«Το κέρατό σου!»
Άνοιξε το παράθυρο του ‘πειραγμένου’ κόκκινου Nissan του και συνέχισε να φωνάζει στον μικρό που έγερνε από το βάρος του πλαστικού κουβά που ήταν γεμάτος θολό νερό. Στο δεξί χεράκι του κρατούσε έναν μικρό υαλοκαθαριστήρα.
«Ποιος σου είπε ρε μπασμένο κωλοπαίδι να μου κάνεις τα τζάμια;»
Είχε βγάλει το τριχωτό του χέρι έξω από το παράθυρο και το κουνούσε απειλητικά προς το μελαχρινό αγόρι που δεν ήταν πάνω από οχτώ χρόνων.
«Τσακίσου καθάρισέ το αμέσως από τις λάσπες και μην δω κανέναν γαμημένο λεκέ γιατί θα σε κάνω πιο μαύρο απ’ ότι είσαι».
Ο μικρός σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια αλλά εδώ ήταν το πόστο του. Αν ο άγριος άντρας περνούσε άλλη μέρα για να τον βρει και τον έπιανε;
Έτσι πλησίασε επιφυλακτικά το παρμπρίζ ρίχνοντας συνεχώς τρομαγμένες ματιές προς τον οδηγό.
Δεν το είχε λασπώσει μα έσφιξε τα λεπτά του χείλη, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών κι έβαλε τα δυνατά του να λάμψει το κατασκονισμένο γυαλί. Όταν πλέον άστραφτε στο πρωινό φως του Αυγουστιάτικου ήλιου, πισωπάτησε και κοίταξε με μια μικρή ελπίδα τον οδηγό.
Εκείνος σα να κατάλαβε, κάγχασε και του φώναξε ειρωνικά μήπως ήθελε και λεφτά που του έφαγε τόσο χρόνο με μαλακίες. Ύστερα ανέβασε το τζάμι του παραθύρου του και ξεκίνησε γκαζώνοντας.
Έριξε μια ματιά από τον καθρέφτη, το ψωριάρικο είχε ανέβει στο πεζοδρόμιο σκιάζοντας με το χέρι τα μάτια του.
Είχε απίστευτη ζέστη σήμερα.
Δυνάμωσε το κλιματιστικό και χαζογέλασε για το δωρεάν καθάρισμα ενώ απολάμβανε τον αποστειρωμένο αέρα που τον χτυπούσε στο πρόσωπο.
Σιγά μην πλήρωνε κανέναν από αυτούς τους χαμένους. Έπρεπε από μόνοι τους να θέλουν να τον υπηρετούν, να πάρει ο διάολος αυτοί κουβαλήθηκαν στη χώρα του. Άμα δε τους αρέσει να τα μαζέψουν να ξεβρομίσει και ο τόπος που μου θελαν και τουρισμό.
Αυτό το τελευταίο του φάνηκε πολύ πετυχημένο. Τουρισμό! Ξέσπασε σε δυνατά γέλια και πάτησε λίγο ακόμη το γκάζι. Ήθελε να φτάσει στη θάλασσα όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
******
Είδε το γαλάζιο της θάλασσας αμέσως μόλις έστριψε στον μικρό χωματόδρομο που τα θεριεμένα αγριόχορτα στις δύο πλευρές του έμοιαζαν να παλεύουν για να τον κρύψουν.
Του άρεσε αυτό το μέρος γιατί λίγοι το προτιμούσαν, μερικά χιλιόμετρα πιο πίσω είχε περάσει από τις οργανωμένες πλαζ με σπαστικά πιτσιρίκια που τσίριζαν σε ταλαίπωρες μανάδες, τσουτσέκια που έκαναν μόστρα τους κοιλιακούς τους, βρομερούς μαύρους που πουλούσαν χίλιες δυο μαλακιές και φυσικά η ενοικίαση της ξαπλώστρας κόστιζε πιο πολύ από τη βενζίνη που έκαιγε για να πάει ως εκεί. Το μόνο θετικό ήταν τα γκομενάκια με τα μικροσκοπικά μπικίνι που πασαλείβονταν με λάδια και όταν χοροπηδούσαν κυνηγώντας μπαλάκια του τένις του πρόσφεραν επιπλέον εικόνες για τις φαντασιώσεις του αλλά δε βαριέσαι, θα άντεχαν μια μέρα χωρίς τον βαρβάτο ανδρισμό του.
Είχε κάνει μόνο μια στάση σε ένα μίνι μάρκετ γεμάτο φουσκωτές μπάλες, πλαστικά στρώματα και πετσέτες σε χτυπητά χρώματα, για να αγοράσει λίγες μπύρες. Είχε ήδη προμηθευτεί από την προηγούμενη αρκετές για να τη βγάλει μέχρι το βράδυ αλλά οι προμήθειες του είχαν λιγοστέψει αρκετά πριν ξεκινήσει αφού ένα ψυγείο γεμάτο δροσερές μπύρες ήταν μεγάλος πειρασμός για να του αντισταθεί.
Σίγουρα δεν ήταν και κανένας αλκοολικός άσχετα τι έλεγε η μαλακισμένη η πρώην γυναίκα του που το μόνο καλό πάνω της ήταν ο κώλος της. Γι’ αυτό όταν του έσπαγε τα νεύρα με τις γυναικουλίστικες μαλακίες της την χτυπούσε εκεί. Να δούμε άμα της χαλούσε και το μόνο καλό που είχε ποιος θα γύριζε να την κοιτάξει.
Τελικά δεν το έκανε αρκετά δυνατά γιατί όταν τον χώρισε βρέθηκε ένας λαπάς με γυαλιά και αδερφίστικα ρούχα που πρόσεξε τον κώλο της και την πήρε. Άλλα καλά να πάθει και αυτός που φορτώθηκε την ηλίθια και αυτή που θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή της με ξενέρωτο σεξ, όχι που θα έκανε ο λαπάς σεξ σαν αυτόν.
