Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΤΙΘΩΝΩΝ


1


H μεγάλη μέρα ξεκίνησε εντελώς στραβά: Το διαδραστικό πρόγραμμα του διαμερίσματος της άρπαξε κάποιον ιό απ’ το υπέρ-δίκτυο με αποτέλεσμα να χαλάσει ο μηχανισμός αφύπνισης και εκείνη να ξυπνήσει με είκοσι ολόκληρα λεπτά καθυστέρηση. Στη συνέχεια, όταν κατάφερε να φτάσει στον πλησιέστερο σταθμό του μετρό με άλλα δέκα λεπτά καθυστέρηση γιατί το ρομποτικό ταξί μπέρδεψε τα ονόματα των δρόμων και έκανε ένα μεγάλο και εντελώς άσκοπο κύκλο μέσα από οικοδομικά τετράγωνα σφραγισμένων πολυκατοικιών του περασμένου αιώνα που επρόκειτο να κατεδαφιστούν, ανακάλυψε ότι οι συρμοί βρίσκονταν εκτός λειτουργίας εξαιτίας κάποιας μηχανικής βλάβης. Αυτό τουλάχιστον διαλαλούσαν τα μισό-χαλασμένα ηχεία του σταθμού που έκαναν τη φωνή του εκφωνητή ν’ ακούγεται γελοία, λες και μιλούσε κάποιος συναχωμένος Ντόναλτ-Ντακ. Η βρώμικη αποβάθρα με το ξεχαρβαλωμένο δάπεδο είχε ξεχειλίσει από αγχωμένους και ιδρωμένους ανθρώπους που στριμώχνονταν σαν σαρδέλες και αναθεμάτιζαν την ώρα και τη στιγμή που είχαν κάνει το λάθος να γεννηθούν στον μάταιο τούτο κόσμο. Όταν επιτέλους τα βαγόνια ξεπρόβαλλαν στριγκλίζοντας μέσα απ’ το στόμιο της μουχλιασμένης στοάς με τις λάμπες που τρεμόπαιζαν σαν ετοιμοθάνατες πυγολαμπίδες, η κίνηση του πλήθους που άρχισε να κινείται την έσπρωξε προς τα εμπρός όμως εντελώς ξαφνικά, όλα σταμάτησαν και εκείνη απέμεινε καθηλωμένη, ν’ ασφυκτιά μέσα σε μια μέγγενη από ιδρωμένα σώματα που την πίεζαν από παντού.

Στη συνέχεια άκουσε τον απόηχο θυμωμένων φωνών. Ερχόταν απ’ το βαγόνι που βρισκόταν ακριβώς μπροστά της. Τέντωσε το λαιμό της για να ρίξει μια καλύτερη ματιά και ψηλή καθώς ήταν, κατάφερε να διακρίνει πάνω απ’ τη θάλασσα των κεφαλιών που άχνιζαν στη ζέστη του υπόγειου σταθμού ένα ζευγάρι ηλικιωμένων γυναικών που στέκονταν όρθιες και έβριζαν με το χειρότερο τρόπο μια κοπέλα που ήταν έγκυος και τις κοιτούσε ακίνητη και αμίλητη σαν άγαλμα. Της έκανε εντύπωση η χλομάδα και η αυστηρότητα του προσώπου εκείνης της νέας γυναίκας. Έμοιαζε ταλαιπωρημένη. Τα ρούχα της ήταν απλά και φτωχικά, όπως και των περισσότερων ανθρώπων που ανήκαν στη δική της ηλικιακή ομάδα. Ακουμπούσε το δεξί της χέρι πάνω στη φουσκωμένη της κοιλιά σαν να προσπαθούσε να προστατεύσει το έμβρυο που έπλεε εκεί μέσα απ’ την οργή των δύο ηλικιωμένων γυναικών. Με το αριστερό της χέρι έσφιγγε μια απ’ τις χειρολαβές του βαγονιού ενώ τρεις αγχωμένοι υπάλληλοι του μετρό απέτρεπαν τον κόσμο από το να γεμίσει το βαγόνι μέχρι να επιλυθεί η διένεξη. Απ’ τις κουβέντες που έπιασε κατάλαβε ότι η κοπέλα είχε κάνει το λάθος να τσαλακώσει κάποια απ’ τις αστραφτερές τσάντες με τα ψώνια που κουβαλούσαν οι δύο κυρίες καθώς προσπαθούσε να στριμωχτεί σε κάποια γωνιά του βαγονιού. Οι δύο γηραλέες γυναίκες έμοιαζαν πολύ δυναμικές και στιβαρές, ντυμένες άψογα. Τα καλοραμμένα ρούχα τους ήταν φτιαγμένα από ακριβά και φανταχτερά υφάσματα ενώ τα πρόσωπά τους γυάλιζαν τσιτωμένα από αλλεπάλληλες πλαστικές επεμβάσεις που είχαν χρηματοδοτήσει τ’ ασφαλιστικά τους ταμεία. Το μόνο πράγμα πάνω τους που φανέρωνε την πραγματική τους ηλικία, γιατί θα έπρεπε να είχαν φτάσει τα 80 χρόνια ζωής η κάθε μια, ήταν τα μάτια τους. Άστραφταν σκληρά και αμείλικτα, γεμάτα με οργή και υπόγειο φθόνο για τα νιάτα της κοπέλας και για την καινούργια ζωή που έτρεφε μέσα της. Η Ήβη ήξερε ότι είχε δεν είχε δίκιο, η κοπέλα έπρεπε να υποχωρήσει γιατί σύμφωνα με τους τελευταίους νόμους που είχαν ψηφιστεί στο νομοθετικό τμήμα Βουλής, ύστερα απ’ τις πιέσεις του πανίσχυρου κόμματος των συνταξιούχων που κατείχε και τις περισσότερες βουλευτικές έδρες, οποιαδήποτε διαπιστωμένη επιβάρυνση της υγείας ενός υπερήλικου πολίτη εξαιτίας της αντιπαράθεσής του με άτομο ηλικίας μικρότερης των εξήντα ετών, αποτελούσε απόπειρα ανθρωποκτονίας εξ’ αμελείας. Ήταν ένας νόμος απόλυτα χαρακτηριστικός της νέας εποχής. Με το δείκτη γεννήσεων να υποχωρεί όλο και περισσότερο τις τελευταίες δεκαετίες και το μέσο όρο ζωής ν’ αγγίζει τα 110 χρόνια, η πλειοψηφία του πληθυσμού της Ελλάδας αποτελούταν από ηλικιωμένους πολίτες που είχαν αποκτήσει πια τη δύναμη να διαμορφώνουν την καθημερινότητα σύμφωνα με τις δικές τους ιδιαίτερες ανάγκες.



