1
Η βροχή που έπεφτε ορμητική απ’ το πρωί κόπασε επιτέλους. Ο ήλιος ξετρύπωσε μέσα απ’ τα πυρακτωμένα σύννεφα που κάλυπταν τη δύση και έλουσε με τις τελευταίες του ακτίνες την αρχαία πόλη που σαν ανταριασμένη θάλασσα από μυτερές στέγες πέτρινα καμπαναριά και κυλινδρικούς πύργους, απλωνόταν γκρίζα και οδοντωτή ως τον ορίζοντα. Απ’ το βορρά ήδη πλησίαζε μια καινούργια λεγεώνα από βαριά σύννεφα που έφερναν μαζί τους την υπόσχεση μιας βραδιάς, αν όχι περισσότερο, τουλάχιστον εξίσου βροχερής με την ημέρα που πλησίαζε στο τέλος της. Ο κρύος και υγρός άνεμος που σφύριζε γύρω απ’ τις πολεμίστρες του πύργου με χαστούκιζε με τ’ άσαρκα δάχτυλα του και έφερνε μαζί του τον απόηχο μακρινών μπουμπουνητών.
Ήμουν μόνη. Ο Τυρταίος δεν είχε φανεί. Η σκέψη του στροβιλίστηκε και φούσκωσε μέσα μου σαν ένα ποτάμι που απειλούσε να με πνίξει.
Από στιγμή σε στιγμή θα νύχτωνε και εγώ τον περίμενα εδώ πάνω μια ολόκληρη μέρα, μάταια όπως συνειδητοποιούσα όλο και περισσότερο. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω απ’ το κορμί μου για να ζεσταθώ. Στη συνέχεια, ψάρεψα μέσα απ’ την τσέπη της μάλλινης καζάκας που φορούσα το γράμμα του, το ξεδίπλωσα και το διάβασα για χιλιοστή φορά κάτω απ’ τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που εισχωρούσαν οριζόντιες και βαθυκόκκινες μέσα απ’ τις στενές πολεμίστρες του πύργου:
«Αγαπημένη μου Ήβα, Σου έχω σπουδαία νέα. Τελικά, όλα πήγαν καλά. Το ταξίδι μου στη Στυγέα στέφθηκε με επιτυχία. Βρήκα τους τύμβους των αρχαίων βασιλέων και εκεί πέρα, ανακάλυψα κάτι το καταπληκτικό. Δεν είναι ασφαλές να σου γράψω περί τίνος πρόκειται, αλλά να ξέρεις ότι στην Αλισάχνη υπάρχουν κάποιοι που θα με πληρώσουν το βάρος μου σε χρυσάφι για να το αποκτήσουν. Σ’ ένα μήνα ακριβώς από σήμερα θα σε περιμένω στον αρχαίο πύργο της Ερκολάνης που βρίσκεται στη Βόρεια άκρη της πόλης…. Αν έρθεις, να ξέρεις ότι μας περιμένει μια ζωή πλούτου και απολαύσεων που όμοιά της δεν μπορείς ούτε να ονειρευτείς! Αν δεν έρθεις θα καταλάβω ότι με έχεις ξεχάσει, Σε φιλώ, Τυρταίος,»
Ο Τυρταίος. Μας πως θα μπορούσα να τον ξεχάσω; Ήταν η πρώτη μου και παντοτινή αγάπη. Ήμασταν συμφοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Τρικάλλιστης. Εκείνος σπούδαζε αρχαιογλωσσία και εγώ βοτανοθεραπευτική. Απ’ την πρώτη στιγμή καταλάβαμε ότι ήμασταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Μόνο που ο Τυρταίος ήταν ανήσυχο πνεύμα. Δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί τη σκληρή πειθαρχία και τη ρουτίνα της φοιτητικής ζωής ανάμεσα στα γκρίζα τείχη και τις μισοσκότεινες βιβλιοθήκες του πανεπιστημίου. ‘Ένα ωραίο πρωινό λοιπόν, μου ανακοίνωσε ότι θ’ ακολουθούσε ένα καραβάνι που πήγαινε στα Ανατολικά, και ότι μετά θα εισχωρούσε στην τρομερή έρημο της Στυγέας, γιατί σύμφωνα με κάποιο παμπάλαιο χειρόγραφο που είχε πέσει στα χέρια του, στους παράξενους τύμβους που υψώνονται ανάμεσα απ’ τις τεράστιες αμμοθίνες της κρυβόταν ένας ανεκτίμητος θησαυρός, κάτι που έτσι και το αποκτούσε η ζωή του, η ζωή μας, θα μεταμορφωνόταν ολοκληρωτικά. Οι προσπάθειές μου να τον μεταπείσω έπεσαν στο κενό. Ο Τυρταίος ήταν αγύριστο κεφάλι. Μάταια του έλεγα ότι η Στυγέα είναι ένας τόπος καταραμένος, μια απέραντη έκταση όπου στη μακρινή προϊστορία είχαν διεξαχθεί πόλεμοι τρομακτικοί και ότι τη μόλυναν ακόμα θανατηφόρα δηλητήρια. Άδικα του απαρίθμησα τις αλλόκοτες αρρώστιες που αποδεκάτιζαν εκείνους τους άφρονες τυχοδιώκτες που είχαν κάνει το λάθος ν’ ανασκάψουν τα λιγοστά χαλάσματα που κρύβονται στη στείρα αγκαλιά της. Οι ικεσίες μου δεν κατάφεραν να του αλλάξουν γνώμη. Μ’ αποχαιρέτησε μ’ ένα παρατεταμένο φιλί και με άφησε μόνη, να παραδέρνω σ’ έναν ωκεανό αγωνίας όπου η μια άυπνη νύχτα διαδεχόταν την άλλη και η κατάθλιψη πάλευε με την ελπίδα. Και τελικά είχα λάβει αυτό το γράμμα. Είχα έρθει στην Αλισάχνη γεμάτη μ’ ελπίδες και όνειρα και τώρα; Τώρα είχε μείνει μόνη, μια ξένη σε μια παράξενη πόλη, χωρίς λεφτά, χωρίς φαΐ και με μόνο κατάλυμα αυτό τον αραχνιασμένο πύργο που υψωνόταν σαν φαγωμένο σκυλόδοντο ανάμεσα σε μουσκεμένες κεραμοσκεπές και οξύκορφα καμπαναριά.
Έπρεπε να αποφασίσω τι θα έκανα από ‘δω και εμπρός. Προφανώς κάτι είχε πάει στραβά και τώρα έπρεπε να σταθώ στα δικά μου πόδια.
Εκείνη τη στιγμή ο ήλιος έδυσε. Το φως του έσβησε σαν κερί στον άνεμο και τα πρώτα φώτα άναψαν δειλά-δειλά σε δρόμους και παράθυρα. Πήλινα καντήλια και χάλκινες λάμπες άρχισαν να φωτίζουν το εσωτερικό καπνισμένων πανδοχείων και ασημένια μανουάλια λάμπρυναν τα χρωματιστά παράθυρα σκυθρωπών αρχοντικών. Χοντροκομμένες δάδες από ρετσίνι τριζοβόλησαν σε πλακόστρωτα σοκάκια σκοτεινές πλατείες και δεντροφυτεμένες αλέες που έσταζαν γεμάτες υγρασία.
Και μετά ξανάρχισε να βρέχει, εξίσου ορμητικά όπως και πριν. Ένα μονότονο κελάρυσμα αντιλάλησε μέσα απ’ τις αρχαίες υδρορροές των τοίχων του πύργου και ο άνεμος κόπασε, μεταμορφώθηκε σ’ ένα υγρό χάδι που γλίστρησε μέσα απ’ τις πολεμίστρες του και μ’ άγγιξε ψυχρός και επίμονος σαν σκοτεινό προαίσθημα.
Και τότε ένα χέρι μ’ ακούμπησε ανάλαφρα στον ώμο.
2
Τινάχτηκα σαν να με είχε κεντρίσει σκορπιός.
Έκανα μια επιτόπια στροφή και βρέθηκα αντιμέτωπη με κάτι που μου έκοψε την ανάσα. Μπροστά μου στεκόταν ένας άνδρας που με κοίταζε μειδιώντας ανεπαίσθητα. Ήταν ψηλός, γεροδεμένος και ευθυτενής, με μακριά και πλούσια μαλλιά, ντυμένος στα μαύρα. Τα μάτια του, αμυγδαλωτά, κατάμαυρα και αστραφτερά, εξέπεμπαν μια δύναμη που με ακινητοποίησε ολοκληρωτικά. Στο σκοτάδι που είχε απλωθεί στο κυκλικό δωμάτιο του πύργου, η μορφή του διαγραφόταν σαν φωτεινό αποτύπωμα. Το στόμα μου στέγνωσε και η καρδιά μου έχασε ένα χτύπο.
-«Ποιος είσαι;» κατάφερα να ψελλίσω.
Δεν μου απάντησε. Ένιωσα τη ματιά του να διαπερνά τις σκέψεις μου αβίαστα, ίδια με πυρακτωμένη λεπίδα από ακονισμένο ατσάλι που βυθίζεται σ’ ένα κομμάτι από μαλακό βούτυρο.
Πάλεψα με λύσσα ενάντια στο ξόρκι που με κρατούσε καθηλωμένη. Η προσπάθειά μου φάνηκε να τον διασκεδάζει. Έγειρε από πάνω μου και ο δείκτης μαζί με τον αντίχειρα του δεξιού χεριού του σφίχτηκαν γύρω απ’ το πηγούνι μου σαν τανάλιες. Τα δάχτυλά του ήταν παγωμένα και ακλόνητα, τα δάχτυλα ενός μαρμάρινου αγάλματος που είχε ζωντανέψει. Τρομοκρατήθηκα. Κατάλαβα ότι βρισκόμουν αντιμέτωπη με κάτι εντελώς απόκοσμο, με μια οντότητα που χρησιμοποιούσε την ανθρώπινη μορφή ως απλό περίβλημα.
-«Θα έρθεις μαζί μου,» ψιθύρισε. Τα χείλη του, λεπτά και χλωμά, ίδια με κοφτερά δρεπάνια από φίλντισι, μόλις που κουνήθηκαν αλλά η φωνή που βγήκε ανάμεσά τους αντιλάλησε στα τρίσβαθα του μυαλού μου μπάσα και εκκωφαντική σαν πολεμική σάλπιγγα.
Έκανα μια δεύτερη προσπάθεια να παλέψω και μια λάμψη θυμηδίας σπινθηροβόλησε στα ερεβώδη βάθη των τεράστιων ματιών του. Τον έφτυσα αντανακλαστικά. Με κοίταξε ανέκφραστος. Κατάλαβα ότι τον είχα αιφνιδιάσει. Ένα κύμα χαράς απλώθηκε μέσα μου σαν ζεστό βάλσαμο.
Και τότε τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω μου σφιχτά και προτού καν προλάβω ν’ αναπνεύσω, τιναχτήκαμε προς τα πάνω, μέσα απ’ την πλίνθινη οροφή του πύργου που θρυμματίστηκε γύρω μας σε αναρίθμητα μικρά κομμάτια. Τα φώτα της Αλισάχνης στριφογύρισαν και κλυδωνίστηκαν κάτω απ’ τα πόδια μου σαν ένας μανιασμένος γαλαξίας από πυγολαμπίδες. Ένα λυσσαλέο ρεύμα κρύου και υγρού αέρα ανακάτεψε τα μαλλιά μου και έκανε την φαρδιά κάπα που φορούσα να πλαταγίσει άγρια και μετά νομίζω ότι λιποθύμησα.
3
Ξύπνησα απότομα και ανασηκώθηκα σπασμωδικά. Ανακάλυψα ότι ήμουν ξαπλωμένη σ’ ένα αναπαυτικό ανάκλιντρο, περιτριγυρισμένη από μεταξωτά στρωσίδια και βελούδινα μαξιλάρια. Γύρω απ’ το ανάκλιντρο που καμπύλωνε ολόγυρά μου σαν ένα τερατώδες φύλλο από διάφανο φίλντισι, κρέμονταν χάλκινα λυχνάρια που σκορπούσαν ένα απαλό και διάχυτο φως στο χρώμα του κεχριμπαριού.
