Καλησπέρα.
Προφανώς δεν ξέρετε με ποιόν μιλάτε. Φυσικό είναι. Πως θα μπορούσατε άλλωστε; Αφού όλα εξελίσσονται τόσο γρήγορα, σχεδόν αστραπιαία!
Τέλος πάντων, νομίζω ότι προτού αρχίσω να σας εξηγώ τι ακριβώς συμβαίνει, πρέπει να σας πω ότι ταλαιπωρήθηκα πολύ μέχρι να καταλάβω πως λειτουργεί αυτός ο ραδιοφωνικός πομπός και πως μπορώ να τον χρησιμοποιήσω. Αλλά πιστεύω ότι η προσπάθειά μου άξιζε τον κόσμο γιατί, στο κάτω-κάτω, έχετε δικαίωμα να γνωρίζετε τι σας περιμένει.
Πιστεύω επίσης ότι πρέπει να σας δώσω κάποιες πληροφορίες για το άτομό μου, έτσι για να ξέρετε με ποιόν έχετε να κάνετε. Θα μου επιτρέψετε λοιπόν να κάνω μια μικρή εισαγωγή. Όχι ότι μπορείτε να μου φέρετε αντίρρηση, αφού έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, εγώ έχω το πάνω χέρι και εσείς πρέπει να με υπακούτε αγόγγυστα.
Όλοι εσείς που βρίσκετε μαζεμένοι γύρω απ’ τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις σας, στα χωριά και στις κωμοπόλεις που παραμένουν ακόμα ζωντανές, ακούστε αυτά τα λόγια καθώς είμαι σίγουρος ότι δυσκολεύεστε να χωνέψετε τις τελευταίες εξελίξεις. Δεν σας αδικώ. Κανείς δεν περίμενε κάτι τέτοιο, η εποχή της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη Γη να τελειώσει με τόσο απροσδόκητο τρόπο!
Τι να σας πω; Ότι δεν σας αξίζει; Ψέματα θα’ ναι! Τεντώστε λοιπόν τ’ αυτιά σας και βγάλτε το σκασμό!
Που λέτε, πριν από έξι μήνες, ήμουν ένας πολύ δυστυχισμένος συνάνθρωπος σας, ένας loser όπως λένε οι Εγγλέζοι. Ή οι Αμερικάνοι; Δεν έχει μεγάλη σημασία, αφού όση ώρα σας μιλάω, οι δυο αυτοί λαοί εξαφανίζονται απ’ το χάρτη.
Ήμουν πάμφτωχος το λοιπόν, ανέραστος και καταφρονεμένος. Ζούσα σε μια άθλια γκαρσονιέρα με βρώμικους τοίχους, στον πρώτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας, κάπου κοντά στα Εξάρχεια, στη βρώμικη και δυσλειτουργική Αθήνα. Δεν είχα ούτε φίλους ούτε και συγγενείς που να νοιάζονται για μένα.
Είχα μάθει να βλέπω τον εαυτό μου σαν μια κινούμενη αποτυχία. Η παιδική μου ηλικία υπήρξε μίζερη και μοναχική. Πέρασα τα σχολικά μου χρόνια βυθισμένος σε μια γκρίζα μοναξιά, σε μια μόνιμη κατάσταση άμυνας καθώς ήμουν υποχρεωμένος σε καθημερινή βάση ν’ αντιμετωπίζω την απόρριψη και τον χλευασμό των συνομήλικων μου. Θυμάμαι σαν να ήταν μόλις χθες τα πειράγματα και τους εξευτελισμούς που υπέφερα απ’ τους συμμαθητές μου, οι οποίοι, κάθε φορά που μ’ έβλεπαν να περπατώ πάντα σκυφτός και πάντα μόνος στους δρόμους της μικρής κωμόπολης όπου είχα γεννηθεί και μεγαλώσει, δεν έχαναν την ευκαιρία να σφυρίξουν ειρωνικά, να πετάξουν πέτρες προς το μέρος μου και να με στολίσουν με κάθε λογής κοσμητικά επίθετα, μόνο και μόνο επειδή ήμουν ασθενικός και ντροπαλός, και πολύ-πολύ άσχημος για τα δικά τους εξευγενισμένα κριτήρια.
Αυτά ήταν εν συντομία τα παιδικά μου χρόνια.
Κάποια στιγμή μεγάλωσα και έκανα το μεγάλο βήμα. Μετακόμισα στην Αθήνα και αντάλλαξα το ασφυκτικό περιβάλλον της νεο-ελληνικής επαρχίας με το χάος και την ασχήμια της υδροκέφαλης πρωτεύουσας του ευνομούμενου και ανεπτυγμένου ελληνικού κράτους!
Φυσικά, τίποτα δεν άλλαξε προς το καλύτερο. Βρήκα μια κακοπληρωμένη δουλειά όπου οι σχέσεις με τους συναδέλφους μου δεν ξέφυγαν ποτέ απ’ τα πλαίσια της ψυχρής τυπικότητας, η κοινωνική μου ζωή εξακολουθούσε να είναι ανύπαρκτη και οι σεξουαλικές μου δραστηριότητες περιοριζόταν σε ολιγάριθμες και βιαστικές συνευρέσεις με εκδιδόμενες λαθρομετανάστριες.
Είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπήρχε κάτι το βαθύτατα ελαττωματικό στο άτομό μου, κάποια παράξενη αναπηρία που με απέκλειε μια και καλή από τη συντροφιά και την αγάπη, ή έστω την αποδοχή, των άλλων ανθρώπων. Η κοινωνία ήταν ένα απόκρημνο βουνό από κοφτερό γρανίτη που δεν θα κατάφερνα να σκαρφαλώσω ποτέ και που πάντα θ’ απειλούσε να με συντρίψει με κάποια αναπάντεχη κατολίσθηση.
Όλα αυτά άλλαξαν ως δια μαγείας τη στιγμή που ανακάλυψα ότι η μητέρα φύση, για να με αποζημιώσει για τα όσα είχα στερηθεί, αποφάσισε να μου χαρίσει μια πολύ παράξενη ικανότητα:
Τη δύναμη να επικοινωνώ τηλεπαθητικά με τις κατσαρίδες.
Και λοιπόν; Θα πείτε. Σιγά το δώρο! Κι όμως, σκεφτήκατε ποτέ πόσες κατσαρίδες ζουν στις τεράστιες μητροπόλεις μας και πόσες από δαύτες αντιστοιχούν για τον κάθε κάτοικο της Αθήνας, του Λονδίνου ή της Μόσχας; Θα μένατε κατάπληκτοι αν ξέρατε την αλήθεια. Ίσως και ν’ ανησυχούσατε λιγάκι αν σας ψιθύριζε κάποιος ότι την ώρα που εσείς κάθεστε και πίνετε το ποτό σας σε κάποιο μπαράκι, αμέριμνοι και χαλαροί, χιλιάδες μικρές κατσαριδούλες που κυκλοφορούν λίγα μόλις μέτρα κάτω απ’ τα πόδια σας, μέσα σε σκοτεινούς σωλήνες και υπόγεια και κάτω από ξύλινα πατώματα, αναπαράγονται ασταμάτητα και τρέφονται με βουλιμία απ’ τα σκουπίδια που με τόση ανεμελιά αφήνετε εδώ και εκεί.
Οι κατσαρίδες μου άλλαξαν τη ζωή. Με μεταμόρφωσαν. Στον ίδιο βαθμό που μεταμορφώθηκαν και αυτές. Τη στιγμή που συνενώθηκαν σε μια συλλογική νοημοσύνη με απεριόριστες δυνατότητες και παγκόσμιο βεληνεκές, ανέπτυξαν μαζί μου μια σχέση συμβιωτική. Οι κατσαρίδες με αγαπούν και με προστατεύουν. Είμαι η βιολογική τους προέκταση.
Τέλος, και πιστεύω ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό, γεύτηκα μαζί τους την υπέρτατη ηδονή του φόνου, τη χαρά να σκοτώνω, να παρατηρώ τρέμοντας από ευχαρίστηση τον κάθε ηλίθιο που μια φορά και έναν καιρό μου είχε φερθεί σαν να ήμουν σκουπίδι, να σπαρταράει και ν’ αργοπεθαίνει πεσμένος στα πόδια μου, ανίσχυρος, τρομοκρατημένος και-επιτέλους-ταπεινωμένος.
Η δικαίωση! Τι όμορφο και λυτρωτικό συναίσθημα!
Καταλαβαίνετε τώρα τι ακριβώς είναι αυτό που αντιμετωπίζετε; Αν όχι, υπάρχει και συνέχεια.
--------
Ξαναρχίζω λοιπόν την αφήγησή μου απ’ τη βραδιά που αποφάσισα ν’ απαγάγω τη μικρή μου Περσεφόνη. Αυτό δεν είναι το πραγματικό της όνομα αλλά της ταιριάζει πάρα πολύ και εφόσον και αυτή δεν έχει αντίρρηση να την αποκαλώ έτσι, το θέμα έχει λήξει.
Πρέπει να σας πω ότι η Αθήνα μου άρεσε πολύ τη νύχτα, ιδιαίτερα στις μεταμεσονύχτιες ώρες του καλοκαιριού. Μου άρεσε το ηλεκτροφωτισμένο μισοσκόταδο που απλωνόταν στις απρόσωπες γειτονιές της, όταν τα τσιμεντένια κτίρια και η άσφαλτος ανέδιδαν τη ζέστη που είχαν απορροφήσει κατά τη διάρκεια της ημέρας και τα πάντα φάνταζαν ακίνητα, σιωπηλά και διαποτισμένα από μια διάχυτη υγρασία που έκανε το δέρμα μου να κολλάει, σαν να ήταν καλυμμένο από μια υγρή ζελατίνη. Μου άρεσαν οι άδειοι δρόμοι που διαγράφονταν έρημοι και λουσμένοι στο βρώμικο φως των κίτρινων λαμπτήρων που κρέμονταν από πάνω τους σαν μολυσματικά φεγγάρια. Εισέπνεα με απόλαυση την ξινή μυρωδιά της αποσύνθεσης που ανέδιδαν οι ξέχειλοι σκουπιδοτενεκέδες στις γωνίες και την ανεπαίσθητη οσμή του κλούβιου αυγού που ξέφευγε απ’ τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων με τους κακοσυντηρημένους καταλύτες.
Οι σκοτεινές προσόψεις των άχαρων πολυκατοικιών με τα κλειστά διαμερίσματα, τα άδεια μπαλκόνια και τις σφραγισμένες μπαλκονόπορτες μου φαινόταν γοητευτικές, το μονότονο βουητό των κλιματιστικών μηχανημάτων και τ’ ακινητοποιημένα αυτοκίνητα που σχημάτιζαν διπλές σειρές κατά μήκος των στενών πεζοδρομίων, ίδια με τερατώδη σκαθάρια που είχαν εξοντωθεί στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από κάποια προϊστορική επιδημία, συνέθεταν εικόνες παράξενες και παρακμιακές, φορτισμένες εντούτοις με μια παράξενη ενέργεια.
Διέσχιζα τους έρημους δρόμους περπατώντας με το πάσο μου και παρατηρούσα την πόλη που κοιμόταν αμέριμνη και ανυποψίαστη γι αυτό που είχε γεννηθεί και αναπτυσσόταν εκθετικά μέσα στα υγρά της σπλάχνα. Φρόντιζα ν’ αποφεύγω τις φωταγωγημένες λεωφόρους με τ’ αυτοκίνητα που έτρεχαν μανιασμένα και κόρναραν επιθετικά, με τη μουσική στη διαπασών και τους οδηγούς που με λοξοκοιτούσαν ειρωνικά καθώς κατευθύνονταν προς τα θορυβώδη ξενυχτάδικα της παραλιακής. Φρόντιζα να μένω μακριά απ’ τις συνοικίες με τα δυνατά φώτα, τα ουζερί τις ταβέρνες τα εστιατόρια και τα μπαράκια και προτιμούσα τις σιωπηλές γειτονιές που ξεχείλιζαν από ξεθεωμένους μετανάστες και εξαθλιωμένους συνταξιούχους.
Ακόμα και εκεί ωστόσο, υπήρχαν στιγμές που ένιωθα αθέατα βλέμματα να με κοιτούν. Πάντοτε θα υπήρχε κάποιος που βασανιζόταν από αϋπνίες, που καθόταν στο μπαλκόνι του και ρέμβαζε κοιτάζοντας τον άδειο δρόμο. Και τότε, πρόσεχε εμένα, τη σκυφτή φιγούρα ενός παράξενου ανθρώπου που ήταν ντυμένος σαν άστεγος και περπατούσε αργά, μόνος και έρημος. Μόνος; Αν κοίταζε πιο προσεκτικά, ίσως και να παρατηρούσε κάτι το πολύ παράξενο: Ίσως να πρόσεχε μια παράξενη κίνηση γύρω απ’ τα πόδια μου, κάτι σαν σκιά που απλωνόταν γύρω τους και με ακολουθούσε πιστά. Ίσως επίσης, αν τύχαινε να είναι ιδιαίτερα παρατηρητικός και με την προϋπόθεση ότι τα μάτια του δεν είχαν εκφυλιστεί από τις ατελείωτες ώρες της παρακολούθησης ηλίθιων τηλεοπτικών προγραμμάτων, να έβλεπε ότι η υφή των ρούχων μου ήταν ασυνήθιστη, κάπως γυαλιστερή και μεταβαλλόμενη.
Αν ήξερε τι ήταν αυτό που έβλεπε εκείνη τη στιγμή, θ’ αναζητούσε αμέσως καταφύγιο μέσα στο τσιμεντένιο κλουβάκι του και θα προσευχόταν τρομοκρατημένος.
--------
Κάτω απ’ την μεγαλούπολη που γνωρίζετε, υπάρχει μια μυστική δεύτερη πόλη, ένα δαιδαλώδες σύμπλεγμα από κελάρια υπόγεια και δωμάτια με καυστήρες πολυκατοικιών και ανήλιαγες αποθήκες. Υπάρχουν σωλήνες αποστράγγισης όμβριων υδάτων που απλώνονται σε αποστάσεις δεκάδων χιλιομέτρων, αγωγοί αποχέτευσης και εγκαταλειμμένοι βόθροι, σωλήνες υδροδότησης, κομβικοί θάλαμοι όπου διασταυρώνονται εκατοντάδες ηλεκτρικά καλώδια της ΔΕΗ και παλιά τούνελ που εκτείνονται βαθιά στο υπέδαφος. Κάποια απ’ αυτά οδηγούν σε αρχαία πηγάδια και σε ακόμα πιο αρχαία υδραγωγεία. Και κάτω απ’ όλα αυτά, βαθύτερα ακόμα, υπάρχουν πιο παράξενα πράγματα, μικρά σπήλαια και ποτάμια, καταρράκτες που μουγκρίζουν στο σκοτάδι, αρχαίοι τάφοι και ερείπια σπιτιών, βυζαντινές κατακόμβες και θολωτοί τάφοι της Μυκηναϊκής περιόδου. Και ακόμα πιο βαθιά, βρίσκει κανείς τεράστιες σήραγγες που ξεπερνούν σε μέγεθος ακόμα και τις στοές του μετρό, μεγάλες αίθουσες και πηγάδια με λεία τοιχώματα που οδηγούν σε αβυσσαλέα βάθη. Δεν έχω ιδέα ποιός τα έχει φτιάξει όλα αυτά. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Σημασία έχει ότι όλα αυτά τα υπόγεια περάσματα και οι αγωγοί αποτελούν το μυστικό μου βασίλειο, έναν καινούργιο κόσμο που καλούμαι να μοιραστώ με τις αχώριστες φίλες και προστάτιδές μου.
Είχα εγκαταλείψει τον ανθρώπινο τρόπο ζωής με μεγάλη προθυμία. Είχα αφήσει το μίζερο διαμερισματάκι και την βαρετή μου δουλειά και είχα παρακαλέσει τις αγαπημένες κατσαρίδες να μου υποδείξουν κάποιο ασφαλές κρησφύγετο.
Εκείνες με οδήγησαν στα θολωτά υπόγεια μιας θαμμένης ρωμαϊκής έπαυλης με ψηφιδωτά πατώματα και πλίνθινους τοίχους που ανέδιδαν τη βαριά αλλά και τόσο καθησυχαστική μυρωδιά του βρεγμένου χώματος. Ένα περίπλοκο δίκτυο από πανάρχαιες κατακόμβες που απλωνόταν κάπου κάτω απ’ την περιοχή του Κεραμικού συνέδεε το ανήλιαγο εκείνο καταφύγιο με την ξεχασμένη κρύπτη μιας εκκλησίας απ’ όπου μπορούσε κανείς να βγει στην επιφάνεια του εδάφους, σηκώνοντας ένα μεταλλικό καπάκι που κρυβόταν στο μικρό προαύλιο της.
Το σκοτεινό νερό που γέμιζε τη μαρμάρινη δεξαμενή του λουτρού της έπαυλης, εκεί όπου πριν από δύο χιλιετίες και βάλε έκφυλοι συγκλητικοί απολάμβαναν τις περιποιήσεις των αφοσιωμένων παλλακίδων τους, ρυτιδωνόταν κάθε φορά που ηχούσε από ψηλά το μακρινό βουητό των συρμών του μετρό. Ύστερα απλωνόταν και πάλι μια θεία ησυχία, μια βελούδινη σιωπή που ομόρφαινε απ’ τον απαλό ήχο των σταγόνων του νερού που έπεφταν αραιά και που απ’ το θολωτό ταβάνι και γέμιζαν την επιφάνεια του εβένινου νερού της δεξαμενής με ομόκεντρους κυματισμούς.
Το πυκνό σκοτάδι που απλωνόταν εκεί μέσα ήταν υπέροχο.
Ήταν ένα σκοτάδι φιλικό, μια παρήγορη απουσία φωτός που πλημμύριζε απ΄ την ασταμάτητη δραστηριότητα των χιλιάδων κατσαρίδων που με περιέβαλλαν κάθε στιγμή και με πλημμύριζαν με τις σκέψεις τους, σαν ένας γαλαξίας φωτεινών άστρων που μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο, που συνενώνονταν σε όλο και πιο εκτεταμένους αστερισμούς και σχημάτιζε ένα νοητικό σύμπαν που αγκάλιαζε ολόκληρο τον κόσμο.
Υπήρχαν στιγμές που μ' έπιανε ίλιγγος καθώς ένιωθα την απεραντοσύνη και την περιπλοκότητα της διάνοιας με την οποία είχα συνδεθεί. Οι κατσαρίδες δημιουργούσαν για χάρη μου μια τρισδιάστατη απεικόνιση του περιβάλλοντος που βασιζόταν στην αφή και στην όσφρηση. Με τον καιρό είχα μάθει να χρησιμοποιώ τις αισθήσεις τους και έτσι μπορούσα να «βλέπω» στο σκοτάδι σαν να ήταν μέρα.
Κάθε φορά που ξάπλωνα στο υποχθόνιο παλάτι μου, στο μαρμάρινο ανάκλιντρο μιας περασμένης εποχής, αμέτρητα αρθρωτά πλασματάκια με αγκάλιαζαν στοργικά, άγγιζαν το πρόσωπό μου με τις λεπτεπίλεπτες κεραίες τους και γαργαλούσαν τα χέρια τα πόδια και το στήθος μου με τα μικρά τους ποδαράκια. Σχημάτιζαν ένα ζωντανό μανδύα που με ζέσταινε όποτε κρύωνα και κουνούσαν τα φτερά τους σαν χιλιάδες μικροί ανεμιστήρες όποτε καταλάβαιναν πως υπέφερα απ’ τη ζέστη.
-------
Η Περσεφόνη σύχναζε σ’ ένα εγκαταλειμμένο νεοκλασικό, κάπου στην περιοχή του Στρέφη. Ήταν μια από τις παλιές εκείνες μονοκατοικίες που είχαν χτιστεί στις αρχές του εικοστού αιώνα με σκοπό να στολίσουν μια Αθήνα πολύ διαφορετική απ’ τη σημερινή. Ένα απ’ τα παλιά εκείνα σπίτια που κάποτε στέγαζαν μορφωμένες μεσοαστικές οικογένειες πλούσιων εμπόρων και ακαδημαϊκών, αλλά που με τα χρόνια, καθώς οι ιδιοκτήτες τους δεν είχαν καταφέρει ν’ ανταποκριθούν στις αλλαγές των εποχών, είχαν αφεθεί να βουλιάξουν στη φθορά και την αποσύνθεση. Υποτίθεται και κάποια στιγμή θα αναπαλαιωνόταν απ’ το Δήμο, είχε μάλιστα χαρακτηριστεί ως «διατηρητέο» αλλά προς το παρόν δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια ρημαγμένη σκιά του εαυτού του. Τα γύψινα σκαλίσματα που ομόρφαιναν τους τοίχους του κατέρρεαν, τα παράθυρα του που καλύπτονταν από ημικατεστραμμένα παντζούρια και σκουριασμένα κάγκελα έμοιαζαν με μαύρες τρύπες ενώ η κάποτε κομψή του πρόσοψή του είχε σπιλωθεί με άσχημα γκράφιτι και βρισιές γραμμένες με κόκκινο σπρέι. Τ’ άδεια δωμάτια του που είχαν γεμίσει με σκουπίδια και ξεραμένες ακαθαρσίες, χρησιμοποιούνταν ως καταλύματα από τοξικομανείς που ξάπλωναν πάνω σε βρώμικα και ξεκοιλιασμένα στρώματα και τρυπούσαν τις φλέβες τους με μολυσμένες σύριγγες.
Μου άρεσε να τους παρακολουθώ πότε-πότε, τυλιγμένος στον ζωντανό μου μανδύα. Ίσως να μ’ έβλεπαν και εκείνοι, έναν όγκο από μαυριδερά έντομα που καθόταν μαζεμένος σε μια γωνιά, βουτηγμένος στις σκιές της νύχτας, φωτισμένος αμυδρά απ’ τους προβολείς των αυτοκινήτων που γλιστρούσαν φευγαλέα πάνω στους τοίχους του προσωπικού τους κολαστήριου, μέσα από σφαλιστά παντζούρια και κουρελιασμένες κουρτίνες. Ίσως και να πίστευαν ότι ήμουν μια αρρωστημένη παραίσθηση του δηλητηριασμένου εγκεφάλου τους, μια φρίκη που είχε γεννηθεί απ’ τις παρενέργειες της νοθευμένης ηρωίνης που αγόραζαν απ’ τους αδίστακτους προμηθευτές τους.
Ποτέ δεν τόλμησαν να μου μιλήσουν ή να με πλησιάσουν.
Ήταν συναρπαστικοί, και οι τρεις τους, οι δύο άντρες και η γυναίκα. Ιδιαίτερα η γυναίκα. Τρύπωναν μέσα στο απογυμνωμένο ερείπιο και διάλεγαν ο καθένας τους από ένα δωμάτιο. Εκτελούσαν τις μικρές και θανάσιμες τελετουργίες τους μόνοι, χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλο. Γύμνωναν τα σημαδεμένα τους μπράτσα και τα έσφιγγαν με λαστιχένιους ιμάντες. Ετοίμαζαν το αλουμινόχαρτο, το κουταλάκι του γλυκού όπου έλιωναν το λευκό τους δηλητήριο, τον αναπτήρα τους και τέλος την ένεσή τους με θρησκευτική ευλάβεια, και μετά, αφού τρυπούσαν τις φλέβες τους, έπεφταν σε μια πολύωρη έκσταση.
Παρακολουθούσα τα πρόσωπά τους γοητευμένος, τους μορφασμούς του πόνου και της εξάντλησης που χάραζαν τα σκελετωμένα τους χαρακτηριστικά να μεταστοιχειώνονται σε εκφράσεις γαλήνιας και πρόσκαιρης ευτυχίας.
Έβλεπα το πρόσωπο της γυναίκας, φωτισμένο από μια λεπίδα φωτός που έπεφτε πάνω του μέσα από μια σπασμένη γρίλια του παράθυρου, ν’ αλλάζει, τα σκασμένα χείλη της να χαμογελούν, το μέτωπό της απαλλάσσεται απ’ τις ρυτίδες της αρρώστιας και της αγωνίας, ολόκληρο το κορμί της να απλώνεται πάνω στο στρώμα χαλαρό και άτονο, λες και παραδίδονταν στα χέρια κάποιου αόρατου εραστή.
--------
Εκείνο το βράδυ μπήκα στο ερειπωμένο νεοκλασικό και κάθισα κοντά της περιμένοντας υπομονετικά να περάσει η επίδραση της δόσης. Την πλησίασα και έσκυψα από πάνω της σαν σκιά ενώ οι κατσαρίδες μου περπατούσαν ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών της ερευνητικά, άγγιζαν τα σκασμένα χείλη της με τις ευαίσθητες κεραίες της και χάιδευαν τα σκαμμένα της μάγουλα.
Εκείνη κοιμόταν, λευκή σαν άγαλμα, αποστεωμένη σαν κέρινο ομοίωμα που έλιωνε σιγά-σιγά στη ζέστη, βουτηγμένη στην ταγκή μυρωδιά της απλυσιάς και της οργανικής αποσύνθεσης που είχα μάθει ν' αγαπώ τόσο πολύ. Μου φαινόταν πανέμορφη, με τα μακριά μαλλιά της που ήταν μαύρα σαν τη νύχτα και μακριά σαν τα πλοκάμια ενός ξεβρασμένου χταποδιού της ωκεάνιας αβύσσου.
Κάποια στιγμή, καθώς τ’ αστέρια περπατούσαν πάνω στον ξεχασμένο θόλο ενός μεταμεσονύχτιου ουρανού, κρυμμένα πίσω απ’ τα σκληρά φώτα της πόλης, εκείνη ανασάλεψε και σκίρτησε, σαν να την είχε διαπεράσει ένα απαλό ρεύμα ηλεκτρισμού, ίδια με σαβανωμένο πτώμα που αποκτούσε ζωή στο μουχλιασμένο εργαστήριο κάποιου τρελού επιστήμονα της Βικτωριανής εποχής.
Έκανα πίσω και μαζεύτηκα στη γωνιά μου. Οι πιστές μου κατσαρίδες με ακολούθησαν βιαστικά και με κάλυψαν με τον ζωντανό μανδύα τους από αρθρωτά ποδαράκια, ευαίσθητες κεραίες και καφέ κολεούς.
Η Περσεφόνη αναστέναξε και άνοιξε τα μάτια της. Τα φώτα του δρόμου άστραψαν μέσα στις σκοτεινές τους κόγχες σαν τη φλόγα ενός μικρού λυχναριού που τρεμοπαίζει αδύναμα μέσα στην νεκρική αίθουσα κάποιου αρχαίου μαυσωλείου.
Σηκώθηκε παραπατώντας. Τα μέλη της ήταν τόσο λεπτά που έμοιαζαν με ξεραμένες καλαμιές. Τα οστά τους διαγράφονταν ανάγλυφα μέσα απ’ τα κουρελιασμένα της ρούχα, το πρόσωπό της όμως ανέδιδε μια αλλόκοτη λάμψη, ένα φως που θύμιζε τον φωσφορισμό που απλώνεται πάνω στα στάσιμα νερά ενός απάτητου βάλτου που κρύβεται στα υγρά και σκοτεινά βάθη κάποιου στοιχειωμένου δάσους.
Τέντωσε τα χέρια της προς το βρώμικο ταβάνι με τις αμέτρητες ρωγμές και τα σκασίματα και πλησίασε τις αραχνιασμένες γρίλιες του παράθυρου. Το πρόσωπό της διαγράφτηκε αχνό στα φώτα του δρόμου, γέμισε με μακρόστενες κηλίδες πορτοκαλί φωτός που ξεγλιστρούσαν μέσα από τις ξεχαρβαλωμένες θηλές μιας διαλυμένης κουρτίνας.
Την είδα να βγαίνει απ’ το τρισάθλιο δωμάτιο, να ξεγλιστράει έξω απ’ το ρημαγμένο σπίτι μέσα από κάποια πίσω πόρτα και να βγαίνει στο δρόμο σε αναζήτηση της επόμενης δόσης που θα την έφερνε ακόμα πιο κοντά στον κατώφλι του θανάτου.
Την ακολούθησα αθόρυβα.
-----------
Έχω ξεχάσει πως είναι η πόλη κάτω από το φως της μέρας. Δεν μ’ ενδιέφερε εξάλλου, ανέκαθεν σιχαινόμουν το σκληρό φως του ήλιου που όλα τ’ απογυμνώνει και τα καψαλίζει. Θυμάμαι ακόμα τα βλέμματα των γυναικών στα λεωφορεία και τα τραμ που με κοιτούσαν από πάνω μέχρι κάτω επιτιμητικά ή με απόλυτη αδιαφορία, εμένα, τον φτωχοντυμένο κακομοίρη με το ασουλούπωτο σώμα και την κακοχυμένη φάτσα, τους πεσμένους ώμους και τ’ αδύνατα άκρα.
Τώρα όλα αυτά έχουν αλλάξει βέβαια. Τώρα κινούμαι στο αρχέγονο σκοτάδι αόρατος, καλυμμένος από τη ζωντανή μου χλαίνη, επικίνδυνος, πρόθυμος να πνίξω όποιον βρεθεί στο δρόμο μου με τόνους σπαρταριστών ποδιών και κεράτινων φτερούγων.
Η Περσεφόνη έψαχνε τον προμηθευτή της. Σε συγκεκριμένο σημείο. Σ’ ένα στενό δρομάκι κοντά στην Ομόνοια, ανάμεσα σ’ ένα τσούρμο αλλοδαπών, τοξικομανών και άστεγων που κυκλοφορούν στο κέντρο της πόλης τις μικρές ώρες της νύχτας, όταν οι νομοταγείς πολίτες κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου, προστατευμένοι από συστήματα συναγερμού, κλειδωμένα πορτοπαράθυρα και κλειδαριές ασφαλείας. Τόσο τρωτοί όλοι τους, τόσο αστείοι.
Διέσχισα την κοσμοπλημμυρισμένη πλατεία που ξεχείλιζε από κακοντυμένους μετανάστες, πρεζόνια και αργόσχολους που είχαν μαζευτεί γύρω από ηλεκτροφωτισμένους πάγκους μικροπωλητών που πουλούσαν εφημερίδες και περιοδικά. Γύρω απ’ αυτό τον ετερόκλητο συρφετό υψώνονταν φωταγωγημένα κτίρια, πολυώροφα ξενοδοχεία και εμπορικά κέντρα, τα νεκρά τώρα σύμβολα ενός βουλιμικού πολιτισμού που καταβρόχθιζε ακατάπαυστα τους φυσικούς πόρους και τους ανθρώπους του πλανήτη.
Εισέπραξα μια σειρά από ξαφνιασμένες ματιές που γρήγορα στρέφονταν αλλού, μακριά απ’ τον παράξενο τύπο με τα αναμαλλιασμένα μαλλιά και τα βρώμικα ρούχα που κινούταν ανάμεσά τους παρακολουθώντας τη λεία του.
Κι όμως κατάφερα να τη χάσω από τα μάτια μου.
Μια παρέα μεθυσμένων που έψαχναν ταξί μπήκε στο δρόμο μου και μέχρι να καταφέρω να ελιχθώ ανάμεσά τους και να τους προσπεράσω, η λιγνή φιγούρα της Περσεφόνης είχε χαθεί πίσω από ένα πλήθος από κεφάλια που ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά.
Η καρδιά μου γοργοχτύπησε τρομαγμένη.
Κάποιο αρχέγονο ένστικτο με προειδοποιούσε ότι την απειλούσε ένας θανάσιμος κίνδυνος.
Άρχισα να τρέχω σαν παλαβός, κάνοντας ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα στο πλήθος της πλατείας και μετά χώθηκα στο βρώμικο και κακοφωτισμένο δρομάκι που ήξερα ότι την περίμενε ο προμηθευτής της.
Εκεί πέρα, κάτω από μια ετοιμόρροπη μαρκίζα που σκίαζε την εξώπορτα ενός κακόφημου ξενοδοχείου, αντίκρισα τον θησαυρό μου, τη μικροκαμωμένη Ιουλιέτα μου να κοιτάζει γύρω της σαν χαμένη, περικυκλωμένη από μια παρέα αποκτηνωμένων νεαρών που την είχαν περικυκλώσει και την έσπρωχναν από δω και από εκεί.
Τα πρόσωπά τους γυάλιζαν ξαναμμένα μέσα στο θολό φως μιας λεκιασμένης λάμπας ενώ οι φωνές τους ακούγονταν βραχνές και άγριες καθώς την έλουζαν με τα χειρότερα κοσμητικά επίθετα. Οι προθέσεις τους ήταν ολοφάνερες, αλλά εκείνη δεν το είχε καταλάβει ακόμα.
Συνέχιζε να τους παρακαλάει για ψιλά σαν υπνωτισμένη.
Οι νεαροί είχαν βρει το τέλειο θύμα, τη μοναχική κοπέλα με το αποσκελετωμένο σώμα και το θολωμένο μυαλό. Λειτουργούσαν σαν αγέλη. Αντλούσαν δύναμη ο ένας απ’ την παρουσία του άλλου. Ήταν τόσο θρασύδειλοι!
Αλλά είχαν υπολογίσει χωρίς τον ξενοδόχο.
Τους πλησίασα περπατώντας αργά και αδιάφορα.
Εκείνοι με πρόσεξαν και αφού παράτησαν το θύμα τους, με μια τελευταία σπρωξιά που το έστειλε να σωριαστεί σε μια γωνία που βρωμοκοπούσε ανθρώπινο κάτουρο, άρχισαν να με βρίζουν, με φωνές τόσο άσχημες που έμοιαζαν με γαυγίσματα θυμωμένων σκύλων.
Η νέα γενιά. Το λαμπρό μέλλον του ανθρώπινου είδους με κοίταζε ντυμένο με γελοία μπλουζάκια που αποκάλυπταν μύες φουσκωμένους απ’ τα παράνομα στεροειδή συνοικιακών γυμναστηρίων, στολισμένο με τατουάζ της πλάκας και κοντά μαλλιά πηγμένα στο ζελέ.
Εξακολούθησα να περπατώ αδιάφορα, προκλητικά ατάραχος. Εκείνοι στάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλο, πάνω στο πεζοδρόμιο και στο δρόμο και μου έκλεισαν το δρόμο.
Και τότε έστειλα ένα νοητικό σήμα κατάφασης στο γύρω χώρο. Η βρώμικη λάμπα που κρεμόταν πάνω απ’ τα κεφάλια τους έχασε τη λάμψη της. Το ίδιο συνέβη και με τις φωτεινές επιγραφές που έλαμπαν στις προσόψεις των γύρω κτιρίων.
Εκείνοι πρόσεξαν την αλλαγή και κοίταξαν ολόγυρα τους ξαφνιασμένοι, χωρίς να μπορούν να καταλάβουν τι στο καλό συνέβαινε.
Αλλά ήταν πλέον πολύ αργά.
Επίσης, ήταν απόλυτα απολαυστικό. Για μένα τουλάχιστον. Τόνοι ολόκληροι από αγριεμένες κατσαρίδες έπεσαν επάνω τους στα χιονοστιβάδα. Ξεκόλλησαν απ’ τους γύρω τοίχους και σχημάτισαν ένα στροβιλιζόμενο σύννεφο που βούιξε δυσοίωνα και βύθισε ολόκληρο το δρόμο σ’ ένα πηχτό και αποπνιχτικό σκοτάδι.
Εκείνοι προσπάθησαν να ουρλιάξουν αλλά τα στόματά τους, οι φάρυγγες και οι τραχείες τους είχαν ήδη μπουκώσει. Παραπάτησαν και έπεσαν καταγής σπαρταρώντας, σωριάστηκαν πάνω σε μια γλιστερή μεμβράνη από γυαλιστερά καύκαλα εντόμων που καθώς χτυπιόνταν πάνω του σαν επιληπτικοί, μετατράπηκε σ’ ένα σκουροκίτρινο χυλό.
Πάλεψαν να ξεφύγουν απ’ τον αδυσώπητο θάνατο που τους αγκάλιαζε αδυσώπητα χωρίς να καταφέρουν να βγάλουν το παραμικρό ήχο. Οι κατσαρίδες χώθηκαν στ' αυτιά τους, καταβρόχθισαν τα μάτια τους και εισχώρησαν στις ρινικές τους κοιλότητες.
Τα παράθυρα των γύρω πολυκατοικιών παρέμειναν ερμητικά κλειστά, οι ένοικοί τους, τρομαγμένοι απ’ την πιθανότητα της εισβολής κάποιου αδίστακτου διαρρήκτη, είχαν ανάψει τα αιρ-κοντίσιον και παρακολουθούσαν τα δελτία ειδήσεων που επαναφόρτιζαν τους φόβους τους με ελεγχόμενες δόσεις παράνοιας και τρομολαγνείας εντελώς ανυποψίαστοι για το μικρό δράμα που ξετυλιγόταν δίπλα στα κατώφλια τους.
Πλησίασα τα νεαρά μου θύματα, περπατώντας αλώβητος μέσα απ’ το σύννεφο των κατσαρίδων που με περιέβαλλε σαν ένας βουερός ανεμοστρόβιλος και τα κλώτσησα ένα-ένα δοκιμαστικά. Ανακάλυψα πως είχαν ήδη εγκαταλείψει το μάταιο τούτο κόσμο.
Στάθηκα μπροστά τους και το ζωντανό νέφος άρχισε να διαλύεται. Οι κατσαρίδες κάθισαν πάνω στο κακοσυντηρημένο οδόστρωμα, στους γύρω τοίχους από γκρίζο τσιμέντο και βρώμικο σοβά, στα καπό των παρκαρισμένων αυτοκινήτων, και έστρεψαν τα κεφαλάκια τους προς το μέρος μου. Οι μακριές και λεπτεπίλεπτες κεραίες τους κινήθηκαν θριαμβευτικά.
Χαμογέλασα.
Τα κωλόπαιδα ήταν νεκρά. Καπούτ. Τα κορμιά τους κείτονταν εντελώς άτονα, πασαλειμμένα με κιτρινωπά ζουμιά και κομματάκια φτερών, ποδιών και μικρών φτερών από διάφανη κερατίνη. Τα μάτια τους είχαν μεταμορφωθεί σε τεράστιες τρύπες που πλημμύριζαν από μια πρωτόγνωρη φρίκη. Κοίταζαν ανήμπορα τη λουρίδα ενός αθέατου ουρανού.
Πέντε τσογλάνια λιγότερα κατά την ταπεινή μου γνώμη.
Οι κατσαρίδες άρχισαν να εγκαταλείπουν το πεδίο της μάχης και να αναζητούν καταφύγιο σε αγωγούς απορροής όμβριων υδάτων, σε υδρορροές και κάτω απ’ τις πόρτες ημι-υπόγειων διαμερισμάτων.
Τους μίλησα. Τους εξήγησα ότι τα πέντε πτώματα δεν έπρεπε να βρεθούν ποτέ σ’ αυτή την κατάσταση, γιατί τότε, κάποιος, αργά ή γρήγορα, θα υποψιαζόταν τι είχε συμβεί πραγματικά και θα έπειθε τις αρχές να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα.
Οι κατσαρίδες συμφώνησαν μαζί μου. Επέστρεψαν σαν σκοτεινή πλημμυρίδα, ξανακάλυψαν τη λεία τους και άρχισαν το κανιβαλικό τους τσιμπούσι.
----------
Η Περσεφόνη.
Ήταν ακόμα πεσμένη στη γωνιά της, ακίνητη και εύθραυστη σαν σπασμένη κούκλα.
Τη σήκωσα στην αγκαλιά μου και ανακάλυψα ότι έκαιγε απ’ τον πυρετό. Όπως το είχα ήδη φανταστεί, ήταν ελαφριά σαν στάχυ.
Προτού εγκαταλείψω το σκοτεινό δρομάκι, έριξα μια τελευταία ματιά στα θύματά μου. Οι πέντε μάζες που μια φορά και έναν καιρό ήταν άνθρωποι καταβροχθίζονταν με τρομερή ταχύτητα. Συρρικνώνονταν, τα εσωτερικά τους υγρά καταπίνονταν από αμέτρητα πεινασμένα στοματάκια. Ήταν σαν να παρακολουθούσα μια διαδικασία αποσύνθεσης σε αυξημένη ταχύτητα, σαν αυτά τα τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ που δείχνουν σε κατάσταση επιτάχυνσης την ανάπτυξη ενός φυτικού οργανισμού ή τον εικοσιτετράωρο κύκλο της ζωής ενός λουλουδιού.
Υπολόγισα ότι σε καμία δεκαριά λεπτά τουλάχιστον δεν θα είχε απομείνει τίποτα περισσότερο από κιτρινισμένα κόκαλα. Αλλά και αυτά μπορούσαν να απομακρυνθούν, με τη δική μου βοήθεια. Να συρθούν μέχρι τον κοντινότερο υπόνομο και να κατρακυλήσουν σε κάποια τρύπα.
Απόλαυσα το θέαμα με μισόκλειστα μάτια, καθισμένος στα σκαλοπάτια μιας πολυκατοικίας, κρατώντας σφιχτά την Περσεφόνη στην αγκαλιά μου.
Ο θρίαμβός μου είχε ολοκληρωθεί. Το μίσος είναι ένα υπέροχο συναίσθημα όταν ικανοποιείται. Σου δημιουργεί μια αίσθηση θαλπωρής, μια υπαρξιακή έκσταση. Είναι μια πνευματική εμπειρία.
Κάποια στιγμή, όταν χόρτασα το μικρό μου θρίαμβο, σηκώθηκα όρθιος, ξεφορτώθηκα τα κόκαλα και κρατώντας την Περσεφόνη στην αγκαλιά μου, άρχισα να περπατώ μακριά απ’ το σημείο του φονικού.
Στη θέση των πέντε πτωμάτων δεν είχε απομείνει τίποτα. Ακόμα και το αίμα τους είχε φαγωθεί και ρουφηχτεί μέχρι την τελευταία σταγόνα.
Αδιαφορώντας όπως πάντα για τα βλέμματα των περαστικών που με κοιτούσαν παραξενεμένοι, κάποιοι από δαύτους φοβισμένοι, κάποιοι με οίκτο, αλλά όλοι τους απρόθυμοι όπως πάντα να μου μιλήσουν, μπήκα σ’ ένα δεύτερο στενό, σήκωσα ένα σιδερένιο καπάκι και χώθηκα στο υπόγειο πέρασμα που ξετυλιγόταν από κάτω του.
Το υγρό σκοτάδι απλώθηκε γύρω μου στοργικά για μια ακόμα φορά. Η διάχυτη μυρωδιά της αποσύνθεσης, της σαπίλας και του στάσιμου νερού άγγιξε τα ρουθούνια μου σαν θυμίαμα. Η βοή της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων έδωσε τη θέση της στο ρυθμικό ψίθυρο μακρινών σταλαγματιών και στο περιστασιακό τρεχαλητό κάποιου αθέατου αρουραίου που απομακρυνόταν απ’ το μαύρο κύμα των αδυσώπητων εντόμων που κινούνταν γύρω μου.
Για μια ακόμα φορά, είχα εισχωρήσει στο φυσικό μου περιβάλλον.
--------
Μετέφερα την Περσεφόνη στο μυστικό μου παλάτι και την ξάπλωσα σ’ ένα πουπουλένιο στρώμα που είχα βουτήξει από κάποιο ημι-υπόγειο κατάστημα.
Εξακολουθούσε να βρίσκεται σε λήθαργο. Για να τη βλέπω καλύτερα, με τα δικά μου μάτια, άναψα μια λάμπα πετρελαίου την οποία κρέμασα πάνω απ’ το πρόσωπό της, από έναν γάντζο που κρεμόταν απ’ το ψηλότερο σημείο της πλίνθινης οροφής. Τ’ ακίνητα νερά της δεξαμενής γυάλισαν θαμπά σαν εβένινος καθρέφτης κάτω από την σταθερή κίτρινη φλόγα. Προσπάθησα να της καθαρίσω το πρόσωπο μ’ ένα υγρό πανί.
Τρόμαξα απ’ την φριχτή της αδυναμία. Τα μήλα του προσώπου της έμοιαζαν έτοιμα να σκίσουν το δέρμα που τα σκέπαζε, τα μάγουλά της ήταν ρουφηγμένα. Ένας ελαφρύς στεναγμός δραπέτευσε απ’ τα χλωμά της χείλη που είχαν πάρει το γκρίζο χρώμα της στάχτης. Ήταν τόσο αδύνατη, σχεδόν αποστεωμένη. Αλλά μπορούσα να τη σώσω. Είχα προετοιμαστεί γι αυτό. Είχα κλέψει φάρμακα, αντιβιοτικά και αντιπυρετικά από διάφορα φαρμακεία, είχα γεμίσει μια βαλίτσα με αντισηπτικά και συμπληρώματα διατροφής.
Ξάπλωσα δίπλα της, την αγκάλιασα και τη σκέπασα με μια χοντρή κουβέρτα.
Και τότε εκείνη έκανε κάτι που μ’ άφησε κατάπληκτο. Άνοιξε τα μάτια της, που ήταν θολά και σκοτεινά απ’ την εξάντληση και περικυκλωμένα από μαύρους κύκλους και με κοίταξε κατάματα:
-«Ήρθες τελικά,» μου είπε, «σκοτεινέ μου άγγελε. Σε βλέπω μέρα-νύχτα να με κοιτάς. Στην αρχή σε φοβόμουν αλλά μετά κατάλαβα ότι είχες έρθει να με πάρεις μαζί σου, στο σκοτεινό σου βασίλειο».
Την αγκάλιασα σφιχτά και ένωσα τα χείλη μου με τα δικά της, Το στόμα της μύριζε πείνα και αρρώστια και τα χείλη της ήταν κρύα σαν χειμωνιάτικα φύλλα.
Οι κατσαρίδες μας πλησίασαν και μας κάλυψαν σαν ένα στρώμα από ζωντανεμένα πέταλα.
----------
Πέρασαν έξι μήνες.
Η Περσεφόνη επέζησε. Αρχικά όμως χρειάστηκε να περάσει τη δοκιμασία του στερητικού συνδρόμου. Ο παλιός της εαυτός απανθρακώθηκε μέσα στις φλόγες του πόνου, των παραισθήσεων και της τρέλας. Με αυτή τη σειρά ακριβώς.
Αναγκάστηκα να τη δέσω χειροπόδαρα με χοντρές αλυσίδες σ’ έναν απ’ τους πέτρινους τοίχους της προσωπικής μου κατακόμβης. Εκείνη ούρλιαζε και χτυπιόταν σαν δαιμονισμένη, μ’ έβριζε μέρα-νύχτα σαν εξαγριωμένη μαινάδα. Ξερνούσε πάνω μου το φαγητό που προσπαθούσα να της δώσω μέχρι που εξαντλήθηκε τελείως και κρεμάστηκε απ’ τα δεσμά της σαν ένα κατεστραμμένο σκιάχτρο, σαν την αποστεωμένη παρωδία ενός σταυρωμένου Ιησού.
Δεν το έβαλα κάτω. Της φύτεψα έναν ορρό, την υποχρέωσα να πίνει υγρά και ύστερα, όταν συνήλθε λιγάκι, της έδωσα και στερεά τροφή.
Κάποια μέρα φάνηκε να ξυπνάει, ν’ αναδύεται απ’ τα νερά κάποιου σκοτεινού εφιάλτη. Είχα ήδη φροντίσει να μετατρέψω την επιστροφή της σε μια όσο το δυνατόν πιο ευχάριστη εμπειρία.
Υποβοηθούμενος απ’ τις αμέτρητες κατσαρίδες μου, λεηλάτησα εμπορικά κέντρα, αποθήκες και καταστήματα που περιείχαν ακριβά υφάσματα, στολίδια και σπάνια έπιπλα. Φωταγώγησα την έπαυλή μου με κρεμαστά καντήλια από πολύχρωμο γυαλί και ασήμι, έφερα θυμιατά που σκορπούσαν γλυκύτατα αρώματα και κάλυψα τους πλίνθινους τοίχους της κατακόμβης με μεταξωτά παραπετάσματα, αραχνοΰφαντες δαντέλες και πολύχρωμες κουρτίνες.
Άπλωσα πάνω σε αρχαίες πλάκες και φθαρμένα ψηφιδωτά πλούσια χαλιά και γέμισα την αίθουσα της δεξαμενής με μπρούτζινα και χρυσαφένια καντηλέρια και περίτεχνα μικροέπιπλα.
Όταν άνοιξε τα μάτια της κοίταξε γύρω της κατάπληκτη, γεμάτη θαυμασμό.
Ένιωσα περήφανος για το κατόρθωμά μου. Το στήθος μου φούσκωσε από ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα απόλυτης ικανοποίησης.
----------
Τη γέμισα με δώρα, οτιδήποτε μου ζητούσε ήταν δικό της. Τίποτα δεν με σταματούσε.
Εκείνη δεχόταν τα δώρα μου με την άδολη ευγνωμοσύνη ενός παιδιού. Έτρωγε υπάκουα τα φαγητά που έκλεβα από γκουρμέ εστιατόρια και φορούσε τα ρούχα που της έφερνα χωρίς να μου φέρνει την παραμικρή αντίρρηση.
Με αποκαλούσε Πλούτωνα. Μου άρεσε αυτό το όνομα. Ήμουν ο θεός του κάτω κόσμου και εκείνη ήταν η Περσεφόνη μου, η αναγεννημένη βασίλισσά μου.
Όταν της εξήγησα τη σχέση που με συνέδεε με τις κατσαρίδες, δεν φάνηκε να εκπλήσσεται καθόλου. Το μυαλό της έμοιαζε να έχει αλλάξει, να έχει μεταμορφωθεί σε ένα ευπροσάρμοστο και ευέλικτο εργαλείο που μπορούσε να επεξεργαστεί τα πάντα.
Στην αρχή δε μιλούσε πολύ, αλλά καθώς δυνάμωνε, μέρα με τη μέρα, άρχισε να μου αφηγείται στιγμιότυπα απ’ την περασμένη της ζωή, το πως ξεκίνησε προικισμένη με όλα τα προσόντα για να κατακτήσει τον κόσμο, τυλιγμένη στη φορτική αγάπη των γονιών της που έβλεπαν στο πρόσωπό της την προοπτική της πραγματοποίησης όλων των χαμένων τους ονείρων. Το πως ερωτεύτηκε κάποιον που τη πρόδωσε και πως, ύστερα από μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη που κατέληξε σε μια βιαστική άμβλωση, βίωσε την οργή και την απόρριψη του οικογενειακού της περιβάλλοντος, των ηλίθιων εκείνων μικροαστών που αποφάσισαν να την τιμωρήσουν με αυτό τον άνανδρο τρόπο επειδή τόλμησε να παραστρατήσει από το μονοπάτι που εκείνοι είχαν σχεδιάσει. Το πως, από αντίδραση κυρίως, έμπλεξε με τα ναρκωτικά και πώς έμαθε έτσι την αλήθεια, ότι οι άνθρωποι παραμένουν καλοί για όσο καιρό κάνεις αυτό που περιμένουν από σένα. Ωστόσο, με το πρώτο λάθος γίνεσαι ένας απόβλητος, ένα παράδειγμα προς αποφυγή. Πίσω απ’ τους καλούς τρόπους και την «πολιτισμένη» συμπεριφορά που ρυθμίζει τη λειτουργία της κοινωνίας, επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας. Είσαι ασφαλής μόνο αν διαθέτεις χρήματα και ανθρώπους να σε στηρίζουν. Κατά τη διάρκεια του σκοτεινού ταξιδιού της μέσα στο κατηφορικό τούνελ της εξαθλίωσης και της φρίκης είχε υποστεί δοκιμασίες ασύλληπτες, είχε χάσει κάθε ίχνος αυτοσεβασμού και αξιοπρέπειας αλλά τώρα ένιωθε σοφή, ισχυροποιημένη.
Τώρα πια γνώριζε το πραγματικό πρόσωπο των ανθρώπων.
Οι συζητήσεις μας ήταν ατελείωτες και υπέροχες. Μέσα στο απαλό φως των κεριών και των καντηλιών που κρέμονταν απ’ τη θολωτή οροφή της αρχαίας έπαυλης, καθισμένοι κοντά στο ακίνητο νερό της δεξαμενής όπου επέπλεαν αναμμένες λαμπάδες και πέταλα φρεσκοκομμένων λουλουδιών, κουλουριαζόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλο, μέσα σε μια αγκαλιά από βελούδινα μαξιλάρια και μεταξωτά στρωσίδια και μιλούσαμε αχόρταγα, για όλα, ξαναζούσαμε τις ξέχωρες ζωές μας, κλάψαμε γελάσαμε και τρίξαμε τα δόντια μας με οργή. Και καταλήξαμε, ξανά και ξανά στο ίδιο πάντα συμπέρασμα, ότι ήταν γραφτό να ενώσουμε τα πεπρωμένα μας, ότι οτιδήποτε είχαμε βιώσει αποσκοπούσε σ’ αυτή την υπέροχη κατάληξη.
Η Περσεφόνη έμοιαζε ήρεμη και ευχαριστημένη.
Ένα βράδυ, τη βρήκα καθισμένη σ’ ένα ανάκλιντρο με βελούδινη ράχη και σκαλιστή πλάτη, να κρατάει μια μεγάλη καφετιά θηλυκιά στην παλάμη του χεριού της και να την κοιτάζει με θαυμασμό, σαν να επιθεωρούσε ένα σπάνιο γλυπτό. Η κατσαρίδα κουνούσε τις κεραίες της ενθαρρυντικά. Τα μαλλιά της και το φόρεμά της καλύπτονταν από περισσότερες κατσαρίδες, πράγμα που δεν έμοιαζε να την ενοχλεί καθόλου.
Μια ακόμα στιγμή ευτυχίας για μένα.
Κάθε βράδυ, κάναμε το μπάνιο μας στη δεξαμενή της έπαυλης και ξαπλώναμε στο κρεβάτι μας όπου επιδιδόμασταν σε παθιασμένες ερωτικές περιπτύξεις. Οι οργασμοί μας σκόρπιζαν ομόκεντρους κύκλους έντασης που διαπερνούσαν τα κορμιά των χιλιάδων κατσαρίδων που γέμιζαν το γύρω χώρο σαν μικροί σωματοφύλακες.
Η Περσεφόνη μεταμορφώθηκε σ’ ένα πλάσμα γεμάτο ενεργητικότητα. Έβαψε τους γύψινους κίονες που στήριζαν την οροφή της έπαυλης με πολύχρωμα σπρέι, άρχισε ν’ ακούει μουσική από ένα στερεοφωνικό συγκρότημα και να διαβάζει όλα τα βιβλία που της έφερνα με μια αφοσίωση πρωτοφανή.
--------
Στο τέλος μιας ζεστής νύχτας κατά τη διάρκεια της οποίας εξερευνούσα την πόλη και εκείνη με περίμενε υπομονετικά στην υπόγεια κατοικία μας, καθώς τρώγαμε μαζί περικυκλωμένοι από αρωματικά κεριά και κοσμήματα που η Περσεφόνη είχε κρεμάσει απ’ τους τοίχους και την οροφή του περίλαμπρου παλατιού μας, μου είπε:
-«Θέλω να με πάρεις μαζί σου την επόμενη φορά που θ’ ανέβεις εκεί πάνω. Θέλω να ξαναδώ τους ανθρώπους και τον κόσμο τους τώρα που είμαι πια καλά.»
Την κοίταξα χωρίς να μιλήσω, κρυφά ευχαριστημένος απ’ τον τρόπο με τον οποίο μιλούσε για τους συνανθρώπους της, σαν να ανήκε πλέον σε μια άλλη φυλή και να τη χώριζε από αυτούς ένα απροσπέλαστο χάσμα.
-«Εντάξει,» της είπα, «αύριο θα σε πάρω μαζί μου.»
Παρατήρησα για μια ακόμα φορά πόσο είχε αλλάξει η όψη της.
Το λιμασμένο και αποστεωμένο πλάσμα με τα βρώμικα μαλλιά και το εξαθλιωμένο πρόσωπο που είχα σώσει από το θάνατο, είχε μεταμορφωθεί σε μια όμορφη και χυμώδη γυναίκα με υπέροχες καμπύλες, λευκό δέρμα και υγρά χείλη. Τα μάτια της, που είχαν αποκτήσει το σκούρο βιολετί χρώμα ενός καλοκαιριάτικου δειλινού, ακτινοβολούσαν, τα μαλλιά της είχαν γίνει πλούσια, μαύρα και γυαλιστερά, σαν φεγγαρόλουστα σύννεφα που έκρυβαν τη λάμψη μιας ολοστρόγγυλης πανσέληνου.
---------
Ανεβήκαμε στη επιφάνεια. Ο καιρός είχε αλλάξει. Ο καυτός Ιούνιος είχε δώσει τη θέση του σ’ έναν αφυδατωμένο Σεπτέμβριο. Ο ήλιος έδυε πιο γρήγορα και η μέρα κρατούσε λιγότερο.
Εκείνο το βράδυ, μια υποψία ψύχρας πλανιόταν στην ατμόσφαιρα.
Η Περσεφόνη, κρατώντας με απ’ το χέρι, παρατηρούσε τα πάντα με αταραξία, τα καταστήματα και τους ανθρώπους, τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια, τα φανάρια των δρόμων και τα κοσμοπλημμυρισμένα πεζοδρόμια. Κατέγραφε τα πάντα στο μυαλό της με μια οξύτατη παρατηρητικότητα που ωστόσο δεν εστιάζονταν κάπου συγκεκριμένα αλλά παντού. Πραγματικά είχε γίνει μια ξένη, ένα πλάσμα που προερχόταν από έναν άλλο κόσμο.
Η σκοτεινή της ομορφιά τραβούσε τα βλέμματα. Τα αυτοκίνητα που μας προσπερνούσαν στις φωταγωγημένες λεωφόρους κορνάριζαν προκλητικά, τα μάτια των ανδρών και κάποια απ' τα μάτια των γυναικών, έμεναν πάνω της με θαυμασμό, λίγο περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο.
Φορούσαμε ακριβά ρούχα που είχαμε κλέψει από κάποιο πολυκατάστημα. Είχαμε μεταμορφωθεί σ’ ένα πολύ καλοβαλμένο ζευγάρι.
Σε δυο θεούς της νεογέννητης νύχτας.
Κάποια στιγμή βαρεθήκαμε να περπατάμε στους δρόμους και αποφασίσαμε ν’ ανεβούμε στο λόφο του Λυκαβηττού. Μόνοι μας καθώς η ώρα ήταν περασμένη, με τα πόδια. Σταθήκαμε μπροστά στο εκκλησάκι με το κανόνι, με την Αθήνα ν’ απλώνεται στα πόδια μας σαν προσεδαφισμένος γαλαξίας.
Η Περσεφόνη κοίταξε γύρω της το πολύχρωμο και φωταγωγημένο χαλί της πόλης που άγγιζε το μακρινό ορίζοντα και γέμιζε τον ουρανό με μια πορτοκαλί φωταύγεια.
Γύρισε και με κοίταξε. Τα μάτια της ακτινοβολούσαν, είχαν γεμίσει μ’ ένα υπερφυσικό φως.
-«Με αγαπάς;» με ρώτησε. Η φωνή της ακούστηκε απαλή σαν ψίθυρος μέσα στο φωτεινό σκοτάδι.
-«Ναι,» της απάντησα, «με όλη μου την ψυχή.»
-«Τότε θέλω να μου κάνεις ένα δώρο, κάτι που θα σφραγίσει την αγάπη μας για πάντα.»
-«Ότι θες» της είπα.
Εκείνη σάρωσε με το σκοτεινό της βλέμμα τα οικοδομικά τετράγωνα και τα αργά κινούμενα φωτάκια των αυτοκινήτων που διέτρεχαν την πόλη και σχημάτιζαν πυρακτωμένες αρτηρίες.
-«Θέλω να τους σκοτώσεις όλους,» μου είπε, «Όλους. Αυτή τη στιγμή. Μην αφήσεις κανέναν τους ζωντανό. Ούτε άντρα, ούτε γυναίκα, ούτε παιδί. Θέλω αυτή η πόλη να πεθάνει απόψε!»
Και εγένετο το θέλημά της.
Στάθηκα στην άκρη του βράχου, δίπλα στο κανόνι και σήκωσα τα χέρια μου προς τον φωτεινό ουρανό. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα σαν ένας κυρίαρχος του σύμπαντος, σαν ένας κοσμικός τιμωρός, ένα πεινασμένο όρνιο που ετοιμάζεται να ορμήσει πάνω στην ανυποψίαστη λεία του.
Η νοητική μου παράκληση πήδηξε σαν αστραπή από έντομο σε έντομο σαν το ωστικό κύμα της έκρηξης μιας βόμβας νετρονίου.
Η ανταπόκριση υπήρξε άμεση, σχεδόν ακαριαία. Αλλά κανείς απ’ τους κατοίκους της Αθήνας δεν ένιωσε τίποτα. Ούτε και κατάλαβε το παραμικρό. Ίσως κάποιοι ν’ ανασάλεψαν ανήσυχα στον ύπνο τους για μια στιγμή, ίσως και κάποιοι άλλοι που ξαγρυπνούσαν μπροστά σε τηλεοράσεις ή κρατώντας στα χέρια τους το τιμόνι ενός αυτοκινήτου να ένιωσαν μια στιγμιαία ανησυχία, μια περαστική ταχυπαλμία, ένα σκοτεινό προαίσθημα. Αυτό ήταν όλο.
Αμέσως μετά, οι κατσαρίδες της πόλης κινήθηκαν σαν ένα σώμα. Όλες αυτές οι μικρές οντότητες που τους έξι τελευταίους μήνες αναπαράγονταν ανεξέλεγκτα σε υπόγεια, σωλήνες, βόθρους και στοές, ξύπνησαν και κινήθηκαν ταυτόχρονα. Ανάβλυσαν σαν μια καφετιά πλημμύρα μέσα από οχετούς και αγωγούς απορροής όμβριων υδάτων, σήκωσαν με τις συντονισμένες προσπάθειές τα καπάκια των δρόμων και πλημμύρισαν φρεάτια ασανσέρ και τις σκοτεινές σήραγγες του μετρό. Σαν ένα σκοτεινό παλιρροϊκό κύμα, σαν τα διαρκώς ανυψούμενα νερά ενός αρχέγονου κατακλυσμού που για μια ακόμα φορά ήταν γραφτό να εξαγνίσει το πρόσωπο αυτού του κόσμου, κυρίευσαν και γέμισαν τα υπόγεια της πόλης και μετά βγήκαν στους δρόμους ασταμάτητες, ασυγκράτητες και ανηλεείς, μια μάστιγα που κανείς δεν περίμενε και κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει.
Από το σημείο όπου βρισκόμασταν, στην κορφή του ψηλότερου λόφου της καταδικασμένης πόλης, ακούσαμε με χαρά τις κραυγές του τρόμου και φρίκης που άρχισαν να βγαίνουν μέσα από εκατομμύρια λαρύγγια που έμελλε να φράξουν από αρθρωτά κορμάκια, κεραίες, αγκαθωτά ποδαράκια και σκληρές φτερούγες. Ακούσαμε αυτοκίνητα να φρενάρουν απότομα, να πέφτουν σαν βλήματα πάνω σε τοίχους σκουπιδοτενεκέδες και φανάρια, να μετατρέπονται σε μπάλες φωτιάς που από ψηλά έμοιαζαν με μικρά πυροτεχνήματα. Και η πλημμύρα συνεχίστηκε. Τα δισεκατομμύρια των κατσαρίδων ανέβηκαν έναν-έναν τους ορόφους άσχημων πολυκατοικιών, βραχυκύκλωσαν φώτα και αναμμένες ηλεκτρικές συσκευές, κρεμάστηκαν από ηλεκτρικά καλώδια σαν ζωντανά τσαμπιά και ισοπέδωσαν με το βάρος τους δορυφορικές κεραίες, τέντες μπαλκονιών και τηλεφωνικά σύρματα. Δεν λυπήθηκαν κανέναν. Έπνιξαν αβοήθητα βρέφη μέσα στις κούνιες τους, ανήμπορους γέροντες σε κρεβάτια νοσοκομείων και σε αναπηρικές πολυθρόνες, έφαγαν άνδρες και γυναίκες που νικήθηκαν σχεδόν αμέσως από τον συντριπτικό τους όγκο, απ’ τους αμέτρητους μικρούς εισβολείς που τους έφαγαν τα μάτια και τα αυτιά, που χώθηκαν στους λαιμούς και στα ρουθούνια τους. Ζευγάρια πέθαναν αγκαλιασμένα σε κρεβάτια, αυτοκίνητα ή σε πεζοδρόμια, καταπλακωμένα από ζωντανά κύματα οργής που πάλλονταν φρενιασμένα.
Ένα-ένα, ακόμα και τα πιο ψηλά κτίρια κυριεύτηκαν ολοκληρωτικά από εκείνη την ασύλληπτη μάστιγα. Τζάμια που δεν άντεξαν την πίεση των αμέτρητων σωμάτων θρυμματίστηκαν, τοίχοι γκρεμίστηκαν, πατώματα κατακρημνίστηκαν και η πόλη πέθανε ενώ το καταχθόνιο σιντριβάνι εξακολούθησε να ξερνάει το ζωντανό του φορτίο.
Ένα-ένα τα φώτα που κρατούσαν το σκοτάδι μακριά έσβησαν και μια αρχέγονη μαυρίλα κατάπιε τα πυκνοκατοικημένα οικοδομικά τετράγωνα.
Η σιωπή που κρεμάστηκε γύρω μας ήταν τρομακτική και απόλυτη.
Και τότε τα σύννεφα που έκρυβαν το φεγγάρι μέριασαν και μια χλωμή λάμψη φώτισε τη νεκρή μεγαλούπολη. Αλλά ήταν στ’ αλήθεια νεκρή; Τα πάντα, πολυκατοικίες, πεζόδρομοι, λεωφόροι και πλατείες, τα μνημεία της και οι ελάχιστοι λόφοι με το πράσινο και τα πάρκα που είχαν διασωθεί από την απληστία και την αδιαφορία των ηλίθιων κατοίκων της έβριθαν από ζωή, είχαν καλυφθεί από ένα σκοτεινό χαλί που αναδευόταν κάτω απ’ το φως του ενός κοφτερού μισοφέγγαρου και θρόιζε ασταμάτητα.
Ήταν η καινούργια κυρίαρχη μορφή ζωής.
Ήταν οι κατσαρίδες.
Η Περσεφόνη βύθισε το βλέμμα της μέσα στο δικό μου και ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της.
-«Απόψε η Αθήνα. Αύριο ο κόσμος,» μου ψιθύρισε γλυκά-γλυκά.
Καλή σας νύχτα.
Ερρίκος Σμυρναίος, Copyright 2008
ΚΑΛΗΜΕΡΑ.ΔΙΑΒΑΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΛΟ ΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΣΑΡΙΔΕΣ ΤΟΥ ΕΡΡΙΚΟΥ ΣΜΥΡΝΑΙΟΥ.ΔΕΝ ΤΟΝ ΗΞΕΡΑ ΑΛΛΑ ΤΟΝ ΕΜΑΘΑ ΑΠΟ ΕΣΕΝΑ.ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΣ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓΙΑ ΠΕΡΑΣΕ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ ΑΦΟΥ ΣΕ ΕΧΩ ΣΕ ΠΑΙΧΝΙΔΑΚΙ.ΔΕΝ ΣΕ ΠΡΟΛΑΒΑ ΕΧΘΕΣ ΜΑ ΔΕΝ ΓΛΥΤΩΝΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΘΕΣ.ΚΑΠΟΥ ΕΙΣΑΙ.ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΑ.
Θα ήθελα για άλλη μια φορά να ευχαριστήσω τον δημιουργό του blog για τη συνεπέστατη όπως πάντα παρουσίαση των αποκρουστικών μου ιστοριών!
ΑπάντησηΔιαγραφήThank you, thank you thank you!!!
Ερρίκος Σμυρναίος
Ήταν τόσο περιγραφική και αληθοφανής η ιστορία που πήρα τους γονείς μου τηλέφωνο στην Αθήνα για να δω αν είναι καλά.....
ΑπάντησηΔιαγραφή