Τώρα μπορούσε να πετάει όπου θέλει τα βρακιά του, να πίνει όσο γουστάρει και να βλέπει όσες τσόντες θέλει χωρίς να του τα πρήζει κανείς. Και άμα ήθελε γυναίκα ήξερε κάτι σπίτια που όλες ήταν πρόθυμες να τον ικανοποιήσουν όταν τους κόλλαγε μερικά λεφτά στη μούρη.
Φυσικά δεν το πήρε τόσο θετικά στην αρχή, το μόνο που ήθελε ήταν να την ξυλοφορτώσει μέχρι να μην την γνωρίζει ούτε η γριά γκιόσα η μάνα της. Άλλα τα ασφαλιστικά μέτρα που του είχε κάνει ήταν παλούκι, μετά εύκολα θα αποδείκνυε πως αυτός την είχε μαυρίσει στο ξύλο και δεν ήθελε μπελάδες με τους μπάτσους. Αρκετά τράβηξε μέχρι να γλιτώσει από τη μήνυση του κιτρινιάρη γείτονά του που είχε το θράσος να του κλέβει τη θέση του παρκινγκ.
Μωρέ καλά του ‘κανε του κοντοπίθαρου που ήρθε στη χώρα του και νόμιζε θα βρει κι άλλους μαλάκες σαν τους σχιστομάτηδες συμπατριώτες του. Χαλάλι τα λεφτά που έδωσε στον δικηγόρο για να τον γλιτώσει, κάθε φορά που θυμόταν τον χλεμπονιάρη μπανταρισμένο σαν μούμια από τους επιδέσμους, ορκίζονταν πως η ικανοποίηση του άξιζε μέχρι το τελευταίο ευρώ που έδωσε.
Τους βρομιάρηδες τους ξένους τους είχε πιο μεγάλο άχτι και από τις γυναίκες. Αυτές τουλάχιστον είχαν γεννηθεί εδώ και ήταν αναγκαίο κακό αφού μπορούσαν να ικανοποιήσουν έναν άντρα αν δεν ήταν πολύ ξενέρωτες. Οι ξένοι όμως μόνο να βρομίζουν τον τόπο ήξεραν.
Έφτυσε με αηδία στην γκρίζα άσφαλτο, μπήκε στο αμάξι και περίμενε να βγει από τον κεντρικό δρόμο για να ανοίξει μια μπύρα χωρίς να κινδυνεύει να τον δει κανένας ξέμπαρκος μπάτσος.
*******
Πάρκαρε σπινιαριστά στην πατικωμένη άμμο και βγήκε έξω. Τεντώθηκε, χαζεύοντας την μεγάλη παραλία η οποία απλωνόταν και προς τις δύο κατευθύνσεις, γεμάτη σκουροκίτρινη χοντρή άμμο. Η αριστερή μεριά πέρα από μερικούς γλάρους που έψαχναν τίποτε φαγώσιμο στην άμμο και ύστερα ανέβαιναν πάλι νωχελικά στον αέρα, ήταν έρημη. Γύρω στα εκατό μέτρα δεξιά όμως είχε μερικές ξεθωριασμένες ομπρέλες που διαφήμιζαν πορτοκαλάδα με ασορτι κίτρινες ξαπλώστρες από μια μικρή καφετέρια που απ’ όσο ήξερε άνοιγε μόνο τα Σαββατοκύριακα και σήμερα ήταν φυσικά κλειστή αφού προτιμούσε να πηγαίνει καθημερινές για μπάνιο.
Άρπαξε έναν παλιό σάκο με τα απαραίτητα και το φορητό ψυγειάκι από τη θέση του συνοδηγού, κλείδωσε και ξεκίνησε για εκεί.
Είχε προχωρήσει λίγα μέτρα όταν πρόσεξε τρεις φιγούρες στις ξαπλώστρες. Δεν του άρεσε και πολύ η ιδέα να μοιραστεί το μέρος με άλλους άλλα όταν πλησίασε κι άλλο είδε πως οι φιγούρες ήταν γυναικείες έτσι το κέφι του έφτιαξε.
Προσπάθησε να μη γέρνει από το βάρος του ψυγείου, πράγμα δύσκολο αφού ήταν γεμάτο μέχρι πάνω με κουτάκια μπύρας, συν αυτά που αγόρασε πριν και είχε παραχώσει με το ζόρι στον σάκο. Στον γυρισμό που θα τις είχε πιει όλες θα το κουβαλούσε πανεύκολα, τώρα όμως ζοριζόταν καθώς τα πόδια του βούλιαζαν στην καυτή άμμο και το βάρος τον τραβούσε προς τα δεξιά. Βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του και συνέχισε όσο πιο καμαρωτά μπορούσε.
Όταν έφτασε διάλεξε μία ξαπλώστρα όσο πιο κοντά στην συντρόφια των γυναικών μπορούσε, αλλά λίγα μέτρα πιο πίσω από τις δικές τους για να μπορεί να τις χαζεύει με την ησυχία του.
Ακούμπησε κάτω το ψυγειάκι και πέταξε τον σάκο στην διπλανή ξαπλώστρα.
Οι κοπέλες κοίταξαν στην αρχή προς το μέρος του αλλά γρήγορα γύρισαν πάλι προς τη θάλασσα συζητώντας χαμηλόφωνα.
Πάντως ακόμη και αν δεν τον κοιτούσαν φρόντισε να ρουφήξει την κοιλία του όταν έβγαλε τη μπλούζα του σε περίπτωση που κάποια γυρνούσε πάλι προς το μέρος του.
Άνοιξε το πρώτο από τα πολλά κουτάκια μπύρας και ήπιε μια μεγάλη γουλιά που άφησε να αφρίσει απολαυστικά στο στόμα του πριν την καταπιεί.
Βάλθηκε να χαζεύει πίσω από τα γυαλιά ηλίου που του έδιναν κάλυψη, τις κοπέλες που σίγουρα δεν ήταν πάνω από εικοσιπέντε. Δύο καστανές και μία κοκκινομάλλα. Απ’ όσο μπορούσε να δει, η κοκκινομάλλα είχε και τα πιο πολλά προσόντα που ξεχείλιζαν από το τριγωνικό πάνω μέρος του μπικίνι της.