Ένα λεπτό άρωμα άγγιξε τα ρουθούνια μου. Έμοιαζε με γιασεμί. Πήρα μια βαθιά αναπνοή και το μυαλό μου γέμισε με εικόνες από παράξενα νυχτολούλουδα που άνοιγαν τα πέταλά τους στο φως μιας τροπικής πανσέληνου.
Βρισκόμουν καταμεσής ενός πολυτελέστατου δωματίου, περιτριγυρισμένη από γυαλιστερά μάρμαρα και λεπτοδουλεμένα αραβουργήματα από αστραφτερό χρυσάφι. Το αχνό τσιτσίρισμα ενός λυχναριού που το λάδι του κόντευε να σωθεί έφτασε στ’ αυτιά μου σαν μια διακριτική υπενθύμιση ότι ο χρόνος εξακολουθούσε να κυλάει.
Δεν ήμουν μόνη. Μπροστά σ’ έναν ολόσωμο καθρέφτη από γυαλιστερό ασήμι στεκόταν μια μαυροντυμένη φιγούρα που ατένιζε τον εαυτό της στ’ απατηλά του βάθη.
-«Βλέπεις;» μου είπε, «Η πεποίθηση ότι το είδωλό μας δεν εμφανίζεται στους καθρέφτες είναι μια γελοία δεισιδαιμονία. Αλλά και πάλι, κυκλοφορούν τόσες απατηλές φήμες σχετικά με μας που είναι ν’ απορεί κανείς που ανάμεσά τους υπάρχουν και κάποιες που ανταποκρίνονται στην αλήθεια!»
-«Πολύ σωστά,» πρόσθεσε, έχοντας προφανώς καταλάβει ποια τρομακτική υποψία περνούσε απ’ το μυαλό μου, «Είμαι ένας βρικόλακας. Ένας Νυχτοβάτης όπως προτιμούν να μας αποκαλούν οι κάτοικοι της Αλισάχνης.»
Αν τα πόδια μου δεν έτρεμαν τόσο πολύ θα είχα πεταχτεί όρθια. Αλλά τι αποτέλεσμα θα είχε κάτι τέτοιο; Εξάλλου, εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκα ότι ήμουν εντελώς γυμνή. Περιορίστηκα λοιπόν στο να τυλίξω τα μεταξωτά σεντόνια γύρω απ’ το κορμί μου και ν’ αναριγήσω με τη σκέψη πως αυτό το πλάσμα με είχε γδύσει όσο ήμουν αναίσθητη και αβοήθητη.
Προσπάθησα ν’ ανασύρω απ’ το μνημονικό μου οτιδήποτε είχα διαβάσει στο Πανεπιστήμιο σχετικά με τους Βρικόλακες. Όχι και πολλά φοβάμαι καθώς οι σπουδές μου δεν περιλάμβαναν τη μελέτη μυθικών-όπως τα χαρακτήριζαν οι πεφωτισμένοι καθηγητές μου-πλασμάτων.
-«Τα ρούχα που φορούσες ήταν αρκετά βρώμικα και ταλαιπωρημένα. Οι υπηρέτες μου τα πήραν και τα έπλυναν. Δεν φαντάζομαι να σε στεναχωρεί πολύ αυτό, έτσι;»
Έπαψε ν’ ατενίζει τη θωριά του στον καθρέφτη και στράφηκε προς το μέρος μου. Κάτω απ’ το απαλό φως των λυχναριών που διαχέονταν ομοιόμορφα στην χρυσοποίκιλτη κάμαρα ήταν πανέμορφος, ένας ανθρωπόμορφος κύκνος με εβένινα μάτια και μαλλιά που κάλυπταν τους ώμους του σαν αστραφτεροί καταρράκτες. Τα χαρακτηριστικά του ήταν αρμονικά και εκλεπτυσμένα, η επιδερμίδα του έλαμπε αλαβάστρινη και τα μάτια του έκρυβαν στα υγρά τους βάθη τη μαγεία μιας καλοκαιρινής αστροφεγγιάς.
Μια πικρόχολη σκέψη ξεπήδησε μέσα μου:
Σε σύγκριση μ’ αυτόν τον νυχτόβιο θεό, ήμουν εντελώς ασήμαντη, ένα θνητό και κοκαλιάρικο κοριτσόπουλο. Τα μαλλιά μου που ήταν ανακατεμένα και κίτρινα σαν ξεραμένα σταδία πρέπει να φαίνονταν γελοία στα μάτια του. Το ίδιο ίσχυε και για το πρόσωπό μου. Γωνιώδες και γεμάτο με φακίδες, το μόνο συναίσθημα που θα μπορούσε να ξυπνήσει στην καρδιά του ήταν η βαθιά περιφρόνηση.
Κουλουριάστηκα κάτω απ’ τα μεταξωτά σκεπάσματα, μάζεψα τα γόνατα στο στήθος μου και τα τύλιξα με τα δυο μου χέρια.
-«Τι θέλεις από μένα;» τον ρώτησα με το πιο παγερό ύφος που κατάφερα να επιστρατεύσω.
Εκείνος με πλησίασε αθόρυβα, με κινήσεις τόσο ρευστές και αβίαστες που ένιωσα να ζαλίζομαι.
Έκατσε στην άκρη του ανακλίντρου και με κοίταξε κατάματα αλλά αυτή τη φορά το βλέμμα του δεν είχε τίποτα απ’ την ανελέητη σκληρότητα της πρώτης μας συνάντησης. Τώρα σπινθηροβολούσε με μια τρυφερή και χαϊδευτική λάμψη που θα μπορούσε να είναι και παιχνιδιάρικη.
-«Ήβα Ήβα Ήβα,» ψιθύρισε. Η φωνή του ήχησε ανείπωτα τρυφερή, μια χούφτα από εβένινα ροδοπέταλα που χάιδευαν τ’ αυτιά μου. Αλλά είχε και μια αλλόκοτη διεισδυτικότητα: Γλιστρούσε σαν ρευστός υδράργυρος που άφηνε στο διάβα του ανεξίτηλα σημάδια, «Πρέπει να κάνεις κάτι για μένα.»
-«Κάτι για σένα;» επανέλαβα ηλίθια. Η ομορφιά του με θάμπωνε. Ήταν εξωπραγματική σαν το αντιφέγγισμα ενός απόκρυφου ονείρου.
-«Ναι,» με διαβεβαίωσε, «με τη βοήθειά σου θα θέσω τέλος σε μια μακροχρόνια και ανελέητη διαμάχη.»
Τα δάχτυλα του, μακριά και λεπτά σαν τους μίσχους κατάλευκων κρίνων, απομάκρυναν τα μαλλιά που έπεφταν στο πρόσωπό μου και τα χείλη του με φίλησαν στο μέτωπο. Ρίγησα άθελά μου. Κανείς δεν με είχε ξαναφιλήσει έτσι.
-«Ήρθες στην Αλισάχνη για να βρεις τον φίλο σου, τον Τυρταίο, έτσι δεν είναι;» Η φωνή του έμοιαζε με τεντωμένη χορδή από μετάξι, με το άγγιγμα μιας διάφανης σταγόνας από αγνή δροσιά που βυθίζεται στον κάλυκα κάποιας μεθυστικής παπαρούνας. Τα μάτια του έλαμπαν σαν δίδυμοι αυγερινοί και το λεπτό άρωμα που διαπότιζε τον αέρα της χρυσοποίκιλτης κάμαρας είχε αρχίσει να με αποχαυνώνει. Ωστόσο, στο άκουσμα αυτού του ονόματος κατάφερα ν’ αναπηδήσω και να ξεφύγω απ’ το άγγιγμα του:
-«Τι ξέρεις εσύ για τον Τυρταίο; Λέγε!»
Η ταραχή μου φάνηκε να τον διασκεδάζει.
-«Ο Τυρταίος, ως όχι και τόσο ριψοκίνδυνος και τυχοδιωκτικός χαρακτήρας όσο θα ήθελε και ο ίδιος να πιστεύει ότι είναι, άλλαξε γρήγορα γνώμη όταν ανακάλυψε πόσο πραγματικά επικίνδυνο είναι ένα ταξίδι στα ενδότερα της Στυγέας και αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στην Αλισάχνη. Δυστυχώς όμως, μπλέχτηκε σε μια σύγκρουση απ’ την οποία θα ήταν καλύτερα ν’ απέχει. Προς το παρόν παραμένει φιλοξενούμενός μου.» Η φωνή του απέκτησε μια παιχνιδιάρικη χροιά:
-«Θα ήθελες να του μιλήσεις;»
Η ματιά που του έριξα θα πρέπει να ήταν τόσο εύγλωττη που σηκώθηκε όρθιος και μου γύρισε την πλάτη.
-«Θα σε περιμένω έξω,» ψιθύρισε, «υπάρχουν κάποια ρούχα δίπλα στο κρεβάτι σου. Θέλω να τα φορέσεις.»
Απομακρύνθηκε από κοντά μου γοργός και αθόρυβος όπως και προηγουμένως, ίδιος με σκιά. Η αποχώρησή του δεν προκάλεσε το παραμικρό σπινθηροβόλημα στα λυχνάρια που κρέμονταν γύρω απ’ το ανάκλιντρο.
Άκουσα μια πόρτα να κλείνει πίσω του απαλά. Σηκώθηκα όρθια και ανακάλυψα ότι τα πόδια μου έτρεμαν σαν φύλλα. Έκανα ωστόσο αυτό που μου είπε. Δίπλα στο ανάκλιντρο βρήκα ένα εκθαμβωτικό φόρεμα από πράσινο μετάξι με φαρδιά μανίκια και ψηλό λαιμό που έλαμπε φορτωμένο με πολυεδρικούς αμέθυστους και σπινθηροβόλα σμαράγδια. Έπεφτε πάνω μου μακρύ και ίσιο σαν αρχαϊκός μανδύας και με μια φευγαλέα ματιά που τόλμησα να ρίξω στον ασημένιο καθρέφτη είδα ότι ταίριαζε πολύ με την ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και τα πυρόξανθα μαλλιά μου.
Άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα μπροστά σ’ έναν μισοφωτισμένο διάδρομο από πελεκητή πέτρα που κατηφόριζε προς κάποια άγνωστα βάθη.
-«Είσαι πανέμορφη,» τον άκουσα να λέει. Τινάχτηκα σπασμωδικά και βρέθηκα για μια ακόμα φορά να κοιτάζω κατάματα τον απαγωγέα μου που χαμογελούσε ικανοποιημένος.
-«Θα μου πεις το όνομά σου;» κατάφερα να τον ρωτήσω.
-«Ονομάζομαι Θεογένης,» μου απάντησε εκείνος, «και είμαι ο δικαιωματικός άρχοντας αυτής της πόλης.»
Στη συνέχεια τύλιξε το χέρι του γύρω απ’ το μπράτσο μου και αφού έκανε μια χαριτωμένη μικρή υπόκλιση, με ρώτησε:
-«Πάμε;»
Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τ’ αρχαία σκαλοπάτια του κατηφορικού διαδρόμου. Στο τέλος του ξεκινούσε μια σήραγγα που εκτεινόταν οριζόντια μέχρι εκεί όπου έφτανε το βλέμμα μου. Η αψιδωτή οροφή της, απ’ όπου κρέμονταν σε αραιά μεταξύ τους διαστήματα μικρές λάμπες λαδιού, καθώς και η ολοκληρωτική έλλειψη παράθυρων στους γυμνούς τοίχους της, με οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι βρισκόμουν κάπου βαθιά μέσα στη γη. Στη συνέχεια προσπεράσαμε μια σειρά από ξύλινες πόρτες πίσω απ’ τις οποίες ακούγονταν πνιχτά ουρλιαχτά, βόγκοι και αξιολύπητες ικεσίες.
Αναρίγησα καθώς κατάλαβα ότι εκεί μέσα ο οικοδεσπότης μου «φιλοξενούσε» κάποιους άλλους «καλεσμένους» του.
Κάποια στιγμή, σταματήσαμε μπροστά στην τελευταία από εκείνες τις πόρτες.
Ήταν σκουρόχρωμη, γεμάτη με ρόζους και γραμμώσεις, λεκιασμένη από αρχαία ίχνη ορυκτών αλάτων. Μια πελώρια κλειδωνιά κρεμόταν στο κέντρο της. Ο Θεογένης τη γύρισε και η πόρτα άνοιξε, αποκαλύπτοντας το απαίσιο εσωτερικό της:
Ένα σκοτεινό και παγωμένο κελί, γεμάτο υγρασία και κατασκευασμένο από χοντροπελεκημένους ογκόλιθους που είχαν το χρώμα της βρεγμένης στάχτης. Σε μια γωνιά του χωμάτινου δαπέδου του υπήρχε ένα πήλινο καντήλι που σκορπούσε ένα αναιμικό ημίφως. Το κελί ήταν κυλινδρικό και έμοιαζε με πηγάδι. Οι τοίχοι του συνέκλιναν ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι μου και κατέληγαν σε μια μακρινή τρύπα. Μέσα απ’ τη σχάρα που την έφραζε, λαμπύριζε ένα μακρινό αστέρι.
Η βροχή είχε σταματήσει.
Τα μάτια μου καρφώθηκαν ανήμπορα στη σιλουέτα που κρεμόταν στο κέντρο του κελιού, από ένα τσιγκέλι που διαπερνούσε τους καρπούς των τεντωμένων χεριών της. Ήταν η κατακρεουργημένη μορφή ενός ανθρώπου, ή μάλλον ότι είχε απομείνει απ’ αυτόν. Έκανα δυο βήματα προς το μέρος του παγιδευμένη από μια βλάσφημη έλξη, απ’ την αυτοκαταστροφική ανάγκη να δω καλύτερα εκείνη τη μάζα της βασανισμένης σάρκας που ήταν ακόμα ζωντανή.
Το κεφάλι του κρεμόταν αποκαμωμένο στο στήθος του και το κρανίο του που ήταν γδαρμένο, είχε μετατραπεί σ’ ένα πορφυρό και υγρό ημισφαίριο που γυάλιζε μουντά στο φως του λυχναριού. Το ένα του μάτι έλειπε και στη θέση του έχασκε μια πυορροούσα πληγή. Η μύτη είχε κοπεί και στη θέση της έχασκαν ρινικές κοιλότητες, μακρόστενες και γεμάτες με θρόμβους από σκοτωμένο αίμα. Τ’ αυτιά έλειπαν επίσης.
Η ίδια καταστροφή συνεχιζόταν σ’ ολόκληρο το ρημαγμένο σώμα. Και σαν μια τελευταία πινελιά αβάσταχτης βαρβαρότητας, τα πόδια του, απ’ τους αστράγαλους και κάτω, έλειπαν. Τα είχαν καταφάει τα ποντίκια και οι αρουραίοι που είχαν σημαδέψει με τα ίχνη των νηκτικών τους ποδιών το χωμάτινο δάπεδο του κελιού.
Ένας λυγμός ξέφυγε απ’ το στήθος μου.
Το κεφάλι ανασηκώθηκε και κάτω απ’ όλη εκείνη τη φρίκη, αναγνώρισα το πρόσωπό του αγαπημένου μου Τυρταίου.
4
Έμεινα να τον κοιτάζω ακίνητη και άλαλη, σαν απονεκρωμένη. Το μάτι που του είχε απομείνει άνοιξε και μια γαλάζια ίριδα άστραψε στο φως του βρώμικου καντηλιού σαν ματωμένο σφαιρίδιο από γυαλιστερό σμάλτο. Έκανα μια κίνηση να χαϊδέψω το ματωμένο μάγουλο που τρεμούλιαζε μπροστά μου αλλά ο μορφασμός της απερίγραπτης πείνας που παραμόρφωσε το κατακρεουργημένο πρόσωπο, με σταμάτησε.
Το βλέμμα του Τυρταίου καρφώθηκε πάνω μου πλημμυρισμένο από μια δαιμονική λάμψη και το στόμα του άνοιξε διάπλατα, αποκαλύπτοντας ένα ζευγάρι τεράστιων και κοφτερών κυνοδόντων. Τέντωσε το λαιμό του και άρχισε να συσπάται σύγκορμος προσπαθώντας να μ’ αρπάξει και να με δαγκώσει. Οπισθοχώρησα έντρομη και πλάτη μου συγκρούστηκε με το στήθος του Θεογένη που στεκόταν ένα βήμα πιο πίσω και παρακολουθούσε την όλη σκηνή αμίλητος και ακίνητος σαν άγαλμα.
Χίμηξα καταπάνω του και άρχισα να τον γρονθοκοπώ. Όταν είδα ότι η επίθεσή μου δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, καθώς εκείνος απέκρουε τα χτυπήματά μου μ’ εξευτελιστική ευκολία, όργωσα το πρόσωπό του με τα νύχια μου.
Και μετά πίσω-πάτησα κατάπληκτη. Είδα τις πληγές που άνοιξα στη μύτη και στα μάγουλά του να κλείνουν με υπερφυσική ταχύτητα, σαν την επιφάνεια ενός παχύρρευστου νερού που μάταια προσπαθεί να χαράξει ένα κοφτερό μαχαίρι.
Τα μάτια του Θεογένη άστραψαν θυμωμένα. Μ’ έσπρωξε προς τα πίσω και η πλάτη μου βρόντηξε πάνω στα γυμνά λιθάρια του τοίχου. Έπεσα στα γόνατα και απέμεινα να τον κοιτάζω με μάτια που είχαν θολώσει απ’ τα δάκρυα.
-«Εσύ το έκανες αυτό;» τον ρώτησα με πνιχτά αναφιλητά, «Πως μπόρεσες να βασανίσεις έτσι έναν άνθρωπο; Τι πλάσμα είσαι εσύ;»
Η ερώτηση μου τον έκανε να γελάσει. Έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω και το χαχανητό του ακούστηκε περιπαιχτικό και διαπεραστικό, αναπηδώντας σαν ασημένια κωδωνοκρουσία στους κυλινδρικούς τοίχους του κελιού.
-«Άνθρωπος;» με ρώτησε κοιτάζοντας με μάτια που είχαν δακρύσει απ’ τα γέλια, «Έ όχι και άνθρωπος! Ο Τυρταίος σου έπαψε να είναι άνθρωπος απ’ τη στιγμή που υποτάχτηκε στη χρυσαφένια ομορφιά της Μέρμας!»
Παρά τη φρίκη που με περιέβαλλε, ζήλεψα. Η σκέψη ότι ο Τυρταίος με είχε προδώσει μ’ έκανε να πονέσω.
-«Ποια είναι η Μέρμα;»
-«Μη βιάζεσαι, θα τα μάθεις όλα ένα-ένα, την κατάλληλη στιγμή,» μου απάντησε αυτός με μια νότα ανάλαφρης ειρωνείας.
Πλησίασε τον Τυρταίο ο οποίος, κυριευμένος ακόμα απ’ την κανιβαλιστική του φρενίτιδα, εξακολουθούσε να συσπάται κρεμασμένος απ’ τα δεσμά του, δαγκώνοντας τον άδειο αέρα.
Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν και ένας μορφασμός απερίγραπτου τρόμου παραμόρφωσε το πρόσωπό του Τυρταίου. Ο θόρυβος του νερού που έπεφτε στο χώμα γέμισε τη σιωπή καθώς η ουροδόχος κύστη του άδειασε μονομιάς το δύσοσμο περιεχόμενο της στο χωμάτινο δάπεδο του κελιού.
Τα δάχτυλα του Θεογένη τυλίχτηκαν γύρω απ’ το ματωμένο κρανίο και το έσπρωξαν προς τα πίσω. Μετά, με μια κίνηση που ήταν υπερβολικά γρήγορη για να την καταγράψω οπτικά, γύμνωσε τα δόντια του και τα έμπηξε στον εκτεθειμένο λαιμό που έτρεμε μπροστά του.
Ο Τυρταίος ούρλιαξε μακρόσυρτα. Ήταν ένας ολολυγμός απερίγραπτου τρόμου, πόνου και απελπισίας. Βούλωσα τ’ αυτιά μου με μανία για να μην τον ακούω.
Ο Θεογένης άρχισε να ρουφάει με απληστία το αίμα που έρρεε απ’ την καινούργια πληγή που άνοιξε στον αποστεωμένο λαιμό του Τυρταίου ενώ το κεφάλι του αγαπημένου μου έγερνε εξουθενωμένο προς τα πίσω και κορμί του κρεμιόταν ακόμα πιο άτονα απ’ το φριχτό τσιγκέλι.
Και μετά, αφού χόρτασε με το απαίσιο εκείνο γεύμα, όρμησε καταπάνω μου, με σήκωσε όρθια και κόλλησε το στόμα του πάνω στο δικό μου.
5
Έκανα μια μάταιη προσπάθεια να παλέψω. Κάποια παράξενη και εντελώς αποστασιοποιημένη γωνίτσα του μυαλού μου κατέγραψε το γεγονός ότι το δέρμα του βασανιστή μου ήταν απαλό και αρωματισμένο, ότι τα δυνατά του μπράτσα τυλίγονταν ανάγλυφα και μυώδη γύρω απ’ τη μέση και την πλάτη μου, ότι η γλώσσα του εξερευνούσε και χάιδευε τη δική μου γλώσσα με μια επίμονη τρυφερότητα.
Πνιγόμουν. Προσπάθησα ν’ αναπνεύσω. Του τράβηξα τα μαλλιά με όλη μου τη δύναμη, τον κλώτσησα με μανία, αλλά ήταν σαν να προσπαθούσα να βλάψω έναν μονοκόμματο όγκο από γρανίτη. Ύστερα άρχισα να ασφυκτιώ καθώς η λαχτάρα μου για αέρα όλο και μεγάλωνε. Άνοιξα τα μάτια μου και μου φάνηκε ότι το φως της λάμπας είχε μεταμορφωθεί σ’ ένα θαμπό δίσκο από στιλβωμένο μέταλλο. Πυκνό σκοτάδι απλώθηκε στο κελί και τότε, ένα κύμα αλμυρού και ζεστού αίματος γέμισε τη στοματική μου κοιλότητα και κατρακύλησε βαθιά μέσα μου, μέχρι το στομάχι. Το αίμα του Τυρταίου. Προσπάθησα να κάνω εμετό αλλά το σφίξιμο του Θεογένη δεν μαλάκωσε καθόλου. Τα χείλη του εξακολούθησαν να σφίγγουν τα δικά μου και κατάλαβα ότι έτσι και ξερνούσα θα έσπρωχνε ξανά και ξανά το αίμα πίσω, μέσα στο δικό μου στόμα, μέχρι να το καταπιώ ή να πεθάνω από ασφυξία.
Υποτάχτηκα. Αφέθηκα εντελώς στην αγκαλιά του, έγειρα προς τα πίσω και άφησα το αίμα του Τυρταίου να με γεμίσει. Ο Θεογένης με ξάπλωσε τρυφερά πάνω στο χωμάτινο δάπεδο και καθώς μια σειρά από τρομερά επώδυνους σπασμούς άρχισαν να διατρέχουν το κορμί μου συνέχισε να με αγκαλιάζει σφιχτά, προστατεύοντάς με απ’ τον ίδιο μου τον εαυτό. Ούρλιαξα ανήμπορα καθώς το καυτό αίμα του Τυρταίου εξαπλωνόταν σαν ζεστή παλίρροια σ’ όλο μου το κορμί, διαποτίζοντας ένα-ένα τα φρενιασμένα του κύτταρα.
Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε έτσι. Θυμάμαι ένα απερίγραπτο βουητό, σαν να βολόδερνα στη δίνη ενός αφρισμένου καταρράκτη και κάτι που έμοιαζε με ταραγμένο ύπνο δίχως όνειρα. Άλλαζα. Ένιωθα το σώμα μου να συσπάται, να μεταμορφώνεται σε κάτι διαφορετικό. Σπαρταρούσα σαν προνύμφη που παλεύει να ξεφύγει από το κουκούλι της ενώ μαύροι άνεμοι λυσσομανούσαν μέσα στο κεφάλι μου και τεκτονικά χάσματα αρχέγονου τρόμου άνοιγαν για να με καταπιούν.
Και ξαφνικά ξύπνησα, ξαπλωμένη ακόμα πάνω στο κρύο χώμα, ιδρωμένη αλλά ζωντανή, στην αγκαλιά του Θεογένη που καθόταν οκλαδόν στο προσκεφάλι μου και μου χάιδευε τα μαλλιά.
Τον κοίταξα θολωμένη.
-«Πέθανα;» ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα να τον ρωτήσω.
Η σκοτεινή ομορφιά που τον περιέβαλλε έμοιαζε μ’ ένα εβένινο σύννεφο που φωτίζεται απ’ τη λάμψη κάποιας μαργαριταρένιας πανσέληνου. Ωστόσο κάτι είχε αλλάξει πάνω του. Το ένιωσα αμέσως. Ένα διάφανο φράγμα είχε υψωθεί ανάμεσά μας.
Έκανα μια προσπάθεια να στηριχτώ στους αγκώνες μου, αλλά εκείνος με απέτρεψε μ’ ένα απαλό σπρώξιμο.
-«Όχι ακόμα,» μου είπε. «Και για να ικανοποιήσω την περιέργειά σου, δεν έχεις πεθάνει. Δέχτηκες απλώς το σκοτεινό δώρο. Ήπιες το αίμα ενός μολυσμένου. Αλλά για να ολοκληρωθεί η μεταμόρφωση πρέπει να πιεις με τη θέλησή σου και αίμα αμόλυντο, ενός ανθρώπου δηλαδή που δεν ανήκει σε κάποιο βρικόλακα.»
Τον κοίταξα αμίλητη. Με είχε πλημμυρίσει μια αλλόκοτη αίσθηση γαλήνης και δύναμης, το είδος της πληρότητας που νιώθει ένας προσκυνητής όταν έχει υποβληθεί σε κάποια τρομακτική τελετή μετάβασης απ’ την οποία ξέρει πως βγαίνει ζωντανός.
-«Γιατί μου το έκανες αυτό;»
Η ματιά του δεν απέφυγε τη δική μου. Αλλά τώρα ήταν διαφορετική, είχε χάσει την θανατηφόρα γοητεία της, Έκπληκτη ανακάλυψα ότι δεν μπορούσε πια να εισβάλλει μέσα στο μυαλό μου. Ήταν όμορφος ακόμα, ναι, τέλειος σαν θεός της νύχτας, αλλά η μαγνητική έλξη που ασκούσε πάνω μου και παρέλυε τις αντιστάσεις μου, είχε εξουδετερωθεί.
-«Σωστά,» μου είπε, «τώρα πια δεν θα μου ανήκεις ποτέ ολοκληρωτικά. Δεν πρόκειται ποτέ να γίνεις υποτακτική μου. Ανήκεις σε κάποιον άλλο.» Η φωνή του χρωματίζονταν από μια αμυδρή πινελιά θλίψης.
-«Και ποιος είναι αυτός;»
-«Η Μέρμα,» μου απάντησε κοφτά. «Ανήκεις σ’ αυτή που μόλυνε τον αγαπημένο σου Τυρταίο. Όταν σε υποχρέωσα να πιεις το αίμα του, ήπιες και το δικό της αίμα. Το αίμα της Μέρμας. Το αίμα που τον έδενε μαζί της με δεσμά ακατάλυτα, πιο ισχυρά απ’ τη ζωή και το θάνατο.»
Τον κοίταξα μπερδεμένη.
-«Παρά τα βασανιστήρια που του έκανα αρνήθηκε να μου αποκαλύψει το μέρος όπου βρίσκεται το κρησφύγετο της,» μου εξήγησε, «Το μυαλό του άντεξε τον πόνο. Αναγκάστηκα λοιπόν να χρησιμοποιήσω ένα υποκατάστατο. Εσένα.»
-«Εμένα;»
-«Τον έβαλα να γράψει το γράμμα που σ’ έφερε στην Αλισάχνη. Αποδείχτηκε εξαιρετικά συνεργάσιμος όταν του υποσχέθηκα ότι θα σταματούσα τα βασανιστήρια και ότι θα σ’ άφηνα να ζήσεις όταν όλα τελείωναν. Είδες λοιπόν; Αρνήθηκε να προδώσει την αφέντρα του, αλλά δέχτηκε να σε παρασύρει στο παιχνίδι μου με αντάλλαγμα μια πρόσκαιρη ανακούφιση και μια αβέβαιη υπόσχεση!»
Δεν κατάφερα να νιώσω οργή ή πικρία για τον Τυρταίο στο άκουσμα αυτών των λέξεων. Τα μαρτύρια που είχε υποστεί ήταν τόσο τρομακτικά που το μόνο που μπορούσα να νιώσω ήταν οίκτος. Ο Θεογένης το κατάλαβε αυτό γιατί μια έκφραση οργής άστραψε στο πρόσωπο του.
-«Τώρα έγινες το δόλωμά μου,» δήλωσε με σφυριχτή φωνή, «Τώρα ο δεσμός που έδενε τον Τυρταίο με την Αφέντρα του, σε δένει και σένα μαζί της. Εκείνη θα σε αναζητήσει και θα σε πάρει στην φωλιά της. Και τότε θα την εξοντώσω!»
-«Είσαστε εχθροί λοιπόν;»
-«Η Αλισάχνη ανήκει μόνο σε μένα» ήταν η ξερή απάντηση που μου έδωσε, «Ένας και μόνο αφέντης της είναι αρκετός!»
Με μια απότομη όσο και επιδέξια κίνηση με σήκωσε όρθια. Στηρίχτηκα πάνω του και ανακάλυψα ότι το περιβάλλον του κελιού είχε αλλάξει. Το φως της λάμπας ήταν πιο λαμπερό και οι σταχτιές αποχρώσεις των τοίχων είχαν γίνει περισσότερο έντονες. Το ίδιο συνέβαινε και με τις μυρωδιές. Είχαν αποκτήσει μεγαλύτερη διεισδυτικότητα και έμοιαζαν περισσότερο ανάγλυφες. Οι αισθήσεις μου είχαν οξυνθεί αφύσικα. Το ίδιο και οι δυνάμεις μου. Ένιωθα το σώμα μου αφύσικα ανάλαφρο και ευκίνητο. Ένα παράξενο κύμα ευφορίας ξέσπασε μέσα μου. Και τότε το βλέμμα μου έπεσε πάνω στον Τυρταίο.
Ο Θεογένης τον είχε αποκεφαλίσει. Το κεφάλι του με κοιτούσε από μια γωνία του κελιού, με το μάτι του να κινείται ακόμα έντρομο καθώς μια μικρή αγέλη αρουραίων μασούλαγε λαίμαργα τη σάρκα που είχε απομείνει στα μάγουλα και στο σβέρκο του. Ήταν ακόμα ζωντανός και καταλάβαινε τι του συνέβαινε. Το κορμί του σπαρταρούσε αδύναμα κρεμασμένο απ’ το τσιγκέλι του σαν αποκεφαλισμένη σαύρα.
Έθαψα το πρόσωπό μου στο στήθος του Θεογένη:
-«Μπορείς να σταματήσεις αυτό το πράγμα σε παρακαλώ;» τον ικέτεψα πνιχτά, «Είναι εντελώς ανώφελο. Σε παρακαλώ!»
Εκείνος περπάτησε μέχρι το μισοφαγωμένο κεφάλι και το έλιωσε μ΄ένα αποφασιστικό χτύπημα της μπότας του. Το κρεμασμένο κορμί του Τυρταίου έπαψε να σπαρταράει και κρεμάστηκε, άψυχο επιτέλους, απ’ τα δεσμά του.
6
Οι υπηρέτες που με οδήγησαν στην επιφάνεια του εδάφους είχαν υποστεί το δάγκωμά του Θεογένη. Μπορούσα να το καταλάβω αυτό απ’ τα μάτια τους που ήταν άψυχα και ανέκφραστα, ταυτόχρονα όμως και λαμπερά, λες και αντανακλούσαν την υπερφυσική λάμψη που φώτιζε το δικό του βλέμμα.
Βρεθήκαμε στη πίσω αυλή ενός ερειπωμένου ναΐσκου που δέσποζε στο κέντρο ενός παλιού νεκροταφείου. Ανάμεσα στα μουχλιασμένα μνήματα που ξεχώριζαν γύρω μας, σαν μικροί οβελίσκοι στο σκοτάδι, αντίκρισα μια άμαξα που την έσερναν τέσσερα άλογα με κατάμαυρο και γυαλιστερό τρίχωμα. Τα κεφάλια τους στολίζονταν με μακριά φτερά στρουθοκαμήλου και οι οπλές τους άστραφταν σαν ασημένιες πάνω στις υγρές πλάκες της αυλής.
-«Για πού κυρά μου;» με ρώτησε ο αμαξάς.
Κοίταξα γύρω μου και ανακάλυψα ότι οι υπηρέτες του Θεογένη είχαν γίνει άφαντοι.
Ένα παράξενο ένστικτο σκίρτησε μέσα μου, μια άηχη φωνή που άρχισε να με καλεί από κάποια απίστευτα μακρινή απόσταση.
Προς το λιμάνι. Έπρεπε να πάω στο λιμάνι.
Οι ρόδες της άμαξας κροτάλισαν. Αφήσαμε πίσω μας το νεκροταφείο και αρχίσαμε ν’ ακολουθούμε ένα φιδογυριστό σοκάκι που ελισσόταν ανάμεσα από πολυρόροφα μέγαρα με οξυκόρυφα παράθυρα και αλλόκοτες υδρορροές . Μυτερά αετώματα έγερναν από πάνω μας δυσοίωνα και σκοτεινά. Μουσκεμένα πλακόστρωτα λαμπύριζαν εδώ κι εκεί σαν ασημένια ενώ ένας φωσφορικός μανδύας διάφανων υδρατμών, κάτι σαν φωτεινή καταχνιά, ύφαινε άυλα φωτοστέφανα γύρω απ’ τις λάμπες των έρημων δρόμων. Κρυστάλλινα ρυάκια βρόχινου νερού κατρακυλούσαν στις μουσκεμένες προσόψεις μεγαλόπρεπων κτιρίων με σφαλιστές πόρτες και παράθυρα, αναρίθμητες σταγόνες υγρασίας κεντούσαν σφαιρικές γιρλάντες πάνω στις πινακίδες σιωπηλών πανδοχείων και κλειδαμπαρωμένων καταστημάτων.
Η πόλη της Αλισάχνης έμοιαζε να κοιμάται, βυθισμένη σ’ έναν ωκεανό εφιαλτικών ονείρων. Μέσα απ’ το παραθυράκι της άμαξας μπορούσα να δω φευγαλέες παρουσίες να κρύβονται πίσω από σκοτεινές γωνίες, ψηλόλιγνες φιγούρες κρυμμένες κάτω από άμορφους μανδύες. Άραγε, πόσες απ’ αυτές ανήκαν σε ζωντανούς ανθρώπους και πόσες σε πεινασμένους Νυχτοβάτες; Η πόλη μου φάνηκε φριχτή ξαφνικά, ένα αρχαίο μαυσωλείο που πίσω απ’ την πολυτελή του πρόσοψη κρύβονταν λεγεώνες πεινασμένων σκουληκιών που κατασπάραζαν τουμπανισμένα πτώματα.
Η επίθεση υπήρξε ακαριαία. Η άμαξα κλυδωνίστηκε ξαφνικά και κατάλαβα ότι κάτι βαρύ είχε προσγειωθεί στην ξύλινη οροφή της. Άκουσα μια πνιχτή κραυγή και τον υπόκωφο γδούπο ενός ανθρώπινου σώματος που κατακρημνιζόταν στο δρόμο. Έβγαλα το κεφάλι μου απ’ το παράθυρο και ανακάλυψα ότι ο αμαξάς μου είχε γίνει άφαντος. Κάποιος άλλος καθόταν στη θέση του. Ένας άγνωστος. Γύρισε και με κοίταξε και στα διασταλμένα μάτια του αναγνώρισα τη δαιμονική λάμψη που είχα αντικρίσει στο ματωμένο βλέμμα του Τυρταίου, τη μανιακή και ασίγαστη λαχτάρα γι’ ανθρώπινο αίμα που βασανίζει το μολυσμένο παιδί ενός βρικόλακα.
Τ’ άλογα αφηνιάσανε. Σηκώθηκαν στα πίσω πόδια και μετά άρχισαν να τρέχουν φρενιασμένα. Η άμαξα χοροπήδησε σαν παιδικό παιχνίδι και εγώ ξαναχώθηκα στο εσωτερικό της τρομοκρατημένη. Αρπάχτηκα απ’ τα χερούλια της πόρτας και περίμενα στωικά το τέλος της ξέφρενης κούρσας.
Κάποια στιγμή ο καινούργιος μου αμαξάς κατάφερε να ανακτήσει τον έλεγχο των υποζυγίων του και η άμαξα ακινητοποιήθηκε. Τον άκουσα να προσγειώνεται πάνω στ’ οδόστρωμα μ’ ένα σάλτο και μετά η πόρτα της άμαξας άνοιξε.
Ένα ψυχρό ρεύμα αέρα που έφερνε μαζί του την αλμυρή αναπνοή της θάλασσας άγγιξε τα ρουθούνια μου. Η άμαξα είχε σταματήσει μπροστά σ’ ένα κτίριο που έμοιαζε με παλιό θέατρο. Φτερωτά και τετράπαχα δαιμόνια από γύψο χαμογελούσαν πονηρά ανάμεσα σε πυκνά αμπελόφυλλα και καρπούς που ελίσσονταν γύρω απ’ τους κίονες ενός βαρυφορτωμένου υπέρθυρου. Γραμμένη με εξεζητημένα και περίτεχνα γράμματα, όλο φιοριτούρες και στολίδια, απλωνόταν από πάνω του η φράση: «Καλώς ήρθατε στο Μαύρο Μαργαριτάρι, στον οίκο των απαγορευμένων απολαύσεων.» Πνιχτά γέλια και φάλτσες φωνές μεθυσμένων γλεντοκόπων ράγιζαν τη σιωπή, προερχόμενες απ’ τα κτίρια που πλαισίωναν το Μαύρο μαργαριτάρι, αλλά εκείνο έμοιαζε απόλυτα σιωπηλό, σαν εγκαταλελειμμένο. Ο ρυθμικός αχός της θάλασσας με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η προκυμαία του λιμανιού δεν βρισκόταν πολύ μακριά.
Κατέβηκα τ’ αναδιπλούμενα σκαλάκια της άμαξας και πάτησα το υγρό λιθόστρωτο, χωρίς να είμαι απόλυτα σίγουρη για το τι έπρεπε να κάνω. Η τοξωτή πόρτα που δέσποζε κάτω απ’ το υπέρθυρο του κτιρίου άνοιξε. Ένα κόκκινο φως ξεδίπλωσε μια λωρίδα πορφυρών αντανακλάσεων πάνω στις πέτρινες πλάκες που απλώνονταν μπροστά της.
Το παράξενο ένστικτο που με είχε οδηγήσει μέχρι το λιμάνι, ξανασκίρτησε, πολύ πιο επιτακτικό αυτή τη φορά... Με κάλεσε να δρασκελίσω την τοξωτή πόρτα και να μπω στο μυστηριώδες εσωτερικό της.
Διέσχισα την απόσταση που μας χώριζε με τις καινούργιες μου αισθήσεις τεταμένες. Στον ακίνητο αέρα που αιωρούταν γύρω μου γεμάτος από απειράριθμες σταγόνες βροχής, μπορούσα να μυρίσω, πολύ αχνά και αδιόρατα, τη γαργαλιστική μυρωδιά του φρέσκου αίματος.
Κατάλαβα τότε ότι είχα έρθει στο σωστό μέρος.
7
Ένα σύννεφο καπνού, γυναικείων αρωμάτων, ναρκωτικών αναθυμιάσεων και ιδρωμένης σάρκας με τύλιξε μόλις δρασκέλισα το τοξωτό κατώφλι. Μπροστά μου απλώθηκε μια ευρύχωρη αίθουσα που έμοιαζε με τη σάλα ενός οίκου ανοχής για πολύ πλούσιους πελάτες: Το βλέμμα μου έπεσε σε πολυτελή ντιβάνια από βελούδο με χρυσαφένια κρόσσια, σε τολμηρές τοιχογραφίες, κυκλικά τραπέζια φορτωμένα με εκλεκτά εδέσματα και σπάνια κρασιά, ασημένια καντηλέρια και πανάκριβα χαλιά.
Η σάλα ξεχείλιζε από καλοντυμένους και καλοζωισμένους επισκέπτες που ξάπλωναν στα ντιβάνια της και απολάμβαναν τις περιποιήσεις έμπειρων παλλακίδων. Κάποιες απ’ αυτές κάθονταν στα πόδια τους, άλλες είχαν γονατίσει μπροστά τους και τους χάιδευαν ή τους τάιζαν με δυσεύρετες λιχουδιές.
Αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Υπήρχε μια ασυνήθιστη αίσθηση στην ατμόσφαιρα, εντελώς διαφορετική απ’ την ερωτική έξαψη και την ελευθεριότητα που ταίριαζε σ’ ένα τέτοιο χώρο: Αντί για τα διαπεραστικά χάχανα και τα μεθυσμένα κράσο-τράγουδα που θα περίμενε ν’ ακούσει κανείς, πλανιόταν στον αέρα, διακριτική σαν αόρατο μίασμα, η αίσθηση ενός υποβόσκοντος φόβου. Τα σιγανά χαχανητά, καθώς και οι ρυθμικοί στεναγμοί και τα βογκητά που άγγιξαν τ’ αυτιά μου, είχαν μια προσποιητή ποιότητα, λες και όλοι είχαν έρθει εδώ πέρα για να δοκιμάσουν κάτι διαφορετικό, ανυπόμονοι αλλά και τρομαγμένοι γι’ αυτό που τους περίμενε.
Άρχισα να διασχίζω την αίθουσα, με την άνεσή μου καθώς κανείς δεν έκανε τον κόπο να με πλησιάσει ή να μου ρίξει έστω και μια ματιά, και κοίταξα πιο προσεκτικά τις κοπέλες που διασκέδαζαν τους καλοθρεμμένους πελάτες τους. Ο σφυγμός μου αναπήδησε καθώς ανακάλυψα ότι καμία τους δεν ανήκε στη φυλή των ανθρώπων: Το λαμπερό δέρμα τους, τα σκοτεινά τους μάτια και η αφύσικη άνεση των κινήσεών τους αποκάλυπταν το γεγονός ότι ήταν βρικόλακες.
«Όπως και εσύ, αν το θελήσεις» ψιθύρισε μια ασώματη φωνή μέσα στο κεφάλι μου. Ανατρίχιασα. Μια έκλαμψη διορατικότητας με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι αυτά τα όντα δεν διασκέδαζαν τους πελάτες του Μαύρου Μαργαριταριού αλλά τους προετοίμαζαν απλώς για κάτι άλλο.
Στο πίσω μέρος της αίθουσας υπήρχε μια επίσης τοξωτή πόρτα που πλαισιωνόταν από χρυσοποίκιλτους κίονες. Πάνω στα δίδυμα φύλλα της απλώνονταν περίτεχνα αραβουργήματα από σμάλτο που συνέθεταν το πορτραίτο ενός γυναικείου προσώπου με σχιστά μάτια και φιλήδονα χείλη.
Η πόρτα άνοιξε και ο σκοτεινός διάδρομος που ξεκινούσε από πίσω της με οδήγησε σε μια σειρά από χαμηλοτάβανα δωμάτια που πλημμύριζαν απ’ το θανατηφόρο όσο και ακαταμάχητο άρωμα του Μαύρου λωτού, του πιο εθιστικού και δυσεύρετου ναρκωτικού που έχει ανακαλυφθεί ποτέ από καταβολής κόσμου.
Εκεί πέρα, ανάμεσα σε βαρύτιμους ναργιλέδες από λεπτοσκαλισμένο κρύσταλλο και ελεφαντόδοντο, δεμένοι με αλυσίδες από αστραφτερό χρυσάφι, ξάπλωναν γυμνοί άνδρες, όλων των ηλικιών, οι οποίοι εισέπνεαν τους ναρκωτικούς καπνούς που τους αποχαύνωναν μέσα από εύκαμπτους σωλήνες και πρόσφεραν το αίμα τους σε λαίμαργους βρικόλακες που ξάπλωναν δίπλα τους σαν τεράστιες βδέλλες. Χαμένοι μέσα σε παραληρηματικά όνειρα, δεν καταλάβαιναν τι τους συνέβαινε. Βυθισμένοι στ’ αρώματα των μελανόχρωμων λουλουδιών με τα δηλητηριασμένα άνθη και τους τοξικούς χυμούς που φυτρώνουν στ’ απαγορευμένα ξέφωτα τροπικών αγριότοπων, ονειρεύονταν μυστικούς κήπους και απαλά φεγγαρόφωτα και έλιωναν στο έμπειρο άγγιγμα ανύπαρκτων εραστών και ερωμένων.
Και κάποια στιγμή φτάσαμε σ’ ένα ξεχωριστό δωμάτιο, σ’ ένα σιωπηλό δώμα όπου, πάνω σ’ ένα ντιβάνι από μαύρο βελούδο, ανάμεσα σε μια θάλασσα από φρέσκα ροδοπέταλα, ξάπλωναν τρία μικρά παιδιά που μόλις είχαν ξεπεράσει τη νηπιακή ηλικία.
Τα ξανθά τους μαλλιά λαμπύριζαν πάνω στα τρυφερά τους κεφαλάκια κάτω απ’ το φως ενός μοναχικού λυχναριού. Τα πρόσωπά τους, ροδαλά και τρυφερά σαν μπουμπουκιασμένα λουλούδια, ήταν κοιμισμένα. Οι λεπτεπίλεπτες βλεφαρίδες τους είχαν ένα απαλό γαλαζωπό χρώμα και τα στόματά τους, με τα τρυφερά χείλη που γυάλιζαν υγρά, καλυμμένα λες από μικρές σταγόνες υγρασίας, είχαν απομείνει μισάνοιχτα. Οι βρικόλακες είχαν παραβιάσει τα παράθυρα της παιδικής τους κάμαρας στο φως κάποιας χλωμής πανσέληνου, τα είχαν ποτίσει με κάποιο γλυκό ναρκωτικό και τα είχαν κλέψει. Τα είχαν φέρει εδώ κάτω, σ’ αυτόν τον σκοτεινό προθάλαμο του θανάτου.
Τα κοίταξα μαγνητισμένη. Για μια στιγμή έπαιξα με τη σκέψη να τα πάρω στην αγκαλιά μου και με κάποιο τρόπο να τα έβγαζα έξω απ’ το εφιαλτικό εκείνο κτίριο όπου οι άνθρωποι έδιναν οικειοθελώς τη ζωή τους με αντάλλαγμα το γλυκό δηλητήριο μιας βραχύβιας λησμονιάς.
Και τότε κάτι κινήθηκε. Ο αέρας της σκοτεινής κάμαρας που πλημμύριζε απ’ το έντονο άρωμα των κομμένων ροδοπέταλων, ανασάλεψε. Μια αίσθηση ανυπόφορης δύναμης με πλημμύρισε, όμοια με την ανατριχίλα που νιώθει κανείς λίγο προτού τον χτυπήσει κεραυνός. Κάτι καινούργιο είχε εισβάλει στο δωμάτιο. Μια ζωντανή σκιά. Πλησίασε τα κοιμισμένα παιδιά αθόρυβη, μια απτή μαυρίλα που σκίασε το τρεμάμενο φως του λυχναριού. Ένα χέρι που ήταν λεπτό και κατάλευκο σαν ξασπρισμένο κόκαλο, απλώθηκε και χάιδεψε το μέτωπο του μεγαλύτερου απ’ αυτά. Εκείνο ανασάλεψε και βόγκηξε απαλά, σπρωγμένο ίσως από κάποιο ύστατο ένστικτο επιβίωσης. Η σκοτεινή μορφή το πήρε στα χέρια της και βύθισε τα δόντια της στο απαλό δέρμα του λαιμού του που φεγγοβολούσε στο σκοτάδι, λες και ήταν καλυμμένο από μαργαριταρόσκονη, μέσα σε μια φλέβα που παλλόταν ρυθμικά ακολουθώντας τους χτύπους μιας αγνής και εύθραυστης καρδιάς.
Το κεφαλάκι του παιδιού έγειρε αβοήθητο προς τα πίσω και κρεμάστηκε στο κενό.
Το δέρμα του άλλαξε, έγινε χλωμό σαν πάγος και φάνηκε να ρουφιέται πάνω στα λεπτά κόκαλα του προσώπου του. Τα μάτια του βαθούλωσαν και μεταμορφώθηκαν σε μικρές λίμνες από σκοτάδι. Και μετά η σκιερή επισκέπτρια αγκάλιασε το δεύτερο παιδί.
Ήταν η Μέρμα.
8
-«Πλησίασε,» μου είπε αφού ολοκλήρωσε το φριχτό της γεύμα. Η φωνή της ήχησε υπερφυσικά απαλή και καθαρή σαν μια σταλαγματιά από λιωμένο χιόνι. Την ίδια στιγμή με τύλιξε μια αίσθηση αβάσταχτης δύναμης, σαν να με περιέβαλλε το ηλεκτρισμένο σύννεφο μιας ετοιμόγεννης καταιγίδας. Μια απλή σκέψη άστραψε στο μυαλό μου. Ο Θεογένης δεν είχε καμία ελπίδα ενάντια σε μια τέτοια οντότητα. Ήταν υπερβολικά δυνατή γι’ αυτόν.
-«Έτσι είναι,» μου είπε, «ο Θεογένης νομίζει ότι λειτουργεί με βάση τη δική του θέληση αλλά στην πραγματικότητα αντιδρά σαν μια άβουλη μαριονέτα. Σε οδήγησε εδώ και σε λίγο θα έρθει για να σε διεκδικήσει.»
-«Να με διεκδικήσει;»
-«Ναι. Του κινείς το ενδιαφέρον. Ίσως και να είναι ερωτευμένος μαζί σου. Όσο ερωτευμένο μπορεί να είναι ένα δικό μου παιδί με μια ανθρώπινη γυναίκα.»
-«Εσύ τον έκανες βρικόλακα;»
-«Βρικόλακας! Τι άκομψη λέξη!» Αναφώνησε η Μέρμα με προσποιητή απέχθεια, «Προτιμώ τη λέξη Νυχτοβάτης. Είναι πολύ περισσότερο διακριτική, δεν συμφωνείς μαζί μου;»
Την είχα πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής. Τα βήματά μου ήταν αργά και μικρά καθώς μέσα μου πάλευαν ο φόβος και η περιέργεια. Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν θα τολμούσα ποτέ να την παρακούσω.
Είδα ότι φορούσε ένα μακρύ μανδύα με κουκούλα που έκρυβε το πρόσωπό της. Τα μακριά και λεπτά δάχτυλα της τυλίχτηκαν γύρω απ’ τις πτυχές της κουκούλας και την έσπρωξε προς τα πίσω. Πίσω-πάτησα σχεδόν, τυφλωμένη απ’ την απαράμιλλη ομορφιά που ξεπρόβαλλε μπροστά μου. Βρέθηκα αντιμέτωπη με το υπέροχο πρόσωπο μιας αρχαίας θεάς, τέλειο από κάθε άποψη, με ψηλά ζυγωματικά, μ’ επιδερμίδα λαμπερή σαν πάναγνη πορσελάνη, πλαισιωμένο από ένα καταρράκτη από ξανθά μαλλιά που λαμπύριζαν σαν φωτεινά σύννεφα. Τα μάτια της άστραφταν γαλάζια και απέραντα, ίδια με δίδυμους ωκεανούς όπου κρυστάλλινα παγόβουνα παγίδευαν το φως μιας χρυσαφένιας χαραυγής.
Η Μέρμα ανοιγόκλεισε τα μάτια της και αυτά μεταμορφώθηκαν ακαριαία, οι κόρες τους έγιναν σχιστές και κάθετες και οι γαλάζιες ίριδές τους απέκτησαν μια πρασινωπή απόχρωση που κατέλαβε ολόκληρο τον αμφιβληστροειδή τους χιτώνα. Ήταν τα σκληρά και άψυχα μάτια ενός ερπετού.
-«Οι καθαρόαιμοι Νυχτοβάτες είμαστε μια πολύ αρχαία ράτσα,» ψιθύρισε στ’ αυτί μου, «περπατάμε σ’ αυτό τον κόσμο απ’ την εποχή που εσείς οι άνθρωποι δεν είχατε καν συρθεί έξω απ’ τις λάσπες της εξέλιξης και στη γη περπατούσαν τεράστιες και λαίμαργες σαύρες.»
-«Είμαστε όντα αθάνατα και άφθαρτα,» πρόσθεσε, «Μεταμορφωνόμαστε σε ότι θέλουμε, κάνουμε ότι επιθυμούμε και θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε όταν απ’ το δικό σας γένος δεν θα έχει απομείνει τίποτε περισσότερο από ένας σωρός απολιθωμένων οστών.»
Τα χείλη της άγγιξαν τα δικά μου. Ένα παράξενο ρίγος με διαπέρασε καθώς η λεπτή γλώσσα που κρυβόταν στο στόμα της χάιδευε τη δική μου φευγαλέα αλλά ερευνητικά, απορροφώντας τη γεύση του στόματός μου.
-«Είμαι η αρχαιότερη Νυχτοβάτρια σ’ ολόκληρο τον κόσμο,» μουρμούρισε με τρυφερότητα, «ήμουν νέα όταν στον ουρανό δεν είχε εμφανιστεί ακόμα το φεγγάρι.»
-«Το ξέρει αυτό ο Θεογένης;» τη ρώτησα με κομμένη την ανάσα.
-«Μέσα στις φλέβες του βράζουν ακόμα οι φωτιές της νιότης,» μου απάντησε η Μέρμα γλύφοντας απαλά τον λοβό του αυτιού μου, «Νομίζει ότι μπορεί να με εξοντώσει και να πάρει τη θέση μου. Θέλει να γίνει ο άρχοντας της Αλισάχνης αλλά αυτό είναι κάτι που δεν θα επιτρέψω ποτέ να συμβεί.»
-«Γιατί δεν θα το επιτρέψεις;» το άγγιγμα της λεπτής γλώσσας της, γοργό και ευέλικτο σαν τη γλώσσα ενός μικρού φιδιού, ξυπνούσε πόθους και λαχτάρες που δεν πίστευα ότι θα μπορούσαν να φωλιάζουν μέσα μου. Πάλεψα να μην παρασυρθώ απ’ τα καυτά κύματα της ευχαρίστησης που έκαναν την αναπνοή μου να σώνεται και την καρδιά μου να χτυπάει ξέφρενα.
-«Εσείς οι άνθρωποι είστε μια βίαια και πολυμήχανη φυλή. Αν μάθετε ποιοι είναι αυτοί που καθορίζουν τη μοίρα σας και ελέγχουν τη ζωή σας, οι μέρες μας είναι μετρημένες. Γι’ αυτό και κυκλοφορούμε στα παρασκήνια της δικής σας πραγματικότητας, πάντα διακριτικοί, πάντα κρυμμένοι στις σκιές. Έτσι είναι και έτσι πρέπει να γίνεται-για πάντα. Εξάλλου, η Αλισάχνη είναι δικό μου δημιούργημα. Είναι μια πόλη όπου οι Νυχτοβάτες κινούνται ανενόχλητοι με την ανοχή των ανθρώπινων ηγετών της που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς το άρωμα του Μαύρου λωτού. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να καταστρέψει το έργο μου.»
-«Και τώρα δώσε μου ένα λόγο για να μην σε σκοτώσω,» πρόσθεσε η Μέρμα, κοιτάζοντάς με κατάματα μ’ εκείνα τα τρομερά μάτια.
-«Δεν έχω καμία σκόπιμη ανάμιξη στη διαμάχη σου με τον Θεογένη,» κατάφερα να της πω μέσα απ’ τη θύελλα του τρόμου που ξεσηκωνόταν μέσα μου.
-«Αυτό είναι κάτι που ελάχιστα μ’ ενδιαφέρει» ήταν η δική της απάντηση.
-«Όμως στις φλέβες μου κυλάει το δικό σου αίμα,» δοκίμασα για δεύτερη φορά.
-«Το ίδιο συμβαίνει και με τον Θεογένη. Αλλά θα πεθάνει απόψε γιατί τόλμησε να στραφεί εναντίον μου.» Η αγωνία που ένιωθα έμοιαζε να τη διασκεδάζει.
-«Σ’ αυτή την περίπτωση,» δοκίμασα για τρίτη και τελευταία φορά, «δεν θα με σκοτώσεις γιατί ο Θεογένης δεν έχει έρθει ακόμα για να με διεκδικήσει και με χρειάζεσαι ακόμα ως δόλωμα για να τον προσελκύσεις.»
Η φωνή μου έσπασε. Καταλάβαινα πως η Μέρμα απολάμβανε όλο και περισσότερο το σαδιστικό της παιχνίδι αλλά δεν άντεχα να συνεχίσω άλλο. Όμως ήθελα να ζήσω και η σκέψη ότι θα καταντούσα ένα πετσοκομμένο πτώμα σαν τον Τυρταίο που τον καταβρόχθιζαν οι αρουραίοι μου προκαλούσε έναν τρόμο πρωτόγνωρο.
-«Σωστά,» μου απάντησε εκείνη. «Θα σου επιτρέψω να ζήσεις μέχρι τη στιγμή που θα σκοτώσω τον Θεογένη. Εξάλλου αυτό είναι κάτι που θέλω να το δουν όλοι. Όλοι οι Νυχτοβάτες πρέπει να μάθουν ποια είναι η μοίρα όλων όσων στρέφονται ενάντια στη μητέρα τους, την Μεγάλη Μέρμα.»
Ένα διακριτικό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και μια ακαθόριστη φιγούρα έκανε την εμφάνισή της.
-«Αρχόντισσά μου, ο βέβηλος και ο στρατός του πλησιάζουν,» δήλωσε με ταπεινότητα.
-«Πολύ καλά,» του απάντησε η Μέρμα με υπερφυσική αταραξία, «πάρτε την μικρή μου φίλη και βάλτε την εκεί που σας είπα. Και ετοιμαστείτε για πόλεμο.»
9
Βρισκόμουν στην οροφή του κτιρίου, αλυσοδεμένη χειροπόδαρα σ’ έναν ογκώδη θρόνο από γκρίζο γρανίτη που έμοιαζε με θυσιαστήριο βωμό. Μπροστά μου, σε ημικυκλική διάταξη, στέκονταν η Μέρμα και οι υποτακτικοί της, περιμένοντας την άφιξη των εχθρών τους. Ο ουρανός είχε καθαρίσει και τ’ αστέρια που τρεμόπαιζαν στα ερεβώδη βάθη του έλαμπαν μακρινά και εχθρικά, ίδια με ασημένιες λεπίδες που κρέμονταν απειλητικά πάνω απ’ τον ευάλωτο κόσμο των ανθρώπων. Απ’ τη θέση τους κατάλαβα ότι πλησίαζε το ξημέρωμα.
Το ψυχρό αεράκι που κατέβαινε απ’ την αστροφώτιστη εκείνη άβυσσο χάιδευε απαλά το πρόσωπό μου σαν την εκπνοή ενός φαντάσματος που δραπετεύει απ’ τ’ αραχνιασμένα δόντια κάποιας ξεθαμμένης νεκροκεφαλής. Οι στέγες και οι πύργοι της Αλισάχνης σχημάτιζαν γύρω μας ένα σιωπηλό δάσος από απολιθωμένα δέντρα. Στα δεξιά μου μπορούσα να δω την ακανόνιστη προκυμαία ενός μεγάλου λιμανιού και το καμπυλωτό τόξο του λεπτού κυματοθραύστη που το προστάτευε. Ο ρυθμικός αχός της θάλασσας γέμιζε σαν μακρόσυρτη αναπνοή τη σιγή των μικρών ωρών της νύχτας. Η ατμόσφαιρα, φρεσκοπλυμένη και παγερή, είχε αποκτήσει τη στιλπνή διαύγεια ενός κατεργασμένου κρυστάλλου.
-«Δεν είναι μια υπέροχη πόλη;» με ρώτησε η Μέρμα με φωνή που παλλόταν ενθουσιασμένη, «Το απόλυτο σύνορο. Ένας ενδιάμεσος κόσμος ανάμεσα στη στεριά και στη θάλασσα. Ένας τόπος διακίνησης ανθρώπων, ιδεών και εμπορευμάτων. Ιδανικό περιβάλλον για έναν Νυχτοβάτη!»
Δεν της απάντησα. Τα δεσμά που με κρατούσαν καθηλωμένη στον γρανιτένιο θρόνο ήταν σφιχτά και με πονούσαν. Εξάλλου, δεν είχα να ελπίζω για τίποτα απ’ αυτή ή τον Θεογένη. Κάποιος απ’ τους δυο θα με σκότωνε έτσι κι αλλιώς, προτού τελειώσει εκείνη η νύχτα. Αυτό ήταν κάτι που το είχα ήδη καταλάβει. Στην πραγματικότητα ήμουν καταδικασμένη απ’ τη στιγμή που είχα ανοίξει το παραπλανητικό γράμμα του Τυρταίου και είχα έρθει σ’ αυτή την καταραμένη πόλη για να τον συναντήσω.
-«Έρχονται αρχόντισσά μου,» δήλωσε κάποιος. Τα βλέμματά όλων στράφηκαν προς τη γραμμή του βορινού ορίζοντα.
Τέντωσα το λαιμό μου και διέκρινα κάτι που έμοιαζε μ’ ένα σμήνος από κοράκια που πλησίαζαν προς το μέρος μας. Η μεταμεσονύχτια γαλήνη που σκέπαζε την πόλη κουρελιάστηκε από ρυθμικά πλαταγίσματα και άγριες κραυγές. Μπορούσα να φανταστώ τον τρόμο όλων αυτών που άκουγαν αυτό το σαματά κουλουριασμένοι στα ζεστά τους κρεβάτια, αλλά ένιωσα απόλυτα σίγουρη ότι εκείνοι δεν θα μπορούσαν με τίποτα να νιώσουν τη φρίκη που τύλιγε τη δική μου ψυχή. Τα κοράκια αποδείχτηκε ότι ήταν ιπτάμενα όντα που έμοιαζαν με αρχαίους πτεροδάκτυλους, ιπτάμενες φρικαλεότητες με γυμνωμένα σκυλόδοντα και προτεταμένα γαμψώνυχα. Τα φολιδωτά τους σώματα καλύπτονταν από ατσαλένιους θώρακες και τα φριχτά κεφάλια τους προστατεύονταν με αγκαθωτά κράνη.
Μ’ ένα μικρό διανοητικό σπασμό που διαπέρασε την καταχνιά της φρίκης που με πάγωνε, κατάλαβα ότι έβλεπα τους Νυχτοβάτες όπως ήταν πραγματικά, εφιαλτικοί δαίμονες που χρησιμοποιούσαν τις νοητικές τους δυνάμεις για να πλημμυρίζουν τα μυαλά των άπραγων θυμάτων τους με εικόνες ομορφιάς και γοητείας.
Ζάρωσα πάνω στο θρόνο μου περιμένοντας την τρομερή συνέχεια. Τα δεσμά που με καθήλωναν ήταν τόσο σφιχτά που δεν μπορούσα καν να καλύψω το κεφάλι με τα χέρια μου.
Ο στρατός του Θεογένη προσγειώθηκε στην απέναντι άκρη της ταράτσας, μπροστά απ’ τους πιστούς της Μέρμας. Τα μεμβρανώδη φτερά τους διπλώθηκαν μ’ έναν κροταλιστό ήχο και ο αρχηγός τους έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός, ογκώδης, μεγαλόπρεπος και τερατώδης, ένας σιδερόφραχτος ιππότης της κόλασης. Κρατούσε στα χέρια του ένα τεράστιο σπαθί με οδοντωτή κόψη.
-«Ξαναγύρισες τελικά,» του είπε η Μέρμα με μια φωνή που ακούστηκε ανυπόφορα καθαρή και σκληρή, σαν να ήταν φτιαγμένη από διαμαντένιες λόγχες. Έκανε και εκείνη ένα βήμα προς τα εμπρός, ακολουθώντας τις επιταγές κάποιου πανάρχαιου τελετουργικού. Το πρόσωπό της καλύπτονταν από μια χρυσαφένια μάσκα και κάτω απ’ το φαρδύ ράσο που φορούσε, μπόρεσα να διακρίνω τη φευγαλέα λάμψη των φολίδων μιας αστραφτερής πανοπλίας. Κράδαινε ένα πελώριο δρεπάνι που έμοιαζε με μεταλλικό μισοφέγγαρο. «Όλοι επιστρέφετε, πάντοτε». Η δήλωσή της δεν περιείχε καμία ειρωνεία, ούτε καν σαρκασμό. Ήταν απλώς μια ψυχρή διαπίστωση.
Ο Θεογένης δεν φάνηκε να πτοείται απ’ τον ήρεμο τόνο της φωνή της:
-«Ήρθα να διεκδικήσω αυτά που μου ανήκουν,» της απάντησε. Το σπαθί που κρατούσε άρχισε να περιστρέφεται πάνω απ’ το κεφάλι του κόβοντας τον αέρα σε λεπτές φέτες. Η λεπίδα του τραγούδησε, έβγαλε ένα υψηλόσυχνο βουητό που ακούστηκε ανυπόμονο και πεινασμένο.
-«Και ποια είναι αυτά ακριβώς;» τον ρώτησε η Μέρμα με την ίδια αταραξία που είχε δείξει και προηγουμένως.
-«Θέλω την Αλισάχνη και αυτήν εδώ,» της απάντησε αυτός τεντώνοντας το ελεύθερο χέρι του προς το μέρος μου. «Είναι δικιά μου. Εγώ της χάρισα το σκοτεινό δώρο.»
-«Χρησιμοποίησες ωστόσο το αίμα του δικού μου υποτακτικού.»
-«Για να με οδηγήσει σε εσένα.»
-«Έλα τότε να την πάρεις.»
Από εκείνη τη στιγμή τα πάντα εξελίχθηκαν με ασύλληπτη ταχύτητα. Ο Θεογένης και η Μέρμα όρμησαν ο ένας πάνω στον άλλο και άρχισαν να αλληλοχτυπιόνται τόσο γρήγορα που το μόνο που κατάφερα να δω ήταν κάτι σαν ασαφές σύννεφο που περιστρεφόταν μπροστά μου με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Αλλεπάλληλες και εκκωφαντικές λάμψεις υποδήλωναν τις καταιγιστικές συγκρούσεις των όπλων τους ενώ σταγόνες αίματος που ήταν μαύρο σαν το μελάνι πετάγονταν εδώ και εκεί καθώς η μεταξύ τους αναμέτρηση κλιμακωνόταν. Αλλά και οι υπόλοιποι Νυχτοβάτες δεν έμειναν άπραγοι. Επιτέθηκαν ο ένας στον άλλο με μια λύσσα απίστευτη, πρωτόγονη και πειθαρχημένη ταυτόχρονα, χρησιμοποιώντας όχι μόνο σπαθιά αλλά και τα νύχια και τα δόντια τους. Η οροφή του Μαύρου Μαργαριταριού μετατράπηκε σ’ ένα τρομακτικό πεδίο μάχης. Σπαθιά συγκρούστηκαν μεταξύ τους αστράφτοντας σαν μικροί κεραυνοί, ατσαλένιοι και κοκάλινοι θώρακες βούλιαζαν κάτω από συντριπτικά χτυπήματα τσεκουριών και ροπάλων, μεταλλικά κράνη διαλύθηκαν σε κομμάτια και αστραφτερές περικνημίδες κόπηκαν μαζί με τα μέλη που προστάτευαν. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η οροφή είχε πλημμυρίσει απ’ το πηχτό αίμα που γεμίζει τις φλέβες των βρικολάκων. Διασκορπισμένα χέρια, πόδια και κεφάλια κουνιόταν ακόμα και σέρνονταν εδώ και εκεί σαν φριχτά σκουλήκια, κινητοποιημένα από μια ανίερη ζωή. Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά, καθώς δεν άντεχα να βλέπω άλλο απ’ το απαίσιο εκείνο θέαμα.
Συριστικές κραυγές λύσσας και πόνου άρχιζαν να σκίζουν τον αέρα, πολεμικές κραυγές και κατάρες που ανήκαν σε μια γλώσσα η οποία μιλιόταν από τότε που οι άνθρωποι ήταν τριχωτά ζώα που κρύβονταν στα δέντρα.
Και τελικά, κάποια στιγμή, μετά από αιώνες ολόκληρους όπως μου φάνηκε, η σύγκρουση τελείωσε, το ίδιο απότομα όπως είχε ξεκινήσει. Μια βαθιά σιωπή κρεμάστηκε γύρω μου και κατάλαβα ότι η μάχη είχε κριθεί.
10
Άνοιξα τα μάτια μου διστακτικά.
Ο Θεογένης είχε ηττηθεί. Ο στρατός του κείτονταν γύρω του σε κομμάτια, ένα βουνό από ακρωτηριασμένα κορμιά που σπαρταρούσαν αδύναμα ανάμεσα σε σπασμένα όπλα και τσακισμένους θώρακες. Το χυμένο αίμα κάλυπτε την οροφή του κτιρίου σαν μια γλοιώδη πλημμυρίδα από αχνιστή και δύσοσμη πίσσα. Αλλά εκείνος στεκόταν ακόμα όρθιος ανάμεσα στα ρημαγμένα υπολείμματα των συντρόφων του, αιματοβαμμένος, περήφανος και αμετανόητος σαν τραγικός ήρωας, αποφασισμένος να δεχτεί με αξιοπρέπεια το τελικό χτύπημα μιας αμείλικτης Νέμεσης.
Τον κοίταξα με μάτια που είχαν θολώσει απ’ τα δάκρυα και μου φάνηκε πως μέσα απ’ την τερατώδη του εμφάνιση με κρυφοκοίταζε ο πανέμορφος εκείνος θεός που με είχε αγκαλιάσει και φιλήσει στο κελί του Τυρταίου.
Για μια στιγμιαία και εξοργιστικά παράλογη στιγμή, ευχήθηκα η Μέρμα να μην τον σκότωνε, αν και γνώριζα πολύ καλά πως αυτός ήταν που είχε βασανίσει με απίστευτη σκληρότητα τον Τυρταίο και πως με είχε χρησιμοποιήσει σαν αντικείμενο για να ανακαλύψει το κρησφύγετο της αφέντρας του. Κι όμως, για μια φευγαλέα στιγμή, μου φάνηκε πως ένιωσα μέσα μου τον μακρινό αντίλαλο μιας αλλόκοτης και αιματοβαμμένης αγάπης που θα μπορούσε κάποτε, κάπως, να είχε ανθίσει ανάμεσά μας.
Η Μέρμα στάθηκε μπροστά του και ο μαύρος μανδύας που φορούσε, κουρελιασμένος τώρα και κομματιασμένος σε μακριές λουρίδες, κυμάτισε γύρω της σαν άγριο σύννεφο.
-«Γονάτισε.» του είπε. Η φωνή της ακούστηκε ήρεμη και σοβαρή, σχεδόν λυπημένη.
Εκείνος υπάκουσε σιωπηλά.
-«Αλήθεια, πίστεψες ποτέ ότι θα μπορούσες να με νικήσεις;»
-«Όφειλα να προσπαθήσω,» ήταν η δική του απάντηση. Την κοίταξε προκλητικά.
Το χέρι της Μέρμας σφίχτηκε γύρω απ’ το σαγόνι του και τον σήκωσε ψηλά στον αέρα. Με το άλλο της χέρι έσκισε το στομάχι του, βύθισε τα δάχτυλά της στο άνοιγμα που δημιουργήθηκε και καθώς το κορμί του Θεογένη λύγιζε προς τα πίσω αβοήθητο, σφαδάζοντας έντρομο απ’ τον ανήκουστο βιασμό που υφίστατο, το έχωσε μέσα στο στομάχι του, μέχρι τον αγκώνα. Τα δάχτυλά της άνοιξαν δρόμο ανάμεσα στα υγρά σπλάχνα που σπαρταρούσαν γύρω τους και σφίχτηκαν γύρω απ’ την καρδιά του, την ξεκόλλησαν και την έβγαλαν έξω απ’ το στομάχι του σαν σάρκινο τρόπαιο.
Η Μέρμα σήκωσε ψηλά την αιμορροούσα καρδιά που πάλλονταν ακόμα και την έδειξε στο πλήθος των πιστών της που γονάτιζαν μπροστά της ευλαβικά. Στη συνέχεια την έχωσε στο στόμα της και την καταβρόχθισε ενώ με το άλλο της χέρι πετούσε το κορμί του Θεογένη καταγής. Εκείνος, ζωντανός ακόμα, δέσμιος της κατάρας των βρικολάκων που δεν τους αφήνει να πεθάνουν, σπαρτάρισε στα πόδια της σαν ακρωτηριασμένο χέλι, χαμένος σε μια κόλαση πόνου που δεν θα μπορούσα ποτέ μου να συλλάβω.
-«Είναι όλος δικός σας,» ανακοίνωσε η Μέρμα στους υπηκόους της. Απομακρύνθηκε απ’ το σημείο της τελικής εκείνης σφαγής και με πλησίασε καθώς οι οπαδοί της περικύκλωναν σαν ένα κοπάδι από πεινασμένες ύαινες ότι είχε απομείνει απ’ τον εχθρό τους.
Στάθηκε μπροστά μου λαμπερή και τρομερή, μια θεά του θανάτου.
-«Και τώρα η δυο μας,» μου είπε. Το σαγόνι της έσταζε απ’ το αίμα του Θεογένη και οι κυνόδοντες που φώλιαζαν στο στόμα της έμοιαζαν τεράστιοι και μυτεροί σαν ξυράφια.
Ακόμα και εκείνη τη στιγμή, που ήξερα ότι η ζωή μου πλησίαζε στο τέλος της, το μόνο που σκέφτηκα να πω ήταν το εξής:
-«Τι θα του κάνουν;»
Η Μέρμα με κοίταξε ανέκφραστα για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, Θα’ λέγε κανείς πως με τη συγκεκριμένη εκείνη ερώτηση είχα καταφέρει να την αιφνιδιάσω.
Μετά άρχισε να γελάει, ένα γέλιο πλούσιο και απαλό, και, όσο περίεργο και αν ακούγεται κάτι τέτοιο, χωρίς ίχνος σαρκασμού μέσα του.
-«Εσείς οι άνθρωποι δεν θα πάψετε ποτέ να με διασκεδάζετε,» μου είπε, εξακολουθώντας να γελάει, «Αυτή τη στιγμή, τα πάντα σου φωνάζουν ότι βρίσκεσαι στο κατώφλι ενός φριχτού θανάτου. Και εσύ λυπάσαι αυτόν που ευθύνεται γι’ αυτό το γεγονός καθώς και για τον θάνατο του αγαπημένου σου Τυρταίου! Γιατί σε νοιάζει τι θ’ απογίνει ο Θεογένης;»
-«Γιατί όλη αυτή η φρίκη είναι εντελώς περιττή και αναίτια, γι’ αυτό,» της απάντησα, κοιτάζοντάς την κατάματα, ατενίζοντας τις αρχαίες εκείνες σφαίρες που είχαν αποκτήσει για μια ακόμα φορά το υπεργήινο χρυσογάλανο χρώμα τους.
-«Πρέπει να κρατάω τους πιστούς μου ευχαριστημένους,» μου απάντησε με αδιάφορο ύφος η Μέρμα και με μια απότομη κίνηση θρυμμάτισε τα δεσμά που με κρατούσαν καθηλωμένη στον γρανιτένιο θρόνο μου, «Τέλος πάντων, αρκετά. Όπως θα πρέπει να έχεις ήδη καταλάβει, δεν σκοπεύω να σε σκοτώσω. Σε χρειάζομαι, όπως χρειαζόμουν και τον Τυρταίο πριν από σένα. Ο κάθε Νυχτοβάτης πρέπει να έχει έναν ανθρώπινο υποτακτικό που να λειτουργεί σαν σύνδεσμος ανάμεσα στο δικό του κόσμο και στον κόσμο των ανθρώπων. Η φυλή σας εξελίσσεται γρήγορα και είναι πολύ εύκολο να χάσει κάποιος την επαφή του με τη δική σας πραγματικότητα. Θυσίασα τον Τυρταίο για να εξουδετερώσω τον Θεογένη και τώρα εσύ θα γίνεις η αντικαταστάτριά του.»
Με σήκωσε όρθια και κρατώντας με παραμάσχαλα, με απομάκρυνε απ’ το πεδίο της μάχης σαν επιμελής κηδεμόνας. «Έχεις να μάθεις πολλά,» πρόσθεσε, «αλλά νομίζω ότι οι δυο μας θα συνεργαστούμε θαυμάσια!»
Καθώς αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τις σκάλες που καταδύονταν στο σκοτεινό εσωτερικό του Μαύρου Μαργαριταριού, έριξα μια τελευταία ματιά πάνω απ’ τον ώμο μου, σε μια προσπάθεια να δω τι είχε απογίνει ο Θεογένης.
Ανακάλυψα ότι τον είχαν δέσει χειροπόδαρα, με τα ίδια του τα εντόσθια, πάνω στο θρόνο όπου προηγουμένως είχαν ακινητοποιήσει εμένα. Η κάτω σιαγόνα του είχε αφαιρεθεί και η γλώσσα του κρεμόταν άτονη πάνω στο λαιμό του. Κάποιοι είχαν αρχίσει να τον γδέρνουν, ξεκινώντας απ’ την κορφή του κεφαλιού ενώ κάποιοι άλλοι του έβγαζαν τα μάτια και έκοβαν αργά και τελετουργικά τη μύτη του, χαρωποί και πρόθυμοι σαν τρελοί χειρούργοι. Και ο Θεογένης ήταν ακόμα ζωντανός και σφάδαζε αδύναμα κάτω απ’ τ΄ άσπλαχνα δάχτυλα και τα μακριά νυστέρια τους.
Μια παρήγορη σκέψη άστραψε φευγαλέα μέσα απ’ το έρεβος που απλώθηκε σαν θύελλα στο καψαλισμένο τοπίο της καρδιάς μου. Σε λίγο θα ξημέρωνε και αν αυτός τουλάχιστον ο θρύλος ήταν αληθινός, το μαρτύριο του Θεογένη θα τελείωνε καθώς το κορμί του θα μετατρεπόταν σ’ ένα σωρό από κρύες και νεκρές στάχτες.
Ερρίκος Σμυρναίος henriksmir@yahoo.gr Copyright 2008
Με την ιδιότητα μου ως συγγραφέα του "Οι νύχτες της Αλισάχνης," θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους εσάς που επισκεφτήκατε αυτό το blog και κάνατε τον κόπο να το διαβάσετε. Θα ήθελα επίσης να ευχριστήσω τον πολύ καλό φίλο μου και υπεύθυνο του blog, "Gildor Caranthir Narmolanya" για την ευγενική του φιλοξενία. Ελπίζω αυτό το βαμπιρικό και αρκετά βίαιο αφήγημα να σας άρεσε! Σε κάθε περίπτωση, θα περιμένω με μεγάλη χαρά να διαβάσω κάποιο σχόλιό σας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είστε όλοι καλά και να έχετε τεταμένη την προσοχή σας όταν περπατάτε στους νυχτερινούς δρόμους κάποιας άγνωστης πολιτείας,
Ερρίκος Σμυρναίος
Το μονο που δεν μου αρεσε ειναι που δεν ειχε περισσοτερο να διαβασω!!Να σου πω καλα λογια δε νομιζω δεν χρειαζεται...ελπιζω να δω κι αλλα διηγηματα σου εδω!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣκοτεινό διήγημα ενός άλλου κόσμου που όμως τα σύνορά του φαίνεται να υπάρχουν μέσα στον δικό μας κόσμο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι σκηνές "βαμπιρικής βιαιότητας", η περιγραφή των τοπίων και οι προσωπικότητες των ηρώων περιγράφονται με τον καλύτερο τρόπο.
Δύσκολο διήγημα Έρικ, μας το δίνεις όμως πολύ κατανοητά και χωρίς να μας μπερδεύεις.
Νομίζω απλά οτι χρειαζόσουν πιο πολλές σελίδες, ίσως να ήρθε ο καιρός να σταματήσεις να "δεσμέυεις" τη πένα σου...
Φιλικά, Elpiniki.
Συγχαρητήρια Έρικ !Για μια ακόμη φορά μας εξέπληξες με τις καταπληκτικές σου περιγραφές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατερίνα Κωστάκη
http://www.endless-journey.gr
http://www.endlesslifejourney.blogspot.com
Σας ευχαριστώ πολύ για τα ευγενικά σας σχόλια. Για να πω την αλήθεια, η αρχική έμπνευση για τη δημιουργία του γοτθικού περιβάλλοντος, της βίας και του αρρωστημένου ερωτισμού που διαπερνάει το συγκεκριμένο αφήγημα, μου ήρθε αφού διάβασα τα βαμπιρικά χρονικά της Ann Rice. Είναι η συγγραφέας που έγραψε το "Συνέντευξη με ένα Βρικόλακα" το οποίο μεταφέρθηκε με πολύ μεγάλη επιτυχία στον κινηματογράφο. Εγώ προσπάθησα απλώς να ενσωματώσω στο μύθο των Αθάνατων, όμορφων και αισθησιακών βαμπίρ τη νεο-μυθολογία που έχει αναπτυχθεί την τελευταία κυρίως δεκαετία γύρω από τους ερπετοειδείς οι οποίοι αλλάζουν μορφή κατα βούληση και ζουν ανάμεσά μας διαμορφώνοντας την πραγματικότητα σύμφωνα με τα δικά τους δυσοίωνα συμφέροντα. Αποφάσισα λοιπόν να απεικονίσω τους δικούς μου βρικόλακες ως όντα που δεν έχουν τίποτα το ανθρώπινο, που είναι βίαια και αδυσώπητα, που επηρρεάζουν τη συνείδηση και τις αντιληπτικές μας ικανότητες χρησιμοποιώντας ως μέσο επιρροής τα ένστικτα και τις επιθυμίες μας και που μας βλέπουν στην καλύτερη περίπτωση ως ενδιαφέροντα κατοικίδια. Κάποια στιγμή, αν αξιωθώ, θα προσπαθήσω να γράψω και κάποιο σήκουελ, έτσι για να δω σε τι περιπέτειες θα μπλέξει η νεαρη Ήβα τώρα που έγινε υποτακτική της Μέρμας...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕρρίκος Σμυρναίος