1
Εκείνο το βράδυ κατάλαβε ότι δεν πήγαινε άλλο. Ότι είχε φτάσει στα όρια των αντοχών του. Για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό ν’ αρπάξει ένα μαχαίρι απ’ την συρταροθήκη της κουζίνας, να κατέβει κάτω, να βγει στο δρόμο και ν’ αρχίσει να ξεκοιλιάζει όποιον έβρισκε μπροστά του. Τι είχε να χάσει άλλωστε; Η ζωή του πήγαινε από το κακό στο χειρότερο έτσι κι αλλιώς:
Η κοπέλα του τον είχε παρατήσει, απηυδησμένη από τη μόνιμη κατήφεια που χρωμάτιζε την κάθε του κίνηση και σκέψη, πράγμα που σήμαινε πως απόψε θα περνούσε τα γενέθλιά του μόνος, στην Αθήνα, κλεισμένος σ’ αυτό το σκοτεινό και ανήλιαγο δυάρι που μύριζε μούχλα και κλεισούρα. Τα οικονομικά του ήταν σε άθλια κατάσταση, ολόκληρος σχεδόν ο πενιχρός του μισθός πήγαινε στο νοίκι ενώ το κόστος ζωής ανέβαινε όλο και περισσότερο. Φίλους δεν είχε. Από τότε που είχε μετακομίσει στην Αθήνα είχε χάσει επαφή με τους λίγους ανθρώπους που έκανε παρέα στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Τέλος, το κρυολόγημα που τον βασάνιζε την τελευταία βδομάδα χειροτέρευε και μάλλον εξελισσόταν σε βρογχίτιδα. Ένιωθε αδύναμος, ίδρωνε συνέχεια, ένας επίμονος βήχας του ξέσχιζε τα σωθικά και το κεφάλι του πονούσε όλη την ώρα ενώ τ’αντιβιοτικά και τ’ αντιβηχικά που του είχε γράψει ένας γιατρός δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Και σαν να μην ήταν όλα αυτά αρκετά, οι θαμώνες του μπαρ που είχε ανοίξει στο ισόγειο της πολυκατοικίας χαλούσαν τον κόσμο με τη φασαρία τους.
Είχε έρθει η στιγμή να το παραδεχτεί, κάπου είχε κάνει λάθος, σε κάποιο σημείο της ζωής του είχε πάρει λάθος στροφή και τώρα βρισκόταν αντιμέτωπος με τις συνέπειες, με μια πνιγηρή πραγματικότητα όπου δεν υπήρχε καμία προοπτική βελτίωσης.
Αυτή η σκέψη ξύπνησε μέσα του ένα κύμα πανικού, ένα συναίσθημα που τον κυρίευε όλο και πιο συχνά τώρα τελευταία. Ο λαιμός του σφίχτηκε και το στομάχι του, φορτωμένο καθώς ήταν με τα φάρμακα, άρχισε να διαμαρτύρεται. Έτρεξε στην τουαλέτα, γονάτισε μπροστά στη λεκάνη και ετοιμάστηκε να ξεράσει. Αυτή ήταν μια πράξη που για κάποιο λόγο, πάντοτε κατάφερνε να του φτιάξει τη διάθεση.
Εκείνη τη στιγμή έπιασε μια κίνηση με την άκρη του ματιού του:
Στη βρύση του νεροχύτη, κάτω απ’ το μικρό καθρέφτη όπου κάθε πρωί αντίκρυζε το νυσταγμένο του πρόσωπο, καθόταν μια κατσαρίδα.
Ήταν πιο μεγάλη απ’ το φυσιολογικό και φαινόταν αρκετά καλοθρεμμένη. Η καφετιά ράχη της αντανακλούσε μουντά το κίτρινο φως του ηλεκτρικού λαμπτήρα που άναβε πάνω απ’ τον καθρέφτη.
Τ’αραχνοειδή πόδια της αγκάλιαζαν τη χρωμιωμένη ράχη της βρύσης ενώ τα μικροσκοπικά της μάτια, μαύρα σαν κουκούτσια, ήταν στηλωμένα πάνω του. Τον κοιτούσε και ταυτόχρονα κουνούσε ένα ζευγάρι μακρυές κεραίες προς το μέρος του, σαν να τον χαιρετούσε.
Για μια στιγμή ένιωσε έντονη αηδία. Αυτό του έλειπε τώρα, να γεμίσει το διαμέρισμά του με κατσαρίδες! Άρπαξε μια πετσέτα και ετοιμάστηκε να ξαποστείλει την κατσαρίδα στο πάτωμα όπου θα μπορούσε να τη λυώσει με τις σόλες των παπουτσιών του όταν κάτι τον σταμάτησε, μια μάλλον παράξενη σκέψη:
Το προηγούμενο βράδυ είχε μείνει ξάγρυπνος καθώς ο βήχας που τον βασάνιζε δεν έλεγε να περάσει και το ρυθμικό ντάπα-ντούπα από τα ηχεία του μπαρ ακουγόταν δυνατότερο από κάθε άλλη φορά. Για να σκοτώσει την πλήξη του είχε ανάψει την τηλεόραση και είχε παρακολουθήσει ένα ντοκυμαντέρ που είχε ως θέμα του τις κατσαρίδες. Έμαθε λοιπόν το πόσο πολυπληθή και ευπροσάρμοστα πλάσματα είναι, το πως έχουν καταφέρει να παραμείνουν αναλλοίωτες απ’ την εποχή των δεινοσαύρων, το πόσο πολύ αντέχουν στα δηλητήρια που χρησιμοποιούν εναντίον τους οι άνθρωποι, το πόσο άτρωτες είναι ακόμα και στη ραδιενέργεια. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο ντοκυμαντέρ, αντιστοιχούν πάνω από χίλιες κατσαρίδες ανά άνθρωπο, στις πόλεις μονάχα. Είναι επίσης απίστευτα ολιγαρκείς, για παράδειγμα τέσσερεις από δαύτες μπορούν να ζήσουν επί έξι μήνες τρεφόμενες αποκλειστικά και μόνο με την κόλλα ενός γραμματοσήμου! Είναι και πολύ σκληροτράχηλες. Μια κατσαρίδα μπορεί να συνεχίσει να ζει για δυο βδομάδες ακόμα και αν της κόψουν το κεφάλι ενώ κάθε άνοιξη και φθινόπωρο γεννάνε εκατομμύρια αυγά τα οποία μπορούν να παραμείνουν ζωντανά ακόμα και κάτω από απίστευτα ακραίες συνθήκες. Το ντοκυμαντέρ κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι κατσαρίδες είναι οι μελλοντικοί κυρίαρχοι του κόσμου μας και μια από τις ελάχιστες μορφές ζωής που θα κατάφερναν να επιβιώσουν πολύ εύκολα από κάποια παγκόσμια καταστροφή, ακόμα και από έναν πυρηνικό πόλεμο!
Κατέβασε το χέρι του διστακτικά: Αυτό που αντίκρυζε πάνω στη βρύση του νεροχύτη δεν ήταν απλά ένα αηδιαστικό έντομο αλλά ένα μνημείο της φύσης, ένα καταπληκτικό επίτευγμα εκατομμυρίων ετών βιολογικής εξέλιξης. Έμεινε να κοιτάζει δίβουλος την κατσαρίδα για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι που κατάλαβε πως δεν του έκανε καρδιά να τη σκοτώσει. Στο κάτω-κάτω ήταν ένα ζωντανό πλάσμα που δεν του είχε κάνει κανένα κακό. Το αίσθημα της απέχθειας και της αποστροφής που ένιωθε, υποχώρησε. Την κοίταξε πιο προσεκτικά και για μια στιγμή του φάνηκε όμορφη, με τα αρθρωτά της ποδαράκια που αγκάλιαζαν κατα τροπο λεπτεπίλεπτο τη βρύση του νεροχύτη, τις μακριές και ευαίσθητες κεραίες της και το μακρόστενο και γυαλιστερό κέλυφος που είχε το απαλό χρώμα της ζεστής σοκολάτας.
Σηκώθηκε αργά όρθιος για να μην την τρομάξει και έκανε ένα βήμα στο πλάι, για να της δώσει να καταλάβει πως δεν σκόπευε να της κάνει κακό. Εκείνη περπάτησε σβέλτα και γοργά μέχρι την άκρη του νιπτήρα, πέταξε μέχρι τη μπανιέρα και στη συνέχεια χώθηκε στο λούκι της αποχέτευσης. Τη φαντάστηκε να διασχίζει ανήλιαγους σωλήνες, να κατεβαίνει μέχρι τα υπόγεια της πολυκατοικίας, να συναντάει τις φίλες της μέσα σε αραχνιασμένες αποθήκες και υγρούς υπονόμους και να συζητούν όλες μαζί τη μικρή της περιπέτεια, ενθουσιασμένες απ’ την ευτυχή της κατάληξη. Κούνησε το κεφάλι του με περίσκεψη. Προφανώς είχε αρχίσει να τρελαίνεται. Λίγο η μοναξιά, λίγο η κατάθλιψη που τον βασάνιζε, λίγο το βαρύ κρυολόγημα, μάλλον του είχε στρίψει λιγουλάκι. Τουλάχιστον όμως, η κρίση πανικού είχε περάσει. Βγήκε απ’ το μπάνιο, τυλίχτηκε με μια κουβέρτα, ξάπλωσε στο κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια του, με την ελπίδα πως απόψε θα κατάφερνε να τον πάρει ο ύπνος, παρά τον ενοχλητικό θόρυβο που ερχόταν απ’ το ισόγειο της πολυκατοικίας , εκεί όπου οι θαμώνες του μπαρ ξεφάντωναν για μια ακόμα νύχτα.
2
Κάποια στιγμή, όταν κατάφερε επιτέλους να κοιμηθεί, είδε ένα παράξενο όνειρο:
Βρισκόταν λέει σ’ ένα χαμηλοτάβανο δωμάτιο με βρώμικους και λεκιασμένους τοίχους που έσταζαν γεμάτοι υγρασία. Μια βαριά μυρωδιά μούχλας πλανιόταν στον αέρα και μαζί της κάτι άλλο, μια πιο διαπεραστική οσμή που του θύμιζε ξεθυμασμένη μουστάρδα. Εκείνος ήταν ξυπόλητος και πατούσε πάνω σ’ ένα δάπεδο που ήταν κρύο και γεμάτο σκόνη. Το ίδιο το δωμάτιο ήταν κατασκότεινο αλλά πότε-πότε, από κάτι γρίλιες που βρισκόταν σε κάποια γωνιά του ταβανιού, τρύπωναν απαλές αναλαμπές φωτός, περίπου σαν τις αντανακλάσεις που προκαλούν τα φώτα των αυτοκινήτων όταν γλυστρούν ανάμεσα απ’ τα παντζούρια ενός κλειστού παράθυρου. Στο αχνό και περιοδικό εκείνο φως μπόρεσε να δει πως στο κέντρο του άσχημου εκείνου δωμάτιου αναδευόταν μια σκοτεινή μάζα που μεγάλωνε όλο και περισσότερο σε όγκο μέχρι που μεταμορφώθηκε σ’ ένα πελώριο κωνικό βουνό που κόντευε να αγγίξει το ταβάνι και του οποίου η βάση καταλάμβανε όλο σχεδόν το δάπεδο. Ξαφνικά φοβήθηκε. Η βάση του πελώριου κώνου πλησίαζε τα πόδια του και η σκέψη πως θα τ’ άγγιζε του φάνηκε πολύ τρομακτική. Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και ξύπνησε στο κρεβάτι του, με τα σεντόνια και τις κουβέρτες τυλιγμένα γύρω του, το μαξιλάρι πεταμένο στο πλάι, δίπλα στο κρεβάτι και....τι ήταν αυτό;
Ένα παράξενο θρόισμα γέμιζε τη σκοτεινή κρεβατοκάμαρα. Είχε τραβήξει τις κουρτίνες και τα πατζούρια του παράθυρου ήταν κλειστά με αποτέλεσμα το σκοτάδι που απλωνόταν γύρω του να είναι σχεδόν απόλυτο. Οι ενοχλητικοί μπαρόβιοι στο ισόγειο συνέχιζαν να φωνάζουν, να περπατάνε άτσαλα πάνω κάτω και να χορεύουν στους ήχους μια δυνατής μουσικής. Ανάμεσα όμως στην ασταμάτητη κακοφωνία, το συνεχές εκείνο θρόισμα συνεχιζόταν με αμείωτη ενταση, λες και κάποιος τσαλάκωνε ασταμάτητα αμέτρητους σβόλους από λεπτό χαρτί.
Για μια στιγμή έκανε ν’ ανασηκωθεί και ν’ απλώσει το χέρι του μέχρι το διακόπτη αλλά σταμάτησε στα μισά καθώς η σκέψη ότι μπορεί να αντίκρυζε κάτι το εντελώς αναπάντεχο και αλλόκοτο τον έκανε να παγώσει. Μάζεψε λοιπόν το χέρι του κάτω απ’ τις κουβέρτες και απέμεινε να κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια το ταβάνι μέσα στο σκοτάδι νιώθωντας παράξενα φοβισμένος, αφουγκραζόμενος το ανεξήγητο θρόισμα έως ότου, κάποια στιγμή, άρχισε να το βρίσκει παράξενα καθησυχαστικό και χαλαρωτικό. Και τότε γλύστρησε αβίαστα σ’ ένα βαθύ ύπνο, για πρώτη φορά ύστερα από πάρα πολλές μέρες.
3
Κάποια στιγμή ξύπνησε και πάλι. Και τότε ξεκίνησε το γνωστό μαρτύριο: Κάτω ακριβώς απ΄το διαμέρισμά του, στο ισόγειο της πολυκατοικίας, οι θαμώνες του μπαρ βρίσκονταν σε μεγάλα κέφια. Οι ιδιοκτήτες του είχαν φαίνεται άκρες με την αστυνομία γιατί αν και η ηχομόνωση που είχαν εγκαταστήσει ήταν εντελώς ελαττωματική, κανείς δεν τολμούσε να τους ενοχλήσει. Οι διαμαρτυρίες του στην αστυνομία είχαν πάει στο βρόντο. Κάθε φορά που τηλεφωνούσε στο κοντινότερο αστυνομικό τμήμα για να καταγγείλει τη φασαρία που δεν τον άφηνε να κλείσει μάτι όλη νύχτα, εξελισσόταν το ίδιο πανομοιότυπο σενάριο: Ύστερα από μισή και πλέον ώρα, εμφανιζόταν ένα περιπολικό που πάρκαρε αργά και επιδεικτικά ακριβώς μπροστά απ’ το μπαρ έτσι ώστε να το βλέπουν οι ιδιοκτήτες του και να κατεβάζουν έγκαιρα την ένταση της μουσικής. Στη συνέχεια δύο αστυνομικοί έβγαιναν από τ’ αμάξι, έμπαιναν με βαριεστημένο ύφος στο μαγαζί, έπιναν ένα ποτό και ξανάφευγαν με την ησυχία τους. Μια-δυό φορές που τους είχε προλάβει και τους είχε ζητήσει εξηγήσεις, του είχαν πει ότι δεν είχαν διαπιστώσει διατάραξη της κοινής ησυχίας. Στο μεταξύ εισέπραττε τις απροκάλυπτα εχθρικές ματιές των ιδιοκτητών του μπαρ και μια φορά μάλιστα είχε λάβει ένα απειλητικό τηλεφώνημα. Όποτε συναντιόταν με κάποιον απ’ αυτούς εξω απ’ την είσοδο της πολυκατοικίας άκουγε μεγαλόφωνα σχόλια για το πόσο «ανώμαλος» και «μίζερος» τύπος άνθρωπος ήταν. Οι υπάλληλοι του δήμου του είχαν πει ότι το συγκεκριμένο νυχτερινό κέντρο λειτουργούσε με νόμιμη άδεια και πως προκειμένου ν’ ανακληθεί θα έπρεπε να διαπιστωθεί τρεις φορές από την αστυνομία διατάραξη της κοινής ησυχίας, κάτι φυσικά που δεν επρόκειτο να συμβεί ποτέ. Στο μεταξύ οι υπόλοιποι ένοικοι της πολυκατοικίας έκαναν τα στραβά μάτια, φοβούμενοι φαίνεται τ’ αντίποινα των νυχτόβιων επαγγελματιών του καταστήματος και ένας απ’ αυτούς μάλιστα, ένας αξιοπρεπέστατος οικογενειάρχης, μόνο που δεν τον είχε βρίσει:
-«Μα τι πρόβλημα έχετε επιτέλους κύριε;» τον είχε ρωτήσει σφίγγοντας νευρικά τη ρόμπα που φορούσε πάνω απ’ τις πολύχρωμες πιτζάμες του, τι θέλετε να σας κάνω δηλαδή; Έχω και παιδιά, στο κάτω-κάτω!»
Τελικά είχε παραιτηθεί. Είχε αγοράσει ένα ζευγάρι ωτο-ασπίδες και κάθε βράδυ πάσχιζε να κοιμηθεί χώνοντας το κεφάλι του κάτω απ’ το μαξιλάρι με την ελπίδα πως τελικά θα τον κυρίευε η κούραση και θα κατάφερνε να κοιμηθεί μια στάλα.
Όφειλε πάντως να παραδεχτεί ότι οι θαμώνες του μπαρ ήταν άνθρωποι με μεγάλο κέφι για ζωή. Κάθε βράδυ σχεδόν χόρευαν όλοι μαζί, γελούσαν και φώναζαν, έβαζαν βαριά λαικά και καθόλου δεν τους απασχολούσε το γεγονός πως πάνω ακριβώς απ’ το μαγαζί τους κάποιος άρρωστος άνθρωπος που έπρεπε να σηκωθεί στις έξι και μισή το πρωί για να πάει στη δουλειά του, προσπαθούσε απεγνωσμένα να κοιμηθεί.
Απόψε ήταν χειρότεροι από κάθε άλλη φορά. Ακόμα και οι τοίχοι του διαμερίσματος έμοιαζαν να τρίζουν από τη φασαρία. Κατάλαβε πως τον περίμενε μια πολύ δύσκολη νύχτα.
Εκείνη τη στιγμή, παρακινημένος απ’ το βήχα και τον πονοκέφαλο που τον βασάνιζε, καθώς και απ’ την οργή που ξυπνούσε μέσα του η εξωφρενική αυτή κατάσταση, άρπαξε το τηλέφωνο, πήρε τον αριθμό του μπαρ και όταν του απάντησε μια ναζιάρικη γυναικεία φωνή, την έλουσε με τα χειρότερα κοσμητικά επίθετα που του ήρθαν στο μυαλό. Εκείνη του ανταπέδωσε τις φιλοφρονήσεις με παρόμοιους, εξίσου υβριστικούς χαρακτηρισμούς και στη συνέχεια του έκλεισε το ακουστικό στα μούτρα.
Κοίταξε γύρω του νιώθωντας έξω φρενών απ’ το θράσος της νεαρής και αντίκρυσε τη γνωστή κατσαρίδα να τον κοιτάζει έχοντας ανέβει δίπλα στο τηλέφωνο. Του έκανε εντύπωση η ακινησία και η αταραξία της. Έμοιαζε να τον παρατηρεί με περιέργεια.
-«Δεν μπορείς να με βοηθήσεις, έτσι;» τη ρώτησε, «Πως θα μπορούσες άλλωστε;» Ήταν ολοφάνερο πλέον, είχε αρχίσει να του στρίβει για τα καλά. Μιλούσε και με τις κατσαρίδες τώρα. Και ξαφνικά μια παράξενη σκέψη σχηματίστηκε στο μυαλό του. Και γιατί να μην τους μιλάει; Με τις κατσαρίδες μοιραζόταν πολλά κοινά στο κάτω-κάτω, όπως και εκείνες ήταν και αυτός ένας απόβλητος, ένας κυνηγημένος, ένα πλάσμα χωρίς κανένα δικαίωμα, κάποιος τον οποίο όλοι προσπαθούσαν να εξοντώσουν και του οποίου η παρουσία δημιουργούσε αποκλειστικά και μόνο συναισθήματα αποστροφής.
4
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι. Τυλίχτηκε με το μάλλινο μπουρνούζι του, σηκώθηκε όρθιος και σύρθηκε μέχρι την πόρτα του διαμερίσματος. Έριξε μια επιφυλακτική ματιά μέσα απ’ το ματάκι της και η καρδιά του σφίχτηκε φοβισμένη: Μπροστά στην πόρτα είχε στηθεί ένας απ’ τους μπρατσαράδες που έκαναν πόρτα στο μπαρ. Ένας βλοσυρός μορφασμός χάραζε άσχημες γραμμές πάνω στο βάρβαρο και σαρκώδες πρόσωπό του.
Χίλιες σκέψεις πέρασαν απ’ το μυαλό του, η μια χειρότερη από την άλλη. Προφανώς τον είχε στείλει η κοπέλα που είχε βρίσει στο τηλέφωνο, για να καθαρίσει για πάρτη της και να τον τιμωρήσει για την ανάρμοστη συμπεριφορά του.
Ο τύπος ξαναπίεσε το κουδούνι, πιο παρατεταμένα αυτή τη φορά, και εκείνος κατάλαβε ότι είχε μπλέξει άσχημα. Κουλουριάστηκε πίσω απ’ τη λεπτή πόρτα και προσπάθησε να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει. Το μυαλό του δεν δούλευε πολύ καλά, ζαλιζόταν περισσότερο από ότι συνήθως, έβλεπε αστράκια με τις άκρες των ματιών του και ο λαιμός του σφιγγόταν, έτοιμος να ξεσπάσει σε μια καινούργια κρίση βήχα. Αν άνοιγε την πόρτα και άφηνε τον τύπο να μπει μέσα την είχε άσχημα. Σίγουρα θα τον πλάκωνε στο ξύλο και στην καλύτερη περίπτωση θα κατέληγε στο νοσοκομείο με σπασμένα πλευρά και μύτη. Αν πάλι προσπαθούσε να του μιλήσει και να τον ηρεμήσει κρυμμένος πίσω απ’ την πόρτα, ο άλλος θα τον ξεφτίλιζε εντελώς και μαζί με την παρέα του θα τον θεωρούσαν τόσο δειλό που από’ δω και εμπρός θα του έκαναν το βίο αβίωτο. Αν πάλι καλούσε την αστυνομία, το δίκιο θα ήταν με το μέρος τους. Μέχρι και μήνυση μπορούσαν να του κάνουν για εξύβριση, άσε που μάλλον είχαν λαδώσει τους αστυνομικούς, έτσι κι αλλιώς.
Εκείνη τη στιγμή έκανε μια νοερή έκκληση για βοήθεια. Δεν τα έβγαζε πέρα από μόνος του, πάει και τελείωσε. Αν υπήρχε κάποια προστατευτική δύναμη στο σύμπαν που μπορούσε και ήθελε να τον ακούσει, τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή να κάνει κάτι.
Με την άκρη του ματιού του είδε την κατσαρίδα να πηδάει στο πάτωμα, να τρέχει καταμήκος του τοίχου και να χάνεται σε μια γωνιά. Προφανώς είχε τρομάξει από τη φασαρία, ίσως μάλιστα και να είχε νιώσει τη μοχθηρία του τύπου πίσω απ’ την πόρτα.
Ο τύπος χτύπησε την πόρτα, αυτή τη φορά με τη γροθιά του, αρκετά δυνατά ώστε να την κάνει να τρανταχτεί ολόκληρη.
Εκείνος σηκώθηκε όρθιος, πήρε μια βαθιά αναπνοή και ετοιμάστηκε να την ανοίξει, και «ότι βρέξει ας κατεβάσει», σκέφτηκε στωικά.
Την τελευταία στιγμή σκέφτηκε να ρίξει μια δεύτερη ματιά μέσα απ’ το ματάκι. Είδε τον τύπο να κοιτάζει έκπληκτος προς τα πάνω αρχικά, δεξιά και αριστερά στη συνέχεια, ενώ μια έκφραση αηδίας και κατάπληξης απλωνόταν στο κτηνώδες πρόσωπό του με το μικρό γενάκι και τα βλογιοκομμένα μάγουλα. Η λάμπα του διαδρόμου άρχισε ν’ αναβοσβήνει ενώ παράξενες σκιές έμοιαζαν να σέρνονται στους κακοφωτισμένους τοίχους του.
Ο τύπος έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, γύρισε την πλάτη του στην πόρτα και άρχισε να απομακρύνεται με βήμα που ήταν κάπως βεβιασμένο. Εκείνος περίμενε λιγάκι, μέχρι ν’ αδειάσει ο διάδρομος και μετά άνοιξε την πόρτα διστακτικά.
Έμεινε ακίνητος και γούρλωσε τα μάτια του κατάπληκτος:
Ο διάδρομος είχε γεμίσει κατσαρίδες. Εκατοντάδες, χιλιάδες ίσως από δαύτες σερνόταν στους τοίχους σχηματίζοντας μια ζωντανή ταπετσαρία. Άλλες πάλι περπατούσαν πάνω στο γυάλινο διακοσμητικό της λάμπας σαν ένα σμάρι από καφέ μύγες υπερφυσικού μεγέθους.
Και τότε κατάλαβε ότι ήταν οι κατσαρίδες που είχαν διώξει εκείνο τον τραμπούκο. Είχαν έρθει για να τον βοηθήσουν. Ένα κύμα ευγνωμοσύνης φούσκωσε μέσα του. Άνοιξε διάπλατα την πόρτα, έκανε ένα βήμα μέσα στο διάδρομο, στάθηκε κάτω από τη λάμπα, άπλωσε τα χέρια του και τις κοίταξε χαμογελαστός:
-«Σας ευχαριστώ,» τους είπε, «σας ευχαριστώ πολύ!»
Οι κατσαρίδες έπεσαν πάνω του σαν μια μπάλα από καφέ φτερά, αρθρωτά σώματα, πόδια και κεραίες.
-«Ευχαριστώ,» τους ξαναείπε, «ευχαριστώ για όλα!»
Οι κατσαρίδες κατρακύλησαν σαν ένας καστανός καταρράκτης πάνω στο ζεστό μπουρνούζι που φορούσε, στις πολυκαιρισμένες πιτζάμες του, στο παντελόνι του, περπάτησαν πάνω στις παντόφλες του ανάλαφρες σαν καστανές χιονονιφάδες ενώ ακόμα περισσότερες κατέβηκαν απ’ τους τοίχους και άρχισαν να κινούνται μεθοδικά πάνω στο δάπεδο του διαδρόμου, σαν ένα κύμα καφέ σκοτεινιάς, σαν ένας απειράριθμος στρατός πεινασμένων μυρμηγκιών που κατευθυνόταν προς το ισόγειο της πολυκατοικίας. Τελικά τον άφησαν μόνο, στο διάδρομο, κάτω απ’ τη λάμπα που κλυδωνιζόταν ανεπαίσθητα σαν εκκρεμές.
Μια βαθιά σιωπή απλώθηκε γύρω του. Η μουσική από το μπαρ σταμάτησε. Και τότε άκουσε κάτι καινούργιο: Φωνές αηδίας που γρήγορα μετατράπηκαν σε κραυγές και ουρλιαχτά φρίκης, κροταλιστούς γδούπους από τραπέζια και καρέκλες που αναποδογύριζαν, κρυστάλλινα ποτήρια που έσπαγαν και πόρτες που χτυπούσαν δυνατά.
Ξαναμπήκε τρέχοντας στο διαμέρισμά του και άνοιξε ένα παράθυρο που έβλεπε έξω, στην είσοδο της πολυκατοικίας. Κάτω απ’ τα κίτρινα φώτα του δρόμου αντίκρυσε ένα θέαμα που ήταν πραγματικά απίστευτο:
Μέσα απ’ το μπαρ ξεχυνόταν ένα πανικόβλητο πλήθος ανθρώπων. Μισόγυμνες γυναίκες τσίριζαν και προσπαθούσαν να ξεριζώσουν τα μαλλιά τους, άντρες έπεφταν καταγής και σπαρταρούσαν λες και πάλευαν να ξεφορτωθούν σαρκοφάγους ψύλλους που είχαν τρυπώσει ανάμεσα απ’ τα ρούχα τους, κάποιοι άλλοι έμπαιναν στα παρκαρισμένα αυτοκίνητά τους και έφευγαν οδηγώντας σαν κυνηγημένοι ενώ άλλοι πάλι, το έβαζαν στα πόδια. Η διαπεραστική οσμή του καμένου πλαστικού άγγιξε τα ρουθούνια του. Οι ασφάλειες του μπαρ είχαν φαίνεται βραχυκυκλωθεί. Η κακόγουστη πινακίδα που κρεμόταν κάτω απ’ το παράθυρό του τρεμόσβησε και σκοτείνιασε για τα καλά.
Το μαγαζί άδειασε εν ριπή οφθαλμού και απέμεινε σιωπηλό, με τις πόρτες του να χάσκουν ορθάνοιχτες σαν το στόμα ενός πνιγμένου ναυαγού.
Εκείνος έκλεισε το παράθυρο, γονάτισε κατάχαμα στο κέντρο του μικρού καθιστικού του και σήκωσε τα χέρια του ψηλά, σαν να προσευχόταν σε κάποια αρχαία θεότητα.
-«Σας ευχαριστώ πολύ,» είπε για μια ακόμα φορά, «σας ευχαριστώ που με σώσατε απόψε!»
Έκλεισε τα μάτια του βουτηγμένος σε μια εκστατική χαρά και είδε τότε κάτι που έμοιαζε με όραμα: Του φάνηκε πως το διαμέρισμά του είχε πλημμυρίσει από μικροσκοπικά φώτα που αναβόσβηναν σαν χριστουγεννιάτικα στολίδια, το καθένα τους ένα μικροσκοπικό μυαλό που παλλόταν σε συντονισμό με όλα τα υπόλοιπα, σχηματίζοντας έτσι κάτι πολύ μεγαλύτερο, κάτι που τον παρατηρούσε, τον καλοσώριζε και τον τύλιγε στοργικά. Άνοιξε τα μάτια του και ανακάλυψε πως το διαμέρισμα είχε πλημμυρίσει από κατσαρίδες. Ένα παχύ και αεικίνητο στρώμα από αεικίνητα καφετιά σώματα σκέπαζε τα πάντα γύρω του, το πάτωμα, τα έπιπλα και τους τοίχους. Ακόμα περισσότερες κατσαρίδες άρχισαν να μπαίνουν απ’ το μπάνιο, απ’ την εξώπορτα του διαμερίσματος που είχε απομείνει ανοιχτή και απ’ το νεροχύτη της κουζίνας.
Και τότε κατάλαβε. Οι κατσαρίδες είχαν κάνει το επόμενο εξελικτικό βήμα που θα τους εξασφάλιζε την απόλυτη κυριαρχία αυτού του πλανήτη. Είχαν ενοποιηθεί σε έναν υπέρ-οργανισμό. Είχαν αποκτήσει νοημοσύνη. Είχαν μεταμορφωθεί στο θεό μιας νέας εποχής. Και τον είχαν αποδεχτεί, δέχονταν την ευγνομωσύνη και τη λατρεία του και τον θεωρούσαν σύμμαχό τους.
-«Ελάτε σε μένα, έλατε μικρές μου αγαπημένες,» ψιθύρισε σε κατάσταση δέους και οι κατσαρίδες, απαντώντας στο ζεστό εκείνο κάλεσμα, κινήθηκαν προς το μέρος του, όλες μαζί, σαν ένα ζωντανό παλιρροικό κύμα, τον περικύκλωσαν, σκαρφάλωσαν πάνω του και κάλυψαν τα πόδια, την κοιλιά, το στήθος και το λαιμό του.
Στη συνέχεια ανέβηκαν ακόμα πιο ψηλά και κάλυψαν το πρόσωπό του, τα χιλιάδες ποδαράκια τους άγγιξαν απαλά και τρυφερά σαν σαν μικρές βελονίτσες τα μάγουλα τη μύτη και το μέτωπό του, έως ότου, κάποια στιγμή, τον σκέπασαν ολόκληρο.
Eρρίκος Σμυρναίος, Copyright 2009
Πρώτα απ'όλα, ποιός είναι ι Νίκος Σμυρναίος;Είναι πολύ καλός συγγραφέας, παρ'ότι το θέμα και μόνο ήταν ικανό να με αποτρέψει από την ανάγνωση.Σιχαίνομαι τις κατσαρίδες, αλλά θεωρώ τις ιδιότητες τους εξαιρετικές!Αντοχή, προσαρμοστικότητα, ευελιξία, εξυπνάδα.Είναι και ολιγαρκείς πράγμα σπάνιο για την εποχή μας!Αντε να δούμε τώρα πως θα κοιμηθώ το βράδυ.Καληνύχτα σου
ΑπάντησηΔιαγραφήΚοίτα που σιγά σιγά θα συμπαθήσω τις κατσαρίδες! Πολύ καλογραμμένο και όμορφο μπορώ να πω!!! Καλό βράδυ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλήμερα Carpe Diem..Καταρχην ο Συγγραφέας λέγεται Ερρίκος και όχι Νίκος. Δεύτερον είναι ένας καλός μου φίλος που έχω την χαρά και την τιμή να φιλοξενώ ιστορίες του στο blog αυτό. Τρίτον είναι ένας συγγραφέας σε ιδιαίτερα χαρακτηρίστηκα στον τρόπο σκέψεις, λειτουργίας και εκφράσεις, με ένα πολύ ιδιαίτερο χιούμορ και έναν τρόπο γραφής..που τον βλέπεται όλοι σας..άλλα γιατί να μην κάνει ο ίδιος ένα ποστ για τον εαυτό του? Ερικ που είσαι? Για έλα κατά δω να απαντήσεις ποιος είσαι :P
ΑπάντησηΔιαγραφήKAT AΡXHN KAΛΟ ΜΗΝΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ.ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΑ ΟΛΟ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΑ ΛΙΓΟ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΣΑΡΙΔΑ.ΕΙΝΑΙ ΟΝΤΩΣ ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΕΧΟΥΝ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΥΡΗΝΙΚΑ.ΟΜΩΣ ΕΔΩ ΕΠΑΙΞΑΝ ΑΛΛΟ ΡΟΛΟ .
ΑπάντησηΔιαγραφή..καλο μηνα :) ..οχι με κατσαριδες, τις προτιμω να ειναι μονο στις ιστοριες :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα εισαι καλα :)
Καλησπέρα και από εμένα! Αρχικά δυσκολεύτηκα λίγο να βγάλω νόημα γιατί κόλλησα στο έντομό μας (όχι ότι έχω κάποιο πρόβλημα μαζί τους, απλά χάθηκα για λίγο) αλλά όλα οκ μετά. Ωραίο το κείμενο, πραγματικά πολύ ωραίο!!
ΑπάντησηΔιαγραφή