Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

ΟΙ ΜΑΣΤΙΓΕΣ


1


Σταθήκαμε μπροστά στη βάση ενός πανύψηλου γκρεμού από γκριζωπό γρανίτη. Πίσω μας απλωνόταν μια κυματιστή απεραντοσύνη από κοκκινωπή σκόνη και αρχαία βότσαλα όπου στρογγυλεμένοι βράχοι ξάσπριζαν σαν παρατημένα κόκαλα, ένα σιωπηλό πανόραμα από κατάξερες κοιλάδες και ανεμοδαρμένους λόφους που άγγιζε τον μακρινό ορίζοντα. Ο αέρας κόχλαζε και έτρεμε πάνω απ’ τους γυμνούς βράχους και την τραχιά άμμο που σκέπαζε την έρημη τούτη γη.


Βρισκόμασταν στην αχανή ενδοχώρα της Μεγάλης Αυστραλιανής ερήμου. Εκατοντάδες χιλιόμετρα μας χώριζαν απ’ τις παραθαλάσσιες Μητροπόλεις και τις φιλόξενες ακτές της.


Ήμασταν χαρούμενοι. Το αεροστεγές κιβώτιο που έκρυβε στο σακίδιό του ο αρχηγός μας θα παραδιδόταν επιτέλους στα χέρια των επιστημόνων της Ερευνητικής Βάσης Ένα. Ύστερα από ένα μακρύ και πολυήμερο ταξίδι μέσα στη σιωπηλή εκείνη απεραντοσύνη, ντυμένοι με στολές παραλλαγής και πάντα πεζή, ώστε να μην μπορούν να μας εντοπίσουν οι κατασκοπευτικοί δορυφόροι της Ευρασιατικής Ομοσπονδίας, είχαμε αντέξει το διαπεραστικό κρύο της νύχτας και το καυτερό φως του εχθρικού ήλιου και τώρα μπορούσαμε επιτέλους να ελπίζουμε ότι θα γινόμασταν οι νικητές του πολύχρονου πολέμου που είχε ήδη μετατρέψει ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου σε ραδιενεργά ερείπια.


Ο αρχηγός πλησίασε τον πέτρινο γκρεμό και μπήκε σε κάποια απ’ τις σκοτεινές τρύπες που στιγμάτιζαν το άγριο πρόσωπό του. Εμείς τον ακολουθήσαμε και ύστερα από καμιά εκατοστή βήματα μέσα στο σκοτάδι ενός μακρόστενου σπηλαίου, βρεθήκαμε μπροστά σε μια μεταλλική πύλη που άνοιξε αργά και δυσκίνητα. Στη συνέχεια ακολουθήσαμε ένα τούνελ και τρεις ακόμα πύλες άνοιξαν διαδοχικά στο πέρασμά μας. Όταν και η τελευταία απ’ αυτές τραβήχτηκε στο πλάι, αντικρίσαμε την Ερευνητική Βάση Ένα, το συγκρότημα των φουτουριστικών κτιρίων της που απλώνονταν ακτινωτά γύρω από μια κεντρική δεξαμενή, μέσα σε μια πελώρια σπηλιά που φωτιζόταν από εκατοντάδες ηλεκτρικά φώτα. Η κατασκευή της συγκεκριμένης Βάσης είχε χρηματοδοτηθεί αποκλειστικά απ’ τα μαύρα κονδύλια της Βόρειο-Ατλαντικής Συμμαχίας και οι δυο χιλιάδες άνθρωποι που ζούσαν εκεί μέσα εργάζονταν πυρετωδώς μέρα και νύχτα για ν’ αποπερατώσουν το απόρρητο πρόγραμμα που θ’ άλλαζε την πορεία του πολέμου.


2


Όταν η τελετή της βράβευσης μας ολοκληρώθηκε, αποχωρήσαμε απ’ την μακρόστενη αίθουσα ενημέρωσης και αράξαμε στο χώρο ψυχαγωγίας, όπου, κορδωμένοι σαν παγώνια, επιδεικνύαμε με περηφάνια τα μετάλλια που είχε καρφιτσώσει ο Διοικητής στα πέτα των επίσημων στολών μας. Οι προπόσεις και τα χάχανα δεν έλεγαν να τελειώσουν ενώ η μπύρα και τα κοκτέιλ κυκλοφορούσαν άφθονα ολόγυρά μας. Έχοντας ξεσυνηθίσει το καλό φαγητό και το ποτό, αναπληρώναμε τις ατελείωτες ώρες της αποχής απ’ αυτά με το παραπάνω. Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι τα ηλεκτρικά φώτα και το δροσερό ρεύμα του κλιματιστικού θα μου φαίνονταν τόσο ευχάριστα. Σ’ όλη τη διάρκεια του εορταστικού γεύματος και του πάρτι που ακολούθησε, διηγιόμασταν το ταξίδι που είχαμε κάνει με ολοένα και περισσότερες λεπτομέρειες, παραφουσκώνοντας τους κινδύνους και μεγαλοποιώντας τους ρόλους μας κάτω απ’ τα εκστατικά βλέμματα ενός γυναικείου κυρίως ακροατηρίου.


Κι όμως, κάποια στιγμή κουράστηκα απ’ όλα αυτά. Αποχώρησα διακριτικά απ’ την κοσμοπλημμυρισμένη αίθουσα με τα εκτυφλωτικά φωτορυθμικά και τη δυνατή μουσική και αναζήτησα καταφύγιο στο χώρο της κεντρικής δεξαμενής, εκεί όπου κάποιος μερακλής διοικητικός υπάλληλος είχε δώσει εντολή να στηθούν μερικές ομπρέλες και κάποια πλαστικά καθίσματα που δημιουργούσαν μια ψευδαίσθηση παραλίας. Εκεί πέρα λοιπόν, και αδιαφορώντας για τα βλέμματα κάποιων κοριτσιών που φορούσαν τις φόρμες του τμήματος συντήρησης και με κοίταζαν με δέος, έβγαλα τα παπούτσια και τις κάλτσες μου, ξάπλωσα κατάχαμα και βύθισα τα γυμνά μου πόδια στο δροσερό νερό. Ήταν μια όμορφη στιγμή. Τα φώτα της σπηλιάς έκαναν την επιφάνειά του νερού ν’ αστράφτει υπέροχα και ο πνιχτός απόηχος της μουσικής που ερχόταν απ’ την αίθουσα ψυχαγωγίας γέμιζε την ατμόσφαιρα με μια ρυθμική οχλαγωγία.


Τη στιγμή που έκλεινα τα μάτια μου και ετοιμαζόμουν να πάρω έναν υπνάκο, άκουσα μια χαρούμενη φωνή να μου λέει μέσα σχεδόν στ’ αυτί μου:


-«Φάγαμε, ήπιαμε και τώρα το ρίξαμε στον ύπνο ε;»


Τινάχτηκα ξαφνιασμένος. Η φωνή μου ήταν γνωστή. Ανήκε στον Νίκολας, έναν επιστήμονα που εργαζόταν στο τμήμα συντήρησης και ανάπτυξης της Βάσης. Είχαμε γνωριστεί κατά τη διάρκεια του προγράμματος βασικής εκπαίδευσης που ήταν υποχρεωτικό για όλους όσους επρόκειτο να ζήσουν και να εργαστούν στο υπόγειο εκείνο συγκρότημα. Δεν ήξερα και πολλά πράγματα γι’ αυτόν, μόνο ότι ήταν ελληνικής καταγωγής, ότι είχε γεννηθεί και σπουδάσει στην Αθήνα και ότι προτού ολοκληρώσει ένα ντοκτορά στο ΜΙΤ είχε ξεκινήσει ο πόλεμος με την Ευρασιατική Ομοσπονδία. Είχε δεχτεί να συμμετάσχει στο πρόγραμμα με μεγάλο ενθουσιασμό. Και γιατί όχι; Στο κάτω-κάτω, η Ελλάδα ήταν απ’ τις πρώτες χώρες που είχαν χτυπηθεί απ’ τους διηπειρωτικούς πυραύλους των Κινέζων. Το ίδιο ίσχυε και για μένα. Το Άμστερνταμ, η δική μου πατρίδα, είχε επίσης εξαερωθεί, οπότε είχαμε πολλά κοινά. Μέσα στην παγερή και μόνιμα τεταμένη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στη Βάση, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που ένιωθα ότι είχε γίνει φίλος μου.


-«Είπα να χουζουρέψω λιγάκι,» του εξήγησα.


Εκείνος κάθισε δίπλα μου, στο μαλακό συνθετικό υλικό που περικύκλωνε σαν δακτύλιος τη δεξαμενή.


-«Αλήθεια, πες μου, πως ήταν πραγματικά η κατάσταση στις σπηλιές απ’ όπου πήρατε τα δείγματα;»


-«Μα δεν άκουσες στο πάρτι; Μόνο γι’ αυτό μιλούσαμε!»


-«Άστα αυτά, θέλω να μου πεις πραγματικά πως ήταν.»


-«Υπονοείς ότι τα παραφούσκωσα πριν;»


-«Γιατί, αυτό δεν έκανες;»


Σταμάτησα για λίγο. Φυσικά είχε δίκιο.


-«Γιατί τόσο ενδιαφέρον;» τον ρώτησα, «Στο κάτω-κάτω μπορείς να διαβάσεις την αναφορά μου όποτε θέλεις!»


-«Θέλω να τ’ ακούσω απ’ το δικό σου στόμα, χωρίς τις στρυφνές στρατιωτικές ορολογίες που είναι σίγουρο ότι θα χρησιμοποιήσεις στο κείμενό σου! Δεν μπορείς να μου κάνεις αυτή τη χάρη;»


Τελικά υποχώρησα. Του περιέγραψα με όσο πιο πολλές λεπτομέρειες μπορούσα τις σκοτεινές και δαιδαλώδεις σπηλιές που κρύβονταν κάτω απ’ τα εγκαταλειμμένα κτίρια του Μετεωρολογικού σταθμού όπου μας είχαν στείλει να περισυλλέξουμε τα δείγματα. Του μίλησα για τον κατάξερο ιστό που απλωνόταν παντού, σε τοιχώματα δάπεδα και οροφές, για τ’ αφυδατωμένα αυγά που κρέμονταν απ’ αυτόν σαν τσαμπιά και τέλος για τα παραμορφωμένα οστά των ανθρώπων που είχαμε ανακαλύψει εκεί πέρα, μπλεγμένα σ’ εκείνο το μπερδεμένο οργανικό δίχτυ.


Όταν επιτέλους τελείωσα, μου είπε:


-«Σ’ ευχαριστώ πολύ που μου έκανες αυτή τη χάρη. Ήθελα ν’ ακούσω τι ανακαλύψατε εκεί κάτω από κάποιον που εμπιστεύομαι πραγματικά. Βλέπεις, θέλω να ξέρω πραγματικά που βαδίζουμε.»


-«Θες να πεις ότι δεν ξέρετε;»


-«Στη θεωρία τέλεια. Αλλά μόνο στη θεωρία. Μπορώ να σου πω με ακρίβεια πόσα κιλά τροφής χρειάζεται το καθένα απ’ αυτά για να τραφεί, αλλά για μένα αυτό δεν αρκεί. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν πραγματικά ξέρουμε τι πάμε να κάνουμε. Αυτά τα όντα είναι οι πιο τρομερές μορφές ζωής που υπάρχουν. Θα γίνει πραγματικό μακελειό όταν τα στείλουμε στους Ευρασιάτες!»


-«Για ποια όντα μου μιλάς;» τον ρώτησα παραξενεμένος, «Θα μου εξηγήσεις τι στο καλό εννοείς;»


Εκείνος, αντί να μου απαντήσει, έβγαλε απ’ την τσέπη του μια πλαστική κάρτα.


-«Ξέρεις τι είναι αυτό;»


-«Όχι, δεν ξέρω.»


-«Σου εξασφάλισα μια άδεια για να ‘ρθεις να παρακολουθήσεις την εκτέλεση του πλέον απόρρητου σταδίου του προγράμματος. Είμαι σίγουρος ότι ύστερα απ’ αυτό, θα σου λυθούν όλες οι απορίες!»

Δεν βρήκα λόγια να τον ευχαριστήσω. Οι καλοί φίλοι, κάτι τέτοιες ώρες φαίνονται!



3

Ο κυκλικός θάλαμος επώασης απλωνόταν γύρω από έναν κούφιο κύλινδρο με διάφανα τοιχώματα που ήταν κάθετα τοποθετημένος ως προς το δάπεδο. Ήταν πολύ φαρδύς. Υπολόγισα ότι η διάμετρός του έφτανε τα δέκα μέτρα. Εγώ στεκόμουν σε μια υπερυψωμένη εξέδρα που ήταν στεφανωμένη με μεταλλικά κάγκελα. Αυτό που τράβηξε αμέσως την προσοχή μου μόλις μπήκα στο χώρο του θαλάμου ήταν το περιεχόμενο του κυλίνδρου. Επτά σφαιρικοί όγκοι που ήταν φτιαγμένοι από κάποιου είδους καφέ και κόκκινου δέρματος, καλυμμένοι με χοντρές φλέβες που πάλλονταν αδιόρατα αλλά ρυθμικά. Με δυσκολία αναγνώρισα τα ογκίδια που είχαμε φέρει πριν από μόλις 24 ώρες στη Βάση. Το καθένα από αυτά είχε τουλάχιστον μισό μέτρο διάμετρο και καθώς στεκόταν μέσα στον κύλινδρο, το ένα κοντά στο άλλο, έμοιαζαν με κάποια τερατώδη αποικία από υπερτροφικούς μύκητες.


Ο Νίκολας που στεκόταν δίπλα μου, μου έδειξε ένα απ’ τ’ αυγά. Εκείνο το πράγμα παλλόταν ζωηρά και φαινόταν ότι κάτι το πίεζε με ολοένα και περισσότερη δύναμη από μέσα. Βλέποντας αυτή την κίνηση ένιωσα ένα σύγκρυο. Θα προτιμούσα το περιεχόμενό του αυγού να μην έβγαινε ποτέ απ’ την απαίσια θερμοκοιτίδα του. Η κίνηση όμως αυτή συνεχίστηκε με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση.


Ξαφνικά το σαρκώδες κέλυφος του αυγού σκίστηκε στα δυο και ένα παχύρρευστο υγρό που είχε πράσινο χρώμα ξεχύθηκε μέσα απ’ την πορώδη και τραχιά επιφάνεια του. Ύστερα αντίκρισα κάτι που έμοιαζε με αρθρωτό πόδι, ένα μαύρο και γυαλιστερό άκρο που ξεπρόβαλλε τυλιγμένο μέσα σε ένα παχύρρευστο και γλοιώδη πολτό. Ένα δεύτερο άκρο έκανε την εμφάνισή του και το σκίσιμο μεγάλωσε ακόμα περισσότερο. Με μια σειρά αργών κινήσεων το κέλυφος άνοιξε στα δύο και στη συνέχεια βρέθηκα αντιμέτωπος με το πιο απαίσιο και τρομακτικό πλάσμα που είχα δει ποτέ στη ζωή μου.


Ένιωσα τις τρίχες της κεφαλής μου να σηκώνονται ολόρθες. Αυτό το πράγμα δεν ήταν ούτε ζώο ούτε έντομο, ούτε καν ερπετό, αλλά κάτι που συνδύαζε τα χαρακτηριστικά και των τριών αυτών πλασμάτων. Είχε κάτι αραχνοειδή άκρα με κοφτερές δαγκάνες. Εκεί όπου κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει το κεφάλι του, στο τέλος ενός σκωληκοειδούς και γυαλιστερού μαύρου σώματος που θύμιζε σαρανταποδαρούσα, υπήρχαν κάτι κεραίες που εκτόξευσαν ένα υγρό το οποίο έβγαζε πυκνούς κίτρινους καπνούς χωρίς-δόξα το θεό- να μπορεί να διαβρώσει τα διάφανα τοιχώματα του κυλίνδρου. Μια σειρά άλλων, μικρότερων άκρων, συμπλήρωναν το απερίγραπτο εκείνο σύνολο. Το ακατονόμαστο αυτό νεογέννητο παρέμεινε για λίγο κουλουριασμένο μέσα στο ξεκοιλιασμένο αυγό του και στη συνέχεια, με μια σειρά από αργές και απαίσιες κινήσεις, άρχισε να το τρώει. Αν δεν είχα παγώσει τόσο πολύ απ’ το φόβο μου, σίγουρα θα έκανα εμετό. Το τέρας άρχισε να ξεκουλουριάζεται σιγά-σιγά και μετά, εντελώς αναπάντεχα, με μια αστραπιαία κίνηση, πήδηξε πάνω στο τοίχωμα του κυλίνδρου, πέντε μόλις μέτρα μακριά μου. Χτύπησε εκεί και έπεσε ανήμπορα στο δάπεδο δίπλα σ’ ένα άλλο αυγό. Όταν συνήλθα απ’ το σοκ αντιλήφθηκα ότι είχα πηδήξει προς τα πίσω και λαχάνιαζα σπασμωδικά. Ο Νίκολας με κοίταξε κατάματα και αυτό που είδα στο βλέμμα του ήταν η κατανόηση και η σοβαρότητα. Τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα όλων όσων παρευρίσκονταν στην αίθουσα αντιλάλησαν ξαφνικά σαν δαιμονικά σφυροκοπήματα.


Εγκατέλειψα το κυκλικό δωμάτιο νιώθοντας ότι είχα φτάσει στα όρια των αντοχών μου.


Όταν ξαναβρήκα την ψυχραιμία μου, ανακάλυψα ότι στηριζόμουν στον τοίχο ενός απρόσωπου διαδρόμου. Άκουσα να πλησιάζουν κάτι βήματα. Σήκωσα το κεφάλι μου και αντίκρισα τον Νίκολας ο οποίος κρατούσε στα χέρια του ένα πλαστικό ποτήρι με νερό.


-«Πώς αισθάνεσαι;» με ρώτησε.


-«Καλύτερα. Σίγουρα δεν έγινα ρεζίλι ε;»


-«Μην το σκέφτεσαι, κανείς δεν σε πρόσεξε! Όλοι ήταν πολύ απασχολημένοι με τη γέννηση του πλάσματος.»


-«Μα τι ήταν αυτό το πράγμα; Όταν μας έστειλαν να μαζέψουμε εκείνα τ’ αυγά, δεν μας είπαν τίποτα τέτοιο. Υποτίθεται ότι θα συλλέγαμε δείγματα από μια αποτυχημένη καλλιέργεια ξενιστών που θα μετέφεραν στους Ευρασιάτες κάποιους ιούς που θα κατέστρεφαν τις σοδιές τους!»


-«Σας είπαν ψέματα!» μου απάντησε κοφτά ο Νίκολας. «Αν σας έλεγαν την αλήθεια, κανείς από σας δεν θα τολμούσε να συμμετάσχει στην αποστολή!» Πήρε μια βαθιά ανάσα και πρόσθεσε:


-«Αυτό που είδες ήταν απλώς ένα νεογνό. Το πλάσμα αυτό σε 48 ώρες θα έχει τετραπλασιαστεί σε μέγεθος και η όρεξή του θα έχει αυξηθεί αναλόγως.»


-«Μην μου το θυμίζεις σε παρακαλώ!»


Ήπια το νερό με χείλη που έτρεμαν. Δεν ήταν τόσο η μορφή του πλάσματος που με είχε ταράξει, όσο αυτή η διαβολική δραστηριότητα που επιδείκνυε, η βουλιμία, η ύπουλη εκείνη επιθετικότητα.


-«Τι ήταν αυτό το υγρό που εκτόξευσε;» τον ρώτησα σε μια προσπάθεια να απασχολήσω τη σκέψη μου με κάποιο ζήτημα περισσότερο ακαδημαϊκό, και επομένως λιγότερο φορτισμένο συναισθηματικά.


-«Μια γαστρική ουσία που είναι γεμάτη με ιούς. Τους εκτρέφει σε κάτι αδένες που έχει στο εσωτερικό του σώματός του και όταν αυτοί έρθουν σ’ επαφή με οποιοδήποτε οργανικό ιστό, πολλαπλασιάζονται ραγδαία. Μια σταγόνα από αυτό να πέσει στο δάχτυλό σου, σε 7 ώρες ολόκληρο το χέρι σου μέχρι τον ώμο θα έχει σαπίσει.»


-«Ω, θεέ μου!»


-«Το πλάσμα έχει δύναμη σχεδόν απεριόριστη αν τη συγκρίνεις με τη μυϊκή δύναμη ενός ανθρώπου στο δικό του μέγεθος. Επίσης, προσαρμόζεται φοβερά γρήγορα στις αντίξοες καιρικές συνθήκες του περιβάλλοντος του, πολλαπλασιάζεται γεννώντας εκατοντάδες αυγά και είναι πρακτικά άτρωτο σε θανατηφόρες για μας ακτινοβολίες. Διαθέτει μια κεράτινη θωράκιση και κινείται απίστευτα γρήγορα. Τέλος, διαθέτει ταχύτατα αντανακλαστικά και σκοτώνει συνθλίβοντας το θύμα του ή περιλούζοντάς το με την ιογόνα έκκρισή του!»


Τον άκουγα κατάπληκτος. Η φωνή του είχε αλλάξει. Ακουγόταν στριγκή και διαπεραστική, η φωνή ενός ανθρώπου που βρισκόταν στα πρόθυρα της υστερίας. Το πρόσωπό του είχε μεταμορφωθεί σε μια χλωμή και τραβηγμένη μάσκα και μια παράξενη λάμψη γέμιζε τα μάτια του.


-«Ο μετεωρολογικός σταθμός δεν βομβαρδίστηκε από τους Ευρασιάτες όπως σας είπαμε προτού σας στείλαμε εκεί. Εγκαταλείφθηκε άρον-άρον όταν εκείνα τα πλάσματα δραπέτευσαν από τις φυλακές τους και άρχισαν να σκοτώνουν το προσωπικό!» Ξαφνικά έκανε κάτι που μ’ άφησε κατάπληκτο: Έκρυψε το πρόσωπό του πίσω από τα χέρια του, γονάτισε μπροστά μου και άρχισε να κλαίει με λυγμούς: «Θέλουν..θέλουν να ραντίσουν ολόκληρο το Ανατολικό ημισφαίριο μ’ αυτά τα όντα! Μέχρι να το πάρουν χαμπάρι οι Ευρασιάτες θα έχουν χάσει το παιχνίδι! Δεν ξέρουν τι πάνε να κάνουν!»


Προσπάθησα να τον συνεφέρω, τον σκούντηξα στον ώμο και του μίλησα ενθαρρυντικά, ακριβώς όπως μιλούσα στους στρατιώτες μου όταν υπηρετούσα ως λοχίας στα υψίπεδα του Καζακστάν και οι βόμβες έπεφταν γύρω μας σαν το χαλάζι.


Εκείνος δεν φαινόταν να με ακούει. Ύστερα από λίγο ξανάρχισε να μιλάει, πνιχτά, κρατώντας ακόμα το κεφάλι του θαμμένο μέσα στις παλάμες των χεριών του. Η φωνή του είχε γίνει πολύ παράξενη, υπόκωφη, σαν να ‘βγαινε μέσα από ένα αραχνιασμένο σπήλαιο.


-«Στην αρχή η όλη ιδέα με είχε ενθουσιάσει. Επιτέλους, θα έπαιρνα εκδίκηση για την καταστροφή της πατρίδας μου. Αλλά στην πορεία, άρχισα να φοβάμαι. Προσπάθησα να μεταφέρω τις αμφιβολίες μου στους ανωτέρους μου, όμως κανείς δεν μου έδωσε σημασία. Μου είπαν ότι η κατάσταση ελέγχεται πλήρως. Έχουν δώσει και ένα πολύ ταιριαστό όνομα στα όντα. «Μάστιγες» έτσι τα λένε. Τα παρομοιάζουν με τις ακρίδες που έστειλε ο θεός κατά του βασιλιά των Αιγυπτίων όταν αρνήθηκε να επιτρέψει στους εβραίους να φύγουν απ’ την επικράτειά του. Κανείς τους όμως δεν σκέφτεται ότι κάποια στιγμή τα πλάσματα ή τ’ αυγά τους θα μολύνουν και τις δικές μας περιοχές! Ζούμε λένε σε απελπιστικούς καιρούς και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ακραία μέσα για να επιβιώσουμε! Όταν όμως εκατομμύρια άντρες γυναίκες και παιδιά κατασπαραχτούν απ’ αυτά τα πράγματα, θα είναι λέει στρατιωτική επιτυχία!»


-«Μα από πού ξεφύτρωσαν αυτά τα πλάσματα; Που ζούσαν τόσο καιρό;» Εκείνος σηκώθηκε όρθιος γελώντας βροντερά.


-«Δεν θέλεις να ξέρεις!»μου απάντησε, «για το δικό σου το καλό, καλύτερα να μην μάθεις ποτέ τίποτα!»


Μ’ ένα σκληρό και σαρκαστικό γέλιο απομακρύνθηκε παραπατώντας. Δεν τον ξανάδα εκείνη την ημέρα.


4


Ο διοικητής της Βάσης, ο στρατηγός Σεμπάστιαν, ήταν ένας ζωντανός θρύλος για τους στρατιώτες του, αλλά και για όλο το προσωπικό που εργαζόταν στις υπόγειες εγκαταστάσεις της. Ήταν αυτός που πριν από 19 χρόνια είχε κρατήσει το Λονδίνο στα χέρια της Βόρειο-ατλαντικής συμμαχίας όταν ο στρατός των Ευρωασιατών είχε κάνει απόβαση στον Τάμεση μ’ ένα εκατομμύριο στρατιώτες. Ακόμα και όταν η πόλη βομβαρδίστηκε με τακτικά πυρηνικά όπλα, εκείνος δεν συνθηκολόγησε. Δεν δίστασε να θυσιάσει 300.000 στρατιώτες και έναν άγνωστο αριθμό αμάχων αν και γνώριζε πολύ καλά ότι οι εχθροί μας είχαν συντριπτικά μεγαλύτερη δύναμη κρούσης και βαρύτερο οπλισμό. Όταν οι μάχες τελείωσαν, το Λονδίνο δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια ραδιενεργή έκταση ερειπίων που πολύ γρήγορα εγκαταλείφθηκε μόλις οι θάλασσες άρχισαν ν’ ανεβαίνουν. Αλλά η αξιοθαύμαστη αντίσταση που προέβαλλε ο στρατηγός θεωρήθηκε αναμφισβήτητη απόδειξη αξιοζήλευτης ανδρείας και αυτός ήταν ο λόγος που ένα λαμπερό παράσημο, ανάμεσα στα τόσα άλλα, στόλιζε από τότε την επίσημη στολή του. Απ’ την εποχή εκείνη είχαν περάσει αρκετά χρόνια. Ο στρατηγός μας, φανατικός νέο-χριστιανός και ορκισμένος εχθρός όσων αμφισβητούσαν την ύπαρξη του ενός και αληθινού θεού, είχε χάσει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωτικότητας και της στιβαρότητάς του, εν τούτοις, κανείς δεν αμφέβαλλε πως σε κάποια παρόμοια περίπτωση δεν θα δίσταζε να ξαποστείλει όλους τους στρατιώτες του στη μάχη για μια ακόμα φορά, για να πεθάνουν για τα ιδανικά της ελευθερίας και του δυτικού πολιτισμού.


Το συγκρότημα εκτροφής και ανάπτυξης ήταν πλημμυρισμένο από κόσμο. Ολόκληρο σχεδόν το προσωπικό της Βάσης είχε μαζευτεί εκεί πέρα, οι επιστήμονες, οι στρατιωτικοί και φυσικά το επίλεκτο σώμα της προσωπικής φρουράς του στρατηγού. Απ’ τη στιγμή που οι λεπτομέρειες του προγράμματος είχαν γίνει γνωστές σ’ όλο το προσωπικό, οι πάντες μιλούσαν μ’ ενθουσιασμό για τις Μάστιγες και το τρομερό χτύπημα που θα κατάφερναν στους Κινέζους. Τώρα, όλοι περίμεναν με προσδοκία την εμφάνιση του στρατηγού, κάτι που θα συνέβαινε από στιγμή σε στιγμή.


Στο κέντρο μιας τεράστιας αίθουσας είχαν τοποθετηθεί κάτι διάφανα κιβώτια που λαμπύριζαν ελαφρά. Αυτό που μαγνήτιζε την προσοχή όλων ήταν τα περιεχόμενα τους. Η γλώσσα μου κόλλησε στον ουρανίσκο μου όταν τα είδα. Αν και η μαργαριταρένια ανταύγεια που περιτύλιγε τα κιβώτια έκανε λίγο θαμπά τα τοιχώματά τους, μπορούσα να δω κάτι πελώρια σκουλήκια που έμοιαζαν με σαρανταποδαρούσες να περιφέρονται σαν σκορπιοί πέρα-δώθε, ανάμεσα από μια πληθώρα από σάρκινα αυγά τους που ορθώνονταν εδώ και εκεί σαν κακοήθεις όγκοι. Χτυπούσαν με τα μακριά τους άκρα τα τοιχώματα των κελιών τους. Κάποια άλλα, ορθωμένα στα πίσω πόδια τους, υψώνονταν σ’ ένα ύψος τριών μέτρων και κοίταζαν το πλήθος που συνωστίζονταν γύρω απ’ τα κιβώτια. Ανατρίχιασα βλέποντας τα μάτια τους, τρία γυαλιστερά και κατάμαυρα ημισφαίρια κάτω απ’ τα οποία κρέμονταν μακριά πλοκάμια που κατέληγαν σε οδοντωτές δαγκάνες. Ήταν τεράστια, τρομαχτικά και απειλητικά. Είδα με φρίκη κάτι σαν στοματική κοιλότητα ν’ ανοίγει διάπλατα και ένα πράγμα που έμοιαζε με σκωληκοειδή σωλήνα να βγαίνει από εκεί μέσα και να ψηλαφεί το τοίχωμα ενός κιβωτίου.


Το μόνο που μας χώριζε από εκείνα τα όντα ήταν τα διάφανα τοιχώματα που τα κρατούσαν φυλακισμένα. Το κάθε κιβώτιο περιβαλλόταν από ένα ηλεκτροστατικό πεδίο. Το πεδίο, αιχμαλωτίζοντας τα άτομα της ατμόσφαιρας, δημιουργούσε ένα αδιαπέραστο φράγμα που τα τέρατα αδυνατούσαν να διασπάσουν. Τα αιχμαλωτισμένα άτομα, έχοντας φορτιστεί με ενέργεια, ακτινοβολούσαν περιτριγυρίζοντας τα κιβώτια με τη λευκή εκείνη ανταύγεια.


Αναπάντεχα η διάχυτη μουρμούρα του πλήθους εξαφανίστηκε και έδωσε τη θέση της σε μια σιωπή που ξεχείλιζε από προσμονή. Ο στρατηγός Σεμπάστιαν έφτανε. Το προσωπικό του αεροσκάφος θα προσεδαφιζόταν από λεπτό σε λεπτό στον υπόγειο αεροδιάδρομο της Βάσης.


Η σωματοφυλακή του χώρισε το πλήθος στα δύο και σχημάτισε έναν διάδρομο που έφτανε μέχρι τα κιβώτια.


Στη συνέχεια, μέσα απ’ την κεντρική είσοδο της αίθουσας, πρόβαλε ο ίδιος ο στρατηγός. Ένα κύμα χειροκροτημάτων τον υποδέχτηκε θριαμβευτικά. Αυτός, περπατώντας καμαρωτά, διέσχισε το διάδρομο που είχε σχηματιστεί για χάρη του και στέλνοντας καταδεχτικά χαμόγελα δεξιά και αριστερά, προχώρησε προς τον επικεφαλή του επιστημονικού προσωπικού ο οποίος τον περίμενε στημένος μπροστά στο συγκρότημα των διάφανων και λαμπερών κύβων. Σήκωσε το σφαιρικό και καραφλό του κεφάλι και μέσα στην κατανυκτική σιγή που απλώθηκε ακαριαία μέσα στην αίθουσα, του είπε:


-«Αυτοί είναι λοιπόν οι άγγελοι της αποκάλυψης;»


-«Είκοσι τρεις πλήρως ανεπτυγμένοι και επτά σε ενδιάμεση φάση ανάπτυξης,» του απάντησε με περηφάνια ο συνομιλητής του. «Σε εξήντα μέρες θα έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα, εξακόσια εβδομήντα πλήρως ανεπτυγμένα πλάσματα.»


-«Χα! Οι σχιστομάτηδες θα χάσουν τα μυαλά τους!» χαμογέλασε ευχαριστημένος ο στρατηγός, «Να τι κάνει η αποφασιστικότητα, η πειθαρχία και η πίστη στο ιδανικό της ελευθερίας!»


Στη συνέχεια πρόσθεσε:


-«Οι βιβλικές ακρίδες μας θα τους λιανίσουν τα κόκαλα, όπως τότε που καταβρόχθισαν τη σοδειά του Φαραώ και γονάτισαν την ειδωλολατρική αυτοκρατορία των αρχαίων Αιγυπτίων!»


-«Αυτό ελπίζουμε και εμείς.»


-«Σε δύο μήνες το πολύ θα σέρνονται στα πόδια μας και θα μας παρακαλάνε να τους σώσουμε!»


-«Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.»


-«Εννοείται ότι θ’ αμειφθείς για την πατριωτική σου δραστηριότητα»


-«Σας είμαι υπέρτατα υπόχρεος στρατηγέ μου!»


Ο στρατηγός περιφέρθηκε με αργά βήματα γύρω απ’ τα λαμπερά κιβώτια, στρίβοντας με περηφάνια το μικρό του μουστάκι. Πίσω απ’ το ημιδιάφανο φράγμα της λευκής ακτινοβολίας ένα τέρας εκτόξευσε προς το μέρος του μια ριπή κιτρινωπού υγρού.


-«Θέλω να σβήσουμε για λίγο το πεδίο. Μ’ αυτό το λαμπύρισμα δεν μπορώ να δω τίποτα καθαρά!»


-«Οφείλω να σας πληροφορήσω πως σε περίπτωση που διακοπεί το πεδίο υπάρχει κίνδυνος να…»


-«Σιωπή! Έδωσα μια εντολή έτσι δεν είναι; Εξάλλου, η διακοπή δεν θα κρατήσει για περισσότερο από μισό λεπτό!»


-«Μα….»


-«Δεν έχει μα! Δεν θα γίνει και τίποτα μέσα σε τριάντα δευτερόλεπτα! Θέλω να τα δω με γυμνό μάτι. Κατάλαβες;»


-«Κοιτάξτε, Οφείλω να σας πληροφορήσω ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα.»


-«Τι πρόβλημα;»


-«Η συμπεριφορά των υποκειμένων αποκλίνει από τα αναπτυξιακά μας μοντέλα. Κανονικά δεν θα έπρεπε να έχουν προλάβει να γεννήσουν τ’ αυγά τους μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα από τη στιγμή της γέννησής τους. Το γεγονός ότι συνέβη κάτι τέτοιο, ίσως αποτελεί κάποιου είδους προειδοποίησης για μας. Αν μη τι άλλο, αποδεικνύει ότι δεν γνωρίζουμε τα πάντα για τον βιολογικό τους κύκλο!»


-«Μου είναι αδιάφορο! Κλείστε το πεδίο!»


Ο επικεφαλής του επιστημονικού προσωπικού, υπακούοντας στη θέληση του ανωτέρου του, απομακρύνθηκε δίνοντας τις κατάλληλες οδηγίες. Το πλήθος οπισθοχώρησε αργά-αργά σε μια υπολογίσιμη απόσταση απ’ τα γυάλινα κελιά. Μπροστά σ’ αυτά έμειναν τώρα μονάχα ο στρατηγός Σεμπάστιαν και δύο απ’ τους σωματοφύλακές του. Η μαργαριταρένια ανταύγεια που τύλιγε τους διάφανους κύβους έσβησε. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα απόλυτης ησυχίας. Ο στρατηγός προσπάθησε να τραβήξει την προσοχή των τεράτων κροταλίζοντας τα δάχτυλά του πάνω στα γυάλινα τοιχώματα. Τα τέρατα συγκεντρώθηκαν απέναντί του και άρχισαν να χτυπάνε το διάφανο τοίχωμα προσπαθώντας να το σπάσουν, όλα μαζί, σαν δαιμονικά αποβράσματα της κόλασης. Τα χτυπήματα έγιναν δυνατότερα, πυκνότερα, καταιγιστικά σαν πολυβόλα. Ένας πρωτόγνωρος τρόμος μας κατέλαβε όλους, εκτός απ’ τον στρατηγό που άρχισε να γελάει βροντερά, ενθουσιασμένος απ’ τη μαχητικότητα των φυλακισμένων τεράτων του. Κάποιος έκανε να κινηθεί προς τον πίνακα ελέγχου του πεδίου αλλά ένας στρατιώτης τον απομάκρυνε βίαια.


-«Ο διοικητής είπε 30 δευτερόλεπτα» τον άκουσα να λέει.


Ένας κοφτός κρυστάλλινος ήχος. Ένα διαπεραστικό ουρλιαχτό. Έχοντας σπάσει σε κάποιο σημείο το τοίχωμα επέτρεψε στο μακρύ άκρο ενός τέρατος που ήταν αιχμηρό σαν λόγχη να διαπεράσει τον στρατηγό πέρα για πέρα, τρυπώντας την ημισφαιρική κοιλιά του και κομματιάζοντας την σπονδυλική του στήλη. Είδα ένα κύμα αίματος να πετάγεται προς το μέρος μου και κομμάτια σπονδύλων να σκορπίζονται ολόγυρα. Το ουρλιαχτό του στρατηγού πνίγηκε. Μια πελώρια δαγκάνα έκλεισε στο ύψος του λαιμού του. Το κεφάλι του ξεριζώθηκε βίαια και χτύπησε σαν βλήμα το ταβάνι λιώνοντας σε μια κόκκινη φρίκη που έσταζε αργά. Δύο απ’ τους σωματοφύλακες του πασαλείφτηκαν με το καταραμένο κίτρινο υγρό. Έπεσαν κατάχαμα και άρχισαν να σφαδάζουν ουρλιάζοντας σπαραχτικά.

-«Το δυναμικό πεδίο δεν μπορεί να λειτουργήσει, το ρήγμα είναι πολύ μεγάλο!» Ακούστηκε μια φωνή να κραυγάζει μέσα στο πανδαιμόνιο των οιμωγών των δύο ανθρώπων που είχαν ήδη αρχίσει να σαπίζουν ζωντανοί.


Οδηγημένοι από ένα πρωτόγονο και πανίσχυρο ένστικτο επιβίωσης, αρχίσαμε να οπισθοχωρούμε ολοένα και περισσότερο, σαν ένα σώμα, πιο γρήγορα, και πιο γρήγορα ακόμα. Ένας απ’ τους χτυπημένους σωματοφύλακες προσπάθησε να συρθεί προς το μέρος μας αλλά ένα μακρύ άκρο τον τράβηξε στο εσωτερικό του σπασμένου κύβου και τον παρέδωσε στα νύχια των υπόλοιπων τεράτων. Μέχρι να ανοιγοκλείσω τα διασταλμένα απ’ τη φρίκη μάτια μου, ένας πίδακας αίματος μου έδωσε να καταλάβω πως ο δύστυχος εκείνος είχε κομματιαστεί απ’ τα θηρία. Απ’ την ακανόνιστη τρύπα που έχασκε στο διάφανο τοίχωμα είδαμε ένα σκωληκοειδές τέρας και ύστερα και άλλο και άλλο να γλιστρούν έξω απ’ το κελί τους.


Ένα κύμα πανικού κατέλαβε το πλήθος. Μέσα σε άγρια σπρωξίματα και ουρλιαχτά τρόμου και παλεύοντας απεγνωσμένα να μην χάσω την ισορροπία μου, μπόρεσα να διακρίνω τις ατσάλινες πόρτες που έβγαζαν στην αίθουσα να κλείνουν σιγά-σιγά. Ευτυχώς βρισκόμουν αρκετά κοντά τους. Σπρώχνοντας και τσαλαπατώντας όποιον έβρισκα μπροστά μου κατάφερα να χωθώ μέσα σε κάποια απ’ αυτές και να βρεθώ σ’ έναν απ’ τους φαρδιούς διαδρόμους που ξεκινούσαν από πίσω τους. Η συρόμενη πόρτα συνέχισε να κλείνει και καθώς το απελπισμένο πλήθος προσπαθούσε να χωρέσει μέσα σ’ ένα άνοιγμα που όλο και μίκραινε, άκουσα βρισιές ικεσίες και κατάρες, ουρλιαχτά και οδυρμούς.


Μετά, καθώς η πόρτα έκλεινε εντελώς, πόδια χέρια και κεφάλια συνθλίφτηκαν πιτσιλίζοντας μας με καυτά κύματα κατακόκκινου αίματος. Ξαφνικά μέσα απ’ το άνοιγμα της πόρτας που δεν είχε πια παρά λίγα δάχτυλα φάρδος, ένα αρθρωτό άκρο προσπάθησε ν’ απλωθεί προς το μέρος μας. Ο υδραυλικός μηχανισμός της αποδείχτηκε ισχυρότερος ωστόσο και το εφιαλτικό άκρο κόπηκε στα δύο και έπεσε καταγής. Οι πόρτες έκλεισαν. Δεν τόλμησα να φανταστώ τι θα έπρεπε να συνέβαινε εκεί μέσα, δεν υπήρχε χρόνος άλλωστε. Άρχισα να τρέχω κατά μήκος του διαδρόμου μαζί με την ολιγάριθμη ομάδα αυτών που είχαν σωθεί, μακριά απ’ τη φρίκη της σφραγισμένης αίθουσας.


5


Θυμάμαι αμυδρά ότι πέρασα μπροστά από πολλά δωμάτια που ήταν γεμάτα με μηχανές και επιστημονικά όργανα. Κάποια στιγμή όμως οι δυνάμεις μου άρχισαν να μ’ εγκαταλείπουν. Σωριάστηκα σε κάποια γωνιά και έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να διώξω απ’ το μυαλό μου τις φρικιαστικές εικόνες των ανθρώπων που πέθαιναν στα νύχια των απαίσιων πλασμάτων. Ο αέρας έτρεμε απ’ το μακρόσυρτο ουρλιαχτό κάποιας σειρήνας συναγερμού ενώ γύρω μου έτρεχαν διάφοροι άνθρωποι, στρατιωτικοί και επιστήμονες.


Ξαφνικά ένιωσα ένα χέρι να μ’ αρπάζει από τον ώμο και να με τραντάζει με δύναμη. Άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα το πρόσωπο του Νίκολας ο οποίος έσκυβε από πάνω μου κατάχλωμος και ιδρωμένος. Το μέτωπό του είχε γεμίσει με ρυτίδες αγωνίας και τα μάτια του είχαν μια έκφραση που μου φάνηκε τόσο τρομερή που για μια στιγμή μου ήρθε να ξανακλείσω τα δικά μου μάτια για να μην τα βλέπω.


-«Σήκω!» μου φώναξε, «δεν έχουμε καιρό για κλάματα! Πρέπει να έρθεις μαζί μου!»


Τον ακολούθησα μηχανικά. Μέσα στο χάος που αγκάλιαζε τη Βάση, μου φάνηκε ότι ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που ήξερε τι έπρεπε να κάνει.


Εκείνος έσπρωξε μια γυάλινη πόρτα και μ’ έβαλε σ’ ένα δωμάτιο όπου μια ομάδα ανθρώπων που είχαν μαζευτεί πίσω από ένα διάφανο χώρισμα, κοίταζαν κάτι τηλεοπτικές οθόνες.


Κανείς δεν φάνηκε να μας δίνει σημασία.


-«Το σύστημα ασφαλείας δούλεψε με απόλυτη επιτυχία» ανήγγειλε με έξαψη ένας απ’ αυτούς.


-«Τι γίνεται όμως με τους αεραγωγούς;»


-«Δεν γνωρίζουμε ακόμα!»


-«Θεέ μου, κοιτάξτε τι έγινε μέσα!» φώναξε τότε κάποιος άλλος.


Μια μεγάλη οθόνη αποκάλυψε την έκταση της καταστροφής. Ένα ατελείωτο χαλί από διαμελισμένα πτώματα κάλυπτε το δάπεδο της αίθουσας. Ανάμεσα σ’ αυτό το χάος περιφέρονταν τα απελευθερωμένα τέρατα. Κάποια απ’ αυτά καταβρόχθιζαν ανθρώπινα μέλη και έφτυναν τσακισμένα κόκαλα.


-«Στρίψε την κάμερα κατά εξήντα μοίρες στα δεξιά!» μουρμούρισε κάποιος στον χειριστή της οθόνης.

Η κάμερα που μετέδιδε την εικόνα μετατοπίστηκε και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα αντικρίσαμε μια άποψη της πόρτας μέσα απ’ την οποία είχα καταφέρει να ξεφύγω. Δύο τέρατα χτυπούσαν μεθοδικά τη σφραγισμένη επιφάνεια της με μια ταχύτητα που έκοβε την ανάσα, ευτυχώς όμως χωρίς αποτέλεσμα. Ένα άλλο ψαχούλευε μεθοδικά το διχτυωτό από τιτάνιο που κάλυπτε τον αεραγωγό που βρισκόταν από πάνω της. Με μια κίνηση το συνέθλιψε και το πέταξε πέρα αλλά δεν κατάφερε να χωθεί μέσα στο άνοιγμα που δημιουργήθηκε. Έκανε όμως κάτι άλλο, κάτι που δεν περίμενε κανείς: Πήρε μερικά νεογνά, απ’ αυτά που είχαν ήδη προλάβει να βγουν μέσα απ’ τα απαίσια αυγά τους, τα έσπρωξε μέσα στο άνοιγμα του αεραγωγού και εκείνα, μικρά καθώς ήταν, σύρθηκαν σιγά-σιγά στο εσωτερικό τους.

-«Στους αεραγωγούς! Στρίψε την κάμερα στους αεραγωγούς!»


Η κάμερα στράφηκε αργά-αργά προς τις άλλες πόρτες. Η κάθε μια απ’ αυτές είχε από πάνω της έναν αεραγωγό, η είσοδος του οποίου ήταν καλυμμένη μ’ ένα διχτυωτό. Τα σχόλια περίσσευαν. Τα διχτυωτά είχαν όλα εξαφανιστεί. Κάτι έσπρωξε την κάμερα, τη στριφογύρισε, η εικόνα χοροπήδησε τρελά στην οθόνη και ύστερα γέμισε παράσιτα. Όμως είχαμε ήδη δει αρκετά.


Άκουσα κάποιον να ψιθυρίζει μέσα στη σιωπή:


-«Οι αεραγωγοί χρειάζονται πέντε τουλάχιστον λεπτά για να σφραγιστούν. Ποτέ δεν περιμέναμε ότι θα έκαναν κάτι τέτοιο!»


-«Προφανώς υποτιμήσαμε το δείκτη νοημοσύνης τους!»


-«Θα πρέπει να έχουν ήδη προχωρήσει αρκετά!»


Μια αλλόκοτη αίσθηση χειροπιαστού σχεδόν τρόμου απλώθηκε μέσα στο δωμάτιο:


-«Μπορεί να βρίσκονται από πάνω μας αυτή τη στιγμή!»


-«Πρέπει να εκκενώσουμε το κτίριο και να σφραγίσουμε όλες τις εισόδους πριν να είναι πολύ αργά!».


Εκείνη τη στιγμή τα φώτα τρεμούλιασαν, έσβησαν και αντικαταστάθηκαν απ’ τα γαλάζια φώτα κάποιας εφεδρικής γεννήτριας.


-«Είναι δυνατόν να….»


Ένας σύρσιμο απ’ τον αεραγωγό που περνούσε πάνω απ’ τα κεφάλια μας, μας πληροφόρησε για το τι συνέβαινε πραγματικά. Δεκάδες εφιαλτικά νεογέννητα σέρνονταν μέσα του. Ακουγόταν λες και τεράστιοι αρουραίοι ψαχούλευαν μέσα σε κούφιους κυλίνδρους. Η αίθουσα άδειασε σε χρόνο μηδέν καθώς όλοι το έβαλαν στα πόδια.


Έμεινα να κοιτάζω σαν πετρωμένος την ψευδοροφή που απλωνόταν πάνω απ’ το κεφάλι μου. Η μακρινή σειρήνα έπαψε να ηχεί και το μόνο που μπορούσα ν’ ακούσω ήταν το φοβερό εκείνο σύρσιμο, το θόρυβο που επισφράγιζε τον χαμό όλων μας.


6


-«Πρέπει να βγούμε απ’ το κτίριο!» μου φώναξε ο Νίκολας, «Οι μάστιγες θα περάσουν απ’ τους αεραγωγούς και θα κατακλύσουν ολόκληρη τη Βάση! Πρέπει να προειδοποιήσουμε τα σώματα ασφαλείας!»


Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου με δυσκολία.


-«Μάστιγες» σκέφτηκα αφηρημένα, «Πετυχημένο όνομα. Τους ταιριάζει πολύ.»


-«Βρήκα αυτό το πράγμα. Εσύ ασφαλώς θα ξέρεις πώς να το χρησιμοποιήσεις!» Μου έδωσε ένα επαναληπτικό ηχοβόλο, ένα απ’ τα πιο λειτουργικά όπλα που είχαν αναπτύξει οι επιστήμονες της Συμμαχίας για μάχες σώμα με σώμα σε αστικά περιβάλλοντα. Το σήκωσα στα χέρια μου. Ήταν βαρύ και κρύο. Έλεγξα το μετρητή του και ανακάλυψα ότι τ’ αποθέματά του αρκούσαν για να διαλύσουν ένα ολόκληρο στρατό καταδρομέων. Ένα συναίσθημα σιγουριάς έδιωξε ένα μέρος του τρόμου που είχε κατακλύσει το μυαλό μου.


-‘Τι θέλεις να κάνουμε δηλαδή;»


-«Πρέπει να βγούμε απ’ το κτίριο πριν το σφραγίσουν οι δυνάμεις ασφαλείας. Ξέρεις το δρόμο, έτσι;»


-«Όχι πολύ καλά,» παραδέχτηκα, «Αλλά από κάπου θα κατεβάσουμε ένα σχέδιο του κτιρίου!»


Τότε ήταν που κατάλαβα για πρώτη φορά ότι είχα πάψει ν’ ακούω το σύρσιμο των νεογνών. Η σιγή που απλώνονταν γύρω μας ήταν απόλυτη και καταπιεστική.


Πέρασα το λουρί του ηχοβόλου γύρω απ’ τον ώμο μου και έστρεψα την κοντόχοντρη κάνη του προς τη γυάλινη πόρτα του δωματίου. Στη συνέχεια, κάνοντας όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο, διασχίσαμε το άδειο δωμάτιο.


-«Να θυμάσαι ότι διαθέτουν οξύτατη όσφρηση και ακοή,» μου ψιθύρισε ο Νίκολας, «Ο πραγματικός όμως κίνδυνος θ’ αρχίζει όταν τα καινούργια νεογέννητα θα έχουν μεγαλώσει αρκετά!»


Βρεθήκαμε στο διάδρομο. Η σιωπή εξακολουθούσε να είναι απόλυτη. Εκτός απ’ το ελαφρύ βουητό των εξαεριστήρων φυσικά. Τα γαλάζια φώτα της εφεδρικής γεννήτριας φώτιζαν διάπλατα το χώρο. Ευτυχώς οι είσοδοι που προσπερνούσαμε στα δεξιά και στα αριστερά μας ήταν σφραγισμένοι. Απ’ τα μικρά ανοίγματα των αεραγωγών στο ταβάνι δεν φαινόταν να καραδοκεί καμία απειλή. Περπατήσαμε βιαστικά και φτάσαμε στο τέλος του διαδρόμου. Εκεί πέρα υπήρχαν τρεις ανελκυστήρες που οδηγούσαν στα πάνω και στα κάτω επίπεδα. Ο Νίκολας πάτησε τα κουμπιά της κλήσης τους και τότε ήταν που ένας δυνατός κρότος ήχησε εκκωφαντικά. Μια τρομακτική σκέψη άστραψε στο μυαλό μου: Κάποια απ’ τις Μάστιγες που βρισκόταν σ’ ένα απ’ τα δωμάτια που είχαμε προσπεράσει, προσπαθούσε να σπάσει την πόρτα που τη χώριζε απ’ το διάδρομο.


-«Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα» μουρμούρισε ο Νίκολας μέσα απ’ τα σφιγμένα δόντια του.


Είδα μια πόρτα να σπάει στα δύο, σαν να ήταν φτιαγμένη από χαρτί.


Η Μάστιγα άρχισε να τρέχει καταπάνω μας, ένα εφιαλτικό πλάσμα που έμοιαζε βγαλμένο απ’ τους χειρότερους εφιάλτες ενός παρανοϊκού.


-«Χτύπα τη πριν φτάσει κοντά μας. Θα μας πετάξει το υγρό της!»


Πάτησα τη σκανδάλη. Το όπλο κλότσησε και με μια δυνατή έκρηξη το πλάσμα διαλύθηκε σε χιλιάδες κομματάκια. Η ορατότητα μειώθηκε στο ελάχιστο καθώς η υπερηχητική δόνηση που είχε διαλύσει το τέρας έβαλε φωτιά στα τοιχώματα του διαδρόμου. Προσπάθησα να διακρίνω κάτι περισσότερο μέσα απ’ τους καπνούς που απλώθηκαν προς το μέρος μας σαν έλλογη ομίχλη και μου φάνηκε πως άκουσα το κροτάλισμα αρθρωτών ποδιών που πλησίαζαν ακόμα προς το μέρος μας. Κατάλαβα ότι μια δεύτερη Μάστιγα μας είχε πάρει στο κατόπι.


Ο ανελκυστήρας έκανε επιτέλους την εμφάνισή του. Η πόρτα του θαλαμίσκου του άνοιξε αβίαστα, εμείς χωθήκαμε στο εσωτερικό του αλλά με το που άρχισε να ξανακλείνει, κάτι πανίσχυρο την άρπαξε και προσπάθησε να την ξανανοίξει διάπλατα. Πυροβόλησα στα τυφλά και άκουσα μια μακρινή έκρηξη. Είχα αστοχήσει αλλά η πόρτα του ανελκυστήρα έκλεισε και ο θαλαμίσκος άρχισε ν’ ανεβαίνει. Εκείνη τη στιγμή, ένα κοκαλιάρικο χέρι έσκισε το δάπεδο και σφίχτηκε γύρω απ’ τον αστράγαλό μου.


Αρχίσαμε να το χτυπάμε με μανία αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μ’ έσφιγγε σαν τανάλια, όλο και πιο δυνατά, λες και ήταν φτιαγμένο από σίδερο. Βάζοντας το όπλο ανάμεσα στις δαγκάνες του, τις εμπόδισα να κλείσουν εντελώς και να μου λειώσουν το κόκαλο. Ύστερα από ένα δευτερόλεπτο αγωνίας, η φρίκη εκείνη αποτραβήχτηκε.


Ή έτσι νόμιζα. Το δάπεδο του θαλαμίσκου τραντάχτηκε και μόνο τότε καταλάβαμε ότι η Μάστιγα είχε κρεμαστεί από κάτω του και ανέβαινε μαζί μας.


7


Η ριπή του αχνιστού υγρού που εκτοξεύτηκε μέσα απ’ το δάπεδο του θαλαμίσκου πασάλειψε το χέρι μου. Ένιωσα ένα τρομερό τσούξιμο και ένα κάψιμο μαζί. Ο Νίκολας προσπάθησε να το καθαρίσει αλλά σουβλιές πόνου άρχισαν να διατρέχουν τα δάχτυλα και να εξαπλώνονται στην παλάμη και στον καρπό του. Έχωσα την κάνη του ηχοβόλου στο άνοιγμα του δαπέδου και πάτησα τη σκανδάλη. Μια ισχυρή έκρηξη, ένας πίδακας καυτού αέρα και το καταραμένο πλάσμα διαλύθηκε αφήνοντας τα κομμάτια του να κρέμονται απ’ το κάτω μέρος του θαλαμίσκου. Είδα τα δάχτυλα μου να ξεφλουδίζονται γύρω απ’ τις αρθρώσεις τους και απαίσιο πύον να σχηματίζεται ανάμεσά τους.


-«Έχω κάτι που μπορεί να σε βοηθήσει,» μου είπε ο Νίκολας. Μ’ ένα μικρό τίναγμα φτάσαμε στο τελευταίο πάτωμα του κτιρίου, εκεί όπου βρισκόταν τα εργαστήρια του επιστημονικού προσωπικού, ο χώρος όπου εργαζόταν εκείνος. Μπήκαμε σε μια αίθουσα με διάφανους τοίχους απ’ όπου μπορούσε κανείς να έχει μια περιμετρική άποψη των γύρω κτιρίων της Βάσης. Tα περισσότερα από αυτά έμοιαζαν καταστραμμένα, σαν να είχαν χτυπηθεί από χειροβομβίδες. Η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος είχε διακοπεί και μόνο απ’ ορισμένα σημεία έβγαινε φως, θαμπό μέσα στους καπνούς που γέμιζαν την ακίνητη ατμόσφαιρα .


-«Μα πως φτάσαμε τόσο αργά;» κατάφερα να ψελλίσω.


-«Δες πως,» μου απάντησε ο Νίκολας, δίνοντας μου ένα ζευγάρι κιάλια.


Κοίταξα σε κάποιο σημείο που μου υπέδειξε και είδα μια καταπακτή να τινάζεται στον αέρα. Μια ντουζίνα Μάστιγες ξεπήδησαν μέσα απ’ το άνοιγμά της. Κάπου αλλού, ανάμεσα στα υπολείμματα ενός οχήματος μεταφοράς προσωπικού, μια άλλη Μάστιγα πάλευε να βγει μέσα απ’ την ίδια της την επιδερμίδα. Όταν τα κατάφερε, έφαγε τα υπολείμματα του παλιού δέρματός της και χώθηκε σε κάποιο σκοτεινό κτίριο.


-«Αυτό είναι κάτι που κάνουν τρεις φορές μέχρι να φτάσουν στο μέγιστο μέγεθός τους,» με πληροφόρησε ο Νίκολας.


Η δυνατή σουβλιά του πόνου που διαπέρασε το χέρι μου μ’ επανέφερε στη προσωπική μου φρικιαστική πραγματικότητα. Εκείνος έβγαλε μέσα από ένα φωριαμό διάφορα ιατρικά εργαλεία και αφού τύλιξε το πληγιασμένο μου άκρο με μια αιμοστατική γάζα, μου έκανε μια ένεση τοπικής αναισθησίας.


-«Πρέπει να εγκαταλείψουμε τη Βάση,» δήλωσα.


-«Συμφωνώ,» μου απάντησε. «Πρέπει να ενημερώσουμε τον έξω κόσμο για το τι συμβαίνει εδώ μέσα. Από στιγμή σε στιγμή μπορεί να έρθει κάποια αποστολή επιθεώρησης. Οφείλουμε να τους προειδοποιήσουμε!»


-«Ίσως αν φτάναμε στο αεροδρόμιο;» πρότεινα ελπιδοφόρα.


-«Είναι μια καλή ιδέα. Αλλά πρώτα πρέπει να βρούμε ένα σχέδιο ολόκληρης της Βάσης για να ξέρουμε που πηγαίνουμε.»


-«Οι αεραγωγοί!» φώναξα, «ίσως καταφέρουμε να δραπετεύσουμε μέσα απ’ τους αεραγωγούς! Αν μπορούσαμε μόνο να βρούμε κάποιο αρχιτεκτονικό αρχείο ολόκληρου του συγκροτήματος!»


-«Θα ψάξω στην Τράπεζα δεδομένων της Βάσης,» μου απάντησε ο Νίκολας. «Εσύ στο μεταξύ, φρόντισε να ξεκουραστείς λιγάκι γιατί σε λίγο θα χρειαστούμε όλες μας τις δυνάμεις!»


8


Με ξύπνησε ένας παράξενος θόρυβος. Ο πνιχτός αχός που ξεσήκωνε κάποιο μακρινό πλήθος που χειροκροτούσε και επευφημούσε έναν ομιλητή. Άνοιξα τα μάτια μου, ανασηκώθηκα και είδα τον Νίκολας να κάθεται σ’ ένα τερματικό και να παρακολουθεί μια ολογραφική προβολή που αιωρούταν μπροστά του σαν στερεοποιημένο σύννεφο. Το τελευταίο πράγμα που είχα αντικρίσει προτού πέσω σε βαθύ λήθαργο ήταν το πρόσωπό του που φωτιζόταν αλλόκοτα απ’ τις οθόνες των υπολογιστών της αίθουσας με τους διάφανους τοίχους.


Μισόκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να δω πιο καθαρά. Ήταν κάτι που έμοιαζε με Πανεπιστημιακό αμφιθέατρο όπου μπροστά από σειρές πανομοιότυπων καθισμάτων που καταλαμβάνονταν από ένα πλήθος στρατιωτικών και αξιωματούχων, υψωνόταν ένα πόντιουμ και πίσω απ’ αυτό, μια γίγα-οθόνη. Στο πόντιουμ στεκόταν όρθιος ο Νίκολας, ή μάλλον μια νεότερη εκδοχή του που δεν είχε ρυτίδες στο μέτωπο ούτε γκρίζες τρίχες στα μαλλιά. Έδινε κάποιου είδους διάλεξης γιατί στα χέρια του κρατούσε ένα διαδραστικό γάντι ενώ πίσω του, πάνω στην γίγα-οθόνη, προβάλλονταν η στερεοσκοπική εικόνα μιας Μάστιγας σε πλήρη ανάπτυξη.


Ένας πνιχτός ήχος ξέφυγε ανάμεσα απ’ τα χείλη μου. Το κοινό έμοιαζε να κρέμεται κυριολεκτικά απ’ τα χείλη εκείνου του Νίκολας στο πρόσωπό του οποίου απλωνόταν μια έκφραση ασυγκράτητού θριάμβου.


-«Ήθελα να σου το πω απ’ την πρώτη στιγμή,» τον άκουσα να λέει, «αλλά τώρα το κατάλαβες και μόνος σου. Ναι. Εγώ δημιούργησα τις Μάστιγες. Αλλά απομακρύνθηκα απ’ την διεύθυνση του προγράμματος και υποβιβάστηκα σε απλό βοηθό όταν άρχισα να εκφράζω ανοιχτά τις ανησυχίες μου για τις συνέπειες της χρησιμοποίησης τους ως πολεμικά όπλα!»


Σηκώθηκα όρθιος με αργές και προσεκτικές κινήσεις.


-«Τις δημιούργησες είπες; Μα πως;»


-«Οι Μάστιγες είναι υβρίδια. Τεχνητοί οργανισμοί που δημιουργήθηκαν απ’ το συνδυασμό των γονιδίων εντελώς ασύμβατων μεταξύ τους. Το πρόγραμμα, όταν πρωτοξεκίνησε, είχε να κάνει με την εξεύρεση κάποιας μεθόδου μετατροπής των στρατιωτών μας σε ανθεκτικές και αποτελεσματικές πολεμικές μηχανές που δεν θα κουράζονταν ποτέ ούτε θα ένιωθαν πόνο από τα τραύματά τους. Αλλά στην πορεία ανακαλύψαμε ότι όταν η πλειοψηφία των γονιδίων των υποκειμένων συνδυαζόταν με μιτοχόνδρια εντόμων, το τελικό αποτέλεσμα ήταν πολύ πιο λειτουργικό.»


-«Ένα λεπτό!» τον διέκοψα καθώς το κεφάλι μου είχε αρχίσει να γυρίζει, «θέλεις να πεις ότι οι Μάστιγες είναι άνθρωποι;»


-«Η πρώτη γενιά ναι. Αρχικά. Η γονιδιακή τους βάση ανήκε στον Χόμο Σάπιενς». «Αλλά σταδιακά από γενιά σε γενιά, μετατράπηκαν σε έντομα.»


Η παγερή φλεγματικότητα με την οποία ξεστόμισε εκείνα τα λόγια, λες και μιλούσε για το πιο συνηθισμένο πράγμα του κόσμου, ξεσήκωσε μέσα μου έναν άγριο θυμό. Μια κόκκινη ομίχλη κάλυψε τ’ οπτικό μου πεδίο. Έκανα δυο βήματα προς το μέρος του, τον κόλλησα στον τοίχο με μια σπρωξιά και τον σημάδεψα με την κάνη του ηχοβόλου που είχα κρατήσει κοντά μου όση ώρα κοιμόμουν.


-«Κάντο,» μου είπε, «πάτησε τη σκανδάλη. Δεν έχει σημασία πια!» Κάτι στη φωνή του διαπέρασε την καυτή μανία που με είχε κυριεύσει και μ’ έκανε να τον κοιτάξω κατάματα. Είδα έναν άνθρωπο απ’ τον οποίο είχε στραγγίξει κάθε ικμάδα ζωής και που το μόνο που είχε απομείνει μέσα του ήταν οι αχόρταγες ερινύες.


-«Δεν θα σου κάνω τη χάρη,» του απάντησα, «θα βγούμε και οι δυο από’ δω μέσα ζωντανοί και θα εξηγήσεις σ’ όλο τον κόσμο, ή μάλλον σε ότι έχει απομείνει απ’ αυτόν, τι πήγατε και κάνατε εσύ και η παρέα σου! Γιατί διαφορετικά είναι θέμα χρόνου προτού κάποιοι άλλοι προσπαθήσουν να κάνουν το ίδιο πράγμα! Είμαστε σύμφωνοι;»


9


Η αποσφράγιση του εξαεριστήρα που ανανέωνε την ατμόσφαιρα της αίθουσας αποδείχτηκε εύκολη δουλειά. Όταν τελειώσαμε, αντικρίσαμε ένα στενό και σκοτεινό κύλινδρο το τέλος του οποίου χανόταν σ’ ένα πηχτό σκοτάδι. Η σκέψη ότι θα έπρεπε να συρθώ για εκατοντάδες μέτρα μέσα σ’ εκείνο το λαγούμι, μ’ έκανε να ριγήσω άθελά μου. Ήταν όμως ο μόνος τρόπος για να βγούμε ζωντανοί απ’ την κατεστραμμένη Βάση. Χώθηκα με δυσκολία στο σκοτεινό άνοιγμα σπρώχνοντας με το σαγόνι μου ένα φακό και σέρνοντας πίσω μου το ηχοβόλο. Ανακάλυψα ότι αν χρησιμοποιούσα τους αγκώνες και τα γόνατά μου συντονισμένα, μπορούσα να κινούμαι σχετικά γρήγορα προς τα εμπρός αν και στην αρχή, μέχρι να συνηθίσω, τα πλευρά μου κόντεψαν να στραβώσουν απ’ την πίεση των στενών τοιχωμάτων. Το ηχοβόλο που τριβόταν στις κυρτές επιφάνειες μ’ έναν εκνευριστικό θόρυβο δεν έκανε καθόλου πιο εύκολη την όλη προσπάθεια. Άκουσα τον Νίκολας να μιμείται το παράδειγμά μου χωρίς να βγάζει τσιμουδιά.


Από τότε που μου είχε αποκαλύψει το ρόλο που είχε παίξει στη δημιουργία των τεράτων, έμοιαζε να έχει ζαρώσει. Κρατούσε το κεφάλι του σκυφτό και η έκφραση των ματιών του ήταν τέτοια που αν δεν ήμουν τόσο γεμάτος από εκείνη την τρομερή οργή που μ’ έκανε να τρέμω ολόκληρος, θα με φόβιζε πολύ. Υπήρχε κάτι σκοτεινό εκεί μέσα, έμοιαζαν με δίδυμα πηγάδια που οδηγούσαν σ’ ένα κατάμαυρο και παγωμένο σύμπαν.


Αρχίσαμε να σερνόμαστε σαν τρωγλοδύτες κατά μήκος του αεραγωγού. Η εσωτερική του επιφάνεια είχε επιστρωθεί με κάποιο αντιμικροβιακό υλικό το οποίο ήταν λείο και σκληρό και δεν δημιουργούσε καμία προεξοχή ή βαθούλωμα για να πιαστεί κανείς. Ο ευθύγραμμος εκείνος κύλινδρος συνέχιζε μέχρι εκεί που έφτανε το φως του φακού και η σκέψη του τι θα μπορούσε να παραμονεύει πιο πέρα ήταν τουλάχιστον ανατριχιαστική. Είχα αρχίσει να νιώθω κλειστοφοβικά και η κοφτή ανάσα του Νίκολας που προσπαθούσε να με ακολουθήσει δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντική. Στο μεταξύ συνεχίζαμε να προχωράμε, όλο και πιο μέσα στον αεραγωγό. Κάποια στιγμή φτάσαμε σε κάποιο σημείο όπου ο αγωγός αποκτούσε μια κατηφορική κλίση που ήταν πολύ απότομη.

-«Δώσε μου τον χάρτη.» ψιθύρισα. Ο Νίκολας μου πέρασε το σχεδιάγραμμα που είχαμε εκτυπώσει χωρίς να βγάλει λέξη. Το ξεδίπλωσα και προσπάθησα να προσανατολιστώ με βάση τις μπερδεμένες του εικόνες αλλά μια αδέξια κίνηση μου στάθηκε αρκετή για να ξεφύγει ο φακός μέσα απ’ τα δάχτυλα μου και να χαθεί μέσα στο κατηφορικό σκοτάδι. Βλαστήμησα δυνατά. Τέντωσα τον λαιμό μου προσπαθώντας να διακρίνω κάποια ανταύγεια απ’ το ηλεκτρικό φως του αλλά δεν το παραμικρό. Έπρεπε να κατεβούμε τον σκοτεινό εκείνο σωλήνα με το κεφάλι προς τα κάτω και χωρίς καμία δυνατότητα να γυρίσουμε πίσω αν κάτι μας συνέβαινε. Έσφιξα τον φακό του Νίκολας ανάμεσα στα δόντια μου και άρχισα να κατεβαίνω τον αεραγωγό σιγά-σιγά, προσπαθώντας με όλες μου τις δυνάμεις να μην χάσω το κράτημα μου στα γλιστερά του τοιχώματα. Ο Νίκολας γλίστρησε κάνα δυο φορές και παραλίγο να με συμπαρασύρει στο κενό αλλά τελικά τα καταφέραμε. Φτάσαμε σε κάποιο κομβικό σημείο απ’ όπου ξεκινούσαν τέσσερεις άλλοι οριζόντιοι αεραγωγοί που σχημάτιζαν ένα μικρό ημισφαίριο στο δάπεδο του οποίου είχε πέσει ο φακός μου που ήταν ακόμα αναμμένος. Ένα δροσερό ρεύμα αέρα ανέμιζε τα μαλλιά μας. Εκεί πέρα μπορέσαμε να ξεκουραστούμε λιγάκι και να συμβουλευτούμε το χάρτη για δεύτερη φορά. Κατά τα φαινόμενα έπρεπε να ακολουθήσουμε έναν από τους οριζόντιους αγωγούς που θα μας έβγαζε σε μια από τις αποθήκες του αεροδρομίου. Αυτό λοιπόν και κάναμε.


10


Δεν είχαμε καλύψει ούτε είκοσι μέτρα με τον ίδιο κοπιαστικό τρόπο μετακίνησης όταν πρόσεξα ότι στα τοιχώματα του αεραγωγού υπήρχαν κάτι μακρόστενες κηλίδες από ξεραμένα υγρά. Κάποια νεογνά είχαν σίγουρα περάσει από εκεί. Όπλισα το ηχοβόλο και συνεχίσαμε να προχωράμε ολοένα και περισσότερο κατευθυνόμενοι προς το τέλος της κουραστικής μας πορείας. Αναπάντεχα η απόλυτη σιγή που επικρατούσε μέχρι τότε διακόπηκε από έναν μακρινό και γεμάτο αντίλαλους κρότο. Σταματήσαμε τρομαγμένοι. Κάτι είχε σπάσει πίσω μας και το πιθανότερο ήταν πως κάποιο απ’ τα τέρατα ακολουθούσε τα ίχνη μας. Ξαναρχίσαμε να σερνόμαστε, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αυτή τη φορά.


-«Πιο κάτω θα πρέπει να συναντήσουμε κάποια έξοδο,» ψιθύρισε λαχανιαστά ο Νίκολας, για πρώτη φορά μετά από πολύ ώρα. Μέσα στον πανικό και στη ζαλάδα μου δεν κατάλαβα ότι ασυνήθιστος καθώς ήταν σ’ αυτό τον τρόπο της μετακίνησης, είχε αρχίσει να μένει πίσω. Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν αργά και ένιωθα όλο και πιο κουρασμένος, πιο ανίκανος να κινηθώ. Η κατάστασή μας γινόταν απελπιστική.


-«Μας πλησιάζει…» άκουσα από κάποια απόσταση τον Νίκολας να ψιθυρίζει μέσα στο σκοτάδι. Εκείνη τη στιγμή διέκρινα το τέλος του σωλήνα, έναν μαύρο κύκλο που εμφανίστηκε στο μισοσκόταδο. Προσπάθησα, μετά από πολλά αγωνιώδη δευτερόλεπτα και τελικά τα κατάφερα να ανοίξω το διχτυωτό που τον έφραζε. Βγαίνοντας έξω άκουσα μια κραυγή να βγαίνει μέσα από τα βάθη του αεραγωγού.


-«Κλείσε τη σχάρα!»


-«Νίκολας!»


-«Κλείσε τη σχάρα!» «Δεν προλαβαίνω, κλείσ’ τη σου λέω!»


-«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό!»


-«Μην είσαι ηλίθιος!»


Προσπάθησα να δω τι γινόταν μέσα στον αεραγωγό. Δεν χρειαζόταν και μεγάλη φαντασία για να το καταλάβω.


-«Κλείσε τη σχάρα!» Μου φάνηκε ότι η φωνή του πλησίαζε προς το μέρος μου. Άπλωσα το χέρι μου μέσα στο στενό σκοτάδι του κυλίνδρου και για μια στιγμή ένιωσα το δικό του να γραπώνεται πάνω του, ζεστό και γερό. Και μετά κάτι στιβαρό και τρομερό το τράβηξε προς τα πίσω, μέσα στη φριχτή μαυρίλα. Φώναξα τ’ όνομά του πολλές φορές, με λύσσα, αλλά δεν πήρα απάντηση. Μόνο ένα σύρσιμο και ένα μακρινό-απίστευτα μακρινό-βογγητό.


Μετά σιωπή. Ανακάλυψα ότι το πρόσωπό μου ήταν υγρό απ’ τα δάκρυα. Ότι και να’ χε κάνει δεν του άξιζε κάτι τέτοιο. Σε κανέναν δεν άξιζε. Με αργές κινήσεις υπάκουσα στην τελευταία εντολή του. Έκλεισα την σχάρα και ευχήθηκα ολόψυχα να τελείωνε κάποτε αυτός ο εφιάλτης. Κοίταξα το χέρι μου που ήταν τυλιγμένο σε γάζες και συνειδητοποίησα πως δεν τολμούσα να δω σε τι κατάσταση βρισκόταν. Κοίταξα κουρασμένα ολόγυρα φωτίζοντας με το φακό το περιβάλλον μου. Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια αποθήκη, σκοτεινή και γεμάτη με τακτοποιημένα κιβώτια. Μια μεταλλική πόρτα που διαγράφονταν μπροστά μου γυάλιζε μουντά, άθικτη, χωρίς να έχει δεχτεί κάποια επίθεση.


Ξάπλωσα στο σκονισμένο πάτωμα και προσπάθησα ν’ ανακτήσω τις δυνάμεις μου που τις ένιωθα να μ’ εγκαταλείπουν. Ένα μικρό κροτάλισμα τράβηξε την προσοχή μου. Έστρεψα τον φακό προς το σημείο απ’ όπου είχε ακουστεί και πίσω απ’ τη στρογγυλή σχάρα του αεραγωγού είδα μια μικρή δαγκάνα. Άρπαξα τα’ όπλο μου και πυροβόλησα ξανά και ξανά, γεμάτος μίσος το αδυσώπητο εκείνο νεογέννητο. Ο αεραγωγός και το αποτρόπαιο περιεχόμενό του κομματιάστηκαν γεμίζοντας την αποθήκη με σκορπισμένα θραύσματα και καπνούς.


Συνέχισα να πυροβολώ ψυχρά και μεθοδικά μέχρι που άδειασα σχεδόν την ενεργειακή κυψέλη του ηχοβόλου. Ο καπνός και η σκόνη κατακάθισαν σιγά-σιγά και μαζί τους και η λύσσα που με είχε κυριεύσει. Τότε ανακάλυψα αυτόν τον ήχο-καταγραφέα, ανάμεσα σ’ άλλα παρεμφερή κατασκευάσματα, συσκευές προορισμένες να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες ανθρώπων που ήταν ήδη νεκροί, ή που αργοπέθαιναν κάπου βλέποντας το ίδιο τους το σώμα να σαπίζει.


Έτσι λοιπόν αποφάσισα να καταγράψω όσο πιο καλά μπορούσα τι συνέβη εδώ πέρα.


Αλλά δεν μου απομένει πολύς χρόνος. Ακούω αρθρωτά πόδια να σέρνονται πίσω απ’ την πόρτα και χτυπήματα που γίνονται ολοένα και πιο δυνατά. Σε λίγο η πόρτα θα σπάσει μα δεν με νοιάζει πια γιατί έλυσα τις γάζες απ’ το χέρι μου και αυτό που είδα στάθηκε αρκετό για να καταλάβω τι με περιμένει, ακόμα και αν και τώρα τη γλυτώσω, όπως τόσες άλλες φορές.


Ο θόρυβος των χτυπημάτων γίνεται όλο και πιο δυνατός. Απαίσιος ήχος, σαν κεραυνός. Η πόρτα τραντάζεται. Δεν θ’ αντέξει για πολύ. Όμως δεν νιώθω φόβο γιατί το ηχοβόλο έχει αρκετή ενέργεια ακόμα για μια ακόμα βολή…


Η πόρτα είναι έτοιμη να καταρρεύσει. Όχι, δεν θα με πιάσουν, δεν θα τ’ αφήσω να με ροκανίσουν. Αυτό που θα πάρουν θα είναι κομματιασμένα κρέατα. Όχι εγώ, ΟΧΙ ΕΓΩ!


Υποσημείωση:

Ο κάτοχος αυτής της έγγραφής παραμένει άγνωστος. Η αφήγησή του θα χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο για την ανάλυση της αποτυχίας του σχεδίου εκτροφής και πολλαπλασιασμού των Μαστιγών και θ’ αποσταλεί στα αρχεία του Προγράμματος μαζί με ότι άλλο βρέθηκε στην Ερευνητική Βάση Ένα.


Παρατήρηση:

Τα επιπρόσθετα μέτρα ασφάλειας επιβεβαιώνουν την αξιοπιστία των νέων μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την εκπόνηση-για τρίτη φορά-του σχεδίου εκτροφής και ανάπτυξης έμψυχου πολεμικού υλικού με την κωδική ονομασία «Μάστιγες».

Τέλος αναφοράς.



Ερρίκος Σμυρναίος,Copyright 2009


3 σχόλια:

  1. Χμμμμμ δεν ξερω τι να σχολιασω, ειναι τοσα τα σημεια που δε θελω να αφησω απ'εξω!Η κλειστοφοβικη περιγραφη της διαφυγης,η ιδια η ιδεα και η εικονα των πλασματων απο τη στιγμη της συλλογης τους ακομη απο τη σπηλια, το κομματι που εξηγει πως λειτουργει εν μερη ο οργανισμος τους. Επειτα το ποσο φριχτη ειναι η ιδεα να επιτεθουν σε ανθρωπους με αυτα τα πλασματα που και παλι στην ανατρεπει η πιο φριχτη εικονα των ανθρωπων που ηταν αρχικα αυτα τα τερατα. Το οτι τελικα, παρολα αυτα συνεχισαν να τα θελουν ως οπλο. Και δυστυχως το διηγημα σου δεν θα ηταν τοσο τρομαχτικο αν δεν ηταν αυτη η αλαζονικη και απερισκεπτη φυση των ανθρωπων ιδια και στην πραγματικοτητα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Νηρηίδα, σ' ευχαριστώ για το σχόλιο καθώς και για το χρόνο που αφιέρωσες για να διαβάσεις το διήγημα μου. Η παρατήρησή σου σχετικά με την αλαζονική και απερίσκεπτη φύση των ανθρώπων με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Εξάλλου, είναι ένα φαινόμενο που λίγο πολύ το ζούμε όλοι μας σε καθημερινή βάση.

    Ερρίκος Σμυρναίος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Εφιαλτικό!!!
    (δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω αυτή τη στιγμή, μόνο το ότι ήταν σαν τα ήμουν εκεί!)
    Εξαιρετική δουλειά!!
    Μπράβο Ερρίκο!

    Οφηλία

    ΑπάντησηΔιαγραφή