μερικά από τα πλοκάμια του τέλείωναν σε κάτι που έμοιαζε με νύχια και δάχτυλα ενώ το κεφάλι του είχε κάπως ανθρώπινο σχήμα. Αποφάσισα να μην χάσω  την ευκαιρία να πάει χαμένη. Σίγουρα ήταν κάποιο άγνωστο είδος που ζει στην άβυσσο και που τίποτα συλλέκτες ή μουσεία θα με πλήρωναν μια περιουσία για να το αποκτήσουν. Έκανα τον αδιάφορο λοιπόν, του έδωσα 30 ευρώ και το αγόρασα. Το έβαλα σε μια κάσα στο ψυγείο για να μη βρωμίσει αλλά αυτό, μετά από λίγο ξύπνησε και άρχισε να κινείται. Το κλείδωσα μέσα στο ψυγείο και έκανα μερικά τηλέφωνα. Αλλά μετά όλα έπαψαν να λειουργούν, ακόμα και τα σταθερά τηλέφωνα και ύστερα, μόλις βράδιασε, έγινε ο σεισμός. Και ύστερα από λίγο, βγήκαν από τη θάλασσα εκείνα τα τέρατα και έγινε ο κακός χαμός. Ευτυχώς, όλοι εμείς βρισκόμασταν κοντά στην κουζίνα εκείνη τη στιγμή και προλάβαμε να τρέξουμε και να κλειδωθούμε εδώ μέσα. Αλλιώς θα είχαμε πεθάνει και εμείς όπως και οι άλλοι!”



8


Τον κοίταξα χωρίς να μιλήσω ενώ χιλιάδες σκέψεις έτρεχαν στο μυαλό μου. Μια σειρά εικόνων άστραψαν σαν φωτογραφικά φλας, η σκοτεινή σιλουέτα του υδρόβιου πλάσματος που είχα βοηθήσει να επιστρέψει στο νερό, το αντίγραφο της τοιχογραφίας στη ρεσεψιόν, η εικόνα των πλοκαμιών που αναδεύονταν πάνω απ' το κεφάλι μου ερευνητικά, καθώς ζάρωνα πίσω απ' το γκισέ. 

-”Τελχίνες....”μουρμούρησα, “κρατάτε φυλακισμένο έναν τελχίνα..”

-”Πως είπατε;” με ρώτησε με μισόκλειστα μάτια το αφεντικό του ξενοδοχείου.

-”Οι Τελχίνες ήταν κάτι προανθρώπινα πλάσματα που ζούσαν κοντά στο γειτονικό νησί της Ρόδου τα πολύ αρχαία χρόνια σύμφωνα με τη μυθολογία,” του απάντησα καθώς προσπαθούσα να θυμηθώ ένα βιβλίο αρχαιοελληνικής μυθολογίας που είχα διαβάσει μια φορά και έναν καιρό, “υποτίθεται ότι ήταν πολύ ισχυρές θαλάσσιες οντότητες, προανθρώπινες και πανάρχαιες, που μπορούσαν να επηρρεάσουν τον καιρό και να προκαλέσουν καταιγίδες ή ξηρασία. Αυτοί δίδαξαν στους κατοίκους της Ρόδου τις βάσεις του πολιτισμού σύμφωνα με κάποιες εκδοχές και οι πρώτες πόλεις του νησιού, όπως για παράδειγμα η Ιαλυσσός, χτίστηκαν απ' αυτούς. Λατρεύονταν σαν θεοί μέχρι τη στιγμή που ο Δίας τους απώθησε βαθιά μέσα στη θάλασσα, γιατί χρησιμοποίησαν τις δυνάμεις τους για κακό σκοπό, στέλνοντας μια χαλαζόπτωση που ρήμαξε το νησί!”

-”Τι μας λες ρε μεγάλε, σοβάρα;” φώναξε τότε ο μάγειρας και μετά γέλασε υστερικά. Αλλά το γέλιο του κόπηκε με το μαχαίρι, καθώς η πόρτα του ψυγείου τραντάχτηκε ξαφνικά και κάτι σύρθηκε πίσω της.

-”Προσπαθεί να βγει έξω! Χριστέ μου, προσπαθεί να βγει έξω!” τσίριξαν οι καμαριέρες και πετάχτηκαν μακριά απ' την πόρτα του ψυγείου που σειόταν  ολόκληρη.Τα φώτα της οροφής τρεμόπαιξαν ενώ ο θόρυβος πραγμάτων που έσπαζαν ακούστηκε απ' τον έξω κόσμο. Μαζί του ακούστηκαν ρουφηχτοί και γλοιώδεις ήχοι, σαν κάτι να σέρνονταν και να ψαχούλευε έξω απ' τους τοίχους και πάνω από το ταβάνι της κουζίνας. Ο απορροφητήρας έτριξε λες και κάτι μακρύ και λεπτό σερνόταν στο εσωτερικό του.

Προτού προλάβει να με σταματήσει κανείς, σπρωγμένος λες από κάποια δύναμη ανώτερη από τη θέληση μου έκανα τότε κάτι το εντελώς τρελό. Έδωσα μια γερή σπρωξιά στο μάγειρα που στέκονταν μπροστά μου με πόδια ανοιχτά σαν κολοσσός, τον έριξα καταγής, τον κλώτησα δυνατά το πρόσωπο και μετά, αφού πέρασα από πάνω του με μια δρασκελιά, έπεσα πάνω στην πόρτα του ψυγείου, γύρισα το πόμολό της και την άνοιξα διάπλατα.

Οι γυναίκες της παρέας τσίριξαν για δεύτερη φορά. Τα φώτα έσβησαν και κάτι βαρύ παγωμένο και γλοιώδες, έπεσε πάνω μου και μ' έριξε καταγής




9


Πάλεψα να αναπνεύσω. Ο όγκος εκείνος σκέπαζε το πρόσωπό μου με μια γλοιώδη μεμβράνη που μ΄έπνιγε. Ένιωσα χοντρά πλοκάμια να ταξιδεύουν στο σώμα μου ερευνητικά, να εξερευνούν κάθε πτυχή του και προσπάθησα να κινηθώ αλλα ήταν εντελώς αδύνατον. Ήταν σαν να είχα τυλιχτεί από μια σφιχτή υγρή και παγωμένη κουβέρτα. Από κάπου πολύ μακριά, έτσι μου φάνηκε, άκουσα το θόρυβο μιας πόρτας που έσπαγε και μετά μια χορωδία κραυγών και ουρλιαχτών που πνίγηκαν γρήγορα μέσα σε μια φριχτή σιωπή. Κάτι σύρθηκε και μετά τα υγρά και σφιχτά εκείνα πλοκάμια που είχαν τυλιχτεί γύρω μου σαν χοντρά καλώδια, άρχισαν να μετακινούνται και να με σέρνουν μαζί τους πάνω στα λεία πλακάκια του πατώματος. Στο μεταξύ κόντευα να πεθάνω από ασφυξία καθώς η υγρή μάζα που σκέπαζε το πρόσωπό μου δεν μ' άφηνε να αναπνεύσω. Πάλεψα με αυξανόμενη απόγνωση και ένιωσα τους πνεύμονες μου να καίνε, να ικετεύουν για οξυγόνο και να κοντεύουν να εκραγούν όταν ξαφνικά, κάτι σύρθηκε μέσα στο στόμα μου, κάτι σαν έυκαμπτος σαρκώδης σωλήνας που είχε μια αλμυρή γεύση και ένιωσα ένα ρεύμα κρύου και υγρού αέρα να με γεμίζει. Εισέπνευσα σπασμωδικά, άρχισα να βήχω σαν τρελός αλλά το σφιχτό αγκάλιασμα των πλοκαμιών δεν χαλάρωσε καθόλου. Στο μεταξύ συνέχισα να μετακινούμαι και κάποια στιγμή μου φάνηκε ότι βυθιζόμουν όλο και περισσότερο σε κάποια απροσδιόριστα και παγωμένα βάθη. Και μετά νομίζω ότι έκλεισα τα μάτια μου και λιποθύμησα.

Με ξύπνησε μια αίσθηση παγωνιάς. Άνοιξα τα μάτια μου και ανακάλυψα ότι βρισκόμουν στο εσωτερικό μιας πελώριας σπηλιάς με υγρά τοιχώματα από όπου έσταζαν μεγάλες σταγόνες υγρασίας. Ανακάθισα πάνω σε κάτι που έμοιαζε με σωρό από υγρά φύκια και τ' αυτιά μου γέμισαν από τον ήχο των σταγόνων που έπεφταν μέσα σε ένα ευρύχωρο σκοτάδι. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου ξαφνιασμένος. Βρισκόμουν μόνος, μέσα σε κάποιο αρχέγονο σκοτάδι. Σκοτάδι; Όχι απόλυτα γιατί τώρα που τα μάτια μου προσαρμόζονταν σιγά σιγά, ανακάλυπτα ότι το δάπεδο και οι τοίχοι της πελώριας εκείνης σπηλιάς που είχε σχήμα θολωτό, εξέπεμπαν έναν αχνό πράσινο φωσφορισμό.  

Εκείνη τη στιγμή άκουσα ένα πλατσούρισμα. Κοίταξα προς το σημείο όπου είχε ακουστεί και είδα ότι στο κέντρο της σπηλιάς υπήρχε μια στρογγυλή λιμνούλα μέσα απ' την οποία κάτι είχε ξεπροβάλλει και σέρνονταν προς το μέρος μου. Σύρθηκα μακριά του τρομοκρατημένος: Έμοιαζε με μια μάζα από φίδια που συστρέφονταν με μια χυδαία ζωτικότητα. Ένα ζευγάρι μαύρων με κοίταξαν μέσα στο μούχρωμα της σπηλιάς. Και μετά το πλάσμα σταμάτησε, ορθώθηκε μπροστά μου σαν σάρκινος οβελίσκος και έμεινε ακίνητο. Ένιωσα την καρδιά μου να σταματάει. Αλλά μέσα σ' όλη εκείνη τη φρίκη, κάτι αναδεύτηκε μέσα μου, μια γνώριμη ανάμνηση. Το πλάσμα αυτό έμοιαζε πολύ με το πλάσμα που είχα βοηθήσει να επιστρέψει στο νερό, τη νύχτα που έγινε ο σεισμός. Καθώς τα μάτια μου συνήθιζαν στο σκοτάδι ακόμα περισσότερο, μου φάνηκε ότι η σπηλιά ήταν γεμάτη με αρχαία αντικείμενα, με σπασμένους κίονες μινωικής τεχνοτροπίας, με κιονόκρανα και γκρεμισμένους τοίχους. Και στα τοιχώματά της απλώνονταν οι βραχογραφίες που έδειχναν τα πλοκαμοειδή όντα να μιλάνε με τους αρχαίους ανθρώπους που μια φορά και έναν καιρό κατοικούσαν το νησί. 

Κατάλαβα τότε ότι βρισκόμουν απέναντι σ' έναν Τελχίνα, σ' ένα από τα πανάρχαια εκείνα όντα που είχαν λατρευτεί απ' τους ανθρώπους την εποχή της μακρινής προιστορίας. Εκείνος άρχισε να εκπέμπει έναν παράξενο βαθύ βόμβο που με ζάλισε αλλά που παράλληλα άρχισε να γεννάει περίεργες εικόνες και σκέψεις στο μυαλό μου. Ένιωσα ότι δεν ήθελε να μου κάνει κακό γιατί τον είχα βοηθήσει να σωθεί. Γιαυτό και θα με άφηνε να ζήσω. Με πλημμύρισε μια άγρια χαρά. 

Ένιωσα ξαφνικά περισσότερο κοντά του από ότι είχα νιώσει για οποιονδήποτε άνθρωπο που είχα γνωρίσει μέχρι τότε στη ζωή μου. Κατάλαβα, καθώς ο βαθύς εκείνος βόμβος έκανε το κεφάλι μου να τρίζει, ότι είχαν επιτεθεί στο ξενοδοχείο γιατί προσπαθούσαν να απελευθερώσουν τον φυλακισμένο σύντροφο τους. 

Στο μεταξύ, μέσα απ' τη λιμνούλα άρχισαν να βγαίνουν και άλλοι Τελχίνες οι οποίοι μαζεύτηκαν γύρω μου και άρχισαν να εκπέμπουν τον ίδιο απόκοσμο βόμβο. Παράξενες εικόνες χόρεψαν μπροστά μου σαν υγρά ολογράμματα, αρχαίες πολιτείες και λιμάνια, άνθρωποι που μαζευόταν σε φεγγαρόλουστες ακρογιαλίες για ν' ακούσουν το τραγούδι τους και μετά, ένα πελώριο κύμα, μια καταστροφή που γκρέμισε τις πόλεις, έδιωξε τους ανθρώπους στα βουνά και έβαλε τέλος στην αρχεγονη επικοινωνία. 

Πλησίασα τα πλάσματα που με είχαν περικυκλώσει και εκείνα με ξανατύλιξαν με τα πλοκάμια τους και μετά ένιωσα το μυαλό μου ν' αδειάζει και μια πλημμυρίδα σκοταδιού να με γεμίζει σαν σκοτεινός υδράργυρος. 


10


Με ξύπνησε ο ήχος των κυμάτων που έσπαγαν σε κάποια παραλία. Άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα το γκρίζο και ψυχρό φως της ανέφελης ανατολής. Ανακάθισα πάνω σε μια κρύα αμμουδιά και βρέθηκα στην παραλία του ξενοδοχείου που τώρα ήταν καλυμένη από ψάθινες ομπρέλες που κοίτονταν εδώ και εκεί σαν τσακισμένα δέντρα διαλυμένες σεζ λόγκ και αναποδογυρισμένα κανό και θαλάσσια ποδήλατα. 

Ήμουν μόνος. Πίσω μου, στο σιωπηλό ξενοδοχείο, κάποιοι γλάροι στριγκλίζανε πάνω απ' τα διαμελισμένα πτώματα. 

Ένιωσα ξαφνικά εντελώς ελεύθερος, για πρώτη φορά στη ζωή μου, και βαθιά ευτυχισμένος. Κάθισα πάνω στην λεπτή άμμο και άφησα το κρύο αεράκι του σιωπηλού εκείνου πρωινού να με δροσίσει. Ήμουν ζωντανός, οι Τελχίνες που είχαν χαρίσει τη ζωή. Αλλά πέρα από αυτό, ένιωθα προνομιούχος. Είχα έρθει σε επαφή με μια αρχαία φυλή που είχε ακμάσει και μεγαλουργήσει χιλιάδες χρόνια προτού οι πρώτοι άνθρωποι μάθουν να μιλάνε και που εξακολουθούσε να κρύβεται στα παγωμένα βάθη της ωκεάνιας αβύσσου. Ένιωσα ότι ένας άρρηκτος δεσμός υπήρχε πια μεταξύ μας, κάτι που έψαχνα για μια ζωή προκειμένου να νιώσω ολοκληρωμένος. Είχα ανακαλύψει τους προσωπικούς μου θεούς. 

Και εκείνη τη στιγμή, κατάλαβα ότι πολύ γρήγορα θα τους συναντούσα και πάλι, θα έρχονταν για να με πάρουν μαζί τους για μια ακόμα φορά, να μου δείξουν το υποθάλάσσιο βασίλειό τους και όλα τα θαύματα που κρύβονταν εκεί. Είχα ξεφύγει πια από την μετριότητα και τη φρίκη της ανθρώπινης καθημερινότητας, ένας ολόκληρος κόσμος αρχαίου μεγαλείου απλωνόταν μπροστά μου και εγώ μόλις είχα δρασκελίσει το κατώφλι. 

Βολεύτηκα λοιπόν σε μια από τις πλαστικές καρέκλες της παραλίας, σταύρωσα τα πόδια μου και περίμενα τον ερχομό του πλεούμενου που κάποια στιγμή θα ερχόταν από τη Ρόδο για να φέρει τους καινούργιους τουρίστες του νησιου. 


Ερρίκος Σμυρναίος,Copyright Ιούνιος 2011.