2



Η ανώνυμη κοπέλα έδωσε τέλος στο επεισόδιο χρησιμοποιώντας τα τελευταία ψήγματα της αξιοπρέπειας που της είχαν απομείνει: Βγήκε απ’ το βαγόνι με το κεφάλι ψηλά, προσπέρασε τους αμήχανους υπαλλήλους του μετρό χωρίς να βγάλει λέξη και καθώς το πλήθος της άνοιγε δρόμο να περάσει, ανέβηκε ένα-ένα τα σκαλοπάτια της χαλασμένης κυλιόμενης σκάλας του σταθμού για να βρει κάποιον άλλο τρόπο να πάει στην κακοπληρωμένη το δίχως άλλο και πολύωρη δουλειά της. Η Ήβη τη λυπήθηκε αλλά ήξερε πολύ καλά ότι δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να κάνει για να τη βοηθήσει. Στο κάτω-κάτω και αυτή αντιμετώπιζε παρόμοια προβλήματα με τη δική της δουλειά και είχε ήδη αργήσει πάρα πολύ να χτυπήσει κάρτα. Δούλευε δώδεκα ώρες κάθε μέρα, έξι μέρες την εβδομάδα, στους θαλάμους αυξημένης παρακολούθησης μιας Κλινικής γηριατρικής φροντίδας που την είχε προσλάβει ως νοσηλεύτρια. Ο μισθός της, ύστερα από δέκα χρόνια δουλειάς, μετά βίας της έφτανε για να πληρώνει τους λογαριασμούς της, ειδικά από τότε που οι κρατήσεις υπέρ του συνταξιοδοτικού ταμείου της είχαν αυξηθεί τόσο πολύ. Μέχρι σήμερα βέβαια. «Αν όλα πάνε καλά, η αυριανή μέρα θα είναι εντελώς διαφορετική» μουρμούρισε νοερά στον εαυτό της για να μην την πάρει χαμπάρι κανένας πληροφοριοδότης που στεκόταν ενδεχομένως εκεί κοντά, «Αύριο θα ξημερώσει μια καινούργια πραγματικότητα όπου τα πάντα θα έχουν αλλάξει-για όλους!» Στο μεταξύ, το ανυπόμονο και εξουθενωμένο πλήθος μπήκε επιτέλους στο βαγόνι. Εκεί πέρα, παρά την έλλειψη χώρου που υπήρχε, σχημάτισε αμέσως ένα κενό διάστημα γύρω απ’ τις δύο κυρίες που κοίταζαν γύρω τους προκλητικά, έτοιμες να ξανά-μπλεχτούν σε καυγά. Μέχρι να φτάσει στο σταθμό όπου θα κατέβαινε, η Ήβη τις κρυφό-κοιτούσε κατάπληκτη, εντυπωσιασμένη απ’ την οργή που φώλιαζε στ’ αστραφτερά τους μάτια. Η σημερινή γενιά των ηλικιωμένων δεν είχε καμία σχέση με τους αγαθούς και καλόβολους παππούδες και γιαγιάδες που θυμόταν απ’ τα παιδικά της χρόνια. Οι καινούργιοι γέροντες, έχοντας ζήσει και γεράσει σε μια παλιμπαιδίζουσα κοινωνία που λάτρευε τη νεότητα και τους περιέβαλλε με αμέτρητα προνόμια, δεν είχαν αποκτήσει τίποτα απ’ την ωριμότητα και τη σοφία που υποτίθεται ότι χαρακτήριζε τους ηλικιωμένους των προηγούμενων γενιών. Ίσως να έφταιγαν γι’ αυτό και τ’ αντί-γηραντικά φάρμακα που γέμιζαν τον οργανισμό τους. Όλα αυτά τα ορμονικά υποκατάστατα μπορεί να είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην ιδιοσυγκρασία τους. Το σίγουρο πάντως ήταν ότι έβλεπαν οποιονδήποτε που είχε ηλικία μικρότερη των 50 ετών ως έναν εν δυνάμει εγκληματία και αντιμετώπιζαν τους νέους με απροκάλυπτη εχθρότητα, σχεδόν με μίσος.

Ο εβδομηνταοχτάχρονος κλητήρας που καθόταν στην είσοδο του κτιρίου της κλινικής, μέσα στο αλεξίσφαιρο κουτί του από ενισχυμένο γυαλί, την πληροφόρησε ότι εκείνη την ημέρα ολόκληρη η Αθήνα είχε πάθει έμφραγμα. Σύμφωνα με τα δελτία ειδήσεων που έτρεχαν στην εύκαμπτη οθόνη της δια-δικτυακής εφημερίδας που κρατούσε στα ροζιασμένα χέρια του, μια καινούργια τρομοκρατική οργάνωση με τ’ όνομα «Μέτωπο Απελευθέρωσης Νιάτων» ή αλλιώς «Μ.Α.ΝΙ.Α» είχε πλημμυρίσει με ιούς τα συστήματα κυκλοφοριακού ελέγχου της πρωτεύουσας με αποτέλεσμα να έχει προκληθεί χάος παντού. Υπήρχαν επίσης φήμες ότι είχαν πληγεί και τα συστήματα εξυπηρέτησης επειγόντων περιστατικών γιατί πολλά κέντρα κλήσης ασθενοφόρων είχαν λάβει άσκοπες εκκλήσεις για βοήθεια. Τα μάτια του κλητήρα της έριξαν ένα ανήσυχο βλέμμα αλλά εκείνη περιορίστηκε απλώς στο να του στείλει ένα λαμπερό χαμόγελο. Στη συνέχεια μπήκε στο ασανσέρ νιώθοντας φοβισμένη αλλά και πλημμυρισμένη από μια άγρια χαρά. Ο «πόλεμος των ηλικιών», όπως τον είχε ονομάσει κάποιος έγκριτος δημοσιογράφος που παρουσίαζε κάθε βράδυ το δελτίο ειδήσεων του δημοφιλέστερου τηλεοπτικού καναλιού της χώρας εδώ και πενήντα ολόκληρα χρόνια, αποτελούσε πλέον γεγονός.



3


Ο θάλαμος αυξημένης παρακολούθησης που βρισκόταν κάτω από τη δική της εποπτεία ήταν μακρόστενος και λευκοβαμμένος και περιείχε οκτώ κρεβάτια, τέσσερα σε κάθε πλευρά. Στο καθένα απ’ αυτά κοιμόταν ένας υπερήλικος πολίτης, τέσσερις γυναίκες και τέσσερις άντρες συνολικά που ο χρόνος τους είχε μετατρέψει σε ζαρωμένες μούμιες οι οποίες κρατιόνταν πεισματικά στη ζωή με τη βοήθεια μιας πλειάδας πανάκριβων φαρμάκων. Ο νεότερος ανάμεσά τους ήταν εκατόν δέκα οκτώ ετών. Στο μεγαλύτερο μέρος της μέρας και της νύχτας κοιμόντουσαν ή βρίσκονταν βυθισμένοι στον ακίνητο βούρκο κάποιας αργά εξελισσόμενης άνοιας. Πότε-πότε ξυπνούσαν ανασαίνοντας σπασμωδικά, άνοιγαν διάπλατα τα θολωμένα μάτια τους και κοίταζαν γύρω τους με τρόμο. Έμοιαζαν με φοβισμένα παιδιά που αναδύονταν εντελώς αναπάντεχα σε μια φριχτή πραγματικότητα όπου επικρατούσε η ασχήμια η αρρώστια και το γήρας. Άλλες φορές αγκομαχούσαν και πάλευαν με κινήσεις που ήταν αδύναμες και αξιολύπητες να ξεριζώσουν τους σωλήνες και τα καλώδια που τους διατηρούσαν ζωντανούς.

Εκείνη πατούσε τότε το κόκκινο κουμπί του συναγερμού και στο θάλαμο ορμούσε το προσωπικό άμεσης επέμβασης που αναλάμβανε τον άρρωστο και τον ξαπόστελνε πίσω στη συνηθισμένη κατάσταση της προ-θανάτιας αναισθησίας του. Στη συνέχεια συμπλήρωνε μια τυποποιημένη αναφορά με την οποία περιέγραφε το όλο συμβάν και μετά ξανάρχιζε να παρακολουθεί τα μόνιτορς που κατέγραφαν τις ζωτικές τους λειτουργίες. Έπρεπε επίσης να τους καθαρίζει σε τακτά χρονικά διαστήματα, ν ‘αλλάζει τους καθετήρες και τα σεντόνια τους τρεις φορές την ημέρα, να παίρνει δείγματα αίματος ούρων και κοπράνων απ’ τα παρακμασμένα τους σώματα και να ελέγχει τα υποστηρικτικά μηχανήματα που τους παρείχαν οξυγόνο και τροφή. Με τα χρόνια, γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς νοσηλεύονταν εκεί πέρα για περισσότερο από μια δεκαετία προτού το αμείλικτο πέρασμα του χρόνου τους οδηγήσει στα κρεβάτια της μονάδας εντατικής θεραπείας, είχε αρχίσει να τους βλέπει σαν άψυχα αντικείμενα που έπρεπε να τα συντηρεί και να τα διατηρεί σε καλή κατάσταση μέχρι να χαλάσουν από μόνα τους.

Τις μικρές ώρες της νύχτας, πριν το ξημέρωμα, μετά το καθιερωμένο άλλαγμα των κλινοσκεπασμάτων και τον καθαρισμό των ασθενών, συνήθιζε να περπατάει κατά μήκος του θαλάμου και να περιεργάζεται τα ρημαγμένα τους πρόσωπα που διαγράφονταν αδύνατα και εύθραυστα κάτω απ’ το αχνό φως των περίπλοκων μηχανημάτων που τους κρατούσαν στη ζωή. Ήξερε πως το καθένα απ’ αυτά τα ζαρωμένα πλάσματα με τα σκελετωμένα μπράτσα όπου συστρέφονταν χοντρές μπλε φλέβες και κιρσοί, με τα βουλιαγμένα μάτια και τα σουφρωμένα χείλια που έκρυβαν κατεστραμμένες οδοντοστοιχίες, κουβαλούσε μέσα του έναν ωκεανό εμπειριών και γνώσεων που διαβρώνονταν τώρα κάτω απ’ τη συσσωρευμένη σκόνη του χρόνου και τις αράχνες της οργανικής αποσύνθεσης.Αλλά είχε χάσει πια την ικανότητα να τους βλέπει με συμπάθεια. Ο νοσοκομειακός θάλαμος της φαινόταν σαν το διεστραμμένο εργαστήριο κάποιου τρελού επιστήμονα όπου συντηρούνταν με το ζόρι μια ανίερη μορφή ημιζωής.


4


-«Ζούμε στην εποχή των Τιθωνών,» της είχε πει ο Φώτης το προηγούμενο βράδυ, καθώς την έσφιγγε στην αγκαλιά του. Ο Φώτης ήταν το αγόρι της, ο μεγάλος της έρωτας και ο άνθρωπος που είχε αλλάξει για πάντα τη ζωή της. Η ταπετσαρία-τηλεόραση που κάλυπτε τον τοίχο που βρισκόταν απέναντι απ’ το κρεβάτι, έδειχνε βουβά πλάνα απ’ τις διαδηλώσεις των ανέργων που παρέλυαν το κέντρο της Αθήνας σε καθημερινή πλέον βάση. Είχε προηγηθεί ένα αφιέρωμα στις επεισοδιακές καταλείψεις σφραγισμένων κτιρίων από εξαθλιωμένους πολίτες, ένα φαινόμενο που είχε αποκτήσει πια επιδημική μορφή.

-«Τι εννοείς;» τον είχε ρωτήσει η Ήβη που εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, το τελευταίο πράγμα που την απασχολούσε ήταν το τι έδειχνε η τηλεόραση.

-«Είναι μια ιστορία που ανήκει στη σφαίρα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας,» της είχε εξηγήσει εκείνος με δασκαλίστικο ύφος, «Ο Τιθωνός ήταν ένας όμορφος νέος τον οποίο ερωτεύτηκε η θεά Σελήνη. Ζήτησε λοιπόν απ’ τον Δια να του χαρίσει αιώνια ζωή αλλά ξέχασε να του ζητήσει να του χαρίσει και αιώνια νιότη με αποτέλεσμα ο Τιθωνός ν’ αρχίσει να γερνάει όλο και περισσότερο χωρίς να μπορεί να πεθάνει. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και σήμερα. Η επιστήμη έχει βγάλει θαυμαστά φάρμακα που επιβραδύνουν το γήρας και μας κρατάνε ζωντανούς για πολλά –πολλά χρόνια αλλά η νιότη που φεύγει είναι κάτι που δεν μπορούμε να αντιστρέψουμε και περνάμε το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μας ζώντας μια ατελείωτη τρίτη ηλικία.»

-«Έτσι είναι.» Συμφώνησε μαζί του.
-«Αλλά το χειρότερο απ’ όλα,» συνέχισε να της λέει εκείνος αδιαφορώντας για τον τρόπο που τα χέρια της είχαν αρχίσει να ταξιδεύουν για μια ακόμα φορά πάνω στο σώμα του, «είναι ότι όλοι αυτοί οι γέροντες μας πνίγουν. Δεν υπάρχουν ούτε δουλειές ούτε ευκαιρίες για τους νέους ανθρώπους. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από αυτούς και τις ανάγκες τους.»
-«Ναι, είναι τρομερό,» είχε συμφωνήσει μαζί του με ναζιάρικο ύφος, «αλλά από αύριο όλα αυτά θ’ αποτελούν παρελθόν, έτσι δεν είναι αγάπη μου;»



5


Γνώρισε τον Φώτη σ’ ένα πάρτι που είχε οργανώσει η κολλητή της η Λίτσα, μια πολύ όμορφη και αρκετά καπάτσα κοπέλα που ήξερε να χαίρεται τη ζωή. Η Λίτσα είχε σπουδάσει διεθνείς σχέσεις και ιστορία της διπλωματίας και είχε κάνει και δύο μεταπτυχιακά αλλά όταν βγήκε στην αγορά εργασίας, ανακάλυψε, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των νέων ανθρώπων που δεν διέθεταν γονείς με επιρροή ή με πολύ ισχυρές γνωριμίες, ότι δεν υπήρχε καμία απολύτως πιθανότητα να βρει δουλειά αντάξια του αντικειμένου που είχε σπουδάσει. Βρήκε λοιπόν απασχόληση σε κάποιο κέντρο ψυχαγωγίας πολιτών τρίτης ηλικίας, σ’ έναν κρατικά εγκεκριμένο οίκο ανοχής δηλαδή, και πολύ γρήγορα απέκτησε δικό της πελατολόγιο το οποίο δεν δίσταζε να την πληρώνει πλουσιοπάροχα για τις υπηρεσίες της. Μέσα σε πέντε χρόνια κατάφερε ν’ αγοράσει ένα ευρύχωρο σπίτι πέντε δωματίων, πράγμα ανήκουστο για άτομο τόσο νέο σε ηλικία και να το εξοπλίσει με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας και του σύγχρονου ντιζάιν.

Ο Φώτης την εντυπωσίασε απ’ την πρώτη στιγμή που τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, πάνω απ’ το βαρυφορτωμένο μπουφέ που καταλάμβανε τη μια πλευρά του τεράστιου καθιστικού της Λίτσας. Εξέπεμπε ένα είδος σκεπτόμενης αυστηρότητας που της φάνηκε πολύ ελκυστική, εντελώς διαφορετική απ’ τον υστερικό παλιμπαιδισμό που χαρακτήριζε τη συμπεριφορά των υπολοίπων σαραντάρηδων καλεσμένων του πάρτι. Του χαμογέλασε, τον πλησίασε και άρχισαν να μιλάνε.

Τα πράγματα εξελίχθηκαν με μεγάλη ταχύτητα. Σχεδόν αβίαστα. Ο Φώτης της άρεσε πάρα πολύ, οι παρατηρήσεις και τα σχόλια που έκανε ήταν έξυπνα και δηκτικά και έμοιαζε ν’ απολαμβάνει το γεγονός ότι αποτελούσε το επίκεντρο της προσοχής της. Προς το τέλος της βραδιάς, όταν στο σπίτι είχαν μείνει δέκα άνθρωποι όλοι κι όλοι, ο πιο στενός κύκλος των γνωριμιών της Λίτσας, κάθισε μαζί του πάνω σε κάτι χοντρές μαξιλάρες, στο αρωματισμένο χαλί του καθιστικού που άλλαζε χρώματα σαν καλειδοσκοπική μεμβράνη. Η γιγά-οθόνη μιας μέμβρανο-τηλεόρασης έδειχνε πλάνα από κάποιες αχανείς παραθεριστικές εγκαταστάσεις για ηλικιωμένους όπου θαλεροί γέροντες και γερόντισσες έπαιζαν τένις και ποδόσφαιρο σ’ ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, γεμάτο με καταπράσινα δέντρα και ολάνθιστα λουλούδια και εκείνη ένιωθε ψιλοζαλισμένη απ’ τα κοκτέιλ που είχε ήδη κατεβάσει. Όταν λοιπόν ο Φώτης την πήρε στην αγκαλιά του και άρχισε να τη φιλάει δεν προέβαλλε την παραμικρή αντίσταση. Κάποια στιγμή θα πρέπει να λαγοκοιμήθηκε γιατί ανακάλυψε ξαφνικά ότι γύρω της διεξάγονταν μια έντονη συζήτηση. Ο Φώτης, που εξακολουθούσε να την κρατάει στην αγκαλιά του, επιχειρηματολογούσε για την ανάγκη μιας άμεσης κοινωνικής μεταρρύθμισης που θα έδινε το δικαίωμα στους νέους ανθρώπους να πραγματώσουν το δυναμικό τους. Κάποιος όμως διαφωνούσε μαζί του και του έλεγε ότι θα έπρεπε να νιώθει περήφανος που η πατρίδα του είχε αποκτήσει ένα αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας και φροντίδας για τους ηλικιωμένους που το ζήλευαν ακόμα και τα πιο προηγμένα κράτη στον κόσμο. Ο Φώτης του απάντησε ότι το κόστος αυτού του καταπληκτικού κράτους πρόνοιας ήταν ο στραγγαλισμός μιας ολόκληρης κοινωνίας όπου οι άνθρωποι έπρεπε να δουλεύουν όλο και πιο σκληρά για να συντηρούν την ύπαρξή του. Η φωνή του είχε αρχίσει να γίνεται τόσο έντονη που εκείνη άνοιξε τα μάτια της ξαφνιασμένη. Ανακάλυψε ότι τα φώτα του σαλονιού είχαν χαμηλώσει και σκόρπιζαν μια αχνή πορτοκαλί ανταύγεια και ότι στο σαλόνι είχαν μείνει πέντε άνθρωποι όλοι κι όλοι, η Λίτσα, που είχε αποκτήσει ένα πολύ σοβαρό ύφος, ο Φώτης, εκείνη και ένα ζευγάρι που καθόταν και αυτοί σε μαξιλάρες, απέναντί τους, και κρατούσαν στα χέρια τους ποτήρια με κόκκινο κρασί.

-«Και τι πιστεύεις ότι πρέπει να γίνει για να επιλυθεί αυτό το πρόβλημα;» ρώτησε το Φώτη ο συνομιλητής του, «Θα πρέπει να λάβεις υπόψη σου εξάλλου ότι τα τρία τέταρτα του εκλογικού σώματος αποτελείται από άτομα τρίτης ηλικίας!»
-«Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να ληφθούν πιο άμεσα μέτρα, έτσι δεν είναι;» ήταν η απάντηση που του έδωσε ο Φώτης. Η φωνή του είχε ακουστεί βαριά και δυσοίωνη, τόσο πολύ που εκείνη ανασηκώθηκε και τον κοίταξε παραξενεμένη.
-«Προτείνεις δηλαδή κάποιας μορφής βίαιης αντιπαράθεσης;» τον είχε ξαναρωτήσει ο συνομιλητής του.
-«Στην ανάγκη, ναι.»
Την επόμενη ακριβώς στιγμή, η εξώπορτα του διαμερίσματος της Λίτσας άνοιξε διάπλατα και το καθιστικό γέμισε με πάνοπλους αστυνομικούς.



6



Ούτε που πρόλαβε να καταλάβει τι στην συνέβαινε. Σε χρόνο ρεκόρ οι αστυνομικοί την έδεσαν χειροπόδαρα με κάτι χειροπέδες από έξυπνο νανο-υλικό που προσαρμόστηκαν ακαριαία στο περίγραμμα των καρπών της. Μετά της φόρεσαν και μια ελαστική κουκούλα από ημιδιάφανο νάιλον που την αποστέρησε από τη δυνατότητα να βλέπει και ν’ ακούει καθαρά και μετά την κουβάλησαν σαν σακί μέσα σ’ ένα περιπολικό με περιστρεφόμενα φώτα που γέμιζαν τους δεντροφυτεμένους δρόμους της κομψής συνοικίας όπου έμενε η Λίτσα με κόκκινες και γαλάζιες αντανακλάσεις. Στη συνέχεια βρέθηκε σ’ ένα αστυνομικό τμήμα όπου, μόλις της αφαίρεσαν την ελαστική κουκούλα, ανακάλυψε ότι βρισκόταν στο εσωτερικό ενός κυβικού δωματίου με μεταλλικά τοιχώματα τοίχους και ταβάνι. Δεν ήταν μόνη. Απέναντί της, καθισμένο σε μια περιστρεφόμενη καρέκλα που στεκόταν μπροστά από έναν πίνακα με φωτεινές ενδείξεις, αντίκρισε έναν μεσόκοπο άνδρα. Τα χαρακτηριστικά του ήταν αυστηρά και φορούσε κάτι σαν ολόσωμη εργασιακή φόρμα. Κάτι στο παρουσιαστικό του την έκανε να καταλάβει ότι ήταν γιατρός. Αναρίγησε άθελά της όταν αντιλήφθηκε ότι και η ίδια βρισκόταν καθισμένη σε ένα κάθισμα που έμοιαζε με ανακλινούμενο κάθισμα οδοντιατρείου. Ολόγυρά της υπήρχαν παράξενα μηχανήματα που την στόχευαν με μεταλλικές ακίδες ενώ τα χέρια και τα πόδια της ήταν δεμένα μ’ ελαστικές ταινίες. Κατάλαβε ότι την είχαν βάλει σ’ έναν απ’ τους ανακριτικούς θαλάμους του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Ένιωσε την καρδιά της να παγώνει. Όπως και όλος ο υπόλοιπος κόσμος, έτσι και αυτή είχε ακούσει σημεία και τέρατα για τους τρομερούς εκείνους θαλάμους όπου διεξάγονταν ασύλληπτες ανακριτικές διαδικασίες, τόσο εξεζητημένες που αν και δεν προκαλούσαν την παραμικρή σωματική βλάβη στα θύματά τους, είχαν εκατό τις εκατό επιτυχία.

Ο μεσόκοπος άνθρωπος έπαψε να κοιτάζει τις ενδείξεις του πίνακα που έλαμπε μπροστά σου σαν χριστουγεννιάτικό δέντρο και της έστειλε ένα πλατύ χαμόγελο. Η Ήβη τρομοκρατήθηκε ακόμα περισσότερο. Ήταν ένα χαμόγελο εντελώς παγερό και επαγγελματικό, ένας μορφασμός που δεν έκρυβε καμία εσωτερική ζεστασιά.

-«Ξυπνήσατε βλέπω,» της είπε. «Λοιπόν, προτού αρχίσουμε τη δουλειά μας, θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι η σωματική σας υγεία, η οποία βρίσκεται σε πολύ ικκανοποιητικά επίπεδα παρεμπιπτόντως, δεν διατρέχει τον παραμικρό κίνδυνο. Ακόμα και αν ο οργανισμός σας αναπτύξει κάποιας μορφής αλλεργική αντίδραση στα σκευάσματα που θα διοχετευτούν στο κυκλοφοριακό σας σύστημα, μια άρτια εξοπλισμένη ιατρική μονάδα θα επέμβει άμεσα, αν βέβαια χρειαστεί.» Η φωνή του ήταν απαλή και βελούδινη, σχεδόν πατρική. Η Ήβη ένιωσε τα μάτια της να γεμίζουν με δάκρυα.

-«Τι θα μου κάνετε; Που είναι όλοι οι άλλοι;» τον ρώτησε με πνιγμένη φωνή.
Ο άγνωστος άντρας συμβουλεύτηκε τον πίνακα ελέγχου του, της έστειλε ένα δεύτερο χαμόγελο που έκανε το πρόσωπό του να λάμψει σαν προβολέας και της είπε.
-«Οι υπόλοιποι ανακρίνονται σε αντίστοιχες εγκαταστάσεις. Όσο για σας, δεν θα πρέπει να ανησυχείτε για το παραμικρό!»

Πάτησε ένα κουμπί και τα φώτα που γέμιζαν τον κυβικό θάλαμο με μια ασπριδερή ανταύγεια, έσβησαν. Η Ήβη ανοιγόκλεισε τα μάτια της και ανακάλυψε ότι βρισκόταν σ’ ένα μέρος εντελώς διαφορετικό, σε κάτι σαν μεταλλική ταράτσα που αιωρούταν καταμεσής ενός απροσδιόριστου χάους από στροβιλιζόμενα σύννεφα.

«Είναι μια παραίσθηση» ψιθύρισε στον εαυτό της για να πάρει κουράγιο, «εικόνες και αισθήσεις που διοχετεύονται απευθείας στον εγκέφαλό μου από ένα πρόγραμμα προσομοίωσης. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι αληθινό». Ωστόσο το ΕΝΙΩΘΕ αληθινό. Η μεταλλική επιφάνεια της τετράγωνης ταράτσας ήταν λεία σαν το γυαλί και κρύα και ένα απαλό αεράκι άγγιζε το πρόσωπο και τα χέρια της, τονίζοντας έτσι ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι αιωρούταν σ’ ένα πολύ μεγάλο ύψος. Και σιχαινόταν τόσο πολύ τα ύψη! Η ακροφοβία και η υψοφοβία ήταν οι χειρότερες φοβίες της. Ο ανακριτής το γνώριζε προφανώς και τις χρησιμοποιούσε εναντίον της.

Η Ήβη ένιωσε να παγώνει ολόκληρη, να καταλαμβάνεται από την παραλυτική φρίκη του χάους που έχασκε γύρω της για να την καταπιεί. Ξάπλωσε καταγής πάνω στη λεία και παγερή ταράτσα και έκλεισε τα μάτια της σφιχτά. Και ανακάλυψε ότι είτε τα έκλεινε είτε τα είχε ανοιχτά, ήταν το ίδιο ακριβώς πράγμα. Οι εικόνες του παράξενου εκείνου περιβάλλοντος δεν έσβηναν.

-«Κοιτάξτε,» τραύλισε μιλώντας στο κενό, «δεν χρειάζεται να το κάνετε αυτό. Θα σας πω την αλήθεια έτσι κι αλλιώς!»
-«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό,» της απάντησε ο ανακριτής του οποίου η φωνή ήχησε ξαφνικά ασώματη αλλά τόσο κοντινή, δίπλα στ’ αυτιά της, «απλά, για να επιβεβαιώσουμε την αυθεντικότητα των πληροφοριών που θα μας δώσετε, θα πρέπει να βρίσκεστε σ’ ένα επιθυμητό ψυχολογικό επίπεδο, σε μια κατάσταση ανεξέλεγκτου τρόμου δηλαδή που θα ουδετεροποιήσει όλες τις διανοητικές σας αντιστάσεις».

Η τετράγωνη ταράτσα άρχισε να γέρνει, όλο και περισσότερο, μέχρι που η Ήβη αναγκάστηκε ν’ αρπαχτεί με τα δάχτυλά της απ’ τις άκρες της προκειμένου να μην κατρακυλήσει στο κενό. Κοίταξε πανικόβλητη προς τα κάτω, προς το χάος που απλώνονταν κάτω απ’ τα πόδια της που πάσχιζαν να πιαστούν και αυτά στη λεία επιφάνεια της ταράτσας και αντίκρισε μια απεραντοσύνη από στροβιλιζόμενα σύννεφα που έμοιαζαν να φτάνουν σ’ απροσδιόριστο βάθος. Σφίχτηκε πιο πολύ πάνω στην ταράτσα και είπε αγκομαχώντας:
-«Εντάξει, εντάξει, θα σας πω ότι ξέρω!»

Ο αόρατος ανακριτής δεν της απάντησε. Αντίθετα η κλίση της ταράτσας συνέχισε ν’ αυξάνει μέχρι που έγινε εντελώς κάθετη. Η Ήβη ένιωσε τα δάχτυλά της να πονάνε αφόρητα καθώς προσπαθούσαν να συγκρατήσουν ολόκληρο το βάρος της. Μετά όμως μούδιασαν και ξαφνικά, σε μια εντελώς τρομακτική στιγμή, έχασε το άρπαγμά της γλίστρησε κατά μήκος της ταράτσας που τώρα είχε μεταβληθεί πια σε τοίχο και γκρεμίστηκε στο κενό.

Ακολούθησε μια εντελώς φρικιαστική πτώση στο τίποτα, με τον αέρα να σφυρίζει καθώς εκείνη στροβιλίζονταν μέσα στα σύννεφα. Άρχισε να ουρλιάζει καθώς ο στροβιλισμός της αυξανόταν όλο και περισσότερο και ένιωσε ότι διαλυόταν σιγά-σιγά απ’ την ταχύτητα της τρομερής εκείνης πτώσης. Και μετά έχασε τις αισθήσεις της και βυθίστηκε σε μια σπλαχνική λιποθυμία. Όμως αυτό δεν ήταν το τέλος εκείνης της τρομερής δοκιμασίας γιατί με το που ξύπνησε βρέθηκε ξανά να πέφτει, όλο και πιο γρήγορα και να στροβιλίζεται με τέτοια ορμή που της φάνηκε ότι το κεφάλι της κόντευε να διαλυθεί, μέχρι που λιποθύμησε και πάλι και μετά ξανά-ξύπνησε, ξανά και ξανά, πέφτοντας συνέχεια, λες και ολόκληρη η ύπαρξή της είχε μετατραπεί σε μια σειρά από εφιάλτες που ο ένας έδινε τη θέση του στον άλλο. Κάποια στιγμή έχασε την αίσθηση του χρόνου και της φάνηκε ότι μιλούσε μηχανικά αλλά τελικά έπαψε να θυμάται το παραμικρό και το μυαλό της σταμάτησε να δουλεύει.




7



Πέρασε πάνω από μια βδομάδα μέχρι να συνέλθει. Έμεινε κλεισμένη στο διαμέρισμά της, πολύ τρομαγμένη για να βγει έξω και ν’ αντιμετωπίσει τον έξω κόσμο, μέχρι τη στιγμή που η Λίτσα μπήκε μέσα με το έτσι θέλω και την υποχρέωσε να πλυθεί και να φάει ένα κανονικό γεύμα. Ήταν μια Λίτσα εντελώς διαφορετική από το άτομο που νόμιζε ότι γνώριζε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η ελαφρόμυαλη καλοζωισμένη και κυνική κοπέλα είχε κάνει φτερά και τη θέση της είχε πάρει μια δυναμική, σοβαρή και οργισμένη γυναίκα. Της εξήγησε ότι εδώ και αρκετό καιρό οι αστυνομικές αρχές ανησυχούσαν για την αυξανόμενη έκταση της δυσαρέσκειας και της παραβατικής συμπεριφοράς που παρουσίαζαν α ηλικιακά νεότερα τμήματα του πληθυσμού της χώρας. Είχαν οργανώσει λοιπόν ένα δίκτυο εθελοντικής παρακολούθησης βάσει του οποίου οποιοσδήποτε πολίτης μπορούσε να συνδεθεί με νανοκάμερες και νανομικρόφωνα που μετέδιδαν σε εικοσιτετράωρη βάση στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης δεδομένα που αποδείκνυαν ότι κάποιος παρουσίαζε παραβατικές τάσεις.

Το ζευγάρι με το οποίο συζητούσε ο Φώτης εκείνο το βράδυ, ήταν προφανώς καταδότες. Της είπε επίσης ότι ο Φώτης, επειδή στο παρελθόν είχε αναμειχθεί σε παρόμοιες συζητήσεις και είχε εκφράσει εξίσου εξτρεμιστικές απόψεις, κρατούνταν ακόμα στο τμήμα και ότι κατά πάσα πιθανότητα θα καταδικάζονταν σε πολύμηνη φυλάκιση. Και πραγματικά, πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος προτού τον ξαναδεί. Μέχρι τότε είχε μεταμορφωθεί σε μια θυμωμένη επαναστάτρια που περνούσε τα βράδια της συμμετέχοντας σε με συνωμοτικές συζητήσεις εκτός υπερδικτύου, που διένειμε επαναστατικά spams και mails μέσω καμουφλαρισμένων servers που οι άνθρωποι του Υπουργείου δεν κατάφερναν να εντοπίσουν και που ένιωθε όλο και πιο αηδιασμένη με όλα αυτά που συνέβαιναν γύρω της. Έτσι λοιπόν, όταν ξανασυναντήθηκε με τον Φώτη, η μάλλον με μια πολύ αδυνατισμένη και ταλαιπωρημένη του εκδοχή, δεν εξεπλάγη καθόλου όταν έμαθε ότι στην πραγματικότητα ανήκε σε μια οργάνωση που ασπάζονταν τις ίδιες ιδέες. Και αυτή δεν ήταν άλλη από την τρομοκρατική οργάνωση «Μ.Α.ΝΙ.Α» Τον φιλοξένησε στο σπίτι της και ο δεσμός τους έγινε πολύ στενότερος. Και τώρα, απόψε, με τον ερχομό της νύχτας, θα ερχόταν η στιγμή της τελικής δικαίωσης.




8


Τα φώτα της Αθήνας άρχισαν να χάνονται πέρα απ’ τα παράθυρα του θαλάμου, το ένα μετά το άλλο, σαν κεριά που τα ‘σβηνε η ανάσα ενός αόρατου τέρατος. Ο αστραφτερός γαλαξίας από φωτισμένα παράθυρα ξεφλουδισμένων πολυκατοικιών και δημόσιων κτιρίων που σχημάτιζαν κάθε βράδυ, βυθίστηκε σε μια λίμνη αρχαίου σκοταδιού.

–«Η επίθεσή μας θα είναι συντονισμένη,» της είχε εξηγήσει ο Φώτης, «οι ιοί που έχουμε φυτέψει στα συστήματα της χώρας θα ενεργοποιηθούν σε σειριακή μορφή. Πρώτα θα παραλύσουν τα συστήματα συγκοινωνιών. Στη συνέχεια θα κάψουμε τα λειτουργικά συστήματα των σωμάτων ασφαλείας. Μετά, όταν δύσει ο ήλιος, θα καταστραφούν τα συστήματα δημόσιας ηλεκτροδότησης και στη συνέχεια η επίθεση θα γίνει πιο συγκεκριμένη. Θα ξεκινήσουμε από τα νοσοκομεία και τα Ιδρύματα ευγηρίας και τελευταία θα τινάξουμε στον αέρα όλα τα επικοινωνιακά δίκτυα έκτακτης ανάγκης. Μετά, θα αναλάβουν τον έλεγχο οι ομάδες κρούσης, ύστερα από μάχες σώμα με σώμα. Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα αποτυχίας. Έχουμε γίνει τόσοι πολλοί πια που ακόμα και αν συναντήσουμε αντίσταση, θα είναι πολύ εύκολο να την καταπνίξουμε. Μέχρι το πρωί κανένας υπέργηρος δεν θα στέκεται όρθιος!»

Η Ήβη πήρε το κινητό της στα χέρια της και περίμενε. Πέρασε άλλη μισή ώρα και τα φώτα του θαλάμου άρχισαν να τρεμοσβήνουν. Μετά η οθόνη του κινητού άναψε και το μήνυμα που εμφανίστηκε αποτελούταν από μια και μόνο λέξη: «ΞΕΚΙΝΑ.»

Μπήκε στο θάλαμο των ηλικιωμένων και κινούμενη μηχανικά, λες και κάτι ξένο είχε αναλάβει τον έλεγχο του σώματός της, άρχισε να βγάζει μία-μία τις πρίζες που τροφοδοτούσαν τα συστήματα συντήρησης ζωής των ασθενών της. Σαν σκοτεινός άγγελος του θανάτου, πέρασε μπροστά απ’ το κάθε κρεβάτι και με κοφτές κινήσεις αποσύνδεε καλώδια και κατέβαζε διακόπτες. Στη συνέχεια στάθηκε όρθια, στο κέντρο του θαλάμου, και παρακολούθησε τις φωτεινές ενδείξεις τους να σβήνουν σταδιακά, το απαλό βουητό των μηχανισμών που γέμιζαν τους ετοιμόρροπους πνεύμονες των κοιμισμένων γερόντων να δίνει τη θέση του στη σιωπή. Τους παρακολούθησε με μάτια ανέκφραστα να πεθαίνουν, να βγάζουν απαλά αγκομαχητά, τα πρόσωπά τους να παραμορφώνονται στιγμιαία καθώς έκαναν μια ύστατη προσπάθεια να αναπνεύσουν, τα χέρια τους να κάνουν αδύναμες κινήσεις, λες και προσπαθούσαν ν’ αδράξουν τον αποστειρωμένο αέρα του θαλάμου. Στη συνέχεια τα φώτα του θαλάμου έσβησαν τελειωτικά και ολόκληρο το νοσοκομείο πλημμύρισε από ένα πυκνό σκοτάδι. Άκουσε ανθρώπους να τρέχουν στους διαδρόμους πανικόβλητοι, άλλους να χτυπάνε τις πόρτες των ανελκυστήρων μέσα στους οποίους είχαν εγκλωβιστεί. Το απαλό θρόισμα των συστημάτων εξαερισμού έσβησε και αυτό και ακόμα και οι μακρινές σειρήνες των συναγερμών που άρχισαν να ακούγονται από τον έξω κόσμο, σταμάτησαν να ηχούν.




9


Η Ήβη πήρε μια βαθιά αναπνοή. Όλα είχαν τελειώσει. Η επανάσταση είχε ολοκληρωθεί. Βγήκε με βήματα αργά και προσεκτικά από το θάλαμο που τώρα έμοιαζε με σιωπηλό κενοτάφιο, διέσχισε το διάδρομο όπου έτρεχαν πανικόβλητοι άνθρωποι με φακούς στα χέρια, όλοι τους εργαζόμενοι της κλινικής που μάταια προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν το παλιρροϊκό κύμα του θανάτου που θέριζε τους ασθενείς τους, και μπήκε σε μια τουαλέτα. Εκεί πέρα, στάθηκε μπροστά σ’ ένα καθρέφτη, άναψε τον φακό που έκρυβε στην τσέπη της ιατρικής της ρόμπας και φώτισε το πρόσωπό της.

Απέμεινε ακίνητη, μόνη μέσα στη σιωπή, να κοιτάζει το είδωλό της που την ατένιζε μέσα απ’ το γυαλί του καθρέφτη σαν φωτεινό νησί που περιβάλλονταν από έναν ωκεανό αδιάσπαστης μαυρίλας. Χάιδεψε τα μαύρα της μαλλιά με το ελεύθερο χέρι της και έμεινε να κοιτάζει σιωπηλή αυτό που ξεχώριζε ανάμεσά τους σαν λεπτή ίνα από ασβέστη:
Μια άσπρη τρίχα.



Ερρίκος Σμυρναίος,Copyright 2009

10 σχόλια:

  1. Συνηθως ειναι οι πλουσιοι, οι κυβερνητικοι, οι Αμερικανοι. Το οτι οι τυρρανοι ηταν οι ηλικιωμενοι ηταν πρωτοτυπο και κατα καποιον τροπο πιο απειλητικο. Αν δεν παλευαν τοσο για την επιπλαστη νεοτητα θα μπορουσε καποιος να τους κατανοησει, η εκδικηση μιας τριτης ηλικιας που παραγκωνιζεται βιαια. Αν και δεν εχω ιδιαιτερη αδυναμια σε διηγηματα που εχουν σχεση με τεχνολογικα κλπ το συγκεκριμενο κραταει το ενδιαφερον μεχρι το τελος. Το οποιο τελος ειχε την πινελια του λευκου σε μια τριχα που το εκανε ιδιαιτερο. Πολυ καλο Ερικ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ πολύ για τα ευγενικά σου σχόλια. Τη συγκεκριμένη ιστοριούλα την εμπνεύστηκα όταν διάβασα το άρθρο μιας κυριακάτικης εφημερίδας πριν από κάποιους μήνες. Το συγκεκριμένο άρθρο ισχυριζόταν ότι οι γεννήσεις παιδιών στην Ελλάδα ανάμεσα στις δεκαετίες του 80 και του 90 μειώθηκαν κατά 30%! Επίσης, η εξεγέρση των νέων του περασμένου Δεκεμβρίου, ένιωσα ότι ξεδίπλωσε την εικόνα μιας κοινωνίας που καταπιέζει τους νέους ανθρώπους και δεν τους δίνει την ευκαιρία να δημιουργήσουν και να εκφράσουν το δυναμικό τους. Κάπως έτσι λοιπόν, φαντάστηκα την ελαφρώς παρατραβηγμένη εικόνα μιας μελλοντικής ελληνικής κοινωνίας που περιέγραψα μέσα από το συγκεκριμένο διήγημα!!

    Ερρίκος Σμυρναίος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ευρηματικο
    σε καθηλωνει
    η δε καταληξη του ανατριχιαστικη
    η περιγραφη στην αρχη των ηλικιωμενων γυναικων
    σε κανει να ερχεσαι σε αντιθεση με τα συναισθηματα της συμπαθειας που εχουμε για τους μεγαλους σε ηλικια
    μετα σε εξαγριωνει
    και το φιναλε με την ασπρη τριχα
    σε φερνει ξανα αντιμετωπο
    με την πραγματικοτητα..ολοι εχουμε την ιδια μοιρα..γηρατεια
    πολυ καλο
    το απολαυσα!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πραγματικά συγκλονιστική ανατροπή.

    Διαβάζοντας το, μου ήρθαν πολλές εικόνες από το βιβλίο του Όργουελ το 1984.

    Γνωρίζοντας σε καλά Ερρίκο, δεν εκπλήσσομαι που περιγράφεις μια μελλοντική κατάσταση, που είμαι σχεδόν σίγουρος ότι θα βρεθούμε αντιμέτωποι, καθώς τα πρώτα βήματα ήδη έχουν γίνει ως προς αυτή την κατεύθυνση.

    Όπως πάντα, κατάφερες να με κάνεις να μην διαβάσω ένα ψυχρό κείμενο αλλά να δω εικόνες και να είμαι ένας αόρατος επισκέπτης σε κάθε σκηνή που διαδραματίστηκε.

    Πραγματικά συγχαρητήρια γι αυτό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. εμμμμ
    ειναι περιπου τρομαχτικο...
    ειναι απο εκείνα που στο κατω κάτω θελοντας και μη σε τρομαάζουν γιατι σε βαζουν στην θεση του πρωταγωνιστη...
    ομορφο ακριβως....οπως μαρεσει τρομαχτικο
    με αγαπη και παραμυθενια φιλια
    Sykaki
    (ποια αλλη?)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΖΕΣΤΟ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ.ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΠΡΗ ΤΡΙΧΑ ΜΑΣ ΕΠΑΝΕΦΕΡΕ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΝΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΕΙ.ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ ΝΑ ΕΧΕΙΣ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Καθηλωτικό μέχρι το τέλος!
    Μπράβο Ερρίκο!

    Ophelia

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Kαταπληκτικό Έρρικ, το διάβασα με αγωνία μέχρι το ανατρεπτικό και αναπόφευκτο τέλος.
    Εχει μια αμεσότητα στο λόγο που σε παρασέρνει.
    Καλή δουλειά και να μας δίνεις πάντα κι άλλα καλά σου έργα.
    Λούσυ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Δεν έχω να πω κάτι για τον τρόπο που γράφεις, το έχω πει πολλές φορές, είναι καταπληκτικός.
    Για την ιστορία όμως ελπίζω να μην είναι προφητική..... όλοι γερνάμε....
    Να σου πω την αλήθεια, όσο γλυκιά και αν είναι η ζωή, καλύτερα να πεθάνω παρά να είμαι σε μηχανήματα και να υποστηρίζομαι.... να υποφέρω εγώ, αλλά περισσότερο να υποφέρουν οι άνθρωποι που με αγαπούν μόνο και μόνο από ματαιοδοξία.... είναι πολύ εγωιστικό....
    Καλό βράδυ!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. συμφωνώ απολύτως! Ένας γρήγορος και αξιοπρεπής θάνατος (όσο είναι εφικτό κάτι τέτοιο βέβαια) είναι προτιμότερος!

    Ερρίκος Σμυρναίος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή