Κυριακή 12 Απριλίου 2009

Η ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΝΗ ΣΠΗΛΙΑ


1

18/10/2021

Δεν υπάρχει περίπτωση να πιστέψετε αυτό που σκοπεύω να σας πω, ούτε και ζητώ κάτι τέτοιο από σας. Θα προτιμούσα μάλιστα να με νομίσετε ψεύτη. Θα καταλάβετε στο τέλος το γιατί. Αλλά αφού μαζευτήκαμε εδώ πέρα για ν’ αφηγηθούμε ο καθένας με τη σειρά του το πιο ενδιαφέρον συμβάν των καλοκαιρινών μας διακοπών που μόλις τελείωσαν, θα σας μιλήσω και εγώ για κάτι που σίγουρα θα σας εντυπωσιάσει και που εμένα τουλάχιστον με τάραξε βαθιά. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για φάρσα αλλά εγώ εντυπωσιάστηκα όπως και να’ χει. Ο πολυπράγμων ψυχοθεραπευτής μας που με κουράρει on-line εδώ και κάτι μήνες και που μ’ έπεισε να παρακολουθήσω αυτό το πρόγραμμα ομαδικής ψυχοθεραπείας μαζί με όλους εσάς, πιστεύει ότι για να ξεπεράσω την κατάθλιψη που με βασανίζει από τότε που πέθανε η γυναίκα μου, πρέπει να μάθω να εξωτερικεύομαι. Υποτίθεται ότι μόνο έτσι θα καταφέρω ν’ αντιμετωπίσω τα συναισθήματά μου και να δουλέψω πάνω τους. Πρέπει επίσης να σας πω ότι γεννήθηκα με το χάρισμα της φωτογραφικής μνήμης οπότε μην εκπλαγείτε που θυμάμαι το κείμενο που διάβασα λέξη προς λέξη! Που λέτε, το καλοκαίρι που μας πέρασε, αποφάσισα να περάσω μια βδομάδα στην Κεφαλονιά. Έκλεισα μια προσφορά-πακέτο σε κάποιο καλό ξενοδοχειακό συγκρότημα όπου σου παρέχουν τα πάντα, μέχρι και την αντηλιακή κρέμα για το μπάνιο στις πισίνες του, και μέσα σε τρεις μέρες πήγε να μου στρίψει από τη βαρεμάρα! Ένιωθα σαν να με είχαν κλείσει σ’ ένα κλιματιζόμενο κλουβί όπου μελαμψοί υπάλληλοι απ’ το Πακιστάν και την Ταϋλάνδη, εκπαιδευμένοι να χαμογελούν ασταμάτητα σαν καλοκουρδισμένες μαϊμούδες, απαντούσαν σε κάθε ερώτημά μου με μικρές υποκλίσεις και με τις στερεότυπες φράσεις «Ευχαριστώ κύριε» και «Παρακαλώ!» Οι επαγγελματίες διασκεδαστές που προσπαθούσαν να μας κρατήσουν απασχολημένους κάθε βράδυ ήταν από σαχλοί έως χυδαίοι, τα μπαρ, οι πισίνες και οι πίστες χορού με τα ολογράμματα και τα φωτορυθμικά λέιζερ ξεχείλιζαν από ντοπαρισμένους ηλίθιους και ηλίθιες που είχαν κατεβεί στο «Greek land» για να «ξεδώσουν» ενώ η γαλάζια θάλασσα που μου έγνεφε πέρα απ’ το μπαλκόνι της αυτοματοποιημένης σουίτας μου παρέμενε απρόσιτη, κατακλυσμένη από τοξικές τσούχτρες και μεταλλαγμένα φύκια που μας είχαν έρθει απ’ τους τροπικούς! Την τρίτη μέρα έκανα την επανάσταση μου. Αγνόησα τις πανικόβλητες διαμαρτυρίες του φορτικού τύπου απ’ το ξενοδοχείο που επέβλεπε τις ψυχαγωγικές δραστηριότητες των πελατών του και εγκατέλειψα το περίκλειστο εκείνο τρελοκομείο έχοντας αποφασίσει να εξερευνήσω το νησί. Έτσι κατέληξα στο σπήλαιο της Μελισσάνης.

 

2

Πρόκειται για ένα μαγευτικό φυσικό μνημείο. Όποιος από σας το έχει επισκεφτεί ξέρει για τι πράγμα μιλάω, αν και ύστερα απ’ την κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας που κορυφώθηκε το 2012, οι επισκέπτες του έχουν μειωθεί σημαντικά σε αριθμό. Ένας κατηφορικός διάδρομος με κατέβασε σε μια υπόγεια λίμνη με γλυκό νερό που η μακρινή της οροφή έχει γκρεμιστεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια, κατά τη διάρκεια κάποιου σεισμού. Μοιάζει με το κομμάτι ενός άλλου, πιο παραμυθένιου κόσμου. Έκανα βαρκάδα στα κρύα νερά της που έχουν ένα όμορφο γαλαζωπό χρώμα, περιτριγυρισμένος από όμορφους σταλαγμίτες και σταλακτίτες, μέσα σ’ ένα μυστηριακό ημίφως όπου οι ηλιακές ακτίνες διαχέονταν παράξενα και διαπερνούσαν το ζαφειρένιο νερό σαν λαμπερά κοντάρια. Το φως που αντανακλάται στην επιφάνειά της ζωγραφίζει λαμπερά σχέδια πάνω στα σπηλαιώδη τοιχώματα που την περιβάλλουν και αποκτά διαφορετική απόχρωση με κάθε ώρα της ημέρας ενώ η σιωπή που απλώνεται εκεί μέσα είναι γοητευτική, γεμάτη με αχνούς αντίλαλους και αρχαίες αναμνήσεις. Καθώς θαύμαζα τους παράξενους σχηματισμούς των σταλακτιτών και σταλαγμιτών που κρέμονταν γύρω μου σαν τους κίονες και τα στολίδια κάποιου υπόγειου παλατιού, πρόσεξα κάτι παράξενο: Πάνω σ’ ένα σχετικά επίπεδο ογκόλιθο που εξείχε απ’ την επιφάνεια του νερού, σε μια σκιερή γωνιά της σπηλιάς, άσπριζε ένα ασυνήθιστο αντικείμενο. Έμοιαζε με τετράγωνο μπουκάλι από γυαλί, μ’ αυτές τις περίτεχνες φιάλες της Μεξικάνικης τεκίλας, τις καλυμμένες από μπαρόκ σκαλίσματα τεχνοτροπίας Λατινικής Αμερικής. Μου κίνησε την περιέργεια. Περίμενα λοιπόν να πλησιάσει η βάρκα και μόλις βεβαιώθηκα ότι ο βαρκάρης δεν με κοιτούσε, τα’ άρπαξα στα γρήγορα και το έχωσα στο σακίδιο μου, με μια σβελτάδα που νόμιζα ότι είχα χάσει εδώ και αρκετά χρόνια. Αργότερα, όταν ολοκλήρωσα τη βόλτα μου στη σπηλιά και έκατσα σε μια κοντινή ταβέρνα για να ξαποστάσω, μπόρεσα επιτέλους να το περιεργαστώ με την ησυχία μου: Δεν είχα λαθέψει: Όντως ήταν ένα μπουκάλι τεκίλας με φαρδύ λαιμό, μάλλον μεγάλο, καλυμμένο μ’ ένα λεπτό στρώμα από βρύα που σήμαινε ότι είχε ταξιδέψει στο νερό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το πώμα του ήταν σφραγισμένο από ένα σκληρό υλικό που έμοιαζε με κερί και στο εσωτερικό του υπήρχε κάτι σαν τετράδιο. Ένιωσα την περιέργειά μου να ξυπνάει και την καρδιά μου να γοργοχτυπάει λες και βρισκόμουν στα πρόθυρα κάποιας συγκλονιστικής ανακάλυψης. Έσφιξα το λαιμό της παράξενης μπουκάλας και με τη βοήθεια ενός μαχαιριού κατάφερα ν’ αφαιρέσω το πεισματάρικο πώμα, να χώσω τα δάχτυλά μου στο εσωτερικό της και ν’ ανασύρω το μυστηριακό της περιεχόμενο: Ένα παλιό σχολικό τετράδιο, ένα απ’ αυτά τα κατασκευάσματα με το σκούρο μπλε εξώφυλλο και τα φύλλα με τις οριζόντιες γραμμές που έπαψαν να υπάρχουν από τότε που τα σχολεία αυτοματοποιήθηκαν εντελώς και το χαρτί έγινε είδος πολυτελείας. Βρισκόταν σε πολύ καλή κατάσταση καθώς η υγρασία των υπόγειων νερών δεν είχε καταφέρει να διαπεράσει τα χοντρά τοιχώματα του μπουκαλιού. Το ξεφύλλισα προσεκτικά και ανακάλυψα ότι επρόκειτο για κάποιου είδους χειρόγραφου ημερολογίου. Ο γραφικός χαρακτήρας αυτού που το είχε γράψει ήταν σταθερός και ευανάγνωστος, με καλοσχεδιασμένα γράμματα και παλιομοδίτικη-μη απλοποιημένη-ορθογραφία. Στη σημερινή εποχή των πληκτρολογίων και των συστημάτων φωνητικής αναγνώρισης είναι ζήτημα αν υπήρχαν περισσότεροι από δέκα άνθρωποι σ’ ολόκληρο το νησί που να μπορούσαν να γράψουν έτσι. Άρχισα να το διαβάζω αχόρταγα, παραμελώντας τα μπιφτέκια μου από σόγια με χαμηλά λιπαρά και τη σαλάτα με τα μεταλλαγμένα μαρούλια και την αυξημένη περιεκτικότητα σε βιταμίνες και ιχνοστοιχεία και όσο περνούσε η ώρα, ένιωσα τον εαυτό κου να βυθίζεται σ’ έναν πραγματικό κυκεώνα κατάπληξης και θαυμασμού:  
  

3

Το κείμενο ξεκινούσε κάπως έτσι: «Ονομάζομαι Σοφία. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που αποχαιρέτησα για πάντα την επιφάνεια του εδάφους. Χρόνια ολόκληρα. Ούτε και θυμάμαι πόσα. Έχω συγκρατήσει όμως την ημερομηνία που συνέβη αυτό το γεγονός: Δέκα-έξι Νοεμβρίου του έτους 1996, επτά και τέταρτο το πρωί, κατά την ανατολή του ήλιου. Θυμάμαι και τον ουρανό που ήταν φωτεινός και πεντακάθαρος, μια ροδαλή και ανέφελη απεραντοσύνη. Απλωνόταν διάφανος και φρεσκοπλυμένος απ’ την καταιγίδα της νύχτας που είχε προηγηθεί. Ένα κρύο αεράκι θρόιζε συνωμοτικά καθώς χάιδευε τις πέτρες και τα πουρνάρια του λόφου που ανέβαινα με τη βοήθεια των υποχθόνιων φίλων μου. Το μακρινό κακάρισμα κάποιου αγουροξυπνημένου κόκορα και το αχνό μπουμπουνητό των κινητήρων ενός επιβατικού αεροπλάνου που διέσχιζε τη στρατόσφαιρα τόνιζαν περισσότερο τη γαλήνια εκείνη σιγαλιά. Αυτές είναι οι τελευταίες αναμνήσεις που έχω απ’ τον πάνω κόσμο. Ομολογώ ότι δεν μου λείπει καθόλου. Όποτε φέρνω στον μυαλό μου τ’ άσπρα του σύννεφα και τ’ ανοιξιάτικα πρωινά του, τα πολύχρωμα ηλιοβασιλέματα, τους ξάστερους ουρανούς και τα Αυγουστιάτικα φεγγάρια του δεν νιώθω την παραμικρή νοσταλγία. Ίσως επειδή η ζωή μου στον πάνω κόσμο ξετυλίχτηκε κάτω απ’ τη σκιά της μοναξιάς. Ίσως ακόμα γιατί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, με κατέτρεχε μια ενδόμυχη αποστροφή απέναντι στη σκληρότητα που κρύβεται μέσα σε κάθε ανθρώπινη καρδιά και μια οργή απέναντι σ’ αυτό το ψυχικό σκοτάδι της που εκφράζεται μέσα απ’ τη βία και την κακοποίηση ανυπεράσπιστων γυναικών, παιδιών και ζώων. Ένας επιπρόσθετος λόγος που νιώθω τόσο ευτυχισμένη και αυτάρκης είναι η φύση του υπόγειου κόσμου που με φιλοξενεί. Είναι πολύ πιο όμορφος και παραμυθένιος από οτιδήποτε θα μπορούσε να μου προσφέρει η πάνω Γη.  

4


Ζω σε μια τεράστια σπηλιά που βρίσκεται αρκετά χιλιόμετρα κάτω απ’ την επιφάνεια του εδάφους. Είναι η μυστική μου κοιλάδα, ένα μαγικό βασίλειο που κατακλύζεται απ’ τις ακτίνες ενός πλούσιου φωτός το οποίο διαχέεται γύρω μου ομοιόμορφο και βελούδινο, γλυκό και φιλικό σαν τη λάμψη κάποιου ανοιξιάτικου απομεσήμερου που με ζεσταίνει χωρίς να με καίει. Η αψιδωτή οροφή της, καθώς και τα τιτάνια τοιχώματα που τη στηρίζουν, καλύπτονται από μυριάδες πολύχρωμους κρυστάλλους που σχηματίζουν τεράστιους πολυελαίους και περίπλοκα αραβουργήματα. Τα παράξενα εκείνα κρύσταλλα λάμπουν όλα μαζί και συνθέτουν μια απερίγραπτη φαντασμαγορία που μεταβάλλεται ασταμάτητα καθώς, για λόγους που αδυνατώ να κατανοήσω αλλά που ίσως σχετίζονται με τα ηλεκτρικά ρεύματα και τα μαγνητικά πεδία που διασχίζουν τα υπόγεια πετρώματα της σπηλιάς, οι αποχρώσεις τους αλλάζουν κάθε λίγο και λιγάκι και δημιουργούν ανεπανάληπτους συνδυασμούς. Η σπηλιά μου έχει το σχήμα μιας τεράστιας φυσαλίδας που δημιουργήθηκε την εποχή που ο φλοιός της γης ψυχόταν και συστελλόταν. Υποψιάζομαι ότι αντίθετα απ’ αυτά που πιστεύουν οι άνθρωποι της επιφάνειας, υπάρχουν αναρίθμητες παρόμοιες κοιλότητες σ’ ολόκληρο το υπέδαφος του πλανήτη που επικοινωνούν μεταξύ τους μ’ έναν εκτεταμένο λαβύρινθο από σήραγγες και υπόγεια περάσματα. Σ’ ένα απ’ τα τοιχώματα της κοιλάδας μου για παράδειγμα χάσκει μια μεγάλη τρύπα που βγάζει σε μια άλλη, πολύ μεγαλύτερη σε μέγεθος σπηλιά. Έτσι και σκαρφαλώσει κανείς μέχρι εκεί πάνω, αντικρίζει μια αχανή υπόγεια θάλασσα. Στο απέναντι άκρο της, εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται ο πέτρινος ορίζοντας, στροβιλίζεται μια μάζα από κόκκινα πορτοκαλί και κίτρινα σύννεφα που εκπέμπουν ένα κεχριμπαρένιο φως, όμοιο μ’ αυτό που περιβάλλει τον ήλιο κατά τη διάρκεια ενός χειμωνιάτικου δειλινού, τη στιγμή που ετοιμάζεται να βυθιστεί πίσω από κάποιον θαλάσσιο ορίζοντα. Πολλές φορές, εγώ και οι φίλοι μου, όταν δεν βρίσκουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε, ανεβαίνουμε εκεί πάνω, καθόμαστε στα χείλη της τρύπας και αγναντεύουμε τον υπόγειο ωκεανό. Εισπνέουμε το δροσερό αεράκι που έρχεται απ’ τα βάθη του και προσπαθούμε να φανταστούμε τι θα μπορούσε να υπάρχει εκεί πέρα, πίσω απ’ το ατμώδες παραπέτασμα της στροβιλιζόμενης καταχνιάς. Ένας καταρράκτης από καυτό μάγμα; Μια καινούργια χώρα που μας περιμένει για να την εξερευνήσουμε; Ποιος μπορεί να ξέρει; 

5

Όπως υπαινίχθηκα προηγουμένως, δεν ζω ολομόναχη εδώ κάτω. Έχω παρέα. Τους σοφούς και αγαπημένους μου νάνους. Είμαι μια μεσήλικη Χιονάτη που ζει σ’ ένα μαγεμένο δάσος το οποίο δεν έχω την παραμικρή επιθυμία να εγκαταλείψω για χάρη κάποιου νερόβραστου πρίγκιπα. Εξάλλου, όταν ήρθε τελικά αυτός ο πρίγκιπας, αποδείχτηκε πολύ κατώτερος των περιστάσεων και σίγουρα ανάξιος να συμπεριληφθεί σε κάποιο αξιοπρεπές παραμύθι. Προτού περιγράψω αυτό το περιστατικό, που αποτελεί και το λόγο που γράφω το συγκεκριμένο αυτό κείμενο, θέλω να παραθέσω κάποιες επιπρόσθετες πληροφορίες για τον υπόγειο κόσμο μου. Καταρχήν, ξεχειλίζει από ζωή. Στο δάπεδο της σπηλιάς μου απλώνεται μια όμορφη λιμνούλα ενώ στις πλαγιές και στα τοιχώματα της σκαρφαλώνουν αναρριχητικές κληματσίδες με κόκκινα λουλούδια που είναι μεγάλα σαν τριαντάφυλλα και μυρίζουν υπέροχα. Απίθανα μανιτάρια που είναι ψηλά σαν αιωνόβια πεύκα φυτρώνουν εδώ και εκεί ενώ κάτω απ’ τις σαρκώδεις ομπρέλες τους με τα πολύχρωμα σχέδια και την απαλή υφή, το γρασίδι αναπτύσσεται πυκνό, κόκκινο μπλε και κίτρινο, σαν παιδική ζωγραφιά. Ανάμεσά τους μεγαλώνουν και άλλα φυτά που μοιάζουν με φτέρες φοίνικες και βελούδινες λειχήνες υπερφυσικού μεγέθους, με λεπτά κλαδιά και μίσχους απ’ όπου κρέμονται εξωτικοί καρποί και φρούτα καθώς και καταπληκτικά λουλούδια. Οτιδήποτε φυτρώνει εδώ κάτω είναι φαγώσιμο και έχει μια γεύση εξαίσια. Δροσεροί καρποί που μοιάζουν με τα σπόρια του ροδιού κρέμονται απ’ τις άκρες χρυσοκόκκινων δέντρων, τσαμπιά από τεράστια σταφύλια με γλυκό χυμό σχηματίζουν ρόδινες αψίδες και φυτικούς θόλους πάνω απ’ το κεφάλι μου. Περιβάλλομαι από μια ανεξάντλητη αφθονία και από μια μόνιμη σαγήνη. Οι αρπακτικές μορφές ζωής απουσιάζουν ολοκληρωτικά απ’ το υπόγειο σύμπαν. Η ζωή που ανθίζει στα έγκατα της γης κατάλαβε πριν από πολλά εκατομμύρια χρόνια ότι έπρεπε ν’ ακολουθήσει μια διαδρομή λιγότερο βίαιη και αιματοβαμμένη απ’ αυτή που τη χαρακτηρίζει στην επιφάνεια του εδάφους. Γύρω μου πετούν παραδείσια πουλιά με μακριές ουρές και πλουμιστά φτερά που κελαηδούν σαν γλυκύτατα αηδόνια. Μεγάλες πεταλούδες ταξιδεύουν από λουλούδι σε λουλούδι θροΐζοντας σαν μεταξωτές βεντάλιες ενώ υπάρχουν στιγμές που ο αέρας πλημμυρίζει με τα χνουδωτά άνθη κοραλλένιων λουλουδιών που αποκολλούνται απ’ τους μίσχους λεπτεπίλεπτων φυτών και σπρωγμένα από μια απαλή αύρα που ποτέ δεν σταματάει να φυσάει, κατευθύνονται προς το πέρασμα που βγάζει στον γειτονικό ωκεανό και ταξιδεύουν πάνω απ’ τα νερά του προς άγνωστη κατεύθυνση.  


6

Μοιράζομαι την υπόγεια κοιλάδα με μια φυλή νάνων που δεν έχουν αντικρίσει ποτέ το φως του ήλιου. Ο αριθμός τους αγγίζει τα διακόσια τριάντα πέντε άτομα. Υποθέτω ότι πρέπει να αναφέρω συνοπτικά το πώς ήρθα για πρώτη φορά σ’ επαφή μαζί τους και το λόγο που με καλωσόρισαν στον θαυμαστό τους κόσμο. Πριν από πολλά-πολλά χρόνια λοιπόν, ζούσα σ’ ένα ταπεινό σπιτάκι, στους πρόποδες κάποιου μοναχικού λόφου, παρέα με τον Άρη. Ο Άρης είναι το πιστό και αγαπημένο μου ντόμπερμαν που δεν μ’ εγκαταλείπει ποτέ. Εκείνο τον καιρό ήμουν μια μοναχική και αρκετά μονόχνοτη γεροντοκόρη που είχε προτιμήσει την ηρεμία της εξοχής απ’ τη φασαριόζικη ζωή της πόλης. Περνούσα τις μέρες μου με μακρινούς περιπάτους και τις βραδιές μου με τη συντροφιά κάποιου βιβλίου ή με την πολυλογία των βαρετών μου γειτονισσών που μ’ επισκέπτονταν για να τους πω το φλιτζάνι και για να σχολιάσουν μαζί μου τα λιγοστά νέα της ημέρας. Όλα αυτά έλαβαν τέλος κατά τη διάρκεια μιας βροχερής νύχτας που έφερε στο κατώφλι μου κάποιους πολύ παράξενους επισκέπτες: Εννέα μουσκεμένα νανάκια, κάτι μικρούλικα πλασματάκια με σγουρά μαλλιά και πεταχτά αυτιά που έμοιαζαν με τρομαγμένα παιδάκια και που με κοιτούσαν με μάτια πελώρια και γεμάτα ικεσία. Με παρακάλεσαν να τα προφυλάξω απ’ τη βροχή και το κρύο. Τα καλωσόρισα στο σπίτι μου, τους πρόσφερα ζεστό φαγητό για να δυναμώσουν και το σαλόνι μου για να κοιμηθούν και κέρδισα έτσι τη φιλία τους. Ο αρχηγός τους μου εξήγησε ότι ζούσαν σ’ ένα υπόγειο κόσμο, βαθιά κάτω απ’ το λόφο που υψωνόταν στο πίσω μέρος του σπιτικού μου και πως είχαν ανέβει μέχρι την επιφάνεια για να βρουν τα ίχνη κάποιου συμπατριώτη τους. Όπως όμως αποδείχτηκε, το άτυχο εκείνο πλάσμα είχε ήδη κατασπαραχτεί από ένα τέρας, από ένα τριχωτό κτήνος που είχε δραπετεύσει απ’ τα έγκατα της γης και το οποίο, αφού εισέβαλε μέσα στο σπίτι μου κατά τη διάρκεια της απίστευτης εκείνης νύχτας, πέθανε τελικά απ’ το δικό μου χέρι, ύστερα από μια αγωνιώδη καταδίωξη που θα τη θυμάμαι με φρίκη για όσο ακόμα ζω. Για να μ’ ευχαριστήσουν για το καλό που τους έκανα, οι καινούργιοι μου φίλοι με κάλεσαν να ζήσω μαζί τους, στο μυστικό τους βασίλειο, κάτω απ’ το λόφο. Δέχτηκα την πρόσκληση τους με χαρά. Γέμισα ένα σακίδιο με κάποια πράγματα που θεωρούσα χρήσιμα και απαραίτητα και εγκατέλειψα το σπίτι μου για πάντα, μαζί με τους καινούργιους μου φίλους που χοροπηδούσαν γύρω μου τρισευτυχισμένοι. Από τότε περνάω τον καιρό μου- μαζί με τον πιστό μου Άρη που δεν υπήρχε περίπτωση να μην μ’ ακολουθήσει σ’ αυτή την αλλόκοτη περιπέτεια-σ’ έναν όμορφο πύργο από ορυκτό χαλαζία που υψώνεται στο κέντρο ενός μικρού χωριού. Μοιράζομαι τη ζωή μου μ’ εκείνα τα καλοπροαίρετα και ευγενικά όντα που τα νιώθω σαν τα παιδιά που δεν απέκτησα ποτέ και που με βλέπουν σαν τη βασίλισσά τους. Και είμαστε όλοι μας πολύ ευχαριστημένοι απ’ αυτόν τον πρωτότυπο διακανονισμό, ακόμα και ο Άρης που έχει αναλάβει το ρόλο του προστάτη και του φύλακα της σπηλιάς και που μοιάζει να έχει ξανανιώσει. Η γούνα του έχει γίνει γυαλιστερή και μεταξένια ενώ τα μάτια του λάμπουν με μια ζωηράδα που είχα πολύ καιρό να δω. Ο Λασκόν, ο αρχηγός της ομάδας των εννιά νάνων που είχαν ζητήσει καταφύγιο στο σπίτι μου τη βροχερή εκείνη νύχτα, και που τώρα έχει μετατραπεί στον καλύτερό μου φίλο, πιστεύει ότι η αναζωογόνηση του Άρη οφείλεται στην απουσία του ηλιακού φωτός που μακροχρόνια βλάπτει τα κύτταρα και αλλοιώνει τη δομή τους ενώ αντίθετα, το γλυκό και διάχυτο φως των φωτεινών κρυστάλλων που γεμίζει τη σπηλιά, έχει την ακριβώς αντίθετη επίδραση. 
Και μια τελευταία, ίσως όχι και τόσο ασήμαντη, λεπτομέρεια: Τα παλιά μου ρούχα έχουν φθαρεί εδώ και πάρα πολύ καιρό και έχουν αντικατασταθεί με άλλα που μου έφτιαξαν οι νάνοι απ’ τα μεγάλα και πλατειά φύλλα ενός δέντρου που μοιάζει με προϊστορική φτέρη. Όταν αυτά τα φύλλα ξεραθούν, παίρνουν ένα όμορφο κίτρινο χρώμα και γίνονται απαλά και εύκαμπτα σαν το μετάξι. Έτσι λοιπόν έραψαν για χάρη μου μακριά φορέματα και με στόλισαν με κρυστάλλινα κοσμήματα και πολύχρωμες πέτρες που απέσπασαν απ’ τα τοιχώματα της σπηλιάς. Τώρα πια μοιάζω με μια πραγματική βασίλισσα! Η μέρα μου περνάει μ’ ευχάριστα παιχνίδια, με τραγούδια και διασκεδαστικές συζητήσεις. Και κάθε λίγο και λιγάκι ακούω συνεπαρμένη τις συναρπαστικές αφηγήσεις της μικρούλας Ιαμάρ με τα λαμπερά μάτια και τα κοντά μαλλιά που λάμπουν σαν κλωστές από μετάξι. Η Ιαμάρ είναι η ζωντανή μνήμη της φυλής. Ξέρει όλες τις παλιές ιστορίες και μπορεί και μου μιλάει για τους προγόνους της με τις ώρες, για το πώς αποφάσισαν πριν από πολλά-πολλά χρόνια να εγκαταλείψουν την επιφάνεια του εδάφους και ν’ αναζητήσουν μόνιμο καταφύγιο σ’ αυτή τη σπηλιά, την εποχή που ο πάνω κόσμος άρχισε να κατακλύζεται απ’ τους ανθρώπους και να γίνεται πολύ εχθρικός γι’ αυτούς και τους ομοίους τους. Μου εξήγησε ότι η γνώση της φυλής μεταδίδεται προφορικά, από γενιά σε γενιά, μέσω της εκμάθησης ατελείωτων τραγουδιών και ποιημάτων και όταν της εξήγησα ότι θα μπορούσε απλά να καταγράφει όλα αυτά τα πράγματα χρησιμοποιώντας κάποιο λειτουργικό αλφάβητο, έμεινε άναυδη αλλά και ενθουσιασμένη με την όλη ιδέα. Ανέλαβα λοιπόν τα καθήκοντα της δασκάλας και άρχισα ν’ αποκαλύπτω στην πρόθυμη μαθήτριά μου, καθώς και σε κάθε άλλον που έδειχνε ενδιαφέρον, τα μυστικά της γραφής και της ανάγνωσης. Έμαθα επίσης να λειτουργώ και ως δικαστίνα και να επιλύω τις ασήμαντες διαφορές των μαθητών μου, τους δίδαξα νέους τρόπους να γνέθουν να πλέκουν και να υφαίνουν τις μεταξωτές ίνες που βγάζουν απ’ το εσωτερικό των παράξενων σπόρων που φυτρώνουν στην υπόγεια χώρα τους και πότε-πότε, όταν έχω ελεύθερο χρόνο, καταγράφω σε μεγάλα κομμάτια φυτικής περγαμηνής τις σκέψεις και της αναμνήσεις τους. Έχω γίνει εν ολίγοις, η εκπαιδεύτρια, η κυβερνήτρια και η βιβλιοθηκάριος τους. Και νιώθω βαθιά και απόλυτα ευτυχισμένη. Τόσο πολύ που υπάρχουν φορές που ανησυχώ μήπως το ατελείωτο αυτό καλοκαίρι της ξεγνοιασιάς και της μαγείας τελειώσει το ίδιο απότομα όπως άρχισε! Άλλες φορές πάλι, όταν μένω μόνη στον πύργο μου, τραβάω τις λεπτές κουρτίνες που κρέμονται απ’ τα τοξωτά του παράθυρα και βυθίζομαι σ’ ένα ροδαλό ημίφως. Αρχίζω τότε να χαϊδολογώ τον Άρη που ροχαλίζει αμέριμνος και μου δείχνει την κοιλιά του και παρακαλάω να περάσω τις μέρες που μου απομένουν εδώ κάτω, ανάμεσα στα ευγενικά εκείνα πλάσματα που με λούζουν με ανεξάντλητους ποταμούς αγάπης και στοργής. Γιατί υπήρξε κάποια στιγμή που όλη αυτή η ευτυχία βρέθηκε σε κίνδυνο, από δική μου βλακεία βασικά, και που παραλίγο να τινάξω τα πάντα στον αέρα. Είναι ένα περιστατικό που με κάνει να νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου αλλά και περήφανη που έκανα τελικά τη σωστή επιλογή. Όλα ξεκίνησαν από τότε που αντικρίσαμε για πρώτη φορά το σύννεφο των τρομαγμένων αγγέλων. 


7


Καθόμουν με τον Λασκόν, την Ιαμάρ και τον Ορεγίγ-έναν απ’ τους επιδέξιους μαραγκούς της φυλής που είχε αποφασίσει να τεμπελιάσει εκείνη την ημέρα-και αγναντεύαμε τη γαλήνια θάλασσα. Είχαμε βολευτεί στα χείλη του περάσματος, της τρύπας δηλαδή που συνδέει το πέρα σπήλαιο με το δικό μας, μαζί με τον Άρη που χαμογελούσε όπως πάντα ευχαριστημένος και συζητούσαμε πάνω στο αγαπημένο μας ζήτημα, για το τι θα μπορούσε να υπάρχει στο απέναντι άκρο του, πίσω απ’ τα στροβιλιζόμενα σύννεφα. Πίσω μας απλωνόταν η στρογγυλή κοιλάδα με τα δέντρα τα τεράστια μανιτάρια και τα πολύχρωμα λουλούδια της, με τα σπιτάκια και τη λιμνούλα της, τους φωτεινούς κρυστάλλους και τον πύργο μου που έμοιαζε με λεπτή βελόνα που σημάδευε έναν κρυσταλλένιο ουρανό. Μπροστά μας, ξεκινώντας απ’ τη βάση μιας κατηφορικής πλαγιάς από σκληρό γρανίτη, απλωνόταν ο υπόγειος ωκεανός και απέναντί μας, τα φωτεινά του σύννεφα που στροβιλίζονταν αέναα. 
Κάποια στιγμή ο Άρης γαύγισε. Το γαύγισμα του είχε μια χροιά ανησυχίας, παρόμοια μ’ αυτή που το χρωμάτιζε κάθε φορά που έβλεπε κάποιο νεαρό μέλος της φυλής να πλησιάζει πολύ τα νερά της λίμνης.
Και τότε το μικρό χέρι του Λασκόν μας έδειξε ένα μακρινό σημείο του ομιχλώδη ορίζοντα:
 -«Κοιτάξτε!» φώναξε, «Τι είναι αυτό;» 
Σκίασα τα μάτια μου με τις παλάμες των χεριών μου και αντίκρισα κάτι που έμοιαζε με σκοτεινό συννεφάκι. Μόλις και ξεχώριζε μέσα στην ολόλαμπρη απεραντοσύνη της στροβιλιζόμενης καταχνιάς. Η πορεία που ακολουθούσε ήταν κάπως ακανόνιστη, μια πήγαινε προς τα πάνω μια προς τα κάτω και μας πλησίαζε όλο και περισσότερο. 
Ύστερα από λίγο ο αέρας γέμισε με μικρόσωμες φιγούρες που πετούσαν η μια δίπλα στην άλλη χωρίς να βγάζουν τσιμουδιά. Τις κοίταξα κατάπληκτη καθώς έμοιαζαν με αναγεννησιακούς αγγέλους, με φτερωτά ανθρωπάκια που ανοιγόκλειναν τα φτερά τους με όλη τους τη δύναμη, σαν να προσπαθούσαν να ξεφύγουν από κάποιον θανάσιμο κίνδυνο. 
Ο Άρης κλαψούρισε δίπλα μου και ένιωσα τον Λασκόν και την Ιαμάρ να σφίγγονται φοβισμένοι. Άπλωσα τα χέρια μου και τους χάιδεψα καθησυχαστικά στους ώμους αλλά το βλέμμα μου δεν άφησε ούτε στιγμή το σιωπηλό σύννεφο των φοβισμένων αγγέλων. Ξαφνικά ένας απ’ αυτούς αποχωρίστηκε απ’ τους υπόλοιπους και άρχισε να χάνει ύψος. Μόλις έφτασε στο σημείο όπου ο ωκεανός έδινε τη θέση του στην άνυδρη όχθη της σπηλιάς, προσγειώθηκε μάλλον ανώμαλα και έμεινε ακίνητος. Είδαμε τότε ότι ένα απ’ τα πόδια του ταλαντευόταν περίεργα καθώς ήταν σπασμένο απ’ το γόνατο. Κατεβήκαμε κακήν κακώς την πλαγιά, πιασμένοι ο ένας απ’ τον άλλο και καταφέραμε να τον πλησιάσουμε δίχως να κατρακυλήσουμε μέσα στο νερό του ωκεανού. Αντίκρισα μια μικροκαμωμένη φιγούρα που ήταν σκεπασμένη με χιονάτα πούπουλα. Τα μάτια της ήταν κλειστά και έμοιαζε να αναπνέει με μεγάλη δυσκολία. Είχε μακριά και διάφανα μαλλιά ενώ απ’ την πλάτη της φύτρωναν δύο υπέροχα φτερά από λεπτό δέρμα που ήταν διάστικτο με γαλαζωπές αρτηρίες. Εκείνη τη στιγμή έτρεμαν σπασμωδικά και έμοιαζαν ζαρωμένα. 
Καταφέραμε με χίλιες προφυλάξεις να σηκώσουμε το ανάλαφρο και λιανοκόκαλο εκείνο πλάσμα χωρίς να το τραυματίσουμε περισσότερο και να το μεταφέρουμε μέχρι τη σπηλιά μας. Το ξαπλώσαμε σε κάποιο κρεβάτι και με τη βοήθεια της Ιαμάρ που είχε κάποιες γνώσεις ιατρικής, κατάφερα να επανατοποθετήσω το σπασμένο κόκαλο στη θέση του και να το στερεώσω με τη βοήθεια ενός αυτοσχέδιου νάρθηκα. Οι νάνοι μαζεύτηκαν γύρω μου και παρατηρούσαν κατάπληκτοι το όλο σκηνικό. 
-«Υπάρχουν κάποιες παλιές ιστορίες σχετικά με τους φτερωτούς ανθρώπους που ζουν στον ωκεανό,» μας εξήγησε η Ιαμάρ, «μέσα στα σύννεφα που σκεπάζουν το ταραγμένο του πρόσωπό. Λέγεται ότι περνάνε τη ζωή τους ταξιδεύοντας με τα φτερά των ανέμων. Τρέφονται από ιπτάμενα λουλούδια και καρπούς και ζευγαρώνουν όταν οι άνεμοι είναι ευνοϊκοί.» Εκείνη τη στιγμή, λες και το πλάσμα καταλάβαινε ότι μιλούσαμε γι’ αυτό, άνοιξε τα μάτια του και μας έριξε ένα φοβισμένο βλέμμα. Τα μάτια του ήταν υπέροχα, καταγάλανα σαν ουρανοί και τεράστια. Μια έκφραση πόνου αλλοίωνε το πρόσωπό του. Ένας απ’ τους νάνους το έβαλε να πιεί ένα καταπραϋντικό αφέψημα και εκείνο βυθίστηκε σχεδόν αμέσως σ’ ένα βαθύ ύπνο. Αλληλοκοιταχτήκαμε παραξενεμένοι. Τι να ήταν αυτό που είχε κάνει τον μικρό εκείνο άγγελο μαζί με όλους τους ομοίους του να διασχίσει όλο τον ωκεανό και τι να τον είχε τραυματίσει τόσο άσχημα; 
Ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται από ένα δυσοίωνο προαίσθημα. Σηκώθηκα όρθια και απευθύνθηκα σ’ όλους τους νάνους, που είχαν μαζευτεί γύρω απ’ το μικρό κρεβάτι σαν απορημένα σχολιαρόπαιδα: 
-«Ακούστε,» τους είπα, «Πρέπει να λάβουμε κάποια μέτρα. Από δω και εμπρός το πέρασμα για το πέρα σπήλαιο δεν θα μένει ποτέ αφύλακτο. Θα φυλάμε σκοπιά όλοι μας, σε βάρδιες, ο καθένας με τη σειρά του και οτιδήποτε παράξενο συμβεί, θα ήθελα να το μάθω αμέσως. Επίσης, πιστεύω ότι δεν πρέπει ν’ αφήσουμε τον τραυματία εδώ πέρα, σε κοινή θέα. Νομίζω ότι πρέπει να τον μεταφέρουμε στον πύργο μου και να τον κρύψουμε εκεί μέχρι να γιάνει. Αυτό που τον τραυμάτισε μπορεί ν’ αναζητήσει τα ίχνη του στη σπηλιά μας και καλό είναι να είμαστε προετοιμασμένοι για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεν συμφωνείτε και εσείς;» Οι νάνοι κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά, χωρίς να μιλήσουν. Στη συνέχεια σκόρπισαν βιαστικά με σκοπό να εκτελέσουν τις οδηγίες μου, σπρωγμένοι και αυτοί απ’ το ίδιο εκείνο προαίσθημα που είχε σκιάσει και τη δική μου καρδιά. 
   

8


-«Σοφία, Σοφία, πρέπει να ‘ρθεις μαζί μου!» Σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα το μικρό νάνο που είχε εισβάλλει στο δωμάτιο όπου φρόντιζα τον άγγελο. Ήταν λαχανιασμένος και κάθιδρος και με κοιτούσε ανάστατος. -«Τι συμβαίνει;» -«Κάτι έρχεται απ’ τη θάλασσα,» πρόσθεσε αυτός με τσιριχτή φωνή.  
 Έπαψα να ταΐζω τον μικρό άγγελο που με κοιτούσε αμίλητος σαν υπάκουο παιδί, σηκώθηκα όρθια, έπιασα τον λαχανιασμένο αγγελιοφόρο απ’ το χέρι και βγήκαμε απ’ τον πύργο χωρίς δεύτερη κουβέντα. –«Μην αφήσεις κανέναν να μπει μέσα,» είπα στον νάνο που φύλαγε την εξώπορτα, «και ότι και να γίνει, μην αφήσεις τον άγγελο να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι του. Είμαστε σύμφωνοι;» Εκείνος έγνεψε καταφατικά, πολύ περήφανος με το ρόλο που είχε αναλάβει. Κρατούσε στα χέρια του ένα μικρό ακόντιο και το ύφος του δήλωνε ότι δεν σήκωνε από αστεία. Από τότε που είχαμε σώσει το φτερωτό τραυματία, είχα ζητήσει απ’ όλους τους νάνους να οπλοφορούν οπότε σε περίπτωση που κάτι εισέβαλε στη σπηλιά, να μη μας έβρισκε εντελώς ανυπεράσπιστους. 
Φορτώθηκα τον αγγελιοφόρο στην πλάτη μου και άρχισα να τρέχω μ’ όλη μου τη δύναμη προς το πέρασμα. Ένιωθα ότι έπρεπε να βιαστώ. Διέσχισα μια σειρά από χορταριασμένα μονοπάτια και ανέβηκα σαν αγριοκάτσικο τα μικρά σκαλοπάτια που οδηγούσαν μέχρι το πέρασμα. Όταν έφτασα στην άκρη του έπεσα πάνω στον Λασκόν, τον Άρη και πέντε ακόμα νάνους, ανάμεσά τους και την Ιαμάρ, που κρυφοκοίταζαν τη θάλασσα ξαπλωμένοι μπρούμυτα πάνω στο πέτρινο έδαφος. Μιμήθηκα το παράδειγμά τους και ο Λασκόν μου έκανε νόημα να μείνω σιωπηλή. Σύρθηκα προς τα μπρος και έριξα μια προσεκτική ματιά στην αστραφτερή θάλασσα που απλωνόταν μπροστά μας σαν ακύμαντο σεντόνι. Ο σφυγμός μου χοροπήδησε και ένιωσα να παραλύω από ένα καθηλωτικό κύμα κατάπληξης. Αντίκρισα μια λαστιχένια βάρκα. Και μέσα της υπήρχε ένας άνθρωπος. Ένας άνθρωπος! Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα να δω! Τον περιεργάστηκα με μάτια τρομαγμένα: Φορούσε μια ολόσωμη στολή από καουτσούκ που κολλούσε πάνω του σαν δεύτερο δέρμα και έμοιαζε νέος και πολύ γεροδεμένος αλλά το πρόσωπό του, απ’ όσο μπορούσα να διακρίνω, ήταν κουρασμένο και ταλαιπωρημένο, καλυμμένο με τα γένια μιας ολόκληρης βδομάδας. Η εμφάνισή του είχε κάτι το στρατιωτικό: Τα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα, το αξύριστο πηγούνι του διαγραφόταν τετράγωνο και κωπηλατούσε με δυναμικές και αποφασιστικές κινήσεις. Απ’ τη ζώνη του κρεμόταν ένα περίστροφο. 
Ένα περίστροφο! Ένα περίστροφο εδώ κάτω! 
Ένα βαρύ και άσχημο πράγμα που φοβόσουν και να το κοιτάξεις! 
Προσπάθησα να βάλω το μυαλό μου να δουλέψει. Ήταν μόνος του άραγε ή θ’ ακολουθούσαν κι άλλοι εντός ολίγου; Πως θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσω; Κοίταξα τους φίλους μου, τ’ ανήξερα παιδιά μου, που μου ανταπόδωσαν το βλέμμα ερωτηματικά, περιμένοντας τις εντολές μου. Ο Άρης μου έγλειψε καθησυχαστικά το χέρι. Μέσα μου αναδεύτηκε ένα κύμα ατόφιας στοργής: Ο πάντα πιστός και αγαπημένος μου Άρης που δεν μ’ εγκατέλειπε ποτέ, σαν τον σκύλο του μυθικού Οδυσσέα που τον περίμενε για είκοσι ολόκληρα χρόνια ξαπλωμένος σ’ ένα σωρό από κοπριά. Και τότε μου ήρθε μια ιδέα. Ένα τρελό και ριψοκίνδυνο σχέδιο. Έσφιξα τα δόντια μου και αποφάσισα ν’ αναλάβω τον έλεγχο της κατάστασης. Η επιβίωση των μικρών μου φίλων και του υπόγειου παραδείσου τους βρισκόταν στα δικά μου χέρια.  
-«Άκου τι θα κάνουμε,» ψιθύρισα στον Λασκόν και τους υπολοίπους. Ακόμα και ο Άρης τέντωσε τ’ αυτιά του ερωτηματικά. «Θα κατεβείτε όλοι στο χωριό και θα μ’ αφήσετε μόνη μου εδώ πάνω. Όταν έρθω με τον επισκέπτη μας, θέλω όλοι σας να συμπεριφερθείτε με απόλυτη αδιαφορία, λες και δεν συμβαίνει τίποτα το περίεργο. Και μη σας ξεφύγει λέξη για τον Άγγελο. Να τον κρύψετε πολύ καλά, μέχρι να μάθω αν αυτός ο άνθρωπος ευθύνεται για τον τραυματισμό του. Και κάτι άλλο: Κρύψτε τα όπλα σας, αλλά να είσαστε έτοιμοι να τα χρησιμοποιήσετε αν χρειαστεί! Να τα πείτε αυτά και στους υπόλοιπους!» Στη συνέχεια ψιθύρισα και κάποιες επιπλέον οδηγίες στο αυτί της Ιαμάρ που τρεμούλιασε νευρικά σαν τη ρόδινη μυτούλα ενός κουνελιού. 
Οι νάνοι ένευσαν καταφατικά και άρχισαν ν’ απομακρύνονται ένας-ένας απ’ την είσοδο του περάσματος. Χάιδεψα τον Άρη στο κεφάλι για να καταλάβει ότι έπρεπε να τους ακολουθήσει, πράγμα που έκανε αφού μου έριξε μια ανήσυχη ματιά. Έμεινα μόνη. 
Εισέπνευσα βαθιά και άφησα τον αέρα να βγει αργά-αργά απ’ τα πνευμόνια μου, αποφασισμένη ν’ αντιμετωπίσω με θάρρος τον αναπάντεχο εισβολέα. 


9


Είχα τόσο πολύ καιρό να δω άνθρωπο που ένιωθα σαν ν’ αντίκριζα μια ξένη μορφή ζωής. Εκείνος ο άντρας μου φαινόταν αφύσικα ψηλός. Το σώμα του με το φαρδύ στήθος και τις δυνατές πλάτες και τους μύες των χεριών και των ποδιών του που διαγράφονταν ανάγλυφοι κάτω απ’ το ελαστικό ύφασμα της ολόσωμης φόρμας του έμοιαζε αλλόκοτο, σχεδόν εξωτικό.  
Η βάρκα προσέγγισε την ακτή και εκείνος, αφού πήδηξε μέσα στο νερό, έσυρε το φουσκωτό πλεούμενο έξω απ’ τη θάλασσα. Στη συνέχεια πέρασε στους ώμους του ένα μεγάλο σακίδιο και κοίταξε γύρω του ερευνητικά. Έμεινε ακίνητος για μια στιγμή και μετά τράβηξε το πιστόλι του με μια αποφασιστική κίνηση. Άρχισε να σημαδεύει μια εδώ μια εκεί, λες και περίμενε να δεχτεί την επίθεση κάποιας διμοιρίας καταδρομέων.
Αποφάσισα να τα παίξω όλα για όλα.  
Σηκώθηκα όρθια και κούνησα φιλικά τα χέρια μου: –«Καλώς όρισες στο υπόγειο βασίλειο μου!» φώναξα δυνατά. Η φωνή μου αναπήδησε στα τοιχώματα και στην οροφή της σπηλιάς και γέμισε τον αέρα με παράξενους αντίλαλους. Εκείνος τινάχτηκε και έστρεψε το όπλο του προς το μέρος μου με μια αστραπιαία κίνηση.  
Κράτησα την αναπνοή μου περιμένοντας το χειρότερο αλλά ευτυχώς, ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν αιώνες, τον είδα να χαλαρώνει. 
Εξέπνευσα γεμάτη ανακούφιση.
 –«Ποια είσαι;» Η φωνή του ακούστηκε βαθιά και γεμάτη ένταση, αλλά χωρίς ίχνος υστερίας. Κατάλαβα ότι μιλούσα μ’ έναν άνθρωπο που δεν έχανε εύκολα την ψυχραιμία του.
-«Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι,» του απάντησα, «Δεν είμαι καμία Κίρκη ούτε και θέλω το κακό σου. Με λένε Σοφία. Ζω σ’ αυτή τη σπηλιά εδώ και πολλά-πολλά χρόνια.»
Αυτός με κοίταξε χωρίς να μιλήσει. 
-«Μπορείς ν’ ανέβεις την πλαγιά, αν θέλεις,» πρόσθεσα αποφασισμένη να διατηρήσω τον έλεγχο της κατάστασης, «εξάλλου, δεν μπορείς να μείνεις για πάντα εκεί κάτω, έτσι δεν είναι;»
Το επιχείρημά μου πρέπει να του φάνηκε αρκετά λογικό γιατί αφού έδεσε το παλαμάρι της βάρκας του γύρω από ένα κοντινό βράχο, κάλυψε την απόσταση που μας χώριζε με μια σειρά από εντυπωσιακά άλματα. Στάθηκε απέναντί μου, μου έριξε ένα εξεταστικό βλέμμα, από πάνω μέχρι κάτω, και μετά με κοίταξε κατάματα. 
Με ξεπερνούσε τουλάχιστον ένα κεφάλι σε ύψος και ήταν διπλάσιος σε όγκο. 
-«Πόσα χρόνια δηλαδή;» με ρώτησε. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν τραχιά και σκούρα, υπογραμμισμένα από λεπτές ρυτίδες έντασης και κούρασης.  
-«Εξαρτάται,» του απάντησα, «Τι χρονιά έχουμε τώρα;»
-«Είμαστε στο 2019.» 
Η έκπληξη μου ήταν τόσο μεγάλη που παραλίγο να σωριαστώ καταγής. Δύο χιλιάδες δέκα εννέα! Είχα γεράσει εδώ κάτω και ούτε που το είχα πάρει είδηση!
-«Πως ονομάζεσαι;» τον ρώτησα. Η φωνή μου ακούστηκε πιο αδύναμη και τρεμουλιαστή απ’ όσο θα ήθελα. «Και πως βρέθηκες εδώ κάτω;» πρόσθεσα πιο σταθερά αυτή τη φορά.
-«Με λένε Γιώργο,» μου απάντησε εκείνος, «και περιπλανιέμαι σ’ αυτή τη θάλασσα εδώ και μια βδομάδα. Χθες μου τελείωσε το φαγητό και αν το νερό της θάλασσας δεν ήταν πόσιμο, θα είχα πεθάνει πολύ πιο πριν από δίψα!»
-«Θα πρέπει να πεινάς πολύ λοιπόν. Έλα μαζί μου!»
Τον πήρα απ’ το χέρι και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε το Πέρασμα που έβγαζε στην Κοιλάδα. «Βασικά, ασχολούμαι με την σπηλαιολογία,» άρχισε να μου λέει ο Γιώργος, «Έχω στήσει μια εταιρία γεωλογικών ερευνών με στόχο την εξερεύνηση του ελληνικού υπεδάφους. Σκέφτηκα ότι με την παγκόσμια άνοδο της τιμής του νερού και των μεταλλευμάτων μπορεί να βγάλω πολλά λεφτά. Πριν από ένα μήνα λοιπόν, καθώς εξερευνούσαμε μια καταβόθρα, έγινε σεισμός και το σπήλαιο κατέρρευσε. Παγιδεύτηκα σ’ ένα καταβάσιο που σφραγίστηκε από μια κατολίσθηση και έχασα τα ίχνη των συνεργατών μου. Υποψιάζομαι πως είναι όλοι νεκροί. Τέλος πάντων, άρχισα να κατεβαίνω με τον εξοπλισμό αναρρίχησης που κατάφερα να σώσω και κάποια στιγμή βρήκα ένα υπόγειο ποτάμι. Αυτό φούσκωσε στα ξαφνικά και με παρέσυρε μέχρι εδώ κάτω. Δεν θα το πιστέψεις, αλλά πέρασα τόσες μέρες στο σκοτάδι που πίστευα στο τέλος ότι δεν θα ξανάβλεπα ποτέ το φως! Αλλά η ζωή είναι πολύ παράξενη, έτσι; Ξαφνικά ξύπνησα μέσα στη βάρκα μου, πλέοντας σε μια φωτεινή θάλασσα και τώρα βρίσκω μια όμορφη γυναίκα σαν κι εσένα στα βάθη της γης! Είναι τόσο απίστευτα όλα αυτά! Σαν να ζω σ’ ένα παραμύθι του Ιουλίου Βερν!» 
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή βγήκαμε στην Κοιλάδα. Το σαγόνι του Γιώργου κρέμασε και τα μάτια του γούρλωσαν τόσο πολύ που φοβήθηκα ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξεκολλούσαν απ’ τις κόγχες τους.
-«Πως σου φαίνεται αυτό για παραμύθι;» τον ρώτησα κοιτάζοντας τον κατάματα.
   


10


Ο Άρης που μας περίμενε στο τέλος του περάσματος, δεν φάνηκε να πολυσυμπαθεί τον ξένο: 
Τον μύρισε από πάνω μέχρι κάτω μετά, διατηρώντας τις επιφυλάξεις του, αποφάσισε να μας έχει από κοντά. Κατεβήκαμε μια κατηφορική πλαγιά και αρχίσαμε να περπατάμε ανάμεσα στα τεράστια μανιτάρια, τις πολύχρωμες φτέρες και τα πολύχρωμα λουλούδια της Κοιλάδας. Στη συνέχεια μπήκαμε στο χωριό και διασχίσαμε τα πλακόστρωτα δρομάκια του που τα πλαισίωναν καταρράκτες και κήποι με πρασιές όπου άνθιζαν γαλαζωπά τριαντάφυλλα και ασημένιοι κρίνοι. 
Αφού πλησιάσαμε τις όχθες της λίμνης με το διάφανο νερό όπου καθρεφτίζονταν τα στρογγυλά σπιτάκια των νάνων μου με τα περίτεχνα στολίδια από κόκκινα μπλε και κίτρινα τούβλα, βάλαμε πλώρη για τον πύργο μου. 
Οι ίδιοι οι νάνοι συμπεριφέρθηκαν με απόλυτη αδιαφορία, όπως ακριβώς τους είχα δασκαλέψει: 
Συνέχισαν να μαζεύουν καρπούς και φρούτα απ’ τα χρυσωπά δέντρα και τους κόκκινους θάμνους και να τα βάζουν σε ψάθινα πανέρια τραγουδώντας δυνατά. Άλλοι ψάρευαν καθισμένοι σε στρογγυλά πλοιάρια ενώ υπήρχαν και αυτοί που κλεισμένοι στα εργαστήριά τους, στα ισόγεια των σπιτικών τους, καταπιάνονταν με ξυλουργικές και μεταλλουργικές εργασίες. Έμοιαζαν εν ολίγοις ακίνδυνοι και χαριτωμένοι, σαν τις φιγούρες ενός παραμυθένιου και ειδυλλιακού πίνακα.
Κάποια στιγμή φτάσαμε στον πύργο. Στο προαύλιο του, που το σκίαζε μια κρεβατίνα με τσαμπιά από τεράστια σταφύλια, μας περίμενε το γεύμα που μας είχε ετοιμάσει η Ιαμάρ, σύμφωνα με τις οδηγίες που της είχα ψιθυρίσει στην ακτή. 
Πάνω σ’ ένα όμορφο τραπέζι από σκαλιστό ξύλο, βρισκόταν αραδιασμένα τυριά, μελωμένο ψωμί και λαχταριστές χορτόπιτες ενώ μια κρυστάλλινη κανάτα με κόκκινο κρασί δέσποζε στο κέντρο όλων αυτών των αγαθών. 
Ο Γιώργος έκατσε απέναντί μου και άρχισε να τρώει σαν λιμασμένος. 
Άρχισα να τον παρακολουθώ με μεγαλύτερη προσοχή. Οι κινήσεις του, καθώς δάγκωνε το ψωμί και τα τυριά, ήταν κοφτές και δυνατές. Μου φάνηκε αρκετά ελκυστικός ξαφνικά, μ’ ένα τραχύ και αποφασιστικό τρόπο. Είχαν περάσει τόσα πολλά χρόνια από τότε που είχα δειπνήσει μόνη μ’ έναν άνδρα που ένιωθα παράξενα, ευάλωτη και ανασφαλής.  
Υπήρχαν εξάλλου και κάποια ερωτήματα που είχαν αρχίσει να με βασανίζουν. Για παράδειγμα, για ποιο λόγο με είχε αποκαλέσει όμορφη; Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μόλις του είχα αποσπάσει, η ηλικία μου θα πρέπει να έφτανε πια τα εβδομήντα χρόνια. Μπορεί να είχα χάσει βάρος με τα χρόνια και να ένιωθα πολύ υγιής και γεμάτη ζωτικότητα αλλά δεν έπαυα να έχω μπει για τα καλά στην τρίτη ηλικία. Αυτό ήταν ένα ζήτημα που για κάποιο λόγο ένιωθα μεγάλη την ανάγκη να ξεκαθαρίσω. 


11



-«Έχεις βολευτεί πολύ καλά εδώ πέρα,» σχολίασε ο Γιώργος όταν χόρτασε επιτέλους. «Αυτά τα φαγητά είναι πεντανόστιμα!»
-«Ναι, η αλήθεια είναι ότι εδώ κάτω δεν μας λείπει η τροφή,» του απάντησα με μετριοφροσύνη. 
Εκείνος με κοίταξε με ανυπόκριτο θαυμασμό:
-«Αυτό το μέρος είναι απίστευτο! Βγάζει άχρηστες όλες τις επιστημονικές θεωρίες των τελευταίων εκατόν πενήντα ετών! Έτσι και μαθευτεί στην επιφάνεια, θα είναι η μεγαλύτερη ανακάλυψη στην ιστορία της ανθρωπότητας! Και όλα αυτά τα νανάκια που είδαμε, τι είναι; Που τα βρήκες;»
-«Μάλλον με βρήκαν αυτά,» του απάντησα και του διηγήθηκα συνοπτικά την ιστορία της γνωριμίας μου μαζί τους. 
Στη συνέχεια άρχισε να με ρωτάει για τη ζωή μου εδώ κάτω καθώς και για την ιστορία της φυλής των νάνων που όπως είχα ανακαλύψει, εκτεινόταν σ’ ένα χρονικό βάθος πολλών χιλιάδων ετών. 
-«Και ζεις όλα αυτά τα χρόνια μόνη, μαζί τους; Χωρίς ένα σύντροφο; Μια ωραία γυναίκα όπως εσύ;»
Το ερώτημα του κατάφερε να με αιφνιδιάσει. Τι προσπαθούσε να μου πει;
-«Μήπως σου βρίσκεται κανένας καθρέφτης;»
Ο Γιώργος μου έριξε ένα ξαφνιασμένο βλέμμα αλλά στη συνέχεια, αφού ψαχούλεψε το σακίδιό του, άνοιξε κάποια τσέπη και μου πρόσφερε ένα καθρεφτάκι. Το άνοιξα και αντίκρισα το πρόσωπό μου για πρώτη φορά ύστερα από πολλά-πολλά χρόνια.
Και ανακάλυψα ότι είχε απόλυτα δίκιο, ότι είχα μεταμορφωθεί σε μια νέα και όμορφη γυναίκα. Έπρεπε να το είχα καταλάβει. Το φως της Κοιλάδας δεν είχε επιδράσει μονάχα στην κυτταρική δομή του Άρη αλλά και στη δική μου. Το δέρμα μου είχε ξαναγίνει λείο και απαλό, τα μαλλιά μου, από γκρίζα που ήταν, είχαν αποκτήσει ένα ασημένιο χρώμα και έλαμπαν πλούσια και μακριά, τα μάτια μου άστραφταν σαν γκρίζα πετράδια. Ένιωσα σαν να αντίκριζα μια ξένη. Αλλά ήμουν εγώ. Εγώ! Είχα ξανανιώσει! 
Τον κοίταξα δακρυσμένη:
-«Δεν είχα ιδέα,» ψιθύρισα αποσβολωμένη από τη συγκλονιστική εκείνη ανακάλυψη, «εδώ κάτω δεν χρησιμοποιούμε καθρέφτες! Έχω τόσα πολλά χρόνια ν’ ατενίσω τη δική μου μορφή!»
-«Και ζεις έτσι, εδώ κάτω, μόνη; Πόσο καιρό;» Το βλέμμα του είχε μια ένταση που με φόβισε. Ήταν σαν να ξυπνούσε μέσα μου ένα θαμμένο κομμάτι του εαυτού μου που με κοίταζε με παράπονο γιατί το είχα ξεχάσει για τόσα πολλά χρόνια. Πάλεψα να συγκρατήσω ένα κύμα από δάκρυα που απειλούσαν ξαφνικά να με πνίξουν.  
Και τότε εκείνος έκανε κάτι που με βρήκε εντελώς απροετοίμαστη. Σηκώθηκε όρθιος, μ’ έσφιξε στην αγκαλιά του και με φίλησε.
-«Μπορείς να έρθεις μαζί μου,» ψιθύρισε στο αυτί μου, «μπορούμε να ζητήσουμε απ’ τους φίλους σου να μας δείξουν το δρόμο για την επιφάνεια! Και μ’ αυτά που θα φέρουμε μαζί μας, τις αποδείξεις για όλα όσα κρύβονται μέσα στη γη, θα ζήσουμε πάμπλουτοι και διάσημοι για όλη μας τη ζωή!»
Αποσπάστηκα βίαια από το σφίξιμο του και στηρίχτηκα στην άκρη του τραπεζιού. Η αναπνοή μου είχε επιταχυνθεί και αυτό ήταν κάτι που δεν οφειλόταν μονάχα στην έλλειψη οξυγόνου από το παρατεταμένο εκείνο φιλί. 
Το σώμα μου δεν είχε ξανανιώσει απλώς, είχε αποκτήσει και νεανικές ανάγκες.
-«Ένα λεπτό,» του φώναξα για να κερδίσω λίγο χρόνο και να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη, «μη βιάζεσαι τόσο! Μίλησε μου πρώτα για τον πάνω κόσμο! Πως είναι τα πράγματα εκεί πέρα; Εξακολουθούμε να σκοτώνουμε ο ένας τον άλλο; Υπάρχουν ακόμα πολύ πλούσιοι και πολύ φτωχοί άνθρωποι; Ξεφορτωθήκαμε επιτέλους την πείνα και τις αρρώστιες;» 
Ο Γιώργος ξανακάθισε και με κοίταξε χαμογελώντας. Ήταν ένα παράξενο χαμόγελο, ένα μείγμα τρυφερότητας και ειρωνείας. 
-«Είναι ένας κόσμος γεμάτος ευκαιρίες,» μου απάντησε, «Η τεχνολογία έχει κάνει θαύματα. Για παράδειγμα, υπάρχει ήδη μια επανδρωμένη βάση στο φεγγάρι και μπορείς να βρεθείς σε όποιο σημείο του κόσμου θέλεις μέσα σε τρεις ώρες! Με μια μικρή συσκευή μπορείς να μιλήσεις και να δεις οποιονδήποτε στον κόσμο και να μάθεις ότι θέλεις από μια ηλεκτρονική βιβλιοθήκη που τη λένε Υπερδίκτυο. Και ναι, έχουμε ακόμα πολέμους και υπάρχει μεγάλη βία και ανασφάλεια αλλά και τρομερές προοπτικές για κάποιον που δεν φοβάται να ρισκάρει. Ο πάνω κόσμος εξακολουθεί είναι πολύχρωμος και ζωντανός! Και με όλα αυτά που έχουμε να του πούμε, μας περιμένει μια ζωή ονειρεμένη!»
Ένιωσα να ζαλίζομαι. Εκείνη τη στιγμή, ύστερα από τόσα και τόσα χρόνια ανέμελης ζωής στον προσωπικό μου παράδεισο, μετατράπηκα στο έρμαιο μιας εσωτερικής έκρηξης. Από τη μια στιγμή στην άλλη, ανακάλυπτα ότι ένιωθα απίστευτη μοναξιά, ότι διψούσα για την παρουσία των συνανθρώπων μου και ότι νοσταλγούσα αφόρητα τον κόσμο της επιφάνειας και τους ανοιχτούς ουρανούς του. Θυμήθηκα τον λαμπερό ήλιο, το ασημένιο φεγγάρι και τα λευκά σύννεφα που βάφονταν χρυσά και κόκκινα όταν η μέρα πλησίαζε στο τέλος της. Το μυαλό μου άρχισε να τρέχει από μόνο του, σαν τραίνο που έχει μπει σε άγνωστη σιδηροτροχιά. 
Προσπάθησα να φανταστώ τη ζωή μου με το Γιώργο, οι δυο μας σ’ ένα θαυμαστό κόσμο που έσφυζε από ζωή. Θυμήθηκα όλες εκείνες τις παλιές ταινίες και τις σειρές επιστημονικής φαντασίας που μου άρεσε να βλέπω στο βίντεο και στη τηλεόραση τα Κυριακάτικα απογεύματα. Ίσως κάποια απ’ τα θαύματα που έδειχναν να είχαν γίνει πραγματικότητα. Ξαφνικά η πρότασή του μου φάνηκε πολύ ελκυστική, μια ευκαιρία να επιστρέψω στην κοινωνία των ανθρώπων που είχα εγκαταλείψει μια φορά και έναν καιρό σπρωγμένη απ’ το φόβο και τη μοναξιά, πάνοπλη αυτή τη φορά, νέα και όμορφη, μ’ έναν δυναμικό σύντροφο. 
Τον είδα ν’ απλώνει το χέρι του για να πιάσει την κανάτα με το κρασί. Για μια στιγμή δίστασα και έκανα μια κίνηση να τον σταματήσω. Ένιωθα διχασμένη και δυστυχισμένη, αντιμέτωπη μ’ ένα τρομερό δίλλημα: Γιατί αν ανέβαινα με το Γιώργο στην επιφάνεια, πως θα προστάτευα την Κοιλάδα και τους κατοίκους της από τ’ αρπαχτικά χέρια των ανθρώπων του πάνω κόσμου; Πως θα κατάφερνα να κρατήσω μυστική την ύπαρξή της; 
Εκείνη τη στιγμή πέταξε δίπλα μας ένα πουλί. Ήταν ένα απ’ αυτά τα παραδείσια πετούμενα που ζουν στην Κοιλάδα μου, με τα πολύχρωμα φτερά, το υπέροχο λοφίο και τη μακριά ουρά που άστραφτε σαν να ‘σερνε πίσω της μεταξωτές κορδέλες. Μια τρομερή έκφραση απληστίας άστραψε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου στο πρόσωπο του Γιώργου. Αμέσως μετά μου χαμογέλασε καθησυχαστικά, προσπαθώντας να διασκεδάσει τις ανησυχίες μου. Αλλά εγώ είχα ήδη καταλάβει. Καθώς ένα στρώμα πάγου απλωνόταν γύρω απ’ την καρδιά μου του ανταπέδωσα το χαμόγελο και τον άφησα να πιεί το κρασί με την ησυχία του.  
-«Έλα,» του πρότεινα στη συνέχεια, «Νομίζω ότι τώρα που δεν διψάς και δεν πεινάς πια, σου χρειάζεται και λίγη ξεκούραση!»
Ένιωθα έτοιμη να ξεσπάσω σε λυγμούς. 


12


Μπήκαμε στον πύργο και έκλεισα πίσω μου την πόρτα. Έκανα νόημα στον Άρη να μη μας ακολουθήσει. Εκείνος υπάκουσε στην προσταγή μου μ’ ένα θλιμμένο γρούξιμο και αφοσιώθηκε στα υπολείμματα του φαγητού. 
Καθώς ανεβαίναμε τη σκάλα που έβγαζε στον πρώτο όροφο του πύργου, ακούσαμε φωνές. Ερχόταν απ’ το δωμάτιο του μικρού Άγγελου. Έμοιαζε αναστατωμένος. Έβγαζε μικρές φωνούλες και κατάλαβα ότι κάποιος προσπαθούσε να τον ηρεμήσει. Είχε ξυπνήσει φαίνεται και με αναζητούσε. Δάγκωσα τα χείλη μου. 
-«Τι είναι τούτο πάλι;» με ρώτησε ο Γιώργος και προτού προλάβω να τον σταματήσω, έτρεξε προς την κατεύθυνση απ’ όπου ερχόταν η φασαρία και άνοιξε διάπλατα την πόρτα της κάμαρας του Άγγελου.
-«Βρε, βρε, τι έχουμε εδώ;» φώναξε όλο χαρά.
Και τότε ο Άγγελος άρχισε να ουρλιάζει.
Έτρεξα ξοπίσω του και βρέθηκα αντιμέτωπη μ’ ένα θέαμα που μ’ έκανε να παγώσω:
Ο Άγγελος έτρεμε ολόκληρος και έκλαιγε γοερά σαν μικρό παιδί. Είχε κουλουριαστεί κάτω απ’ το σεντόνι του και κοίταζε έντρομος τον Γιώργο, λες και αντίκριζε τον πιο τρομακτικό δαίμονα της κόλασης. Η Ιαμάρ στεκόταν δίπλα του και προσπαθούσε χωρίς αποτέλεσμα να τον ηρεμήσει σφίγγοντάς τον στην μικρή της αγκαλιά. Έσπρωξα το Γιώργο στο πλάι, όρμησα μέσα στο δωμάτιο και πήρα τον Άγγελο στα χέρια μου. Εκείνος σφίχτηκε πάνω μου, έχωσε το κεφαλάκι του στον ώμο μου και κοίταξε το Γιώργο τρομοκρατημένος.
-«Τι σημαίνουν όλα αυτά;» Τον ρώτησα με αυστηρό ύφος.
-«Τι σου συμβαίνει;» με ρώτησε εκείνος αιφνιδιασμένος απ’ το σκληρό τόνο που είχε αποκτήσει η φωνή μου.
-«Μπορείς να εξηγήσεις γιατί σε φοβάται τόσο πολύ αυτό το πλάσμα;»
Με την άκρη του ματιού μου είδα την Ιαμάρ ν’ αποχωρεί διακριτικά απ’ το δωμάτιο.
-«Τι θες να πεις;»
-«Έχετε ξανασυναντηθεί, έτσι δεν είναι;» 
Ο Γιώργος με κοίταξε αμίλητος για λίγα δευτερόλεπτα και στη συνέχεια μου απάντησε ως εξής:
-«Ε, λοιπόν ναι! Το έχω ξαναδεί το πιθηκάκι! Πριν από δέκα μέρες, καθώς κωπηλατούσα στη θάλασσα, πέταξε από πάνω μου ένα κοπάδι από δαύτα. Χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές τους. Κάποιο απ’ αυτά, τούτο δω υποθέτω, πέταξε πιο χαμηλά για να μου ρίξει μια καλύτερη ματιά και εγώ κατάφερα να το χτυπήσω με το κουπί μου. Κατάλαβα ότι το είχα χτυπήσει γιατί τσίριξε σαν νυχτερίδα, αλλά κατάφερε να μου ξεφύγει και να πετάξει μακριά μαζί με όλα τ’ άλλα.»
-«Και γιατί έκανες κάτι τόσο βάρβαρο;» τον ρώτησα ενώ κουνούσα τον άγγελο στην αγκαλιά μου για να τον ηρεμήσω.
-«Χρειαζόμουν ένα δείγμα. Μια απόδειξη ότι αυτά που θα έλεγα στον κόσμο όταν ανέβαινα στην επιφάνεια του εδάφους, δεν ήταν παραμύθια. Ήθελα να αιχμαλωτίσω αυτό το πλάσμα και να το πάρω μαζί μου.» Στη συνέχεια, καθώς είδε το βλέμμα μου ν’ αγριεύει, πρόσθεσε: «Φυσικά τώρα που θα ‘ρθεις μαζί μου δεν υπάρχει κανένας λόγος να το πάρουμε μαζί μας.» Την ίδια στιγμή άνοιξε τα χέρια του συμφιλιωτικά και έκανε ένα βήμα προς τα μπρος. Ο Άγγελος σφίχτηκε στην αγκαλιά μου και τα φτερά του τρεμούλιασαν σπασμωδικά.
-«Δεν σε πιστεύω.» 
-«Ορίστε;» Το πρόσωπό του πάγωσε από έναν μορφασμό κατάπληξης που ήταν τόσο έντονος ώστε μου ήρθε να βάλω τα γέλια.
-«Δεν σε πιστεύω. Πότε δεν σε πίστεψα. Απ’ την αρχή.»
Τώρα ήταν η σειρά του προσώπου του Γιώργου να σκληρύνει.
-«Τι θες να πεις;» 
Γέλασα περιφρονητικά. Το γέλιο μου ήχησε διαπεραστικό και παράξενο, διαστρεβλωμένο από μια άσχημη νότα υστερίας: 
-«Μα νομίζεις ότι είμαι εντελώς ηλίθια;» τον ρώτησα, «Πιστεύεις ότι δεν κατάλαβα τις πραγματικές σου προθέσεις; Όταν προσάραξες στην ακτή μας και το πρώτο πράγμα που έκανες ήταν να βγάλεις το πιστόλι σου, κατάλαβα αμέσως με τι είδους άνθρωπο είχα να κάνω! Νομίζεις πραγματικά ότι θα σου δείξω το δρόμο για τον πάνω κόσμο; Και τι θ’ απογίνουν η Κοιλάδα και τα παιδιά μου; Πως θα παραμείνουν ασφαλείς από σένα και τους ομοίους σου; Αλήθεια, νομίζεις ότι δεν μπορώ να διακρίνω την απληστία σ’ έναν άνθρωπο όταν τον φέρνω αντιμέτωπο μ’ έναν μυθικό θησαυρό;»
Το πρόσωπό του Γιώργου σκοτείνιασε. Τα φρύδια του φούσκωσαν και ένα άγριο φως άστραψε στα μάτια του.
-«Και λοιπόν;» μου απάντησε ειρωνικά, «και τι θα κάνεις δηλαδή;» Στη συνέχεια έβγαλε το πιστόλι του και πυροβόλησε τον τοίχο πάνω απ’ το κεφάλι μου. Ο ήχος του πυροβολισμού ήταν εκκωφαντικός, έσκισε τον αέρα και μου τρύπησε τ’ αυτιά. Ο τοίχος πίσω από την πλάτη μου έσπασε σε χίλια κομμάτια καθώς το κρυσταλλικό υλικό απ’ το οποίο ήταν φτιαγμένος δεν άντεξε την ορμή της σφαίρας. Ο Άρης άρχισε να γαυγίζει διαπεραστικά απ’ το προαύλιο. 
Άκουσα κάποιους απ’ τους φωτεινούς κρυστάλλους που κρεμόταν απ’ τη οροφή της σπηλιάς ν’ αποκολλούνται μ’ ένα στρίγκλισμα που έμοιαζε με τον ήχο που κάνει το γυαλί όταν ραγίζει. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα έπεσαν μέσα στη λίμνη μ’ έναν ηχηρό παφλασμό. Ευχήθηκα κανένας από τους νάνους μου να μην είχε τραυματιστεί. Ο άγγελος ξανάρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί στην αγκαλιά μου και εγώ του κάλυψα το στόμα με την παλάμη του χεριού μου για να σιωπήσει. Σηκώθηκα όρθια και κοίταξα κατάματα τον Γιώργο.
-«Δεν σε φοβάμαι,» του είπα.
Τώρα ήταν η δική του σειρά να γελάσει. 
-«Ίσως θα έπρεπε,» μου απάντησε, «ζεις τόσα χρόνια εδώ κάτω, σ’ αυτό τον παραμυθένιο μικρόκοσμο με τα νανάκια και τ’ αγγελάκια σου, που τα έχεις χάσει εντελώς. Ξέρεις πόσο θα πονέσεις αν ας πούμε, σου σπάσει το γόνατο μια σφαίρα;» 
Έστρεψε αργά-αργά την κάνη του όπλου του προς τα πόδια μου και έγλειψε κοροϊδευτικά τα χείλη του:
-«Είσαι εντελώς τρελή,» πρόσθεσε, «κρατάς στα χέρια σου ένα μυστικό που μπορεί ν’ αλλάξει εντελώς τον κόσμο και να σε κάνει πιο πλούσια και απ’ τα πιο τρελά σου όνειρα και εσύ προτιμάς να χάνεις τον καιρό σου εδώ κάτω, σε μια παιδική χαρά! Καλώς ήρθες στην πραγματικότητα λοιπόν! Θα σε πάρω μαζί μου, μαζί μ’ ένα μεγάλο κουτί με κρύσταλλα απ’ τη σπηλιά σου και μ’ αυτή τη φτερωτή γελοιότητα που κρατάς στα χέρια σου και ίσως και μ’ ένα απ’ τα νανάκια σου και θ’ ανεβούμε όλοι στον πάνω κόσμο. Και τότε θα δούμε ποιος θα γελάσει τελευταίος!»


13


-«Να σε ρωτήσω κάτι πρώτα;» του είπα ανακτώντας την ψυχραιμία μου.
Εκείνος, ξαφνιασμένος απ’ αυτή τη μεταστροφή μου, με κοίταξε σιωπηλός.
-«Τι θες;»
-«Σου άρεσε το κρασί μου;»
-«Τι σχέση έχει αυτό το πράγμα;» 
-«Πες μου, σου άρεσε;»
-«Είσαι εντελώς τρελή.»
Την ίδια στιγμή όμως, το χέρι του που κρατούσε τ’ όπλο που με σημάδευε, άρχισε να τρέμει. Εκείνος το έπιασε και με το άλλο του χέρι ενώ ένας μορφασμός τρόμου απλωνόταν πάνω στο πρόσωπό του.
-«Τι έκανες;» ούρλιαξε διαπεραστικά.
-«Σε δηλητηρίασα,» του απάντησα αργά και καθαρά, σαν να μιλούσα σε καθυστερημένο, «Το κρασί που σου πρόσφερα περιείχε ένα χυμό που βγαίνει από κάποια μανιτάρια που φυτρώνουν στην κοιλάδα και που σε μικρές ποσότητες ενεργεί ως καταπραϋντικό. Σε μεγάλες δόσεις όμως, όπως αυτή που κατέβασες, ένας θεός ξέρει τι μπορεί να κάνει!»
-«Παλιο…..» τα χέρια του τεντώθηκαν και είδα τα δάχτυλά του, που λογικά θα έπρεπε να έχουν μουδιάσει πια, να σφίγγονται πάνω στην σκανδάλη. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου, του γύρισα την πλάτη για να προστατεύσω τον Άγγελο με το σώμα μου και περίμενα τη σφαίρα. Αν ο Άγγελος δεν είχε ξυπνήσει εκείνη τη στιγμή, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί! Θα είχα οδηγήσει το Γιώργο στο κρεβάτι του και εκεί θα έπεφτε σ’ ένα βαθύ ύπνο απ’ τον οποίο δεν θα ξυπνούσε ποτέ. Όμως τώρα, όλα είχαν πάει εντελώς στραβά!
Εκείνη τη στιγμή άκουσα ένα θυμωμένο γρούξιμο. Ήταν ο Άρης. Μπήκε στο δωμάτιο και έπεσε σαν βολίδα πάνω στον Γιώργο. Το πιστόλι εκπυρσοκρότησε και το πάτωμα κάτω απ’ τα πόδια μου γέμισε ρωγμές. Γύρισα έντρομη και είδα τον σκύλο μου να έχει πέσει πάνω στον Γιώργο, τα δόντια του να σφίγγουν το λαιμό του και τον Γιώργο να ουρλιάζει διαπεραστικά. Ο Άρης με κοίταξε ερωτηματικά και εγώ του έκανα ένα καταφατικό νεύμα. 
Και τα σαγόνια του έκλεισαν.




14



Όλα τελείωσαν πολύ γρήγορα, σαν ένα κακό όνειρο που σβήνει στο φως της αυγής. Σωριάστηκα στο κρεβάτι αποκαμωμένη, κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά μου τον άγγελο που έμοιαζε να έχει πετρώσει απ’ το φόβο του. Η κάμαρα γέμισε με νάνους που σήκωσαν στα χέρια τους το πτώμα του Γιώργου και τ’ απομάκρυναν από κοντά μου.  
Μου φάνηκε ότι πέρασε ένας αιώνας προτού τα μικρά αλλά δυνατά τους χέρια πάρουν τον άγγελο από την αγκαλιά μου. Ένιωσα τα δάχτυλα της Ιαμάρ και του Λάσκόν να χαϊδεύουν τα μαλλιά μου που κάλυπταν το πρόσωπό μου σαν κουρτίνα.
-«Είσαι καλά Σοφία;» Εκείνη τη στιγμή ένιωσα να φουσκώνει μέσα στο στήθος μου κάτι μεγάλο, κάτι ζεστό και παράξενο που δεν μπορούσα να ελέγξω και άρχισα να κλαίω, τόσο πολύ όσο δεν έχω κλάψει σε ολόκληρη τη ζωή μου.
Η Ιαμάρ ανέβηκε δίπλα μου στο κρεβάτι και μ’ έσφιξε στην αγκαλιά της.
-«Έκανες το σωστό,» μου ψιθύρισε, «δεν πρέπει να λυπάσαι. Απ’ την πρώτη στιγμή είχαμε καταλάβει ότι οι προθέσεις αυτού του ανθρώπου δεν ήταν καλές. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Έπρεπε να πεθάνει.»
Κάπως κατάφερα να ελέγξω τους λυγμούς μου και να της απαντήσω:
-«Δεν κλαίω γι’ αυτό,» «κλαίω από ντροπή.»
-«Από ντροπή; Γιατί να ντρέπεσαι εσύ;»
-«Γιατί είμαι μια απ’ αυτούς,» της απάντησα , «γιατί αποφάσισα να τον σκοτώσω, έτσι απλά. Γιατί μπορώ και εγώ να σκοτώσω με την ίδια ευκολία που σκοτώνουν και αυτοί. Κουβαλάω την ίδια κατάρα!»
Μια βαριά σιωπή έπεσε στο δωμάτιο. 
Πέρα απ’ τη τεράστια τρύπα που έχασκε στον κατεστραμμένο τοίχο, ακουγόταν τα αμέριμνα κελαηδίσματα των παραδείσιων πουλιών και τα θροίσματα των φτερών των μεταξένιων πεταλούδων. Ο μικρός εκείνος παράδεισος συνέχιζε τη ζωή του, έχοντας ξεχάσει κιόλας την ασχήμια που τον είχε απειλήσει για μια πρόσκαιρη στιγμή. 
Οι νάνοι δεν είπαν τίποτα. Άπλωσαν όμως όλοι μαζί τα χέρια τους για να με βοηθήσουν να σταθώ στα πόδια μου, όπως τότε, στην ανεμοδαρμένη κορφή του λόφου, όταν είχα εξολοθρεύσει το τέρας που τους κυνηγούσε.


15

Η ζωή είναι γεμάτη ειρωνείες. Εγώ για παράδειγμα που από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ένιωθα βαθύτατη αποστροφή προς τη βία και τι θάνατο, υποχρεώθηκα να σκοτώσω δύο φορές για να σώσω αυτά που αγαπώ.
Έχω κάνει την επιλογή μου και θα συνεχίσω να ζω εδώ κάτω με τους νάνους, το σκύλο και τον άγγελό μου που αποφάσισε, όταν επιτέλους γιατρεύτηκε, να μείνει μαζί μας. Βάλαμε το πτώμα του Γιώργου στην λαστιχένια βάρκα του που με μια δυνατή σπρωξιά τη στείλαμε να χαθεί στα νερά του υπόγειου ωκεανού όπου κάποια στιγμή θα βυθιστεί και θα γίνει βορά των ψαριών που ζουν στα βάθη του.
Πρώτα όμως έγραψα αυτό το κείμενο. Αποτελεί για μένα έναν ύστατο αποχαιρετισμό προς τους συνανθρώπους μου. Μια απολογία που εξηγεί για ποιό λόγο έγινα μια εξόριστη και μια φόνισσα. Νιώθω ότι μόνο έτσι θα καταφέρω να λυτρωθώ απ’ τις τύψεις και τη ντροπή που με βασανίζουν .
Ο Λασκόν μου βρήκε αυτή την παλιά μπουκάλα. Είναι ένα απ’ τα σκουπίδια που καταλήγουν πότε-πότε στους υπόγειους κόσμους. Βάλαμε το τετράδιο μέσα της και αποφασίσαμε να τη δέσουμε γύρω απ’ το λαιμό του Γιώργου, προκειμένου να χαθεί μαζί του. 
Αυτό είναι όλο. Δεν έχω τίποτα περισσότερο να γράψω. Παραδίδω τη μαρτυρία μου στα χέρια της τύχης και του θεού, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα, και συνεχίζω την παράξενη ζωή μου μέσα στην μαγική μου κοιλάδα που θα λούζεται για πάντα στο φως ενός αιώνιου απομεσήμερου.
Ωστόσο όλη αυτή η περιπέτεια με δίδαξε κάτι πολύ σημαντικό. Δεν είμαστε πλέον ασφαλής. Εφόσον η ανθρωπότητα έχει αρχίσει να ερευνά συστηματικά το υπέδαφος του πλανήτη μας, κάποια στιγμή θα εμφανιστούν και άλλοι άνθρωποι και τότε όλα θ’ αλλάξουν. Θα πρέπει να προετοιμαστούμε γι’ αυτό το ενδεχόμενο. Θα πρέπει ας πούμε να ψάξουμε για κάποιο καινούργιο καταφύγιο που θα μας φιλοξενήσει σε περίπτωση που η Κοιλάδα μας αλωθεί απ’ τις ορδές των άπληστων νεοφερμένων. Ίσως να έχει φτάσει η στιγμή να κάνουμε και εμείς τις δικές μας εξερευνήσεις. Για παράδειγμα, κάποια στιγμή πρέπει ν’ ανακαλύψουμε επιτέλους τι υπάρχει πίσω από εκείνα τα στροβιλιζόμενα σύννεφα που κρύβουν τον ορίζοντα του υπόγειου ωκεανού. Θα το συζητήσουμε όλοι μαζί, όπως κάνουμε πάντα.»  

16


Χμ! Το περίμενα ότι δεν θα με πιστέψετε. Και πολύ καλά κάνετε. Έβγαλα αυτή τη ιστορία απ’ το μυαλό μου. Αλήθεια σας λέω, είναι όλα ψέματα. Τέλος πάντων, και να μην είναι έτσι, δεν έχει καμία απολύτως σημασία, αφού κανείς σας δεν μπορεί ν’ αποδείξει το παραμικρό.  
Όπως καταλαβαίνετε η Σοφία είναι μια πολύ τυχερή γυναίκα. Έτσι και έπεφτε η μπουκάλα της σε λάθος χέρια θα είχε υπογράψει τη θανατική της καταδίκη. Ήταν λάθος της να εμπιστευτεί την ύπαρξη του αποκαλυπτικού αυτού ντοκουμέντου στην τύχη.  
Καθώς κρατούσα το τετράδιο στα χέρια μου, με χέρια που έτρεμαν απ’ την ταραχή, σκέφτηκα ότι υπάρχουν κάποια μυστικά που πρέπει να παραμένουν κρυμμένα. Δεν είναι απαραίτητο ΤΑ ΠΑΝΤΑ ν’ ανακαλυφθούν και να πέσουν στα χέρια του άπληστου πολιτισμού μας.
Εξάλλου, τα έχουμε ήδη θαλασσώσει. Η ανθρωπότητα παραπαίει. Πέντε λεπτά σερφάρισμα στο υπερδίκτυο αρκούν για να καταλήξει κάποιος σ’ αυτό το συμπέρασμα. Το χάος και τη βία έχουν ήδη απλωθεί στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, ακόμα και στην Ελλάδα! Πάρτε για παράδειγμα τα πρόσφατα κρούσματα βίας στα σχολεία! Μέχρι και νόμος πέρασε που κάνει υποχρεωτική τη χρήση αλεξίσφαιρων γιλέκων στους μαθητές του Δημοτικού! Αλήθεια, αξίζει τον κόπο να εξαπλωθεί αυτή η φρίκη και στα έγκατα της γης;  
Το κλίμα αλλάζει και ότι το νερό τελειώνει. Σε λίγα χρόνια ο εξουθενωμένος και βρώμικος κόσμος μας δεν θα μπορεί να ταΐζει τους κατοίκους του. Τι θα συμβεί αν όλα αυτά τα στίφη των απελπισμένων μάθουν ότι υπάρχουν τέτοιοι ανέγγιχτοι παράδεισοι κάτω απ’ τα πόδια τους; 
Έκανα λοιπόν αυτό που θεωρούσα σωστό. Έκοψα το τετράδιο σε μικρά κομματάκια και τα έκαψα στο τζάκι της σουίτας μου, αποφασισμένος να συνεχίσω τις διακοπές μου με το κεφάλι μου ήσυχο, ένας καταθλιπτικός και βαριεστημένος υπερήλικας που περιμένει στωικά το τέλος.
Και μετά έπεσα για ύπνο. 


Ερρίκος Σμυρναίος, Copyright 2009

5 σχόλια:

  1. Καλησπέρα σε όλους!
    Πηγή έμπνευσης για τη συγγραφή αυτού του μάλλον εκκεντρικού κειμένου που ίσως διαβάσατε αποτέλεσαν οι εμπειρίες ενός πολύ ενδιαφέροντος ανθρώπου ο οποίος ασχολείται με τη σπηλαιολογία και-σπεύδω να τονίσω-ως χαρακτήρας δεν έχει καμία απολύτως ομοιότητα με τον αδίστακτο και καιροσκόπο τύπο που εμφανίζεται στο διήγημα. Οι φωτογραφίες που έχει τραβήξει κατά τη διάρκεια των εξερευνήσεών του και τα πολύ όμορφα βιβλία που έχει γράψει μου έδωσαν το έναυσμα να γράψω και εγώ αυτό το αφήγημα. Επομένως, αγαπητέ ΑΘανάσιε Ξανθόπουλε, σου αφιερώνω το παραπάνω δημιούργημα και σου στέλνω τους χαιρετισμούς μου!

    Ερρίκος Σμυρναίος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΠΕΡΑΣΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΥΧΗΘΩ ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. μου αρεσει πολυ η ικανοτητα σου να περιγραφεις με τροπο τετοιο ωστε ειναι σαν να περνουν εικονες μπροστα απο τα ματια μου.Αλλα φυσικα και η φαντασια σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Προς Νηρηίδα, Σκρουτζάκο και κάθε άλλο αναγνώστη: Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια και για το ενδιαφέρον σας και εύχομαι να περάσετε ένα πολύ όμορφο και χαλαρωτικό Πάσχα!

    Ερρίκος Σμυρναίος

    ΑπάντησηΔιαγραφή