Απλώθηκε στην ξαπλώστρα συνεχίζοντας την προσπάθεια του να δει περισσότερα.
Ένα μισάωρο και πάνω από δέκα μπύρες αργότερα αποφάσισε να βουτήξει Αφενός γιατί είχε λιώσει από τη ζέστη κι αφετέρου για να τις δει καλύτερα και από μπροστά.
Πέρασε από δίπλα τους σφίγγοντας όσο μπορούσε κάθε αγύμναστο μυ του κορμιού του και μπήκε απότομα στο ήρεμο, καθαρό νερό.
Η διαφορά θερμοκρασίας του έκοψε την ανάσα αλλά δεν σκόπευε να δείξει στις πιτσιρίκες ότι ένας άντρας σαν αυτόν δεν μπορούσε να αντέξει το νερό.
Έριξε μερικές απλωτές και ύστερα συνέχισε να κολυμπάει πιο χαλαρά φροντίζοντας να είναι μπροστά τους.
Όντως η κοκκινομάλλα ήταν η πιο ωραία, όχι πως θα τον χαλούσε να του κάτσει μια από τις δυο καστανές, ακόμη καλύτερα και οι δυο μαζί!
Άλλα και αυτές τον κοιτούσαν, η κοκκινομάλλα μάλιστα περισσότερο. Να ήταν τυχερή τελικά και να της χάριζε μια αξέχαστη εμπειρία πριν γυρίσει στους νερόβραστους πιτσιρικάδες;
Αφού κατούρησε μέσα στο ημιδιάφανο νερό με μια ηδονική αίσθηση που πάντα ένιωθε όταν έκανε κάτι που δεν είναι αποδεκτό αλλά δεν μπορούν να τον δουν, βγήκε από τη θάλασσα και πάλι ρουφώντας την κοιλιά και σφίγγοντας τους μύες του. Όταν πέρασε από δίπλα τους, τους χαμογέλασε και συνέχισε μέχρι την ξαπλώστρα του χωρίς να περιμένει. Το θέμα ήταν να φανεί άνετος. Άνοιξε άλλη μια μπύρα και έκοψε αντιδράσεις από τις μικρές.
Η κοκκινομάλλα σα να γύρισε λοξά προσπαθώντας μην καρφωθεί κι έπειτα κάτι είπε στις φίλες της.
Σίγουρα γι’ αυτόν έλεγε. Προσπάθησε να ακούσει κι έσκυψε με τρόπο προς το μέρος τους.
«Ρε Μαρίνα τον ξέρουμε κι από χθες ή μήπως θα τον δούμε κι αύριο;» Άκουσε να λέει η καστανή με το πράσινο μαγιό.
«Ναι ρε χαζή ξεκόλλα αφού γι’ αυτό ήρθαμε στην ερημιά του Θεού!» Συνέχισε η δεύτερη καστανή στο ίδιο ύφος.
Με τα πολλά, και συμπληρώνοντας με τη λογική του όσα δεν άκουγε καλά, κατάλαβε πως προσπαθούσαν να την πείσουν να βγάλουν τα σουτιέν τους.
Ξάπλωσε κι εκείνος πίσω προσπαθώντας να κάνει τον αδιάφορο ή ακόμα και τον κοιμισμένο για να νιώσει η μικρή άνετα και ευχήθηκε ολόψυχα να την πείσουν. Αλλά πάνω που φάνηκε ότι τα είχαν καταφέρει εμφανίστηκε ένα μαυριδερός νεαρός με μια μεγάλη τσάντα περασμένη στον δεξί του ώμο.
Είχε έρθει από την αριστερή μεριά, πιθανότατα από τον ίδιο δρόμο που ήρθε και αυτός.
Που σκατά σκέφτηκε να έρθει από εδώ για να βρει πελάτες ο μπάσταρδος;
Πέταξε νευριασμένος, πάνω στον σωρό με τα ήδη άδεια κουτάκια, αυτό που μόλις είχε τελειώσει και πήρε γρήγορα ένα άλλο. Η άτιμη σαν νερό πίνονταν έτσι παγωμένη με αυτή τη ζέστη.
Είδε τον μαυριδερό να πηγαίνει κατευθείαν στις κοπέλες, Εμ, βέβαια του γυάλισαν του λιγούρη.
Άρχισε να τους δείχνει γυαλιά ηλίου, παρεό και αρώματα μαϊμού. Φυσικά αυτές τα χάζευαν όλα σαν τις κότες και ούτε λόγος πια να μείνουν μισόγυμνες.
Ύστερα έβγαλε κάτι που έμοιαζε με στραπατσαρισμένο βιβλίο και αυτές άρχισαν να το ξεφυλλίζουν μιλώντας δυνατά και χαρούμενα.
Η καστανή με το πράσινο μαγιό κάτι έδειξε σε μια σελίδα και ο μαυριδερός γονάτισε ανάμεσά τους. Είχε ήδη μαντέψει πως τα βιβλίο είχε εικόνες από τατουάζ από αυτά που έκαναν με χένα. Και πράγματι τον είδε να βγάζει από την τσάντα ένα μικρό μπουκαλάκι, ρόλο στικ για τις μασχάλες και ένα φύλο χαρτιού σαν τσιγαρόχαρτο.
Τον παρακολουθούσε να ξεπατικώνει το σχέδιο που διάλεξε η καστανή με το πράσινο μαγιό που τώρα αναρωτιόταν που θα πήγαινε καλύτερα να της το κάνει.
Τελικά κατέληξαν να το κάνει στη μέση και ξαπλώθηκε μπρούμυτα ενώ οι άλλες δύο έσκυψαν να βλέπουν καλύτερα.
Η ώρα περνούσε και ο βρομιάρης του κεράτα δεν έλεγε να τελειώσει, άσε που απ’ όσα έπιασε να λένε, ζήλεψαν και οι άλλες και θελαν να κάνουν και αυτές από ένα. Σίγουρα μετά από αυτό καμία δε θα έβγαζε τα βυζιά της έξω. Αλλά αν πήγαινε έτσι το πράγμα θα περίμενε να ξεκουμπιστεί ο λασπόδερμος και θα πήγαινε να τους πιάσει κουβέντα.
Οπότε έμεινε να περιμένει με την μπύρα στο χέρι ενώ αυτός ο τσόγλανος σίγουρα βρήκε ευκαιρία να πασπατέψει λίγη γυναικεία σάρκα. Δε φτάνει που ερχόντουσαν, σήκωναν και τα μάτια τους στις γυναίκες μας οι άτιμες οι φάρες.
Περίμενε κοντά είκοσι λεπτά μέχρι να τον δει να σηκώνεται. Μόλις είχε τελειώσει και από την κοκκινομάλλα που αν άκουσε καλά είχε διαλέξει ένα σχέδιο με αστεράκια. Όμως αντί να τσακιστεί να φύγει πήρε το τσιγάρο που του πρόσφεραν και κωλοκάθισε μαζί τους.
Ε, μα πια ήταν σαν να τον προκαλούσε!
Άκουσε την άλλη καστανή να του λέει ναζιάρικα πως πολλά ζητούσε να πληρώσουν αλλά αυτός επέμενε χαζογελώντας πως και λίγα ήταν. Έκανε υπομονή άλλα πέντε λεπτά και μετά σηκώθηκε να δείξει στις άβγαλτες πώς να μην τις πιάνουν κορόιδο οι αλήτες.
Πλησίασε χαλαρά την μικρή παρέα και χωρίς να κωλώσει στιγμή είπε στον ασχημομούρη να μαζέψει τα συμπράγκαλα του και να φύγει.
Εκείνος φυσικά τα έχασε και ρώτησε τι είναι αυτά που λέει.
Οι κοπέλες στην αρχή δε μίλησαν κι έτσι πήρε μπρος και άρχισε να φωνάζει στον βρομιάρη πως έχει μεγάλο θράσος που ζητάει λεφτά επειδή έκανε πέντε μουτζούρες της πλάκας. Η κοκκινομάλλα ψέλλισε πως δεν υπάρχει θέμα, θα πληρώσουν αλλά αυτό τον έκανε να θέλει να της εξηγήσει γιατί δε πρέπει να δίνουν θάρρος σε τέτοια αποβράσματα, πράγμα φυσικά που έκανε με πολλές βρισιές .
Κι εκεί που νόμιζε ότι οι γκόμενες τον κοιτάνε με θαυμασμό σηκώθηκε η δεύτερη καστανή και του είπε πως τον παρακαλεί να τους αφήσει ήσυχους και δεν έχει καμία δουλειά να ανακατεύεται.
Στην αρχή έμεινε να την κοιτάζει σα να μην κατάλαβε τι άκουσε αλλά αμέσως μετά όλος ο θυμός του στράφηκε εναντίον τους. Γιατί τα ήθελε ο κώλος τους από την αρχή και αυτός ο βλάκας ήθελε να τις υπερασπιστεί χωρίς να ξέρει ότι έχει να κάνει με τσουλάκια, αλλά έπρεπε να το είχε καταλάβει αφού θελαν να του πετάξουν τα βυζιά τους μέσα στη μούρη τόση ώρα, αν θελαν γκόμενο μπορούσε να της κανονίσει άνετα και τις τρεις.
Και για να γίνει ακόμη πιο πιστευτός άρπαξε την κοκκινομάλλα από τον ώμο που ξεχώριζε το ψευτοτατουαζ με τα τρία αστεράκια και της φώναξε πως αν ήθελε να δει αληθινά αστεράκια αρκούσε μισή ώρα μαζί του.
Μετά όμως δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο γιατί ένιωσε κάτι βαρύ να πέφτει πάνω του από τα δεξιά του κι έχασε την ισορροπία του.
Έπεσε με δύναμη στην άμμο που χώθηκε στο στόμα και τα μάτια του ενώ ο αριστερός του αγκώνας χτύπησε στον στύλο της ομπρέλας στέλνοντας κύματα πόνου μέχρι το κεφάλι του.
Θα είχε σηκωθεί πολύ πιο γρήγορα αν ο εγκέφαλος του δεν κολυμπούσε στο αλκοόλ, αλλά και πάλι κατάφερε να σηκωθεί πριν προλάβουν να απομακρυνθούν αρκετά οι τσουλες που έτρεχαν σέρνοντας τις τσάντες και τις πετσέτες τους σηκώνοντας σύννεφα άμμου.
Έκανε να ριχτεί πίσω τους φτύνοντας ακόμη άμμο, αν προσπαθούσε σκληρά θα τις προλάβαινε και η λύσσα που του έδινε ο θυμός του για αυτές τις αχάριστες κουφάλες θα βοηθούσε σημαντικά.
Όμως πριν προλάβει να ξεκινήσει, ένιωσε κάποιον να τον τραβάει απότομα από το μπράτσο.
Γύρισε και είδε τον μαυριδερό τσόγλανο, του έλεγε με καθησυχαστική φωνή πως δεν άξιζε να συνεχίσει αλλά δεν τον άφησε να ολοκληρώσει και του έδωσε μια γροθιά που τον πέτυχε κάτω από το αυτί και τον έκανε να τιναχτεί προς τα πίσω. Φώναξε τι γνώμη είχε γι αυτόν και όλους τους βρομιάρηδες της χώρας του και τον ξάπλωσε κάτω συνεχίζοντας να τον χτυπάει με τις γροθιές του όπου έβρισκε.
Ο χέστης ικέτευε, φωνάζοντας με σπαστές λέξεις να τον λυπηθεί, πως θα κάνει ότι θέλει, πως θα φύγει αμέσως για τη χώρα του αρκεί να σταματήσει να τον χτυπάει.
Δεν είχε σκοπό να τον ακούσει αλλά είδε το αίμα που έτρεχε από το στόμα και τη μύτη του βλαμμένου και πασάλειβε τους κόμπους των χεριών του. Ένιωσε μια μικρή ζαλάδα που περισσότερο οφείλονταν στην ζέστη σε συνδυασμό με το αλκοόλ και λιγότερο στην λογική πλευρά του εαυτού του που είχε από χρόνια πνιγεί σε μια θάλασσα από μπύρες.
Πισωπάτησε και έπεσε λαχανιάζοντας πάνω στην ξαπλώστρα που μέχρι πριν χρησιμοποιούσε η κοκκινομάλλα. Έστριψε απότομα από την άλλη μεριά και φυσικά οι μικρές είχαν εξαφανιστεί αφήνοντας μόνο ένα ροζ καπέλο, σαν ενθύμιο, να ξεχωρίζει αναποδογυρισμένο πάνω στην άμμο.
Άκουσε τον άλλον να βήχει και ξαναγύρισε το κεφάλι του μπροστά. Τον είδε να φτύνει σάλια
ανακατεμένα με αίμα που έπεσαν πάνω στην άμμο κάνοντάς την να σκουρύνει και να σβολιάσει. Δεν είχε σκοπό να τον χτυπήσει άλλο, αρκεί να μην έλεγε καμιά εξυπνάδα πριν βάλει φτερά στα πόδια του.
Όμως προς έκπληξή του τον άκουσε να του ζητάει συγνώμη.
«Ο Αμίρ ξέρει κάνει χαζομαρις αφέντικο συνώμη, συνώμη» . Ύστερα διπλώθηκε στα δυο κι έβηξε δυνατά φτύνοντας κι άλλα ματωμένα σάλια. Όταν σηκώθηκε πάλι στα γόνατα κοίταξε προς τη μεριά του με χαμηλωμένα μάτια και ζήτησε για άλλη μια φορά συγγνώμη που ήταν τόσο ηλίθιος αλλά δεν έφταιγε αυτός, η ράτσα του έφταιγε που ήταν κατώτερος σε μυαλό.
Αυτό τον ηρέμισε αρκετά. Δεν ήταν και πολλοί αυτοί που παραδέχονταν πως έφταιγαν.
Έκλεισε τα μάτια του, όλο αυτό το φως του τρυπούσε το κρανίο. Άρχισε να τρίβει τους κροτάφους του ενώ ο σιγανός φλοίσβος των ήρεμων κυμάτων τον χαλάρωνε.
Είχε σχεδόν ξεχάσει την παρουσία του Αμίρ όταν εκείνος τον φώναξε δειλά.
Άνοιξε τα κόκκινα μάτια του για να τον δει με το χέρι απλωμένο προς το μέρος του κρατώντας μία από τις μπύρες του.
Την πήρε και ήπιε λαίμαργα αρκετές γουλιές κοιτώντας με μισόκλειστα μάτια τον Αμίρ που περίμενε αμίλητος.
«Τι θες τώρα; Να σου πω και φχαριστω;» Τον ρώτησε απότομα.
Εκείνος του είπε πως και βέβαια δεν περίμενε κάτι τέτοιο, απλά ήθελε να του κάνει ένα δώρο για να είναι σωστή η συγνώμη του.
Για την ακρίβεια ήθελε να του κάνει ένα ταττοο πολύ ωραίο, ταιριαστό σε έναν δυνατό άντρα.
Το σκέφτηκε για λίγο, ένα τατουάζ χωρίς να δώσει μία δεν ήταν κακή ιδέα, ύστερα αποφάσισε να δεχτεί με ένα ακατάληπτο γρύλισμα.
Άπλωσε το μπράτσο και τον προειδοποίησε μην τολμήσει να του κάνει κανένα αδερφίστικο τριαντάφυλλο.
Ο Αμίρ του είπε πως θα μείνει απόλυτα ικανοποιημένος και έβγαλε πάλι το μικρό μπουκαλάκι με την χένα. Αυτή τη φορά δεν αντέγραψε από κάπου το σχέδιο, έσκυψε πάνω από το μπράτσο κι άρχισε να σχεδιάζει με μεγάλη προσοχή σιγομουρμουρίζοντας έναν άγνωστο και μάλλον παράξενο σκοπό.
Τον άφησε να σχεδιάζει και άρχισε να χαζεύει τα παιχνιδίσματα του ήλιου πάνω στους απαλούς κυματισμούς που έκαναν τη θάλασσα να θυμίζει τεράστιο θαλασσί σεντόνι που το ρυτιδώνει απαλά ο αέρας.
Κάποια στιγμή ο Αμίρ ανασηκώθηκε και τον ρώτησε πως του φαίνεται.
Κοίταξε το μπράτσο του που τώρα το κοσμούσε ένα ακαθόριστο σχήμα σαν ρευστή μαύρη φωτιά σε κυκλικό μοτίβο, στο κέντρο ένα μάτι με κόρη σαν γάτας έμοιαζε να κοιτάζει γύρω του με μίσος. Μικρά σημαδάκια σαν πλαγιαστά αραβικά γράμματα στεφάνωναν το σχήμα της φωτιάς.
Του άρεσε, γέλασε μεθυσμένα και είπε στον μαυράκο ήταν τυχερός, δεν θα έτρωγε άλλη καρπαζιά.
Εκείνος, με το αριστερό του μάτι να φαίνεται πιο μικρό μέσα στην μελανιά που όλο και μεγάλωνε, χαμογέλασε σα να μην τον πονούσαν τα πρησμένα του χείλη.
«Είναι από πατίδα μου αφέντικο. Μεγάλη τύχη για χωριό μου.»
Ύστερα τον χαιρέτισε κι έφυγε κουτσαίνοντας ελαφρά, από τον ίδιο δρόμο που έκρυβαν τα κιτρινισμένα αγριόχορτα.
Χάζεψε για λίγο ακόμη το σχέδιο που του φάνηκε αρκετά αντρικό και ενώ προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του να σηκωθεί και να κάνει μια βουτιά για να καθαρίσει λίγο το μυαλό του, αποκοιμήθηκε.
******
Τον ξύπνησε ένας σιγανός, επαναλαμβανόμενος ήχος που τόση ώρα προσπαθούσε να ταιριάξει στο όνειρό του.
Ένα περίεργο γρατσούνισμα σα να τρίβεις δύο φύλλα γυαλόχαρτου μεταξύ τους.
Ανασηκώθηκε μισοζαλισμένος και κοιτώντας γύρω του, το πρώτο που πρόσεξε είναι πως έπεφτε το σούρουπο. Μακριές σκιές από τις ομπρέλες απλώνονταν σαν παρατημένα κουρέλια πάνω στην άμμο που τώρα έμοιαζε γκρίζα. Μπροστά του η θάλασσα είχε χάσει το λαμπερό της χρώμα, τα κύματα είχαν δυναμώσει και πηχτός αφρός τινάζονταν καθώς έσκαγαν με φόρα στην βρεγμένη αμμουδιά.
Είχε παρακοιμηθεί, μόλις ξυπνούσε καλά θα μάζευε τα πράγματα του και θα γυρνούσε πίσω στο αμάξι. Αν συνέχιζε να νυστάζει θα κοιμόταν άλλη μια ώρα πριν πάρει τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι του.
Τεντώθηκε για να διώξει το μούδιασμα από τα πιασμένα του μέλη. Σταμάτησε απότομα, να τος πάλι αυτός ο περίεργος ήχος. Κοίταξε τριγύρω, είχε την εντύπωση πως ερχόταν από κάπου δεξιά, μετά τις παρατημένες ξαπλώστρες.
Σηκώθηκε και προχώρησε προς τα εκεί. Τώρα η άμμος ήταν δροσερή κάτω από τα πέλματα του. Όσο πλησίαζε ο ήχος δυνάμωνε. Σα να έπιασε κίνηση πίσω από μια πεσμένη ομπρέλα.
Όταν έφτασε εκεί τα έχασε.
Άμμος στροβιλιζόταν βίαια γύρω από μια χοάνη που όλο και μεγάλωνε. Ο ήχος προερχόταν από την τριβή των κόκκων μεταξύ τους. Το άνοιγμα έμοιαζε με έναν μεγάλο αναποδογυρισμένο κώνο που κάποιος είχε την ιδέα να θάψει εκεί.
Σκιά κάλυπτε τον πυθμένα της που ολοένα βάθαινε καθώς η άμμος συνέχιζε όλο και πιο γρήγορα να γυρίζει. Και σα να είχε ανοίξει κάποιος έναν τεράστιο ανεμιστήρα, το ελαφρύ αεράκι μετατράπηκε απότομα σε δυνατό άνεμο που έκανε τις τρίχες στον σβέρκο και τα μπράτσα του να σηκωθούν. Όμως δεν κουνήθηκε, το βλέμμα του είχε μαγνητίσει η μυστηριώδης χοάνη που οι σκιές την έκαναν να μοιάζει σαν άνοιγμα σε άβυσσο.
Δεν ήξερε αν πέρασε μόνο μια στιγμή ή ώρες ολόκληρες όταν κάτι κινήθηκε εκεί μέσα. Έσκυψε προσπαθώντας να διακρίνει τι ήταν και του φάνηκε πως είδε ένα μάτι εκεί κάτω. Ένα αναθεματισμένο μάτι σε μέγεθος μεγάλου πιάτου! Σίγουρα ονειρευόταν ακόμα!
Όμως στα όνειρα λένε δε νιώθεις πόνο κι εκείνος πρόσεξε επιτέλους πως το μπράτσο με το ταττοο τον πονούσε και τον έκαιγε σα να τον είχαν χτυπήσει εκεί με πυρωμένο σίδερο. Αντανακλαστικά το έσφιξε με το άλλο του χέρι και αισθάνθηκε κάτι υγρό να κολλάει πάνω στα δάχτυλά του. Αίμα ανέβλυζε από το ζωγραφισμένο μάτι. Κυλούσε κι έσταζε από τον αγκώνα του στην άμμο που θαρρείς και το έπινε αχόρταγα σκεπάζοντας το σημείο που έπεφταν οι κόκκινες στάλες, δημιουργώντας μικρά βουναλάκια.
Πρόλαβε να αναρωτηθεί τι στην οργή συνέβαινε όταν η χοάνη μπροστά του κατέρρευσε αφήνοντας μια τρύπα μεγάλη και μαύρη σαν πηγάδι.
Πισωπάτησε σφίγγοντας πιο δυνατά το πληγωμένο του χέρι καθώς μια φιγούρα άρχισε να βγαίνει μέσα από τις σκιές.
Ένα πλάσμα που το λυκόφως χρωμάτιζε πορτοκαλιές ανταύγειες στο γκριζοπράσινο δέρμα του. Δέρμα τραχύ γεμάτο εξογκώματα και ζαρωμένες, μαύρες περιοχές σαν να είχε αρχίσει να σαπίζει. Σήκωσε το κεφάλι του για να αντικρίσει ένα πρόσωπο με δυο μάτια ίδια με αυτό που τώρα είχε μετατραπεί σε πληγή πάνω στο μπράτσο του. Κίτρινα, μεγάλα σαν πιάτα, γεμάτα μίσος.
Ένιωσε αμυδρά πως είχε κατουρηθεί πάνω του και αμέσως μετά γύρισε κι άρχισε να τρέχει αφήνοντας ένα ουρλιαχτό που παραμόρφωσε τη φωνή του. Προσπάθησε να αποφύγει τις ξαπλώστρες, τις ομπρέλες και την ίδια την άμμο που σα να έστηνε παγίδες στα πόδια του και τον έκανε να τρεκλίζει κουνώντας μανιασμένα τα χέρια του για να μην χάσει την ισορροπία του. Δεν άκουγε τίποτα πίσω του αλλά δεν τολμούσε να γυρίσει για να βεβαιωθεί πως όλα αυτά ήταν της φαντασίας του. Πέρασε δίπλα από το ψυγειάκι του αλλά δεν έκανε καμία κίνηση για να πάρει είτε αυτό είτε τον φθαρμένο του σάκο, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να φτάσει στο αυτοκίνητο, να μπει μέσα και να εξαφανιστεί από αυτό το γαμημένο μέρος.
Δεν πίστευε πραγματικά πως θα τα καταφέρει μέχρι που πέρασε ανάμεσα από τα ξερόχορτα και είδε την μεταλλική λάμψη του αμαξώματος στο τελευταίο φώς του ήλιου που έμοιαζε να τον καταπίνει η θάλασσα.
Έπεσε με δύναμη πάνω στην πόρτα του οδηγού και πάλεψε προσπαθώντας να την ανοίξει μέχρι που θυμήθηκε πως την είχε κλειδώσει. Και το κλειδί ήταν στον σάκο που είχε παρατήσει εκατό μέτρα πιο πίσω.
Λαχανιασμένος τίναξε προς τα εκεί το κεφάλι του και σκέφτηκε αν έπρεπε να γυρίσει να το πάρει ή να συνεχίσει τρέχοντας μέχρι να φτάσει σε ένα ασφαλές μέρος. Δύο χιλιόμετρα πιο κάτω είχε κόσμο, κάποιος θα τον βοηθούσε.
Δεν πρόλαβε να πάρει μία απόφαση όταν κάτι τον άρπαξε από τον ώμο που πληγωμένου του χεριού και τον πέταξε προς την μεριά της θάλασσας.
Ένας δυσβάσταχτος πόνος κι ένα κενό στο στομάχι, έπειτα προσγειώθηκε με το στήθος πάνω στη βρεγμένη άμμο και ένα κύμα ίσα που του έβρεξε τα μαλλιά. Ήταν αδύνατον να είχε διανύσει πετώντας τα είκοσι μέτρα που ήταν η απόσταση πάνω κάτω από τον δρόμο μέχρι την ακροθαλασσιά μα ένα μεγαλύτερο κύμα τον χτύπησε παγώνοντάς του το κεφάλι. Έκανε να στηριχθεί στα χέρια του για να σηκωθεί αλλά το δεξί δεν υπάκουγε σε καμία εντολή.
Ύστερα το τέρας τον άρπαξε από το πόδι κι άρχισε να τον σέρνει τινάζοντας τον βίαια πάνω στην άμμο που συνέχιζε να πίνει με βουλιμία το αίμα του. Αίμα που τώρα έτρεχε ασταμάτητα από τον ξεσκισμένο του ώμο, ανάμεσα από κομματιασμένους μύες και λωρίδες γδαρμένου δέρματος.
Άρχισε να ουρλιάζει με όλη του τη δύναμη ενώ χτυπιόταν κλωτσώντας στα τυφλά με το ελεύθερο πόδι του.
Ύστερα κοφτερά νύχια χώθηκαν στην γάμπα και τον μηρό του και τον αναποδογύρισαν σαν πάνινη κούκλα. Χτύπησε το κεφάλι αλλά ούτε που το πρόσεξε. Πάνω του είχε σκύψει το τέρας που έφτυσε η άμμος και τώρα, μέσα στο νεογέννητο σκοτάδι μόνο τα τεράστια κίτρινα μάτια του ξεχώριζαν σα να φωτίζονταν από μέσα. Έκανε να ουρλιάξει ξανά μα ένα χέρι έκλεισε γύρω από τον λαιμό του φυλακίζοντας την ανάσα του. Τον σήκωσε ψηλά χωρίς να δείχνει ότι καταλαβαίνει έστω και λίγο πως το χτυπούσε με όλη του τη δύναμη. Τον σήκωσε μέχρι το ύψος των τρομερών του ματιών, δεν ήθελε να τα κοιτάζει μα δε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Ήταν τόσο φριχτά, τόσο γεμάτα μίσος που αιχμαλώτιζαν το βλέμμα του και μαζί κάθε του σκέψη.
Την επόμενη στιγμή το τέρας έσυρε ένα νύχι όμοιο με στιλέτο πάνω στο αιματοβαμμένο ταττοο κι έπειτα το έφερε κάτω από τα μάτια του, εκεί όπου δύο ρουθούνια όμοια με ταύρου έτρεμαν ανεπαίσθητα οσμίζοντας τον αέρα.
Μύρισε αυτό που ήθελε και έγειρε λίγο πιο πίσω αφήνοντας να αποκαλυφθεί ένα στόμα που μέχρι τότε ήταν κρυμμένο στις ζάρες του χοντρού του λαιμού.
Ένα στόμα τεράστιο που όταν άνοιξε είδε πως ήταν γεμάτο κοφτερά δόντια. Μπόχα σάπιας σάρκας τον χτύπησε και κατάλαβε πως τον έσπρωχνε προς τα εκεί, πως θα τον έτρωγε ζωντανό. Προσπάθησε πάλι να ουρλιάξει χωρίς να μπορέσει ο ήχος να περάσει από την θηλιά που σχημάτιζε το απαίσιο χέρι του τέρατος γύρω από τον λαιμό του. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του όταν τα δόντια ήταν τόσο κοντά του πια που μπορούσε να διακρίνει σκαλωμένα ανάμεσά τους, μαυρισμένα κομματάκια από κρέας που είχε από καιρό σαπίσει. Συνέχισε να χτυπάει μανιασμένα με χέρια και με πόδια το τέρας. Ακόμη και όταν το στόμα έκλεισε γύρω του με τα δόντια να βυθίζονται σε σάρκες, να κόβουν τένοντες και να θρυμματίζουν σπόνδυλους αποκεφαλίζοντας τον, τα πόδια του κλωτσούσαν σπασμωδικά.
******
Ο ουρανός έστεκε ασυννέφιαστος πάνω τους. Ήταν καλή η ιδέα του Αντώνη τελικά να έρθουν και τα τρία ζευγαράκια σε αυτήν την παραλία. Ήταν υπέροχη με την κίτρινη άμμο της, την ήρεμη καθαρή θάλασσα και την ησυχία που της χάριζε η απουσία άλλων λουόμενων.
Ο Κώστας φώναξε πως ανακάλυψε ένα ψυγειακι γεμάτο μπύρες για να του απαντήσει αμέσως η Μαργαρίτα να μην τολμήσει να το πιάσει καν, δεν ξέρει ποιος το άφησε και τι αρρώστιες μπορεί να κουβαλούσε. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα και έτρεξε να βουτήξει φροντίζοντας να την κάνει μούσκεμα.
Αργότερα της χάρισε ένα μαντήλι, που αγόρασε για να τον συγχωρέσει, από έναν πιτσιρικά. Ινδός πρέπει να ήταν.
Ο Αμίρ ευχαρίστησε τον νεαρό άντρα, πέρασε στον ώμο του την μεγάλη του τσάντα και συνέχισε προς τα δεξιά, αποφεύγοντας, τυχαία θα λεγε κάνεις, να μην πατήσει τις μικρές καστανοκόκκινες πέτρες που θύμιζαν ξεραμένο αίμα.
Ο Ουμαγιου πάντα άφηνε τα σημάδια του αλλά ποιος θα πίστευε πως αυτές οι πέτρες ήταν πράγματι φτιαγμένες από αίμα;
Ούτε και κάνεις ήξερε τον Ουμαγιου σε αυτήν την γωνία του κόσμου. Αν έλεγε το όνομά του στο χωριό του σίγουρα θα έμενε νηστικός τρία μερόνυχτα που τολμούσε να το ξεστομίσει έτσι απερίσκεπτα.
Ο Ουμαγιου δεν ήταν φίλος τους. Ο Ουμαγιου ήταν η κατάρα της γης τους. Που με την σοφία των παλαιών κατάφεραν λίγο να την χρησιμοποιήσουν προς όφελος τους. Σίγουρα ήταν προτιμότερο να του προσφέρουν θυσία στην αχόρταγη πείνα του τους πολεμοχαρείς γείτονές τους που προσπαθούσαν να αρπάξουν τα λίγα τους υπάρχοντα από τα ίδια τους τα παιδία. Ευτυχώς ο Ουμαγιου δεν φάνηκε να νοιάζεται για την ηλικία της σάρκας που του πρόσφεραν. Αρκεί να είχε πάνω της το Σημάδι του.
Ο ίδιος είχε μάθει καλά να το σχεδιάζει και να λέει τον Σκοτεινό σκοπό του, σαν απόγονος του πρώτου Μάγου είχε την υποχρέωση να το μάθει και το είχε αποτυπώσει πάνω σε αρκετά υποψήφια θύματα του δαίμονα.
Δεν ήξερε αν μπορούσε να φτάσει πέρα από τα σύνορα του χωριού του μέχρι που το δοκίμασε πάνω στην απελπισία του. Εκείνος ο σωματέμπορος που τον είχε ‘βοηθήσει’ να φτάσει εδώ είχε αρχίσει να γίνεται πολύ επικίνδυνος, δεν του έφτανε το ποσοστό που του έδινε, ήθελε συνέχεια κι άλλα. Κι αν δεν τον ικανοποιούσε φρόντιζε να τον γεμίζει χαρακιές που θα του θύμιζαν τα καθήκοντά του.
Τελικά ο Ουμαγιου μπορεί να φτάσει όπου είναι το Σημάδι του κι εκείνος έπαψε να ανέχεται το κάθε τέρας που του δυσκόλευε τη ζωή.
Thaleia Theofilou, Copyright 2010
Μπραβο Θαλεια,
ΑπάντησηΔιαγραφήΠραγματικα υπεροχο κειμενο που αποτυπωνει σε μεγαλο βαθμο την υπεροπτικη συμπεριφορα του Νεοελληνα προς οτιδηποτε μη αποδεκτο για τις μικροαστικες αντιληψεις που τον διεπουν.
Μου αρεσε πολυ το τελος και η μεταφυσικη - δεμονικη χροια- που του εδωσες...
Συγχαριτηρια..
τέλειο απλά
ΑπάντησηΔιαγραφήΕνα πραγματικα υπεροχο διηγημα,τοσο καλογραμμενο και τοσο εντονο που διαβαζοντας το δεν μπορεις να αποφυγεις ουτε το να σχηματισεις σαν εικονα στο μυαλο σου τις σκηνες που περιγραφονται τοσο γλαφυρα,μα ουτε και την αισθηση που αρχιζει και θεριευει μεσα σου,επλπιζοντας στην τελικη τιμωρια-Νεμεση του ηρωα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠραγματικα ενα πολυ δυνατο και δυστυχως τοσο αληθινο σημερα κειμενο και στ'αληθεια πολυ εμπνευσμενο το μεταφυσικο του φιναλε...
Συγχαριτηρια...
Νικη Αυγερινου.
Πολύ καλογραμμένο και δυνατό. Η απεικόνιση του αντιπαθέστατου "ήρωα" είναι τόσο ανάγλυφη και ρεαλιστική που στο τέλος, χαίρεσαι για το αιματηρό του τέλος! Νιώθεις ότι αποδίδεται δικαιοσύνη! Πολλά συγχαρητήρια και από μενα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕρρίκος Σμυρναίος.
Πολύ δυνατό και καλλογραμμένο. Η απεικόνιση του αντιπαθέστατου "ήρωα" είναι τόσο ρεαλιστική και ανάγλυφη που στο τέλος χαίρεσαι με το αιματηρό τέλος που τον περιμένει! Νιώθεις ότι αποδίδεται δικαιοσύνη! Τα συγχαρητήρια μου και πάλι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕρρίκος Σμυρναίος
Χαιρομαι πραγματικα που σας αρεσε, οταν σου λεει καλο λογο καποιος που θεωρεις οτι γραφει πολυ καλα, σε χαροποιει ιδιαιτερα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦυσικα οπου υπαρχει σημειο που κατι δεν σας κολλαει καλα, περιμενω και να μου το πειτε!
Παντως κι εγω αντιπαθησα βαθυτατα τον Ελληναρα- οπως ολους τους Ελληναρες- της ιστοριας και ικανοποιηθηκα για το πως αποφασισε η φαντασια μου να ορισει την μοιρα του μιας και στην πραγματικη ζωη τους ξεφορτωνεσαι πολυ πιο δυσκολα...!
Πολύ καλό!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην καλησπέρα μου!!!!
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή