Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

ΤΑΛΙΚ


1

Ο αέρας είχε βρωμίσει από τα δακρυγόνα και τ’ άλλα χημικά. Τα μάτια μου έκαιγαν και ένιωθα μια καυτερή αίσθηση στο λαιμό που μ’ έκανε να βήχω. Τάχυνα το βηματισμό μου πάνω στο στενό πεζοδρόμιο και αναρωτήθηκα αν και αυτή τη φορά θα κατάφερνα να φτάσω στο σπίτι μου εγκαίρως. Ο θόρυβος του εξαγριωμένου όχλου που έσπαγε βιτρίνες καταστημάτων καθώς και οι εκρήξεις των χειροβομβίδων κρότου και λάμψης της αστυνομίας πλησίαζαν προς το μέρος μου. Κράτησα σφιχτά πάνω μου την τσάντα με τα τρόφιμα που είχα προλάβει ν’ αγοράσω προτού κατεβάσουν ρολά τα καταστήματα και προσπαθούσα να υπολογίσω πόσες μέρες ακόμα θα διαρκούσε ο αποκλεισμός του κέντρου από τις δυνάμεις των ΜΑΤ. Κρίνοντας απ’ τη βιαιότητα των σημερινών επεισοδίων, μάλλον θα ήταν αρκετές.

Έστριψα σε μια στενή πάροδο που ξετυλιγόταν ανάμεσα σε γκρίζες προσόψεις βρώμικων πολυκατοικιών με στενά μπαλκόνια και καγκελόφραχτες εισόδους και παραλίγο να φάω τα μούτρα μου καθώς στραβοπάτησα πάνω σε μια ξεκοιλιασμένη σακούλα σκουπιδιών που το περιεχόμενο της είχε μετατραπεί σε παχύρρευστη γλίτσα. Το δεξί μου χέρι, αυτό που δεν κρατούσε την τσάντα, αρπάχτηκε απ’ το στύλο ενός χαλασμένου φαναριού κυκλοφορίας που υψωνόταν δίπλα σ’ ένα καρβουνιασμένο σκουπιδοτενεκέ και έτσι κατάφερα ν’ αποτρέψω ένα άσχημο πέσιμο που σίγουρα θα μου κόστιζε κάποιο σπασμένο χέρι ή πόδι. Έμεινα ακίνητος, πιασμένος απ’ το φανάρι, σαν μεθύστακας που αλλού πατάει και αλλού πηγαίνει, και προσπάθησα να ελέγξω την ανάσα μου που είχε μεταμορφωθεί σε ανεξέλεγκτο λαχάνιασμα.

Και τότε είδα το παιδί. Καθόταν απέναντί μου, ανακούρκουδα πάνω στο βρώμικο πεζόδρομο με το λεκιασμένο πλακόστρωτο, ανάμεσα σε κάτι που στην αρχή μου φάνηκε ότι ήταν μια μάζα από σκουπίδια. Σκούπισα τα μάτια μου που είχαν δακρύσει, το κοίταξα πιο προσεκτικά και ανακάλυψα ο όγκος που το περιέβαλλε δεν ήταν σκουπίδια αλλά το ακίνητο σώμα μιας γυναίκας που το έσφιγγε στην αγκαλιά της. Τα ρούχα της, μακριά και φαρδιά, σύμφωνα με το ισλαμικό στυλ, ήταν τόσο βρώμικα και κουρελιασμένα που είχαν αποκτήσει το γκρίζο χρώμα της ξεραμένης πίσσας. Μια σκουρόχρωμη κηλίδα απλωνόταν γύρω απ’ το ακίνητο κεφάλι της με τα λυτά μαλλιά που ήταν μαύρα σαν το μελάνι. Μια λιμνούλα από ξεραμένο αίμα. Η γυναίκα ήταν νεκρή. Ξάπλωνε στο πλευρό της, μισοκουλουριασμένη πάνω στο καφέ πεζοδρόμιο και στην αγκαλιά της είχε λουφάξει το πιτσιρίκι που σήκωνε το κεφαλάκι του πάνω απ’ τον ακίνητο κόρφο της και κοίταζε γύρω του με κάτι μάτια που ήταν πελώρια και τρομοκρατημένα.

Ένιωσα ενστικτωδώς πως αυτή ήταν η μητέρα του και πως είχε πεθάνει χτυπημένη από κάποια σφαίρα ή απ’ τους σιδερολοστούς κάποιας ομάδας ακροδεξιών καθώς προσπαθούσε να το προστατεύσει. Έμεινα ακίνητος σαν πετρωμένος και κοίταξα στα δεξιά και στα αριστερά μου. Από τη μια μεριά του δρόμου που έβγαζε στην πλατεία Κουμουνδούρου σέρνονταν λευκά σύννεφα δακρυγόνων που πλησίαζαν αργά-αργά προς το μέρος μας. Από την άλλη άκουγα θυμωμένες φωνές, βλαστήμιες και τον θόρυβο γυαλικών που έσπαγαν. Το παιδί κινδύνευε, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Αναπάσα στιγμή μπορούσε να το χτυπήσει κάποιος από τους μανιακούς που σε λίγο θα γέμιζαν το δρόμο. Η αυτό ή θα το έπνιγαν τα πυκνά σύννεφα των δακρυγόνων που σέρνονταν προς το μέρος του σαν αρρώστια. ‘Έπρεπε να κάνω κάτι.

Ο μικρός με κοίταξε μέσα απ’ την άψυχη αγκαλιά της μάνας του και μου φάνηκε ότι το προσωπάκι του είχε μεταμορφωθεί σε μια παγωμένη μάσκα ατόφιου φόβου. Το στόμα του έμοιαζε με λεπτή γραμμή και μια κάθετη ρυτίδα, τόσο αταίριαστη με το νηπιακό εκείνο μέτωπο, διαγραφόταν σαν πληγή πάνω απ’ τα λεπτά του φρύδια. Ένας δυνατός κρότος έσπασε το ξόρκι της παραλυτικής έκπληξης που με είχε καθηλώσει. Και ο αχός του εξαγριωμένου πλήθους που πλησίαζε. Αγνόησα τον παλλόμενο πόνο του ποδιού μου που το είχα στραμπουλίξει τελικά, και έτρεξα προς το μέρος του παιδιού, την ώρα που γύρω μας άρχισαν να σφυρίζουν πέτρες και αλουμινένια κουτιά αναψυκτικών που ήταν γεμάτα με καυστικό ασβέστη. Το σήκωσα, το έσφιξα στην αγκαλιά μου και ξανάρχισα να τρέχω προς το σπίτι μου, κουτσαίνοντας σαν ξεστρατισμένος καλικάντζαρος. Ο αέρας έτρεμε γύρω μας απ’ το ρυθμικό βόμβο των τηλεοπτικών ελικοπτέρων που κατέγραφαν τις ταραχές και απ’ τα διαπεραστικά ουρλιαχτά των σειρήνων των αυτοκινήτων που σε λίγο θα παραδίδονταν στις φλόγες. Ο μικρός έσφιξε τα χεράκια του γύρω απ’ το λαιμό μου και κόλλησε πάνω μου σαν στρείδι.

Ευτυχώς τα κατάφερα. Έφτασα εγκαίρως στην είσοδο της πολυκατοικίας με τη βαριά καγκελόπορτα από στριφτό ατσάλι, την άνοιξα και αφού την ξανακλείδωσα πίσω μου, ανέβηκα τρέχοντας δύο-δύο τα σκαλιά που έβγαζαν στο τέταρτο όροφο, εκεί όπου βρισκόταν το διαμέρισμά μου. Το σκοτάδι της σκάλας και του σκονισμένου διαδρόμου που το διαδέχτηκε μου φάνηκε σχεδόν απειλητικό. Το ρεύμα είχε κοπεί για άλλη μια φορά και μια αλλόκοτη ησυχία απλωνόταν μέσα σ’ ολόκληρο το κτίριο. Υπέθεσα ότι οι υπόλοιποι ένοικοι της πολυκατοικίας είχαν φροντίσει να εγκαταλείψουν τα διαμερίσματά τους μέρες πριν, καθώς όλοι ήξεραν ότι αργά ή γρήγορα το κέντρο θα αποκλείονταν απ’ την αστυνομία. Εδώ που τα λέμε, το ίδιο πράγμα θα έκανα και εγώ αν είχα κάπου να πάω.


2


Έκλεισα την πόρτα και τράβηξα έναν-έναν τους ογκώδεις σύρτες που την έκαναν απαραβίαστη. Στη συνέχεια ακούμπησα το παιδί σ’ έναν από τους παλιομοδίτικους καναπέδες του καθιστικού μου, γονάτισα μπροστά του και το κοίταξα προσεκτικά. Ήταν ένα μικρόσωμο πλασματάκι, πέντε χρονών το πολύ, αν και με τον υποσιτισμό που σίγουρα θα είχε υποστεί μου ήταν πολύ δύσκολο να μαντέψω με ακρίβεια. Το κεφαλάκι του ήταν κοντοκουρεμένο και φορούσε μια φθαρμένη φορμούλα που αν και μπαλωμένη στα γόνατα και στους αγκώνες, ήταν πεντακάθαρη. Ο μικρός σήκωσε το πρόσωπό του και με κοίταξε κατάματα. Τα μάτια του ήταν τεράστια, καστανά και υγρά, πλημμυρισμένα από μια βαθιά αίσθηση τρόμου που μόνο τα παιδικά μάτια μπορούν να εκφράσουν. Αναρωτήθηκα τι είδους σκηνές να είχαν ξετυλιχτεί μπροστά του, πόση ασχήμια και δυστυχία να είχε προλάβει να ζήσει μέσα στα λίγα χρόνια της ύπαρξής του στον απάνθρωπο κόσμο μας. Σήκωσα το χέρι μου για να του χαϊδέψω το μάγουλο που είχε όμορφο σταρένιο χρώμα και τα λεπτά του φρύδια, που έμοιαζαν με τις χνουδωτές κεραίες κάποιας μικρής νυχτοπεταλούδας, συσπάστηκαν. Το παιδί προσπάθησε να απομακρυνθεί από κοντά μου, κουλουριάστηκε στο βάθος της πολυθρόνας και έθαψε το κεφάλι του ανάμεσα στα γόνατά του σαν να ήθελε να κρυφτεί μέσα στον ίδιο του τον εαυτό.

Έμεινα ακίνητος, δίβουλος, προσπαθώντας να σκεφτώ κάτι, κάτι που θα το έκανε να πάψει να φοβάται. Προσπάθησα να δω τον εαυτό μου μέσα απ’ τα δικά του μάτια και αντίκρισα έναν μεγαλόσωμο γέροντα με μακριά άσπρα μαλλιά και ρυτιδωμένο πρόσωπο, ντυμένο συντηρητικά, με σκούρα ρούχα. Θα πρέπει να μ’ έβλεπε σαν μπαμπούλα. Ένιωσα εντελώς ανήμπορος, ανίκανος να το βοηθήσω. Σηκώθηκα όρθιος και σήκωσα το τηλέφωνο για να πάρω το κοντινότερο αστυνομικό τμήμα, να τους ενημερώσω για το παιδί και να μου πουν εκείνοι τι έπρεπε να κάνω. Αλλά το τηλέφωνο ήταν νεκρό. Όπως και το ρεύμα, είχε κοπεί. Ξανακοίταξα το παιδί που τώρα με κοιτούσε επιφυλακτικά ανάμεσα από τα γόνατά του, νιώθοντας όλο και πιο απελπισμένος. Πως μπορούσα να το βοηθήσω έτσι που εξελίσσονταν τα πράγματα; Του έκανα κάποια καθησυχαστικά νεύματα και έτρεξα μέχρι την κουζίνα, γέμισα ένα ποτήρι με γάλα απ’ το ψυγείο και κοντοστάθηκα διστακτικά, κοιτάζοντας μπροστά μου το κενό. Σκέφτηκα πόσο ηλίθιο ήταν αυτό που έκανα αφού το τελευταίο πράγμα που ο μικρός θα είχε στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή ήταν η πείνα. Αλλά από την άλλη, έπρεπε κάπως να τον φροντίσω. Επέστρεψα λοιπόν στο καθιστικό κρατώντας το ποτήρι μου σαν τρόπαιο. Το παιδί, καθισμένο στην παλιά μου πολυθρόνα, με τα πόδια του να μην φτάνουν ούτε καν μέχρι την άκρη της και με τα χέρια του να σφίγγουν τα σκαλιστά της μπράτσα, κοίταζε σοβαρά-σοβαρά το τραπεζάκι που υψωνόταν μπροστά απ’ τη σβησμένη τηλεόραση. Εκεί πέρα βρισκόταν μια διακοσμητική μπάλα από μωβ γυαλί, γεμάτη φυσαλίδες που αντανακλούσαν το φως του ήλιου που έμπαινε μέσα απ’ τις μπαλκονόπορτες του καθιστικού. Ακούμπησα το γάλα πάνω στο τραπέζι, έπιασα την μπάλα και του την πρόσφερα. Εκείνο την πήρε στα χέρια του και μου χαμογέλασε, ένα γλυκύτατο χαμόγελο γεμάτο με κάτι τέλεια άσπρα δόντια.

-«Ταλίκ» μου είπε. Η φωνή του ήχησε λεπτή και καθαρή, σαν κελάηδισμα.

Γονάτισα μπροστά του, γεμάτος απορία.

-«Έτσι σε λένε;» το ρώτησα χαζά.

Εκείνο ένευσε καταφατικά, άρχισε να χαϊδεύει την μπάλα και επανέλαβε την παράξενη εκείνη λέξη. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή τα τζάμια του καθιστικού τραντάχτηκαν από μια δυνατή έκρηξη.


3


Έτρεξα στη μπαλκονόπορτα, την άνοιξα και βγήκα στο μπαλκόνι. Κάτω στο δρόμο γινόταν χαλασμός. Το οδόστρωμα είχε γεμίσει από ένα πυκνό πλήθος ανθρώπων που έτρεχαν εδώ και εκεί, έσπαγαν αυτοκίνητα και παράθυρα και αναποδογύρισαν ξέχειλους κάδους απορριμμάτων. Πιο μακριά, πίσω απ’ τις ταράτσες των γύρω πολυκατοικιών, στήλες πυκνού μαύρου καπνού λέκιαζαν τον ουρανό που είχε πήξει από ελικόπτερα. Ο αέρας βρωμούσε απ’ την αποφορά του καμένου λάστιχου και των δακρυγόνων ενώ οι κραυγές του εξαγριωμένου πλήθους που φώναζε ρυθμικά συνθήματα στ’ αραβικά, έφτανε στ’ αυτιά μου σαν φρενιασμένη λιτανεία. Η κατάσταση επιδεινώνονταν όλο και περισσότερο. Εδώ που τα λέμε, ήταν αναπόφευκτο. Απ’ την ημέρα που το άτυχο εκείνο παιδί από το Πακιστάν είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια μιας μαχητικής διαδήλωσης υπέρ της ανέγερσης μουσουλμανικού τεμένους στο κέντρο της Αθήνας, η κατάσταση είχε εκτροχιαστεί επικίνδυνα και η επιθετικότητα των αστυνομικών δυνάμεων δεν είχε βοηθήσει καθόλου την όλη κατάσταση. Και τώρα το κέντρο της Αθήνας είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης, σε μια αιματηρή αναμέτρηση ανάμεσα σε μουσουλμάνους λαθρομετανάστες, ακροδεξιούς παραστρατιωτικούς και στα ΜΑΤ που προσπαθούσαν, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να επιβάλλουν την έννομη τάξη.

Ξαναμπήκα στο καθιστικό και κοίταξα τον μικρό μου επισκέπτη που κρατούσε την μπάλα στα χέρια του και την κοίταζε με περιέργεια. Εκείνος μου ανταπέδωσε το βλέμμα. Μου φάνηκε πολύ τρομαγμένος και πάλι, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Εκείνη τη στιγμή, κάτι άστραψε στο μυαλό μου. Μια έκλαμψη έμπνευσης. Καθώς τον έβλεπα να σφίγγει στα χέρια του εκείνη τη μπάλα που έμοιαζε με την κρυστάλλινη σφαίρα ενός μάγου, μου ήρθε μια καταπληκτική ιδέα. Του έκανα ένα καθησυχαστικό νεύμα και άνοιξα το παλιό σεντούκι με τα μαγικά μου σύνεργα που στεκόταν σε μια γωνιά του καθιστικού.

Και μετά άρχισε η παράσταση.


4


Όταν ήμουν δέκα ετών αντίκρισα για πρώτη φορά στη ζωή μου το σόου ενός ταχυδακτυλουργού. Ήταν καλοκαίρι και ο πατέρας μου μας είχε κλείσει θέσεις σε μια κρουαζιέρα στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Στο πλοίο μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές προβολές και διάφορα άλλα θεάματα ανάμεσα στα οποία ήταν και ένα πρόγραμμα που ονομαζόταν «Η βραδιά της μαγείας.»

Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη νύχτα, σαν να είχε συμβεί χθες, τα στρογγυλά τραπεζάκια που είχαν τοποθετηθεί γύρω απ’ την πίστα, τη μυρωδιά των γυναικείων αρωμάτων του τσιγάρου και των ποτών που πλανιόταν στον νυχτερινό αέρα, το ατμοσφαιρικό ημίφως που μετριαζόταν απ’ τα αναμμένα κεριά και τον έξυπνο φωτισμό της αίθουσας, την υποβλητική μουσική υπόκρουση και το ανεπαίσθητο κούνημα του πλοίου που έσκιζε τα κύματα. Όταν ο μάγος ανέβηκε στην πίστα, ένας ηλικιωμένος κύριος που φορούσε ένα κομψό φράκο και μια βαθυκόκκινη μπέρτα, ένιωσα να μαγνητίζομαι και να πλημμυρίζω από ένα υπέροχο κύμα ενθουσιασμού. Το μυστήριο και η μαγεία της παράστασης με καθήλωσαν και με συνεπήραν. Εκείνη τη στιγμή αποφάσισα ότι κάποια μέρα θα γινόμουν και εγώ ένας καταπληκτικός μάγος που θα υπνώτιζε τα πλήθη με τα καταπληκτικά του κατορθώματα. Αυτή η απόφαση διαμόρφωσε τελικά ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή μου. Έγινα πράγματι ένας πολύ καλός ταχυδακτυλουργός. Ξεκίνησα από παραστάσεις σε πάρτι γενεθλίων, συνέχισα με σόου σε νυχτερινά κέντρα, έκανα ένα πέρασμα από την τηλεόραση και κάποια στιγμή συμμετείχα και σε κάποιο θίασο που ταξίδευε στην Ευρώπη αρχικά και στον υπόλοιπο κόσμο στη συνέχεια. Τα χρόνια πέρασαν αλλά εκείνη η νομαδική ζωή δεν μου επέτρεψε να στεριώσω κάπου, να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια. Αυτό ήταν ωστόσο κάτι που δεν με ενοχλούσε καθόλου γιατί εκείνο που μετρούσε για μένα πιο πολύ και μ’ έκανε να νιώθω ευτυχισμένος ήταν η λαμπερή έκφραση του θαυμασμού και του δέους που άστραφτε στα μάτια του κοινού μου, κάθε φορά που μ’ έβλεπαν να χάνομαι στις φλόγες, να εξαφανίζομαι μπροστά τους, να υλοποιώ αντικείμενα και να κόβω στα δυο γυναίκες που στη συνέχεια εμφανίζονταν ολόκληρες και πάλι και εντελώς αλώβητες απ’ το δολοφονικό μου πριόνι. Αυτό που ήθελα περισσότερο απ’ όλα ήταν να τους μεταδώσω το υπέροχο εκείνο συναίσθημα του θαυμαστού που είχα νιώσει το καταπληκτικό εκείνο βράδυ στο κρουαζιερόπλοιο, μια αίσθηση που δεν ξεθώριασε καθόλου στο πέρασμα του χρόνου, ακόμα και όταν έμαθα ότι όλα αυτά τα θαύματα δεν ήταν παρά οφθαλμαπάτες, ψευδαισθήσεις και κόλπα που δεν περιείχαν τίποτα το εξωπραγματικό.

Κάποια στιγμή ενδιαφέρθηκα και για τα παραφυσικά φαινόμενα και έψαξα με μεγάλη επιμονή να βρω εκείνους τους προικισμένους ανθρώπους που μπορούσαν πραγματικά να λυγίσουν τους απαρέγκλιτους νόμους του σύμπαντος και να γεννήσουν τη μαγεία. Αλλά τα ευρήματά μου, ύστερα από δεκαετίες εξονυχιστικής διερεύνησης, αποδείχτηκαν στην καλύτερη περίπτωση αντιφατικά. Όταν με πήραν τα χρόνια και οι αντοχές μου άρχισαν να μειώνονται, ξανάρχισα να δίνω παιδικές και σχολικές παραστάσεις και τότε κατάλαβα για πρώτη φορά ότι είχα αρχίσει να μένω πίσω, ότι οι καιροί με είχαν προσπεράσει. Τα μάτια των παιδιών που με παρακολουθούσαν ήταν αλλαγμένα, ψυχρά και κυνικά. Οι παχουλοί λαγοί που έβγαιναν απ’ το καπέλο μου, οι βροχές απ’ τις σαπουνόφουσκες και τα ολόλευκα περιστέρια που εξαφανίζονταν μέσα σε βελούδινα καπέλα τ’ άφηναν αδιάφορα. Οι φανταχτερές εικόνες των κινηματογραφικών ταινιών φαντασίας και οι θαυμαστοί και βίαιοι κόσμοι της νέας τεχνολογίας με είχαν μετατρέψει σ’ ένα βαρετό απολίθωμα.

Αποσύρθηκα λοιπόν στο διαμέρισμά μου, άνοιξα ένα κατάστημα που πουλούσε πλαστικές μύγες και κατσαρίδες, ποτήρια με διπλό πάτο και κροτίδες, μάσκες που έσταζαν ψεύτικο αίμα και πλαστικά δόντια βρικολάκων, και κατέληξα να ζω μιαν ακύμαντη τρίτη ηλικία που θα με οδηγούσε κάποια στιγμή στο αναπόφευκτο κατώφλι του θανάτου.

5


Περάσαμε υπέροχα. Τοποθέτησα κοντά μας το σεντούκι μου, το άνοιξα και άρχισα να βγάζω ένα-ένα τα περιεχόμενά του. Του έδειξα όλα τα μαγικά μου. Αν και τα δάχτυλά μου είχαν σκουριάσει αρκετά απ’ την αρθρίτιδα, εμφάνισα και εξαφάνισα κέρματα απ’ τις παλάμες μου με μεγάλη επιτυχία, τα έκανα να παρελάσουν σαν αστραφτερά σαλιγκάρια πάνω στα μανίκια μου, έπαιξα με μαντίλια και τραπουλόχαρτα που πετούσαν και άλλαζαν θέση από μόνα τους σαν πεταλούδες και με μεταλλικούς κρίκους που περνούσαν ο ένας μέσα από τον άλλο σαν να ήταν φτιαγμένοι από νερό. Του έμαθα πώς να φυσάει ιριδίζουσες σαπουνόφουσκες και να τις κάνει να φουσκώνουν η μια μέσα στην άλλη και πως να τις ενώνει και να φτιάχνει εύθραυστες αλυσίδες και γεωμετρικά συμπλέγματα. Ύστερα από λίγο τα μάτια του άρχισαν να λάμπουν και το πρόσωπό του χαλάρωσε. Μια έκφραση θαυμασμού και δέους απλώθηκε πάνω στα τρυφερά του χαρακτηριστικά. Μέσα στο βλέμμα του η μαγεία άνθιζε και ξαναζούσε. Κατάφερα να τον κάνω να πιεί το γάλα του, να φάει και ένα σάντουιτς και το πιο καταπληκτικό ακόμα να γελάσει, ένα γαργαριστό χαχανητό που έμοιαζε με δροσερό ρυάκι που κυλούσε πάνω σε γυαλιστερές πέτρες.

Ούτε που καταλάβαμε για πότε νύχτωσε. Άναψα μερικά κεριά και συνεχίσαμε να παίζουμε μέχρι που κάποια στιγμή τον είδα να γλαρώνει. Τα μάτια του μισόκλεισαν και χασμουρήθηκε σαν γατάκι που κουράστηκε να κυνηγάει τα παιχνίδια του. Έφερα λοιπόν μερικές κουβέρτες και μαξιλάρια και του έφτιαξα κάτι σαν φωλιά στον καναπέ, τον έβαλα να ξαπλώσει ανάμεσά τους και τον τύλιξα σφιχτά μέχρι το πηγούνι. Εκείνος έμεινε ακίνητος στη θέση του και συνέχισε να με κοιτάει με κάτι μάτια που τώρα είχαν γίνει λαμπερά σαν γυαλισμένα πετράδια. Έκανα να απομακρυνθώ από κοντά του αλλά το χεράκι του τινάχτηκε μέσα απ’ τις κουβέρτες και σφίχτηκε γύρω απ’ το δικό μου με μια δύναμη που με άφησε κατάπληκτο.

Αναστέναξα βαθιά. Προφανώς δεν υπήρχε περίπτωση να τον καταφέρω να κοιμηθεί χωρίς την παρουσία μου. Έσυρα λοιπόν την πολυθρόνα μου κοντά του, τυλίχτηκα και εγώ με μια περισσευούμενη κουβέρτα και έκατσα δίπλα του, έχοντας αποφασίσει να περάσω έτσι ολόκληρο το βράδυ, στο προσκεφάλι του. Μόνο τότε αφέθηκε να τον πάρει ο ύπνος. Τα μάτια του έκλεισαν, το στόμα του χαλάρωσε και άρχισε να ανασαίνει ήρεμα και ρυθμικά, γαλήνια, να ονειρεύεται όπως μόνο τα παιδιά μπορούν όταν νιώθουν ασφαλή. Μια γλυκιά σιωπή απλώθηκε μέσα στο σκοτεινό διαμέρισμα.

Εμένα πάλι δεν μου κολλούσε ύπνος. Έτσι όπως τον έβλεπα να κοιμάται φωτισμένος απ’ τη φλόγα του κεριού που έκαιγε ανάμεσά μας, τα μάτια του κλειστά και τρυφερά σαν πέταλα λουλουδιών κάτω απ’ τις λεπτές βλεφαρίδες τους, χίλιες σκέψεις μου τριβέλιζαν το μυαλό: Τι θα έκανα τώρα; Πως μπορούσα να τον βοηθήσω; Τι θ’ απογινόταν αυτό το παιδί που ήταν μόνο και ορφανό σε μια ξένη χώρα που γινόταν όλο και περισσότερο εχθρική προς κάθε τι το ξένο; Αύριο που θα τον έπαιρνα απ’ το χέρι και θα τον παρέδιδα στο κοντινότερο αστυνομικό τμήμα, ποια θα ήταν η τύχη του; Πως θα επιβίωνε αυτό το μικρό και απροστάτευτο ανθρωπάκι μέσα σ’ ένα στρατόπεδο προσφύγων ή σε κάποιο ορφανοτροφείο; Αλλά και πάλι, τι άλλο μπορούσα να κάνω; Να το κρατήσω μαζί μου; Και πως θα το φρόντιζα; Πως θα τα έβγαζα πέρα με τη φροντίδα ενός μικρού παιδιού εγώ, ένας μονόχνοτος συνταξιούχος ταχυδακτυλουργός που είχε μάθει να ζει μόνος μ’ ένα κάρο αναμνήσεις;

Τελικά, κοιμήθηκα και εγώ. Θα πρέπει να με πήρε ο ύπνος τις μικρές ώρες της νύχτας, μέσα στη σιωπή που ράγιζε πότε-πότε απ’ τις υπόκωφες βροντές μακρινών εκρήξεων και απ’ τις σειρήνες των περιπολικών. Θυμάμαι ότι είδα ένα παράξενο όνειρο. Βρισκόμουν και πάλι στο μεγάλο κρουαζιερόπλοιο της παιδικής μου ηλικίας. Καθόμουν στην καρέκλα μου και κοίταζα την πίστα με τον ταχυδακτυλουργό έκθαμβος, όπως και τότε, γεμάτος θαυμασμό. Ξαφνικά άκουσα ένα ειρωνικό γελάκι. Ένιωσα την παρόρμηση να σηκωθώ όρθιος και να του φωνάξω να σταματήσει, ότι ο κόσμος είχε αλλάξει, ότι δεν μας χρειαζόταν πια. Οι καινούργιοι καιροί ήταν άγριοι και κυνικοί, άσχημοι. Άνθρωποι σαν και εμάς δεν χωρούσαν εκεί μέσα. Εκείνος πήρε στα χέρια του ένα ημίψηλο καπέλο από βυσσινί βελούδο και το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω μου.

-«Η μαγεία δεν πεθαίνει ποτέ,» μου είπε με μια φωνή που ακούστηκε σαν ψίθυρος μέσα στο κεφάλι μου, «απλά, αλλάζει μορφή.»

Σκίρτησα ξαφνιασμένος, σαν κάτι να με είχε σκουντήξει απαλά. Άνοιξα τα μάτια μου και το βλέμμα μου εστιάστηκε πάνω στο τραπεζάκι που στεκόταν ακόμα ανάμεσα στην πολυθρόνα μου και στον καναπέ όπου κοιμόταν ο Ταλίκ. Ξημέρωνε και μέσα απ’ τις κουρτίνες του καθιστικού έμπαινε φιλτραρισμένο το ρόδινο φως της αυγής. Ο Ταλίκ είχε ξυπνήσει και αυτός. Καθόταν σταυροπόδι πάνω στις κουβέρτες του, ίδιος με μικρό λουλούδι που είχε φυτρώσει ανάμεσά τους και κοιτούσε μ’ έντονο βλέμμα τη μωβ μπάλα με τις φυσαλίδες που ήταν ακουμπισμένη δίπλα στο σβηστό κερί. Ο αέρας μέσα στο σαλόνι έπαλλε και σπινθήριζε ανεπαίσθητα, φορτισμένος με την αίσθηση μιας παράξενης δύναμης, μιας ενέργειας που έκανε τα μόρια του να τρεμουλιάζουν.

Η μπάλα άρχισε να κινείται. Άρχισε να κυλάει πότε από δω και πότε από εκεί χωρίς να την αγγίζει κανείς, οδηγημένη απ’ το βλέμμα του μικρού που τώρα χαμογελούσε όλο χαρά. Τον κοίταξα χωρίς να μπορώ να πιστέψω στα μάτια μου. Το φως του ήλιου που ξεπρόβαλε ξαφνικά πίσω απ’ τις στέγες των γύρω κτιρίων, έπεσε πάνω του ολόχρυσο και λαμπερό. Έμοιαζε να συγκεντρώνεται γύρω απ’ το κεφάλι του και να το τυλίγει μ’ ένα λεπτό φωτοστέφανο.

Η μαγεία δεν πεθαίνει ποτέ. Απλά αλλάζει μορφή.

Γονάτισα μπροστά του και ένιωσα να πλημμυρίζω από ένα πρωτόγνωρο δέος. Όπως τότε, στο παλιό εκείνο κρουαζιερόπλοιο. Μόνο που τώρα έβλεπα την αληθινή μαγεία, εκείνο το θαύμα που μια ζωή πάλευα να αιχμαλωτίσω.

-«Θα μου δείξεις πως το κάνεις αυτό;» τον ρώτησα και η φωνή μου ακούστηκε παράξενα λεπτή και αδύναμη μέσα στο άδειο καθιστικό, σαν να ήμουν και πάλι δέκα ετών.

Ο Ταλίκ ένευσε καταφατικά και το χαμόγελο που φώτιζε το πρόσωπό του λάμπρυνε ακόμα περισσότερο, σαν μια μικρή ανατολή.



Ερρίκος Σμυρναίος,Copyright 2009

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ


1

Αλλο ενα βραδυ…αλλο ενα ιδιο ανατριχιαστικο βραδυ απο εκεινα που ερχονται σαρκαστικα …για να επαληθευσουν ολα αυτα που ακουγονται για το προσωπο της απο την ημερα που γεννηθηκε…οποια και αν ηταν αυτη η ημερα που δεν θυμοταν...αλλο ενα βραδυ που φαινεται να την καλει να βγει εξω και να ακολουθησει το γνωριμο πια μονοπατι που θα την οδηγησει στο φαραγγι. Μια ακομα επαναληψη αυτης της σχεδον εξαναγκαστικης διαδρομης ..αναμεσα στα αιωνοβια ..ισως και υποπτα πυκνα δεντρα με τον ανεμο να χαρασει το προσωπο της σαν χιλιαδες αρπακτικα νυχια .. ετοιμα να την αρπαξουν και να την κρατησουν δεσμια τους.. εκει για παντα...

Ωστοσο όμως «Εκεινη» νιωθει διαφορετικα...εκεινη δεν νιωθει τον τρομο που κατακλυζει τους συγχωριανους της καθε τετοια νυχτα..δεν νιωθει να την απωθει το αρχεγονο δασος..ο βαλτος ή «Το Φαραγγι»..γιατι απλα εκεινη την καλουν…αυτος ειναι και ο λογος που οι γυρω της απωθουνται απο εκεινη...

Απο την πρωτη στιγμη που καταλαβε τον εαυτο της, εισεπραττε την απεχθεια και την αποστροφη απο τους παντες γυρω της. Με τα χρονια εμαθε να συμβιβαζεται με το γεγονος, αλλα ποτε δεν κατορθωσε να λυσει την απορια της…την απορια του τι τοσο τρομερο ειχε σχεση μαζι της..το οποιο ηταν αρκετο για να εχει την αντιμετωση αυτη…τι θα ηταν ικανο να την κανει να θεωρηται μιασμα για το χωριο…

Κανεις δεν δεχοταν να μιλησει μαζι της. Κανεις δεν της ελεγε απο που ηρθε,ποιοι ηταν οι γονεις της,γιατι την αφησαν και εφυγαν,ποια ηταν η καταγωγη της…οι Προγονοι της. Η μονη της συντροφια ηταν οι πανταχου παροντες "συνοδοι" της…ετσι αποκαλουσαν παντα τους εαυτους τους. Εκεινη ομως προτιμουσε να χρησιμοποιει τα ονοματα τους: Τζεικομπ και Μαρτιν. Η χρηση των ονοματων της χαριζε μια ζεστασια και μια οικιοτητα οπου για εκεινη εμοιαζε με μονακριβη πολυτελεια. Κανεις δεν της απευθυνοταν με το ονομα της..ουτε καν με το ονομα που της ειχαν δωσει στο χωριο οταν δεν αναφερονταν σε εκεινη με την λεξη "αυτη". Της αρεσε το "Βικτωρια".. της φανταζε ως ένα πολυ γλυκο ονομα, αν και οι "συνοδοι" της εξαγριωνονταν και γινονταν εξαλλοι οταν ακουγαν καποιον να την αποκαλει με αυτο το ονομα, γιατι απλα δεν ηταν το πραγματικο της ονομα ...

Οταν τους ρωτουσε γιατι αντιδρουσαν ετσι,της απαντουσαν ξανα και ξανα πως αυτο δεν ηταν το αληθινο της ονομα και πως αυτη η προσφωνηση,με αυτο το πεζο ονομα,ηταν προσβολη για εκεινη. Εκεινοι την αποκαλουσαν "Κυρια". Οοσες φορες και να τους εκλιπαρουσε να της πουν πιο ηταν το Πραγματικο της ονομα,της απαντουσαν πως δεν ηταν αξιοι ουτε καν να το προφερουν...


Αυτο δεν μπορουσε ποτε να το καταλαβει.και στις οποιες ερωτησεις της που αφορουσαν την καταγωγη της και τις ριζες της, η απαντηση ηταν παρομοια και το μονο που της ελεγαν ηταν πως οι δυο τους ηταν οι "συνοδοι" της, ορισμενοι απο τους γονεις της να την ακολουθουν και να την προστατευουν παντα. Αυτος ηταν ο σκοπος της υπαρξης τους και οχι να της πουν οτιδηποτε. Οτι ηταν να μαθει,θα το ανακαλυπτε μονη της,γιατι μονο εκεινη ειχε το δικαιωμα να ξερει και να αναφερεται σε αυτα τα θεματα.

Οσο μεγαλωνε,τοσο μεγαλωνε και η απεχθεια των χωρικων απεναντι της. Η εξωτερικη της εμφανηση και η περισση ομορφια της δεν ηταν αρκετη για να την αποδεχτουν στην κοινωτητα τους. Οι γλυκοι και ευγενικοι της τροποι αντιμετωπιζονταν με καχυποψια και αποστροφη και την αναγκαζαν να παραμενει στο ερημικο σπιτι στην ακρη του οικισμου,στα ορια με το αρχαιο δασος,στο οποιο δεν επαυαν να της θυμιζουν οι "συνοδοι" της πως εκει ανηκε και ανηκει…

Ειδικα οταν ερχονταν οι νυχτες,σαν την αποψινη,οι νυχτες που ηταν πλημμυρισμενες απο το "Καλεσμα" οπως το ελεγαν οι χωρικοι. Τοτε ηταν που δεν ηθελε κανενας να την δει καν μπροστα του…ενω συνηθως την αντιμετωπιζαν υποτιμητικα και σχεδον εχθρικα τις περισσοτερες φορες. Τα βραδια σαν και το αποψινο το βλεμμα τους γεμιζε με εναν ανειπωτο τρομο. Με τον τρομο πως κατι θα αλλαξει και θα κληθουν να πληρωσουν για τον τροπο που την αντιμετωπιζαν.

Και για εκεινη ηταν περιεργες εκεινες οι νυχτες .. ευχαριστα περιεργες ομως. Δεν καταλαβαινε καθολου τον φοβο των συγχωριανων της γιατι εκεινη εβγαινε εξω και αφηνε τα βηματα της να την παρασυρουν περα απο το βαλτο…στο αγαπημενο της Φαραγγι.

2


Ο ανεμος αντηχουσε στ'αφτια της σαν ενα σμαρι αλλοκοσμων λαρυγγισμων…σαν ενα ακατασχετο συνοθυλλευμα απο εξωκοσμικες ανασες βγαλμενες απο μυριαδες λαιμους οπου ενιωθε πως εκρυβαν ενα νοημα προορισμενο μονο για εκεινη. Ομως δεν ηταν ακομα σε θεση να καταλαβει ποιο ηταν αυτο το μυστηριακο μηνυμα που ειχε σαν μοναδικο αποδεκτη εκεινη... Μολις κατηφοριζε το Φαραγγι και εφτανε στο χωρο με τις διασπαρτες, ριγμενες κολωνες, ενιωθε οτι εφτανε στο τερμα της διαδρομης. Αφουγκραζονταν για αρκετη ωρα τον ανεμο και μετα καθοταν στην πετρινη πεζουλα και εκλεινε τα ματια και τοτε ο αερας επαυε μονομιας λες και η ιδια η φυση κρατουσε την ανασα της για καποιο αδιευκρινιστο λογο. Τοτε την κατεκλυζε μια ανειπωτη,σχεδον νεκρικη γαληνη και για μια φορα στην ζωη της ενιωθε πως ανηκει καπου. Αφηνονταν να ξαπλωσει στην αναγλυφη πια,απο τα βρυα πεζουλα και αφηνονταν να βυθιστει η συνειδηση της σε εναν πρωτογνωρο ακατανικητο λυθαργο.

Η αποψινη νυχτα ομως εμελλε να της φανερωσει κατι διαφορετικο.Μεσα σε αυτην την αρχεγονη ναρκη στην οποια ενιωθε γνωριμα να βυθιζεται ..στο βαθος του μυαλου της αρχισαν να σχηματιζονται εικονες θολες και ακατασχετες στην αρχη … μα στην συνεχεια πηραν την ξεκαθαρη μορφη ενος συμβολου.. ενα.αγνωστο σε εκεινη ουσιαστικα συμβολο …μα παραλληλα τοσο οικειο...

Συνεχισε να ονειρευεται και να βλεπει τον εαυτο της να σκαβει με τα γυμνα της χερια στη βαση της μονης ορθιας κολωνας με μια αγωνια και μανια που ομοια της δεν ειχε ξανανιωσει. Οταν καταφερε να βρει το αντικειμενο που φανηκε πως εψαχνε εξ' αρχης ..ενα μενταγιον απο καποιο παραξενο υλικο … οπου πανω του ηταν χαραγμενο το συμβολο που ειδε στην αρχη του ονειρου της και τοτε ολα σκοτεινιασαν και ξαναβυθιστηκε σε εναν λυθαργο χωρις ονειρα...

Λιγα μετρα πιο 'κει ακουστηκαν οι εξτασιασμενοι ψιθυροι των "συνοδων".


-Το βρηκε!βρηκε το συμβολο!για πρωτη φορα θυμηθηκε...


-Αρχισε να θυμαται...πλησιαζει ο καιρος που θα καταλαβει.και θα Ξυπνησει. Θα ειναι Ετοιμη! Επιτελους...τοτε θα ειναι η σωστη Ωρα να Εμφανιστει!

Βγηκαν απο τις σκιες και πλησιασαν το κοιμησμενο σωμα της. Ο Μαρτιν την σηκωσε στα χερια του και την μετεφεραν παλι πισω στο σπιτι ψιθυριζοντας ξανα και ξανα τα Λογια...

3

Το βλεμμα της εμενε καρφωμενο πανω στο αντικειμενο που κρατουσε σφιχτα στα χερια της. Ειχαν περασει δυο ημερες απο εκεινο το βραδυ και εκεινο το παραξενο ονειρο που ηρθε να ταραξει την γαληνη της. Ηταν τοσα τα ερωτηματικα που την βασανιζαν ηδη και τωρα ειχε προστεθει και αυτο. Ηταν ενα ονειρο .. ηταν σιγουρη γι' αυτό … ηταν ενα ονειρο…τοτε πως στην ευχη ηταν δυνατον να βρισκεται αυτο το αντικειμενο αυτην την στιγμη στο χερι της;

Το πρωτο πραγμα που ρωτησε τον Τζεικομπ και τον Μαρτιν την στιγμη που ανοιξε τα ματια της ηταν πως γυρισε σπιτι. Ολες τις αλλες φορες θυμοταν να ερχονται και να την ξυπνανε για να γυρισουν μαζι σπιτι. Αυτην τη φορα δεν θυμοταν απολυτως τιποτα. Εκεινοι τις χαμογελασαν και της ειπαν απλα πως την βρηκαν κοιμησμενη και λυπηθηκαν να την ξυπνησουν. Κατι ομως μεσα της…της ελεγε πως τις εκρυβαν κατι … πως δεν της ελεγαν ολη την αληθεια.μεχρι που ηρθε ο Μαρτιν με ενα καλογυαλισμενο μενταγιον τυλιγμενο σε ενα πανι και της το εδωσε…

- Κοιταξτε Κυρια.την στιγμη που ηρθαμε να σας βρουμε στο πλαι σας ειχατε αυτο το μενταγιον. Ειναι απιστευτη τυχη που το βρηκατε μεσα στα σκοταδια και τα αγριοχορτα .. μετα απο τοσα χρονια.πιστευαμε πως εχει χαθει για παντα!

Το βλεμμα της αμεσως μαγνητιστηκε απο το αντικειμενο και προσπαθησε απελπισμενα να βαλει τις σκεψεις της σε μια σειρα. Μα αυτο το συμβολο που ηταν χαραγμενο επανω .. αυτος ο σπειροειδης σχηματισμος ... ηταν τοσο οικειος…ηταν στο ονειρο της…ηταν το μενταγιον που ειχε δει πως ξεθαβε στο ονειρο της….

-Μαρτιν,πες μου αμεσως..πως βρεθηκε στα χερια σου αυτο; Πως βρεθηκε γενικα; Πειτε μου αμεσως τι εγινε χτες το βραδυ γιατι αλλιως....

Τα λογια της κοπηκαν αποτομα απο ενα δυνατο τρανταγμα που συνταραξε το σπιτι σαν σεισμος. Οι τοιχοι αρχισαν να παλλονται, και πολλα πραγματα αρχισαν να πεφτουν στο πατωμα οπου γινανε κομματια και τοτε ενα εντονο φως σαν αστραπη πλημμυρισε για δευτερολεπτα ολοκληρο το δωματιο.


Οι "συνοδοι" εμειναν αναυδοι να την κοιταζουν… και για πρωτη φορα διεκρυνε στα ματια τους εναν ανυπερβλητο τρομο…

-Τι ηταν αυτο; Τι συνεβη;


Και η ιδια ηταν σαστισμενη αλλα δεν μπορουσε να καταλαβει τον λογο για τον οποιο οι αλλοι δυο ηταν τοσο αναστατωμενοι. Εδειχναν για πρωτη φορα στη ζωη της πως ηθελαν οσο τιποτα να την αποφυγουν…οπως ακριβως και οι κατοικοι του υπολοιπου χωριου. Δεν ηταν ομως σε θεση να κατσει να σκεφτει και αυτό. Ισως τρομαξαν απο το μεγεθος του ξαφνικου σεισμου. Ποιος ξερει;

Γυρισε και τους κοιταξε οσο πιο γλυκα μπορουσε,προσπαθωντας να καθησυχασει τους φοβους τους και προσθεσε:


-Πηγαινετε σας παρακαλω στο χωριο. Ειδα πως εχουν τελειωσει πολλα πραγματα. Ππερα απο αυτο θα ηθελα να ξεκουραστω και να μεινω λιγο μονη μου. Συγνωμη που σας φωναξα προηγουμενως...

Ο Τζεικομπ γονατισε μπροστα της και αρχισε να της φιλαει τα χερια, γεματος ευγνωμοσυνη προσπαθωντας να πνιξει τους λυγμους του και να κρυψει την ταραχη του ενω ο Μαρτιν ειχε μεινει καρφωμενος στην θεση του, μην μποροντας να παρει το βλεμμα του απο το φυλαχτο που φωσφοριζε εστω και αχνα ακομα...

4

Την βρηκαν να κοιμαται βαθια και αναστεναξαν με αγαλλιαση.

-Το ξεραμε οτι θα ερχοταν αυτη η στιγμη. Δεν πρεπει να την κανουμε να ενοχληται. Ξερουμε πιο θα ειναι το αποτελεσμα και δεν θα το κανει η ιδια .. δεν παυει να εχει μεγαλωσει μαζι μας .. δεν θα παψει να μας νιωθει κοντα της. Παντα μεσα της θα συνεχισει .. εστω και ενα τμημα της να ειναι...

-Παψε τον εκοψε ο Μαρτιν. Παψε επιτελους. Σταματα να την αντιμετωπιζεις λες και ειναι ενας απλος ανθρωπος. Ξερουμε καλα και οι δυο τα γεγονοτα του παρελθοντος. Ξεχνας ποιοι ειναι οι γονεις της; Οι Πραγματικοι της γονεις;

Εμειναν να την κοιταζουν απο το παραθυρο μην ξεροντας για πρωτη φορα τι να κανουν. Νιωθοντας για πρωτη φορα τεραστιο το βαρος στις πλατες τους. Για πρωτη φορα αισθανθηκαν το Τρομο μπροστα της…τον Τρομο του ποια πραγματικα ηταν.

-Πλησιαζει ο καιρος που θα γινει η Αλλαγη. Το ξεραμε καλα.οταν θα αρχισει να θυμαται .. οταν θα εβρισκε το φυλαχτο...τοσα χρονια το ψαχναμε και ηταν αδυνατον να το βρουμε. Εκεινη το βρηκε .. το βρηκε στον υπνο της. Αρα...ειναι αληθεια…λειτουργησαν όλα. Εκεινο το βραδυ … ολα λειτουργησαν!

Τα λογια του Τζεικομπ,εβγαιναν σαν ενας πνιχτος χειμαρρος ετοιμος να παρασυρει το μυαλο του σε μονοπατια που καταβαθος φοβοταν να βρεθει.


Παντα ηξερε οτι ειχαν πετυχει αυτο που προσπαθουσαν. Εκεινη η νυχτα στα ερειπια του φαραγγιου ειχαν προφερει τα Λογια και ηταν η καταλληλη στιγμη καθως υπηρχαν ολες οι προυποθεσεις…και η Μαργκαρετ εμελλε να ειναι εκεινη που θα την εφερνε στον κοσμο….τι ειρωνια…τους ειχε ζητησει αργοτερα…εννεα μηνες μετα …να προσεχουν το παιδι της…χωρις να εχει ακομα και εκεινη ιδεα...

Μονο που στο χωριο ειχαν καταλαβει.ειχαν καταλαβει οτι κατι σκοτεινο κρυβονταν σε ολη την ιστορια. Ο θανατος του Μαρκ .. η εγκυμοσυνη της Μαργκαρετ .. οι φωτιες στο δασος..οι ασταματητες φωνες εκεινου του παλιο-γερου που δεν επαυε ποτε να ουρλιαζει πως αφησαν ελευθερο το Κακο να σεργιανιζει στον κοσμο μας. Μετα την Γεννηση .. δεν ξαναμιλησε ποτε. Δεν ειπε ουτε μια λεξη … ακομα και σημερα…στεκει βουβος…να παρακολουθει την Κυρα τους καθε φορα που αποφασιζε να περασει απο το χωριο. Παρα την χλευη και τα αρνητικα σχολια ο Γερος εμενε να την κοιταζει .. με ενα αγερωχο υφος παρατηρητη… που περιμενει την καταλληλη στιγμη να επεμβει. Εμενε ομως μουγγος και αδυναμος .. σαν η ιδια του η γνωση να ηταν ο λογος που εχασε την φωνη του.

5



Την ειδαν ξαφνικα να ανοιγει τα ματια της και να ψελλιζει καποιες λεξεις. Δεν χρειαστηκε να τις ακουσουν. Ηξεραν ποιες είναι...τις ειχαν επικαλεστει και οι ιδιοι τοσες φορες. Ενιωσαν τον ιδρωτα να κυλα στους κροταφους τους ελπιζωντας πως εκεινοι θα γλυτωναν απο το μενος Του οταν Εκεινος θα επεστρεφε. Τον ειχαν υπηρετησει σωστα.

Δεν μπορουσε ουτε μια στιγμη να καταλαβει τι ηταν αυτο που της συνεβαινε. Ειχαν ερθει τα πανω κατω μεσα σε λιγες στιγμες…τα ερωτηματα τωρα πια ηταν αβασταχτα καθως δεν ηταν μονο οι απαντησεις στις ερωτησεις οσων αφορα την καταγωγη της που την βασανιζαν αμειλικτα…δεν ηταν η ευλογη απορια της για την απεχθεια που εισεπραττε απο τους παντες γυρω της...τωρα ειχε προστεθει και η απορια που παλιοτερα δεν την βασανιζε.

Αυτο που ειχε υπαρξει στο παρελθον το καταφυγιο της…τωρα ακομα και αυτο την γεμιζε ερωτηματικα…δεν ειχε ποτε την απορια τι την τραβουσε να περιδιαβαινει καποιες νυχτες στο Φαραγγι. Θεωρουσε πως η αγρια ομορφια του τοπιου .. οι ξεχασμενες γκρεμισμενες κολωνες του παναρχαιου λαου … ολη η χαοτικη ατμοσφαιρα που επικρατουσε στο δασος και στον μουντο βαλτο, πως την τραβουσε και την εκανε να νιωθει οικεια γιατι ηταν και εκεινη σαν αυτο το μερος .. μονη .. διαφορετικη .. και οι παντες ηθελαν να μενουν μακρια και απο εκεινη και απο αυτο το μερος. Δεν ειχε σκεφτει ποτε πως θα μπορουσε να υπαρχει μια αλλου ειδους συνδεση του εαυτου της με το Φαραγγι. Πιστευε πως την ειχαν αφησει να κινηται ελευθερα εκει γιατι ηταν μακρια απο το χωριο… και κανενας δεν την ηθελε να γυρναει κοντα στα σπιτια…τωρα ομως...

6



Τι ηταν αυτο το φυλαχτο; Πως ηταν δυνατον αυτο που ονειρευτηκε να ειχε συμβει στ'αληθεια; Τι σημαινε αραγε; Δεν μπορουσε να μεινει αλλο με σταυρωμενα τα χερια .. επρεπε να βρει απαντησεις. Απαντησεις που κανενας στο χωριο ομως δεν θα ηταν προθυμος να της δωσει. μα ουτε και οι αινιγματικοι πλεον "συνοδοι" της. Εδειχναν για εναν ακομα μυστηριο λογο να την φοβουνται...

Ντυθηκε αμεσως και αγνοωντας τα παρακαλια και των δυο να μην φυγει απο το σπιτι και αφου τους απαγορεψε να την ακολουθησουν αυτην την φορα εφυγε και κατευθυνθηκε τρεχοντας προς το Φαραγγι. Σπανια ειχε παει εκει την ημερα .. ηταν τοσο διαφορετικα απ'οτι τις νυχτες...διατηρουσε ομως ακομα και κατω απο το φως του ηλιου αυτην την μυστηριακη ατμοσφαιρα. Μπορουσε να διακρινει καλυτερα την μεγαλη ηλικια των δεντρων με τις βαθειες κουφαλες που ομως δεν φαινονταν να κατοικουνται απο κανενος ειδους ζωο. Τοτε σαν κεραυνος χτυπησε και αυτη η σκεψη το μυαλο της...απο ενα σημειο και μετα οσο προχωρουσε κανεις δεν υπηρχε στον χωρο,υπηρχε παντελης ελλειψη ζωης. Λες και η ιδια η φυση δεν δεχοταν αυτο το σημειο σαν τμημα της επικρατειας της.Δεν το ειχε παρατηρησει ποτε ως τωρα..μα αυτην την στιγμη δεν ειχε πια καμια αμφιβολια πως καποιο μυστικο…καποιο μιαρο μυστικο της κρατουσαν κρυμμενο εδω και τοσα χρονια...

Εφτασε ζααλισμενη στο Φαραγγι και κοιταξε τις πεσμενες μαρμαρινες κολωνες να μοιαζουν σαν κοκκαλα που εχει ξεβρασει μια αφρισμενη θαλασσα σε καποια ακτη. Η αισθηση πως κατι περιεργο,κατι σκοτεινο ειχε σχεση με το ατομο της αρχισε να την κατακλυζει. Ειδε το σημειο που ειχε ανοιξει την λακουβα με τα ιδια της τα χερια, σε μια κριση -ποιος ξερει;- ισως ονειροβασιας και ανατριχιασε…τι της συνεβαινε;

7



-Αρχισε λοιπον…Αρχισες να θυμασαι…

Η φωνη πισω της την εκανε να αναπηδησει. Γυρισε και κοιταξε σαστισμενη τον Γερο απο το χωριο να την κοιταει με ενα περιεργο βλεμμα…αναμεικτο με περιφρονηση και καποια δειγματα οικτου…

-Μιλατε! Πρωτη φορα σας ακουω και μιλατε! Και πρωτη φορα που σας βλεπω εδώ…νομιζα πως κανεις απο το χωριο δεν παταει το ποδι του εδώ …λες και το μερος ειναι καταραμενο.

Καγχασε για μια στιγμη και υστερα ακουμπησε πανω σε μια απο της κολωνες κοιταζοντας την.

-Πραγματι λοιπον δεν ξερεις. Πως ειναι δυνατον; Δεν μπορω να φανταστω πως ειναι δυνατον να εχει μεινει κατι ανθρωπινο μεσα σου… ειδικα τωρα πια που εχει αρχισει το Ξυπνημα σου; Πως μπορει να εχει μεινει εστω και μια σταλα καλοσυνης μεσα σου; Δεν γεννηθηκες με αυτον τον σκοπο..δεν εγινε η συλληψη σου γι' αυτο το λογο...

Τον ακουγε σαν μαγεμενη και δεν μπορουσε να αντιδρασει. Της ελεγε πως δεν ηταν ανθρωπινη..οτι ειναι φτιαγμενη για το «Κακο»; Οτι γεννηθηκε για καποιο λογο;

-Σας παρακαλω, μιληστε μου εστω εσεις. Ολοι στο χωριο παντα με απεφευγαν λες και ημουν καποιου ειδους καταρα που θα μαστιζε το χωριο τους. Ο Τζεικομπ και ο Μαρτιν ηταν παντα διπλα μου, με προσεχαν και με φροντιζαν αλλα ποτε δεν μου απαντουσαν σε τιποτα. Ποιοι ειναι οι γονεις μου; Γιατι εφυγαν και με αφησαν; Τι μου συμβαινει αυτες τις μερες; Ποια ειμαι;

Η φωνη της σχεδον ετρεμε και ενιωσε ξανα αυτο το τρανταγμα στην γη κατω απο τα ποδια της. Ενιωθε θυμο…οργη…ενιωθε ολη της την υπαρξη να παλλεται και την θερμοκρασια του σωματος της να ανεβαινει. Ειδε τοτε το φυλαχτο να ταλαντευεται στο στηθος της σαν να εχει δικη του βουληση…ενα φωσφορουχο φως το ειχε τυλιξει και τοτε διεκρινε και εναν αμυδρο φωτισμο να περιβαλλει και το δικο της κορμι…

-Οχι ποια εισαι…αλλα ΤΙ εισαι…ειπε απαλα ο γεροντας...

8

Ακουγε την ιστορια του παρελθοντος της..λες και αφορουσε καποια αλλη και οχι εκεινη. Δεν μπορουσε να ειναι δυνατον.. να ειναι αυτη η ιστορια της δικης της ζωης..δεν θυμοταν τιποτα απο ολα αυτά..δεν ενιωθε ετσι μεσα της..δεν μπορει να ηταν εκεινη «Αυτή» που υπονοουσε ο γεροντας...

-Ημασταν ενα χωριο σαν ολα τα αλλα .. ηρεμο και γαληνιο.Δεν ειχαμε ποτε προβληματα..μεχρι την ημερα που εμφανιστηκε εκεινος. Στην αρχη δεν μπορουσες να πεις οτι ειχε κατι περιεργο πανω του. Ειχε ύφος και συμπεριφορα λογιου ανθρωπου. Αγορασε το παλιο σπιτι που μενεις και μαζι με τους υπηρετες του, τον Τζεικομπ και τον Μαρτιν, το ανακαινησαν..το εφτιαξαν και αφομειωθηκαν στο χωριο μας.

- Για ενα μεγαλο χρονικο διαστημα,δεν ενοχλουσαν κανεναν. Ο Τρεβορ ηταν αρκετα κλειστος σαν χαρακτηρας αλλα αυτο δεν μπορουσε κανεις να το προσαψει σαν κατι ενοχοποιητικο η ενοχλητικο. Αυτο που αρχισε να ενοχλει τους κατοικους της κοινωνιας μας και μας θορυβησε ηταν οταν αρχισαν οι περιπατοι του με τους υπηρετες του στο δασος. Θυμομασταν ολοι απο τους δικους μας ιστοριες για αυτα τα χαλασματα εδω, αλλα δεν διναμε σημασια. Για εμας ηταν ενα παραμυθι που λεγαμε στα παιδια μας για να φοβουνται να πλησιασουν το δασος και χαθουν ή χτυπησουν. Ο Τρεβορ ομως μας εκανε να σκεφτουμε ομως πως ουτε η αφιξη του ηταν τυχαια μα και ουτε οτι οι ιστοριες ηταν απλα παραμυθια.

- Παραλληλα με τις βολτες του στο δασος.. αρχισαν και οι εξαφανισεις. Στην αρχη αρχισαν να χανονται τα ζωα απο το δασος σαν κατι να τα εδιωχνε μακρια .. σαν καποια δυναμη να τα εκανε να φοβουνται να ζησουν εκει πια. Μετα ξεκινησαν οι μικροσεισμοι που εκαναν το Φαραγγι να σειεται. Αρχισαν ολοι λοιπον να θυμουνται τις ιστοριες οτι στιν μακρινη αρχαιοτητα το Φαραγγι ηταν τοπος λατρειας αποκοσμων πλασματων και ειδικοτερα του Αχραμεχ και της στρατιας των Δαιμονων του...

Τα ματια της ειχαν καρφωθει ορθανοιχτα και κοιτουσαν τον γερο σαν να προσπαθουσε να πιαστει απο καποιο απο τα λεγομενα του που να την κανει να καταλαβει,πως κατα καποιο λαθος ειχε μπλεχτει ο εαυτος της σε καποιου ειδους δυσειδαιμονια και πως τωρα πια μετα απο αυτην την κουβεντα,η φημη της θα μπορουσε να αποκατασταθει και επιτελους να βρει λιγη ηρεμια.

Μα ηταν ματαιο. Οσο η αφηγηση του γερου συνεχιζοταν, τοσο πιο εντονες ηταν οι υπονοιες που φωλιαζαν και την εσφιγγαν σαν μεγγενη.

-Οι εξαφανισεις αρχισαν μετα να παιρνουν και πιο μακαβρια τροπη. Αρχιζαν να εξαφανιζονται παιδια κοντα στα ορια με το δασος. Ολοι τοτε αρχισαν να κατηγορουν τον Τρεβορ πως εκεινος κρυβεται πισω απο ολα αυτα. Κανεις δεν ειχε μπει στο σπιτι του, παρα μονο εκεινος και οι τοσο πιστοι "συνοδοι" σου…τοτε ηταν οι δικοι του συνοδοι…

Η καρδια της αρχισε να χτυπαει δυνατα και το κορμι της να τρεμει. Για αλλη μια φορα το Φαραγγι συνταραχτηκε απο μια δονηση..μα αυτη την φορα δεν εδειξε κανεις απο τους δυο να δινει καποια σημασια.

-Μια ομαδα απο εμας,συμπεριλαμβανομενου και του εαυτου μου,πηγαμε στο σπιτι του και απαιτησαμε να μπουμε μεσα,να δουμε αν εκρυβε τα παιδια εκει,ειτε ζωντανα,ειτε νεκρα. Με μεγαλη απροθυμια μας αφησε να μπουμε για να ανακαλυψουμε πως μεσα στο αδειο κατα τα αλλα σπιτι,υπηρχαν παντου ραφια με αμετρητους τομους και διαφορα εργαλεια που στα ματια μας εμοιαζαν με εργαλεια καποιου γιατρου. Δεν ειχαμε την παραμικρη ιδεα. ψαξαμε στο σπιτι, στον κηπο, παντου,..μως πουθενα δεν υπηρχε ουτε ιχνος απο τα παιδια. Ετσι για αρχη, νομισαμε, θελαμε να πιστεψουμε πως τα παιδια χαθηκαν ή σκοτωθηκαν στο δασος ή στο βαλτο και δεν θα τα βρισκαμε ποτε...

-Ολα τα περιεργα καταλαγιασαν για μια περιοδο και τοτε αρχισαμε να βλεπουμε τον Τρεβορ να κανει εμφανισεις ολο και πιο συχνα στο χωριο μας. Σκεφτηκαμε πως αποφασισε να γινει πιο κοινωνικος ωστε να μην ξαναθεωρηθει υποπτος για κατι. Μας φανηκε λογικη μια τετοια κινηση. Τοτε ειναι που αρχισε να κανει παρεα με την Μαργκαρετ…την μητερα που σε γεννησε…

Ακουγε τα λογια να βγαινουν απο το στομα του και δεν ηθελε να τα πιστεψει. Ολα αρχισαν να την οδηγουν σταδιακα σε ενα απεχθες συμπερασμα..ομως γιατι εκεινη δεν ενιωθε...; Όχι ..τις τελευταιες μερες ενιωθε...

-Αρχισαν να την βλεπουν να πηγαινει ολο και πιο συχνα στο σπιτι του Τρεβορ και εκεινος στο σπιτι της. Στην αρχη ο Μαρκ, ο αντρας της δεν εβλεπε τοσο υποπτη αυτην την φιλια. Παντα η Μαργκαρετ ηταν μια κοπελα φιλομαθης και λατρευε τις συζητησεις και ετσι ολοι υπεθεσαν πως στο προσωπο του Τρεβορ ειχε βρει εναν ενδιαφεροντα συζητητη.

-Καποια μερα, η Μαργκαρετ ανακοινωσε πως ηταν εγκυος και ο Μαρκ ηταν τρελλος απο την χαρα του. Εκανε οτι περνουσε απο το χερι του να μην κουραζεται καθολου η αγαπημενη του γυναικα και καποιες φορες φιλονικουσε μαζι της. Ομως, καθως εβλεπε πως απο την στιγμη που εγινε γνωστη η εγκυμοσυνη της,οι επισκεψεις της στον Τρεβορ και το αντιστροφο, εγιναν ολο και πιο συχνες. Ειχε θορυβηθει, οχι επειδη ειχε καποια αμφιβολια για το κατα ποσο πιστη ηταν η Μαργκαρετ σε αυτον, μα δεν μπορουσε να βγαλει απο το μυαλο του την ανησυχια που ειχε υπαρξει στο παρελθον … πως ο Τρεβορ μπορει να ειχε καποια σχεση με τις εξαφανισεις των παιδιων εκεινων. Δεν ηθελε να ρισκαρει τωρα που περιμενε το δικο του παιδι να ερθει στον κοσμο..

-Η συμπεριφορα της Μαργκαρετ αρχισε να αλλαζει σταδιακα. Περισσοτερο ομως απο ποτε φανηκε απο την ημερα που την ειδαν στο χωριο να βγαινει απο το σπιτι του Τρεβορ, αγερωχη και περιφανη, να φοραει αυτο που κρεμεται τωρα πια στο δικο σου λαιμο…το συμβολο αυτο...

Τα χερια της τοση ωρα το αγγιζαν και το χαιδευαν αφηρημενα. Μολις ομως ο Γερος εκανε αναφορα σε αυτο το αντικειμενο και συνελαβε την υπονοια οσων αφορα την προελευση και την χρησιμοτητα του, το αφησε ακαριαια. Ξαφνια αρχισε να νιωθει αηδιασμενη με την ιδια της την υπαρξη. Ξαφνικα αν ειχε μπροστα της εναν καθρεπτη θα εβλεπε τον ιδιο της τον εαυτο να της χαριζει ενα απο εκεινα τα βλεμματα που τοσα χρονια εισεπραττε απο ολοκληρο το χωριο. Τοτε δεν καταλαβαινε το γιατι .. τωρα ομως τους δικαιολογουσε απολυτα…τωρα ομως υπηρχε κατι αλλο που δεν μπορουσε να καταλαβει. Παρολο που η αφηγηση του Γερου δεν ειχε φτασει στο τελος της, ειχε ηδη καταλαβει ποια ηταν η καταληξη της. Αυτο που δεν καταλαβαινε ηταν πως, αφου ηταν αυτο που πιστευαν ολοι πως ηταν, ποιος ο λογος να αισθανεται τοσο απαισια με τον εαυτο της; Γιατι υπηρχε αυτο το χασμα μεσα της; Γιατι η ψυχη της ηταν τοσο διαφορετικη απο την φυση της;

-Η Αλλαγη,συνεχισε ο Γερος, εγινε ενα βραδυ σαν το περασμενο. Ενα απο τα βραδια που το «Καλεσμα» οπως το ελεγε η Μαργκαρετ ειναι απροσμενα δυνατο. Ηταν ηδη επτα μηνων εγκυος σε εσενα οταν τσακωθηκε ξανα με τον Μαρκ. Του ειπε πως επρεπε να παει στον Τρεβορ. Πως ενοιωθε περιεργα και μονο εκεινος μπορουσε να την βοηθησει,καθως ηταν ο πιο μορφωμενος στο χωριο και ειχε πολλες γνωσεις. Ο Μαρκ ειχε αρχισει ηδη να απεχθανεται τον Τρεβορ καθως τον ειχε θεωρησει υπευθυνο για την αλλαγη της γυναικας του, για την περιεργη συμπεριφορα της και κατα βαθος πιστευε πως για ολα οσα ειχαν γινει στο χωριο στο παρελθον .. υπευθυνος ηταν εκεινος.

-Οταν η Μαργκαρετ αγνοωντας τα παρακαλια του,ακομα και τις φωνες του, εφυγε τρεχοντας για να παει στο μιαρο σπιτι στο οποιο διαμενεις, ο Μαρκ,γεματος απογνωση ηρθε να βρει εμενα. Ολο αυτο τον καιρο ημουν ο μονος ο οποιος πιστευα ακομα στην ενοχη του Τρεβορ. Αν και ακομα και εγω δεν μπορουσα να φανταστω ουτε στο ελαχιστο τι ηταν αυτο το οποιο ειχε σαν σκοπο αυτος ο ανθρωπος να επιτυχει. Ποιο διεστεμμενο μυαλο εξαλλου θα ηθελε να κανει κατι τετοιο; Να προκαλεσει την ιδια την φυση, απελευθερωνοντας απο τις Σφαιρες το ιδιο το Χαος; Την Πεμπτουσια του Κακου; Εκεινος ομως αυτο ακριβως ειχε σαν σκοπο.να επιτυχει την Ενσαρκωση…και τωρα,να την…στεκομαι ακριβως μπροστα Της… και Της μιλαω….Θεε μου....


9

-Ποιος ειναι ο Θεος στον οποιο αναφερεσαι Γερο; Εκεινο το βραδυ ησουν και εσυ εδω και ειδες την πραγματικη Δυναμη,την αληθινη Δοξα! Και ακομα μιλας.. αναφερεσαΙ..πιστευεις στον Θεο που τυφλα εχετε μαθει ολοι να πιστευετε;

Η οικεια φωνη που ακουσε λιγα μετρα πισω της την εκανε να αναπηδισει. Δεν ειχε ακομα συνελθει και αφομειωσει πληρως ολα οσα ειχε ακουσει και μαθει … και η φωνη του Μαρτιν την επανεφερε στην πραγματικοτητα. Γυρισε και τον κοιταξε και ειδε και τον Τζεικομπ να πλησιαζει σιγα σιγα με ενα μισος στα ματια του…οταν το βλεμμα του επεσε πανω στον γεροντα συνομιλητη της. Τους κοιταξε με μια ικεσια στο βλεμμα, σαν να τους παρακαλουσε να της πουν πως ολα αυτα ηταν ενα σεναριο φαντασιας που ειχε γεννηθει στο μυαλο του Γερου. Ομως αυτα που ακουσε στην συνεχεια, οχι μονο δεν την καθησυχασαν, μα αντιθετως εκαναν το στομαχι της να συστραφει ολο αηδια.


Ο Γερος τους κοιταξε υποτιμητικα πριν τους απαντησει.

-Μπορει εσεις και ο αφεντης σας να καταφερατε τελικα να Την δημιουργησετε αλλα δεν σημαινει οτι εχετε κερδισει κιολας. Δεν σημαινει οτι το Κακο που απελευθερωσατε θα επικρατησει και θα μαστιζει τον κοσμο. Η Μαχη αναμεσα στο Καλο και το Κακο ειναι Αχρονη και Αιωνια αλλα η καταληξη ειναι παντα η ιδια.το Καλο βρισκει παντα τον τροπο να Θριαμβευσει.

Σηκωθηκε ορθια και κατευθυνθηκε προς την πετρινη πεζουλα οπου καθονταν παντα με τις ωρες. Τωρα πια στα ματια της δεν ηταν το καθισμα που ειχε συνηθησει, ηταν ξεκαθαρα ενας βωμος που καποια ανιερη φαντασια την εκανε να τον δει πως ηταν παλια, την αρχαια εποχη οπου δεν περναγε μερα που να μην ειναι πλυμμηρισμενος στο αιμα.στην σκεψη ομως του ποιοι ηταν οι τελευταιοι ανθρωποι που ραντισαν με το αιμα τους αυτο το κομματι μαρμαρο,εβγαλε μια απαισια κραυγη που συγκλονισε ολοκληρο το Φαραγγι.

10



Η φωνη του Μαρτιν ηρθε να δωσει την χαριστικη βολη στο ταραγμενο μυαλο της.

-Ακριβως εδω ηταν που η μητερα σου πηρε το τελικο Χρισμα .. την ωρα που εκανε την Προσφορα .. και εγινε η δικη σου ευλογημενη Αλλαγη. Δεν μπορουσες να Αλλαξεις αν δεν εκανε Προσφορα …και μαλιστα εκεινη την Προσφορα. Τοσα χρονια ο αφεντης δεν το ειχε σκεφτει, οπως και τοσοι αλλοι αιωνες πριν απο αυτον. Θυσιαστικαν τοσοι ανθρωποι και πεθαναν τοσα παιδια γιατι δεν ηταν ετοιμα, δεν ηταν ικανα, δεν ηταν αρκετα δυνατα και προετοιμασμενα σωστα για να Τον δεχτουν μεσα τους οπως εσυ. Προσπαθειες χιλιετιριδων επεφταν στο κενο και τελικα η ιδια η Μοιρα σε εφτιαξε χωρις να το περιμενει κανεις οτι αυτην την φορα θα γινοταν εφικτο. Ετσι δεν ειναι Γερο;

Το βλεμμα του Γερου σκοτεινιασε και για πρωτη φορα την κοιταξε με καποιον οικτο στο βλεμμα .. με καποια καλοσυνη που εκανε την καρδια της να ματωσει. Δεν ειχε εισπραξει ποτε απο κανεναν ενα τετοιο βλεμμα. Ηταν η πρωτη φορα.και μαλιστα αυτο που την εκανε πιο πολυ να πονεσει ηταν πως ενιωσε για πρωτη φορα συμπαθεια απο καποιον, την στιγμη που της αποκαλυπτοταν πως ειναι ενα ανοσιουργημα, ενα απεχθες πλασμα που προσβαλλει την Δημιουργια μονο και μονο με την υπαρξη της πανω σε αυτη τη Γη.

Ο Μαρτιν την πλησιασε και αφησε διπλα της ενα τελετουργικο στιλετο. Η λαβη του ηταν σκαλιστη και καλυμμενη με απαισια χαραγματα. Μια δυναμη που δεν μπορεσε να της αντισταθει.. την εκανε να το παρει στο χερι της και το μονο που ακουσε για λιγη ωρα ηταν το σαρκαστικο γελιο του Τζεικομπ. Υστερα το βλεμμα της γυρισε ολο απογνωση και ικεσια στον γεροντα απεναντι της.

-Ηρθα μαζι με τον πατερα σου εκεινο το βραδυ εδω,ακολουθοντας την μητερα σου και τους σατανικους αυτους ανθρωπους. Μειναμε πισω απο τα δεντρα για να παρακολουθησουμε ολο αηδια την αισχρη τελετη την οποιο διοργανωναν και εφεραν εις περας. Ειχε ερθει η Ωρα και επρεπε να γινει η Προσφορα. Τοτε ειδε ο Μαρκ τον Τρεβορ να χαρασει καποιο Συμβολο στην κοιλια της Μαργκαρετ, τρελλαμενος καθως νομιζε πως σκοπος τους ηταν να θυσιασουν την γυναικα και το αγεννητο παιδι του, ορμησε κατα πανω τους και αρχισε να τους χτυπαει με ορμη.


-Τοτε ηταν που ακουσα εκεινη την αποκοσμη Φωνη να προφερει κατι ακαταλυπτο. Ενα ονομα το οποιο δεν ειχα ακουσει ποτε ξανα στην ζωη μου και εγινε αυτο το οποιο με στοιχειωνει απο τοτε …και τοτε καταλαβα επιτελους ποιο ηταν το απεχθες σχεδιο τους απο την αρχη.

-Η Μαργκαρετ σηκωθηκε κρατωντας το ιδιο ακριβως μαχαιρι το οποιο εχεις στα χερια σου αυτην την στιγμη, το συμβολο που κρεμεται στον λαιμο σου ελαμψε με εναν σιχαμενο φωσφορισμο και κατεβασε με μανια την λεπιδα σχεδον αμετρητες φορες στο σωμα του πατερα σου, μεχρι που εμοιαζε το αιμα του να εχει καλυψει σχεδον τα παντα. Οταν και η τελευταια σταγονα του αιματος του τιναχτηκε στο παραμορφωμενο απο την τρελλα προσωπο της…τοτε επαψε και αγναντευε το απεχθες κατορθωμα της.

-Τοτε το Φαραγγι ολοκληρο σειστηκε… απο εκατομμυρια αποκοσμες φωνες και ενας ανεμος..φερμενος σαν απο χιλιαδες κοσμους συνταραξε ολη την φυση. Το ονομα Εκεινου που βρηκε τελικα την διοδο του στον κοσμο μας ακουστηκε σιχαμερα μια λασπωμενη βροχη ηρθε να τυλιξει ολους οσους ειμασταν μαρτυρες της Αφιξης Του. Της Αφιξης Του Μεσα Σου...

-Διοτι ναι,αυτος ηταν ο σκοπος! Η μητερα σου ηταν η τελεια μητρα για Εκεινον. Παρευρεθηκε στις τελετες. Τον αποδεχτηκε. Ηθελε να προσφερει στο παιδι της την Δυναμη και την Γνωση. Ομως δεν φανταστηκε πως θα της ζητουσε Εκεινος να θυσιασει τον συζηγο της και την θνητη φυση του παιδιου της. Δεν υπαρχει ανθρωπος που να μπορεσει να τα αποκτησει αυτα αν δεν Αλλαξει…αν δεν παραδοθει στην δυναμη Εκεινου.



11

Το προσωπο του Μαρτιν ειχε σκληρινει και μεταμορφωθει σε μια αποκοσμη τελετουργικη μασκα. Ολα της τα χρονια τα ειχε περασει στο πλευρο αυτου του ανθρωπου και τωρα δυκολευοταν ακομα και να του δωσει τον χαρακτηρισμο "ανθρωπος". Ενιωθε τοση απεχθεια για εκεινον και τον Τζεικομπ …μα οχι τοση οση ενιωθε για τον ιδιο της τον εαυτο…γι'αυτο που ανακαλυπτε πως ηταν...

Ο Γερος ανασηκωθηκε και την κοιταξε αγερωχα,σαν να αποδεχοταν μια μοιρα την οποια ηρθε η ωρα να αντιμετωπισει. Κοιταξε μια εκεινη που το χρωμα ειχε χαθει παντελως απο το δερμα της… και μια το στιλετο που κρατουσε με δυναμη στα χερια της .. τοσο σφιχτα που οι κομποι των δαχτυλων της ειχαν ασπρισει και ελεγες πως θα θρυμματιζονταν απο την τοση πιεση.

-Και δεν μπορεις ουτε εσυ να αποκτησεις την Μεγαλη Αλλαγη αν δεν προσφερεις την δικη σου Προσφορα.ειπε τελικα.


-Πρεπει και εσυ να χυσεις αιμα για να απελευθερωσεις Αυτο που υπαρχει μεσα σου. Και απο τα Σημαδια καταλαβαινω πως ηρθε η ωρα γι'αυτην την προσφορα. Ηρθα για να ειμαι μαρτυρας οπως και τοτε. Ηρθα για να δω το τελος αυτης της ιστοριας. Ηρθα γιατι καταβαθος ηξερα παντα πως εγω θα ειμαι το δικο σου σφαγειο .. γιατι ημουν μαζι με τον πατερα σου εκεινη την νυχτα εδω,στην Αρχη του Τελους. Ακουσα το Ονομα του να το ουρλιαζει η νυχτα και με εχρισε η απαισια βροχη του και το αιμα καποιου που "ξερει" θα ειναι ακομα πιο ισχυρο και θα Τον χαροποιησει περισσοτερο. Δεν Τον φοβαμαι παρολο που ειδα την Δυναμη Του. Δεν με νοιαζει, περαν του οτι γερασα πια, γιατι δεν θα ηθελα να ζησω σε εναν κοσμο που θα σκορπαει την φρικη Εκεινος με το περασμα Του. Δεν με νοιαζει, γιατι ξερω πως αργα η γρηγορα, οσο και αν υποφερει η πλαση απο τα αισχη που θα εξαπολυσει,το Καλο θα βρει τον τροπο να επαναφερει την ισορροπια και να Τον ξαναστειλει στο Ερεβος οπου ανηκει.

Ο Τζεικομπ και ο Μαρτιν κατευθυνθηκαν προς τον Γερο και τον κρατησαν ακινητο,κρατωντας ο ενας το ενα του χερι τεντωμενο δεξια και ο αλλος το αλλο αριστερα. Υστερα γυρισαν και την κοιταξαν ολο λατρεια και την προσκαλεσαν να επιτελεσει το απαισιο εργο που ηταν προορισμενη ακομα και πριν την γεννηση της να φερει εις περας.

-Τοσα χρονια σε ετοιμαζαμε για αυτην την στιγμη. Το πρωτο αιμα χυθηκε για χαρη σου με τον θανατο της μανας σου. Ηταν η πρωτη θυσια στο προσωπο σου. Την ευλογημενη στιγμη που ερχοσουν στον κοσμο, θυσιαστηκε μονη της για να γευτεις το πρωτο σου αιμα την στιγμη που ανοιγες τα ματια σου. Τωρα πρεπει να το αποκτησεις μονη σου. Ελα και φερε κοντα μας τον Αχραμεχ! Ελευθερωσε Τον και προσφερε του το σωμα σου για να μπορεσει ξανα να περπατησει Ελευθερος, Δυνατος και Αγερωχος να συνταραξει ολη την Δημιουργια!

Ακουγε τις φωνες τους σαν μεσα απο ενα ονειρο. Η οραση της ηταν σαν μπλεγμενη μεσα σε δυο κοσμους. Εβλεπε την σκηνη που εκτυλισσοταν μπροστα της και μεσα στο βαθος του μυαλου της μπλεκονταν ενα σωρο ανιερες αναμνησεις. Αναμνησεις που δεν ηταν δυνατον, δεν ηταν ανθρωπινως δυνατον να εχει.


Εβλεπε την μητερα της να λαμβανει μερος σε μιαρες τελετες και να θυσιαζει σε ανειπωτους Θεους,να ψελνει και να δοξαζει οντοτητες απο αλλους κοσμους που δεν θα επρεπε καν να εχουν φτιαχτει και να υπαρχουν. Να καταριεται και να βλασφημα οτιδηποτε ειναι υπευθυνο για την αρμονια και την αρετη και να εκλιπαρει τον απαισιο Κυριο της να καταδεχτει να ερθει στον κοσμο,μεσω του παιδιου της.


Εβλεπε τον πατερα της να σφαγιαζεται με τον πιο βαρβαρο τροπο και το αιμα του να προσφερεται σαν σπονδη σε Εκεινον Που Δεν Επρεπε Να Υπαρχει και να γελα ασυδωτα με το κατορθωμα της,μεθυσμενη απο την Τρελλα Του,να γλυφει ηδονικα το αιμα απο τα χειλη της και να καγχαζει με μια ανοσια ευχαριστηση...

Οι εικονες γεμιζαν με απαισιες σκηνες απο το κοντινο και το μακρινο παρελθον και εκαναν το στομαχι της να σφιγγεται.εικονες απο παραλληλα συμπαντα που κρατουν στα δεσμα τους τον αρχεγονο Αχραμεχ και το σμαρι των παραμορφωμενων του σκλαβων να κραυγαζουν,να ουρλιαζουν αναιδεστατα την απεχθη Του δοξα...

12



Δεν ηξερε απο που να κρατηθει για να μην σωριαστει κατω απο την ναυτια που της προκαλουσαν οι εικονες και οι μορφες που στροβιλιζονταν αναιδεστατα μεσα στο μυαλο της. Παραπατωντας εφτασε μπροστα στον ακινητοποιημενο γεροντα ο οποιος την κοιτουσε με ενα μειγμα μακαριοτητας και λυπησης.

-Κανε αυτο που πρεπει να γινει. Ηταν το μονο που βγηκε απο τα χειλη του.


Μετα σιωπη.

Μονο σιωπη.

Μια σιωπη που ηταν τοσο εκκωφατικη, που την τρελλαινε. Αρπαχτηκε απο τα ρουχα του Γερου για να μην χασει την ευθραυστη ισορροπια της και τον κοιταξε στα ματια. Δεν ειδε φοβο και αυτο την εκανε να αναρωτηθει πως ηταν αυτο δυνατον. Κουβαλουσε μεσα της το μεγαλυτερο κακο και στεκονταν μπροστα του και εκεινος εμοιαζε να μην τον ενδιαφερει στο ελαχιστο.


"Το Καλο θα βρει τον τροπο να νικησει",ειχε πει. "Κανε αυτο που πρεπει να γινει",αυτη ηταν η τελευταια του φραση.

Χιλιαδες σκεψεις γυριζαν μεσα της. Υπηρχε ενα τμημα της το οποιο ουρλιαζε μανιωδως να ακολουθησει την μοιρα της και να σπαραξει το γερικο κορμι που ειχε απεναντι της με αμετρητες μαχαιριες,ανοιγοντας τον δρομο για την Ελευση του Πραγματικου της Πατερα και ταυτοχρονα ενα αλλο κομματι της,σπαρταρουσε απο αηδια για την ιδια της την υπαρξη.


Δεν ειχε διαλεξει μονη της αυτον τον δρομο. Δεν ειχε επιλεξει εκεινη να γινει αυτο που ειναι. Δεν ηταν δικη της επιλογη να επιλεγει γι'αυτον τον ανιερο σκοπο. Αλλα απο την αλλη, αυτη η ακατασχετη και ακορεστη ταση να γευτει το αιμα, ξανα, οπως την πρωτη φορα, την στιγμη της γεννησης της, την γευση του παχυρευστου αιματος να κατρακυλα στον λαιμο της,το αιμα της ιδιας της της μητερας...

13



-Καντο!φωναξε ο Μαρτιν,επαναφεροντας την για λιγα δευτερολεπτα στην πραγματικοτητα.

-Καντο Βικτωρια...την παρακαλεσε ο Γερος

Στο ακουσμα του ονοματος που ειχε υιοθετησει ολα αυτα τα χρονια ως δικο της, τιναχτηκε με εκπληξη και εμεινε να τους κοιταζει σοκαρισμενη. Για καποια δευτερολεπτα σκεφτηκε να πραγματοποιησει την θυσια, να απελευθερωσει το Κακο, να τιμωρησει ολους αυτους που της φερονταν τοσο καιρο με αυτον τον αδικο και απαισιο τροπο ενω δεν τους ειχε βλαψει ποτε.

Τωρα ομως ακουγοντας για πρωτη φορα να την φωναζει ο γεροντας με αυτο το ονομα, με ενα ονομα που δεν ηταν δικο της, καταλαβε.


Οσο και να της αρεσε αυτο το ονομα, οσο και να ηθελε και εκεινη να ειναι μια απλη κοπελα σαν τις υπολοιπες στο χωριο, οσο και αν παντα ονειρευοταν να κανει παρεες, να αγαπησει και να αγαπηθει καταλαβε πως αυτο δεν προκειται ποτε να συμβει.και πως ναι, τους ειχε κανει κακο τοσα χρονια.γιατι πολυ απλα υπηρχε...

Κοιταξε τον γεροντα για τελευταια φορα και του χαμογελασε. Της χαμογελασε και εκεινος.


"Τι ομορφο να σου χαμογελουν",σκεφτηκε πριν κανει πραξη αυτο που της ειπε ο Γερος.

Σηκωσε το στιλετο και αφου το κρατησε ψηλα για λιγες στιγμες που σε ολους, μα πιο πολυ στην ιδια, φανηκαν σαν αιωνες, το κατεβασε με ολη της την δυναμη και το εμπηξε οσο πιο βαθια μπορουσε μεσα στην μαλακη σαρκα.

Ενιωσε την γευση του αιματος στο στομα της και αναριγησε απο ευδαιμονια.

Ενιωσε για πρωτη φορα στην ζωη της ελευθερη. Πραγματικα ελευθερη και αυτο την εκανε επιτελους ευτυχισμενη.

Ενιωσε να φευγει απο μεσα της ενα αφορητο βαρος και το κορμι της εγινε ξαφνικα τοσο ελαφρυ που ελεγες πως ο δυνατος ανεμος που φυσουσε εκεινη την στιγμη, ξαφνικα και με μανια, ηταν ικανος να την παρασυρει στο περασμα του.

14



Ενιωσε τα χερια του Μαρτιν και του Τζεικομπ να την αρπαζουν πριν το σωμα της βρεθει στο νοτισμενο απο το ιδιο της το αιμα εδαφος...

Σαν σε ονειρο ακουσε τα ουρλιαχτα τους και την απελπισια τους καθως μετεφεραν το κορμι της και το ξαπλωναν στην παναρχαια πεζουλα, την οποια τωρα ποτιζε το δικο της αιμα, ερχομενο να σφραγισει μια για παντα αυτον τον αιματηρο κυκλο φρικης και θυσιων τοσων αιωνων.


Ασυναισθητα εκανε μια κινηση να αγγιξει το μενταγιον στο λαιμο της, για να βρει στην θεση που κρεμονταν πριν μαλακια ζεστη σκονη...


Σιγα σιγα συνειδητοποιησε πως ολα γυρω της γινονταν φωτεινα και τα χρωματα ηταν ολοενα και πιο λαμπερα.τοτε καταλαβε πως αυτο το φως ερχοταν απο το ιδιο της το σωμα.

Γυρισε το κεφαλι της αργα για να συναντησει το βλεμμα της αυτο του Γερου. Οταν τον ειδε με κοπο τα χειλη της σχηματισαν ενα τελευταιο χαμογελο και εκεινος προσπερνωντας τα κορμια των "συνοδων" που σπαρασονταν απο αναφιλητα,σταθηκε κοντα της.

-Το καλο παντα βρισκει τον τροπο να νικαει,ετσι δεν ειναι γεροντα;

Ενα δακρυ ξεκινησε να χαρασει το ριτυδιασμενο του προσωπο και δεν προλαβε να το σκουπισει πριν κυλισει και πεσει στην κενη μαρμαρινη πεζουλα.στην πεζουλα που μετα απο λιγα λεπτα εμενε καθαρη απο την λευκη σκονη που την καλυπτε προηγουμενως...




ΝίκηΑυγερινού, Copyright 2009

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

ΘΑΛΕΙΑ



1



Είκοσι-τέσσερις ώρες πριν ξεκινήσω το μεγάλο μου ταξίδι, αποφάσισα να βυθιστώ για μια τελευταία φορά στον κόσμο της Θάλειας. Ζήτησα απ’ τον εγκέφαλο του σπιτιού να κατεβάσει τα στόρια του δωματίου ψυχαγωγίας και ν’ απλώσει μια ζώνη σιωπής γύρω απ’ τον εσωτερικό κήπο με τα τροποποιημένα τριαντάφυλλα που φεγγοβολούσαν στο φως του καλοκαιριάτικου δειλινού σαν γαλαζωπά γλυπτά από αστραφτερή πορσελάνη. Στη συνέχεια άναψα τον όλο-προβολέα.

Το πρόγραμμα τρισδιάστατων απεικονίσεων ξύπνησε και ξεδιπλώθηκε για πολλοστή φορά σαν ένα άυλο κατασκεύασμα από χρώμα και φως που ακολουθούσε ένα περίπλοκο μοντέλο ανάπτυξης. Οι έξι ελαιογραφίες εμφανίστηκαν με αλφαβητική σειρά, η μια μετά την άλλη. Έμοιαζαν με μια αλληλουχία υπέροχων ονείρων που δραπέτευαν μέσα από κάποια απροσπέλαστη χώρα του παραμυθιού. Όπως και κάθε άλλη φορά αφοσιώθηκα στην εξονυχιστική τους μελέτη, στην ανακάλυψη των αναρίθμητων λεπτομερειών που ύφαιναν οι επιδέξιες πινελιές της γυναίκας που τις είχε ζωγραφίσει πριν από τέσσερις αιώνες. Η μαγεία που ξεπηδούσε απ’ τα λεπτεπίλεπτα χρώματα και τα θαυμαστά σχήματα που απλώνονταν πάνω σ’ εκείνους τους καμβάδες από σκληρό καραβόπανο, απορρόφησε ολοκληρωτικά την προσοχή μου.

Ο χρόνος έπαψε να κυλάει και το αντιληπτικό μου πεδίο πλημμύρισε από εκείνη την νεραϊδίσια ομορφιά, απ’ τα θαυμάσια μικρό-σύμπαντα που άνθιζαν στους υπέροχους αυτούς πίνακες που έμοιαζαν με μαγικά παράθυρα. Όταν ολοκλήρωσα την εξαγνιστική εκείνη τελετουργία της οπτικής απόλαυσης, εστίασα την προσοχή μου στα γράμματα που διαγράφονταν μαύρα και αχνά, ζωγραφισμένα μ’ ένα κομψό και απέριττο γραφικό χαρακτήρα στη δεξιά κάτω άκρη του κάθε πίνακα:

Θάλεια-22/10/2010.


2


-«Το ταξίδι στο χρόνο είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Αυτό αποτελεί ένα αξίωμα που ποτέ δεν πρέπει να ξεχάσετε! Οποιαδήποτε παρέκκλιση απ’ την προκαθορισμένη σειρά των πράξεων που εκπαιδευτήκατε να εκτελέσετε, θα έχει απρόβλεπτες και καταστροφικές συνέπειες σύμφωνα με το θεώρημα του Ακιχίτο Νιγκάτσι!» Το πρόσωπο του τεχνικού που με κοιτούσε κατάματα ήταν τόσο σοβαρό που άγγιζε τα όρια της αυστηρότητας. Του ανταπέδωσα το βλέμμα κοιτάζοντάς τον στα ίσα, προσπαθώντας μ’ αυτόν τον τρόπο να του δώσω να καταλάβει ότι κατανοούσα πλήρως τη σημασία του εγχειρήματος που επρόκειτο να εκτελέσω. Κατάφερα επίσης να συγκρατήσω έναν αυθόρμητο μορφασμό αυθεντικής ενόχλησης. Στο κάτω-κάτω είχα ακούσει αυτά τα λόγια πάνω από χίλιες φορές κατά τη διάρκεια του εκπαιδευτικού προγράμματος που είχε διαρκέσει πάνω από έξι μήνες. Ύστερα από τις πολύωρες δοκιμές σε αισθητηριακούς προσομοιωτές και δια-δραστικά προγράμματα εικονικής πραγματικότητας, θα έπρεπε να είχε πειστεί πλέον για τη σοβαρότητα των προθέσεών μου καθώς και για την ικανότητά μου να ανταπεξέλθω στις προκλήσεις του ταξιδιού και να μην τον πτοεί το γεγονός ότι ήμουν ο πρώτος καθηγητής της σχολής καλών τεχνών που θα ταξίδευε στο παρελθόν. Ήξερα για παράδειγμα ότι το θεώρημα Νιγκάτσι αποτελούσε το μεγαλύτερο φόβητρο για όλους τους χρονοταξιδιώτες. Περιέγραφε με μαθηματικούς όρους τον μηχανισμό με τον οποίο μια οποιαδήποτε μη προγραμματισμένη πράξη, ακούσια ή εκούσια, που θα επηρέαζε την φυσιολογική εξέλιξη ενός γεγονότος του παρελθόντος, όσο αδιάφορο και ασήμαντο κι αν ήταν αυτό, θα προκαλούσε μιαν αλυσιδωτή αντίδραση απρόβλεπτων ενεργειών με εκθετική και χαοτική ανάπτυξη που θα μετάλλασε ολοκληρωτικά το πεπρωμένο του ανθρώπινου είδους με εντελώς άγνωστο αποτέλεσμα.

-«Όταν φτάσετε στο χώρο-χρονικό σημείο άφιξης, θ’ ανακαλύψετε ότι στον οργανισμό σας έχει ενσωματωθεί ο βασικός εξοπλισμός που συνοδεύει όλους τους ταξιδιώτες πρώτου βαθμού.» συνέχισε να μου λέει ο τεχνικός. Πρώτος βαθμός σήμαινε ότι θα ταξίδευα στο χρόνο ως απλός παρατηρητής. Θα ήμουν ένα ζευγάρι μάτια και αυτιά που θα είχαν ως αποστολή τους την περισυλλογή πληροφοριών. Τίποτα περισσότερο. Τις επιχειρήσεις δεύτερου βαθμού αναλάμβαναν οι επαγγελματίες χρόνο-ταξιδιώτες, οι Ρυθμιστές, όπως τους αποκαλούσαν οι εμπνευστές των εγχειρημάτων επέμβασης στο χρόνο. Ήταν άτομα πολύ πιο εκπαιδευμένα και εξειδικευμένα από μένα. Και πολύ πιο μυστηριώδη φυσικά. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν σχετικά με τις δραστηριότητές τους ήταν πολύ παράξενες. Για παράδειγμα, υπήρχε πολύς κόσμος που πίστευε ότι τα οράματα που έβλεπε η Ιωάννα της Λορένης ήταν το αποτέλεσμα της δικής τους παρέμβασης. Το ίδιο ίσχυε και για την ξαφνική βροχή που είχε αχρηστεύσει τα γαλλικά κανόνια μια μέρα προτού ξεκινήσει η μάχη του Βατερλό ή για την παράξενη εμπειρία που είχε βιώσει ο Απόστολος Παύλος στην έρημο, καθώς πλησίαζε τη Δαμασκό για να κυνηγήσει χριστιανούς, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να διαδοθεί εκείνη η άσημη μέχρι τότε θρησκεία στα πέρατα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά σαν υπάκουος και συνεσταλμένος μαθητής, θέλοντας έτσι να κατευνάσω εντελώς τους φόβους του τεχνικού. Εκείνος εξακολούθησε να μου μιλάει με τον ίδιο αυστηρό τόνο, λες και νουθετούσε κάποιον ανήλικο παραβάτη:

-«Καταρχήν, θα περιβάλλεστε από έναν στρόβιλο αδέσμευτων ηλεκτρονίων που θα μπλοκάρουν τα φωτόνια της ατμόσφαιρας και θα σας καθιστούν αόρατο στα μάτια των ανθρώπων του 21ου αιώνα. Επίσης, ένας αντί-βαρυτικός αντιδραστήρας θα σας προσφέρει τη δυνατότητα να αιωρείστε κατά βούληση και τέλος, ένας ποζιτρονικός μεταλλάκτης που θα μεταβάλλει την ατομική σας συχνότητα όποτε το επιθυμείτε, θα σας προσφέρει τη δυνατότητα να διαπερνάτε συμπαγή αντικείμενα, τοίχους για παράδειγμα και κλεισμένες πόρτες.» Ένευσα και πάλι καταφατικά, για δεύτερη φορά, αμίλητος σαν στρείδι.

-«Αυτές οι συσκευές θα συνδέονται με τον εγκέφαλό σας με τα βοήθεια ενός αμφίδρομου μικροκυκλώματος που θα εμφανίζει στην κάτω δεξιά γωνία του οπτικού σας πεδίου μια σειρά φωτεινών ενδείξεων. Θα έχετε τη δυνατότητα να τις ελέγχετε νοητικά καθώς και να γνωρίζετε ανά πάσα στιγμή πόσος χρόνος σας απομένει προκειμένου να εκτελέσετε την αποστολή που έχετε αναλάβει. Είναι κατανοητά όλα αυτά;»

Περιορίστηκα στο να ξανακουνήσω καταφατικά το κεφάλι μου, αμίλητος πάντα και σοβαρός.

-«Η διάρκεια παραμονής σας στο χώρο-χρονικό σημείο άφιξης θα είναι 45 λεπτά της ώρας ακριβώς. Καλή επιτυχία.»

Ύστερα απ’ αυτόν τον ξερό και τυπικό χαιρετισμό, ο τεχνικός σηκώθηκε όρθιος και άγγιξε κάποιες απ’ τις ολογραφικές ενδείξεις που έπλεαν γύρω του σαν ένα υπέρ-περίπλοκο νεφέλωμα από αργά μεταβαλλόμενους αστερισμούς και πολύχρωμους κομήτες. Τα γεωμετρικά συμπλέγματα και οι μπερδεμένες καμπύλες που σχημάτιζαν αντικαταστάθηκαν από μια διάχυτη λάμψη που θύμιζε ηλεκτρική εκκένωση. Ένα γκρίζο σύννεφο απλώθηκε μπροστά μου, αθόρυβο σαν σκιά, μια στροβιλιζόμενη ομίχλη από ένα αδιαφανές τίποτα. Το ημισφαιρικό δωμάτιο με τα χυτά μηχανήματα, τον ομοιόμορφο φωτισμό και το λευκοντυμένο προσωπικό, εξαφανίστηκε. Το ίδιο συνέβη και με το πολύχρωμο πανόραμα των κινούμενων κτιρίων της Νέας Αθήνας που απλωνόταν πέρα απ’ τα κυκλικά του παράθυρα. Καθώς μεταμορφωνόμουν σε μια δέσμη αρνητικά φορτισμένων νετρίνων που διαπερνούσαν το φράγμα το χωρόχρονου, περίμενα να νιώσω κάτι, μια ανεπαίσθητη αίσθηση μετακίνησης έστω. Αλλά προτού προλάβω καν ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια μου, μ’ άγγιξε ένα ψυχρό αεράκι που μύριζε παράξενα. Τ’ αυτιά μου πλημμύρισαν από έναν αλλόκοτο θόρυβο που έμοιαζε με το βουητό ενός σμήνους αναστατωμένων μελισσών. Πήρα μια βαθιά αναπνοή, ξανάνοιξα τα μάτια μου και έριξα μια επιφυλακτική ματιά στο καινούργιο μου περιβάλλον. Και ανακάλυψα ότι βρισκόμουν ήδη στο σημείο άφιξης, στην Αθήνα του έτους 2010 μετά χριστό.


3


Γνώριζα ήδη ότι ο εικοστός αιώνας ήταν μια φριχτή εποχή. Σύμφωνα με τα κριτήρια του δικού μου αιώνα τουλάχιστον. Ένα τεχνοκρατικό ισοδύναμο του σκοτεινού μεσαίωνα που είχε σκεπάσει την Ευρωπαϊκή Ήπειρο για χίλια περίπου χρόνια, ύστερα απ’ την καταστροφική διάλυση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Ένα περιβάλλον απίστευτης βαρβαρότητας όπου τα τρία τέταρτα των ανθρώπων ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και δυστυχίας και πάλευαν να επιβιώσουν στριμωγμένοι σε πανάθλιες και κακοσχεδιασμένες μητροπόλεις ασύλληπτης ασχήμιας. Η παγκόσμια οικονομία ήταν υπερβολικά συγκεντρωτική ενώ η παραγωγή ενέργειας βασιζόταν στα ορυκτά καύσιμα που δηλητηρίαζαν το παγκόσμιο οικοσύστημα. Ο αγώνας για τον έλεγχο των ολιγάριθμων κοιτασμάτων τους προκαλούσε αναρίθμητους πολέμους και απίστευτη δυστυχία και είχε μετατρέψει ολόκληρες περιοχές του πλανήτη σε ζώνες καταστροφής. Η παγκόσμια οικονομία υπέφερε από περιοδικές κάμψεις και μεταπτώσεις που εξωθούσαν όλο και μεγαλύτερα τμήματα του κοινωνικού συνόλου στο περιθώριο. Οι ανισότητες όσον αφορά την κατανομή του πλούτου και της γνώσης ήταν κραυγαλέες και σκανδαλώδεις εξαιτίας των πρωτόγονων και αναποτελεσματικών συστημάτων παραγωγής και διανομής των καταναλωτικών αγαθών ενώ η κυρίαρχη ιδεολογία επιβράβευε την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συσσώρευση ενός ανταλλακτικού συμβόλου που ονομαζόταν χρήμα σε όσο το δυνατόν λιγότερα χέρια. Η επικρατέστερη νοοτροπία, η οπτική μέσα απ’ την οποία γινόταν αντιληπτή η φύση του ανθρώπου και η θέση του στο σύμπαν, ήταν άκρως ηδονιστική και υλιστική, υποστηριζόμενη από έναν μονόπλευρο κοινωνικό δαρβινισμό.

Ο ενδεδειγμένος τρόπος ζωής βασιζόταν στην ασίγαστη ικανοποίηση εφήμερων αναγκών και στην κατανάλωση εξίσου άχρηστων και ενεργοβόρων προϊόντων. Σε γενικές γραμμές το γεγονός ότι το ανθρώπινο είδος δεν είχε αυτοκαταστραφεί κατά τη διάρκεια των σκοτεινών εκείνων καιρών οφειλόταν σ’ ένα θαύμα ή εν πάση περιπτώσει σε καθαρή τύχη. Κι όμως, υπήρχε μια θεμελιώδης αντίφαση που μετρίαζε, αν δεν καταργούσε ολοκληρωτικά, το σκοτάδι εκείνης της απαίσιας ιστορικής περιόδου. Και αυτή η αντίφαση δεν ήταν άλλη από το γεγονός ότι η Θάλεια είχε γεννηθεί και ζήσει σ’ αυτά τα βαρβαρικά χρόνια. Επίσης, είχε ζωγραφίσει εκείνους τους καταπληκτικούς πίνακες που δεν θα χόρταινα ποτέ μου να θαυμάζω, αυτά τα υπέροχα έργα τέχνης που είχαν αλλάξει τη ζωή μου για πάντα. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, εκείνο το όμορφο πρωινό ενός ηλιόλουστου Απριλίου, όταν τ’ αντίκρισα για πρώτη φορά μέσα στην περίτεχνα στολισμένη αίθουσα κάποιου αρχαίου παλατιού του Μαρακές.


4


Θυμάμαι εκείνη τη στιγμή σαν να ήταν μόλις χθες αν και έχουν περάσει πάνω από πέντε δεκαετίες από τότε. Συνέβη το έτος 2405 μετά χριστό, την ώρα που το φως του ήλιου που μόλις είχε ξεμυτίσει πάνω απ’ τις αμμοθίνες της Αφρικανικής ερήμου και φιλτράρονταν μέσα απ’ τις φυλλωσιές των πελώριων ροδόδεντρων ενός εσωτερικού κήπου. Έπεφτε θυμάμαι απαλό και χρυσοπράσινο πάνω στ’ αψιδωτά παράθυρα του σιωπηλού και σκιερού εκείνου παλατιού. Η μεγάλη αίθουσα με τα υπέροχα αραβουργήματα από γαλαζωπό σμάλτο ήταν εντελώς άδεια. Έμοιαζε με το περίτεχνο εσωτερικό ενός λεπτοσκαλισμένου σεντουκιού που έκρυβε παραμυθένια μυστικά. Τα έξι έργα της Θάλειας αιωρούνταν στο κέντρο του τυλιγμένα σε αόρατους μανδύες αντιβαρύτητας και προστατευμένα από ηλεκτροστατικά πεδία Τέσλα που κρατούσαν τη σκόνη της ερήμου μακριά. Στάθηκα μπροστά τους και τα περιεργάστηκα με περιέργεια.

Εκείνα τα χρόνια ήμουν ένας αναποφάσιστος και αρκετά ανασφαλής νέος, ένα τυπικό παιδί του εύπορου και ειρηνικού 25ου αιώνα που προσπαθούσε να επιλέξει το αντικείμενο των σπουδών του ανάμεσα σε μια τεράστια ποικιλία πιθανών επιλογών. Μόλις όμως αντίκρισα τους έξι εκείνους πίνακες, τους ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα. Ένιωσα να ξυπνάει μέσα μου κάτι σαν θολή ανάμνηση, μια ανεξήγητη αίσθηση οικειότητας και σπαρακτικής νοσταλγίας. Η συνείδησή μου τραβήχτηκε προς το μέρος τους σαν ένα έντομο που έλκεται απ’ τη χορευτική φλόγα κάποιου αρωματισμένου κεριού. Η μεγαλοφυΐα της γυναίκας που τους είχε ζωγραφίσει και που ξεχείλιζε μέσα απ’ το τρυφερό άγγιγμα του πινέλου της πάνω στο χοντρό καναβάτσο μ’ άγγιξε σαν ιερό ξόρκι, σαν μια μυστική φωνή που άνοιγε μπροστά μου τις πύλες ενός υπέροχου σύμπαντος. Μέσα σε μια απειροελάχιστη στιγμή ο κόσμος μου αναποδογύρισε και κατάλαβα για πρώτη φορά τι ήταν αυτό που ήθελα να κάνω για το υπόλοιπο της ζωής μου.

Σαν αρχαίος μύστης που ακούει τη φωνή του θεού του ύστερα από μια πολύχρονη παραμονή στη σιωπή και την απεραντοσύνη της ερήμου, με πλημμύρισε ένα ορμητικό κύμα δέους που έκρυβε μέσα του τη μεταμορφωτική δύναμη μιας ασυγκράτητης εμμονής: Έπρεπε να μάθω τα πάντα γι’ αυτήν, για τον εσωτερικό της κόσμο, να τον κατανοήσω. Να ξεδιαλύνω το μαγικό μυστήριο της θαυμαστής αυτής ζωγράφου που ενώ είχε γεννηθεί και ζήσει μέσα στο κυνικό και μολυσμένο περιβάλλον ενός βιομηχανικού πολιτισμού που παράπαιε στο χείλος του αφανισμού, είχε καταφέρει να συλλάβει και ν’ απεικονίσει ένα απ’ τα συγκλονιστικότερα θαύματα του σύμπαντος. Βγήκα απ’ το παλάτι παραπατώντας σαν μεθυσμένος και την ίδια κιόλας μέρα έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Γράφτηκα σε μια σχολή καλών τεχνών και μέσα σε μια πενταετία κατάφερα να μετατραπώ σ’ έναν απ’ τους πιο διαβασμένους φοιτητές της ιστορίας της τέχνης.

Στη συνέχεια ολοκλήρωσα ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα πάνω στις εικαστικές τεχνοτροπίες του 21ου αιώνα και έγραψα και μια πολυσέλιδη διατριβή που ακόμα και σήμερα διατηρεί το κύρος ενός ακαδημαϊκού ορόσημου που κάθε σπουδαστής που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να συμπεριλάβει στην προσωπική του βιβλιοθήκη. Αλλά δεν ένιωθα ικανοποιημένος. Συνέχισα να δουλεύω μέρα και νύχτα, με απαρέγκλιτη αποφασιστικότητα, να συγκεντρώνω πληροφορίες και να καταστρώνω τα μυστικά μου σχέδια μέχρι που κατάφερα επιτέλους να ενταχθώ στο κλαμπ των εκλεκτών υποψηφίων που σε κάποια στιγμή της ζωής τους θα είχαν το προνόμιο να πραγματοποιήσουν ένα ταξίδι στο χρόνο. Όταν έλαβα την τελική ειδοποίηση απ’ το Ινστιτούτο χωροχρονικών ερευνών, ένιωσα το στήθος μου να φουσκώνει από υπερηφάνεια και να ζεσταίνεται από ένα ασυγκράτητο συναίσθημα απόλυτης ευτυχίας. Επιτέλους, θα έβλεπα τη Θάλεια με τα ίδια μου τα μάτια!


5


Τώρα στεκόμουν στην επίπεδη και σκονισμένη στέγη κάποιου πολυώροφου και μακρόστενου κτιρίου που φιλοξενούσε έναν μεγάλο αριθμό ημιαυτόνομων κατοικιών. Ήταν μια Πολυκατοικία, ένα κυβιστικό δημιούργημα από ανόργανο μέταλλο γυαλί και τσιμέντο, άσχημο και ενεργοβόρο, στολισμένο με διαδοχικά επίπεδα στενών μπαλκονιών που κρέμονταν πάνω από κάποια πολύβουη λεωφόρο. Ήξερα ότι οι περισσότεροι άνθρωποι του 21ου αιώνα ζούσαν σε παρόμοια κτίρια, σε οικιστικές μονάδες που ονομάζονταν διαμερίσματα, στενάχωρα συμπλέγματα χαμηλοτάβανων δωματίων με ανεπαρκέστατη θερμική και ηχητική μόνωση. Είχε νυχτώσει αλλά το σκοτάδι που με τύλιγε ήταν απαλό γιατί μετριαζόταν από μια διάχυτη φωταύγεια που μου επέτρεπε να διακρίνω με μεγάλη ευκρίνεια τις σιλουέτες των γύρω αντικειμένων.

«Αυτό πρέπει να είναι το φαινόμενο της φωτορύπανσης» σκέφτηκα με μια δόση συγκαταβατικής περιφρόνησης, «τόσο τυπικό για τ’ αστικά περιβάλλοντα αυτή της εποχής!» Πραγματικά, ο ουρανός είχε χρώμα πορτοκαλί. Καλυπτόταν από βαριά σύννεφα βροχής που αντανακλούσαν τα φώτα της πόλης τα οποία συνέθεταν γύρω μου έναν επίγειο γαλαξία από διάσπαρτες εστίες φωτός. Μια ομοιόμορφη μεμβράνη υγρασίας απλωνόταν παντού. Οι τραχιές πλάκες της ταράτσας, οι ηλιακοί συλλέκτες που σχημάτιζαν κεκλιμένα μαύρα τετράγωνα και η συστοιχία των δορυφορικών κεραιών που καταλάμβανε τη μια πλευρά της στέγης σαν μια αποικία μεταλλικών μανιταριών, γυάλιζαν στο κιτρινωπό μισοσκόταδο καλυμμένες από διάφανα σταγονίδια βρόχινου νερού.

Το ασταμάτητο βουητό που γέμιζε τον αέρα προερχόταν απ’ τη λεωφόρο και ανέβαινε προς το μέρος μου με τη μορφή μιας αλληλουχίας αργά εξελισσόμενων κυμάτων που πλημμύριζαν το ακουστικό μου πεδίο σαν τον αχό κάποιου πελώριου καταρράκτη. Πήρα μια βαθιά αναπνοή προσπαθώντας ν’ απορροφήσω όσο πιο καλά μπορούσα τα ερεθίσματα του παράξενου εκείνου περιβάλλοντος. Ώστε αυτός ήταν ο κόσμος του 21ου αιώνα!

Τα πάντα γύρω μου έμοιαζαν τόσο πρωτόγονα και κακοφτιαγμένα! Πρόσεξα ότι τα κάγκελα που περικύκλωναν την ταράτσα της πολυκατοικίας είχαν αρχίσει να ξεβάφουν και ότι στιγματίζονταν από διάσπαρτες κηλίδες κοκκινωπής σκουριάς. Βρίσκονταν δηλαδή σε κατάσταση φθοράς, κάτι ανήκουστο για μένα που είχα γεννηθεί και μεγαλώσει σ’ έναν αιώνα όπου ακόμα και το μικρότερο αντικείμενο ήταν εξοπλισμένο με αυτό-επισκευαζόμενα νάνο-κυκλώματα αέναης συντήρησης. Περπάτησα μέχρι την άκρη της ταράτσας, με βήματα αργά και προσεκτικά, λες και πατούσα στη χλόη κάποιου ανοιξιάτικου ξέφωτου όπου φύονταν λεπτεπίλεπτα λουλούδια. Τα δάχτυλα μου σφίχτηκαν γύρω απ’ τα σκουριασμένα και υγρά κάγκελα και κοίταξα κάτω χαμηλά, τη λεωφόρο που ξεδιπλώνονταν μπροστά απ’ την πολυκατοικία σαν μια ευθύγραμμη ταινία από γυαλιστερή άσφαλτο. Θυμήθηκα ότι τα μεταλλικά τροχοφόρα που τη διέσχιζαν έκαιγαν πετρέλαιο, το μη ανανεώσιμο εκείνο καύσιμο που η αλόγιστη χρήση του είχε αλλάξει το πρόσωπο του κόσμου μας για πάντα.

Έμοιαζαν εντελώς αδέξια μέσα στην βαρετή τους ομοιομορφία. Κινούνταν ασταμάτητα το ένα πίσω από το άλλο, ίδια με υπνωτισμένες κατσαρίδες που ακολουθούσαν το πρόσταγμα κάποιου αθέατου εντολοδόχου. Πήρα μια ακόμα πιο βαθιά αναπνοή και γεύτηκα τη βρώμικη αίσθηση της ατμόσφαιρας, ένα μείγμα υγρασίας, καψαλισμένων υδρογονανθράκων και υδρόθειου κακό-συντηρημένων καταλυτών. Στη συνέχεια έλεγξα τις φωτεινές ενδείξεις που έλαμπαν στο δεξί κάτω άκρο του οπτικού μου πεδίου και ανακάλυψα ότι διέθετα 43 λεπτά της ώρας ακριβώς προτού υποχρεωθώ να επιστρέψω και πάλι στον κόσμο της δικής μου εποχής.


6


Ο αντιβαρυτικός αντιδραστήρας ανταποκρίθηκε άμεσα στη νοερή μου εντολή και το σώμα μου έγινε αβαρές, σαν να βρισκόταν σε κατάσταση ελεύθερης πτώσης. Ανυψώθηκα αθόρυβα και άρχισα να αιωρούμαι λίγα εκατοστά πάνω απ’ την μαύρη και βρώμικη επιφάνεια της αρχαϊκής ταράτσας. Υπερπήδησα τα κάγκελα μ’ ένα ελαφρό σπρώξιμο των ποδιών μου και κρεμάστηκα στο κενό που απλωνόταν πέρα απ’ το μεταλλικό τους παραπέτο σαν αόρατο αερόστατο. Άρχισα να πετάω πάνω απ’ την ασφαλτοστρωμένη λεωφόρο ενώ ένα το ψυχρό αεράκι που γέμιζε την υγρή εκείνη νύχτα άρχισε να με παρασέρνει μακριά απ’ την πολυκατοικία, προς το κέντρο της πόλης που ξεδιπλωνόταν μπροστά μου σαν μια ακίνητη θάλασσα από φωταγωγημένα κτίρια και πολύχρωμα φώτα νέον.

Έριξα μια δεύτερη ματιά στις ενδείξεις των νάνο-συσκευών και ανακάλυψα ότι ο ωροδείκτης έγραφε τώρα 39.06. Είχα ήδη σπαταλήσει πέντε σχεδόν λεπτά άπό τον πολύτιμο χρόνο μου. Περιβεβλημένος απ’ το πυκνό σύννεφο των ελεύθερων ηλεκτρονίων που με καθιστούσε αόρατο στα μάτια κάθε κάτοικου της πολύβουης πόλης, άρχισα να χάνω ύψος, έτσι ώστε να διασχίσω κάθετα τ’ αλλεπάλληλα επίπεδα των κατοικημένων ορόφων της πολυκατοικίας. Ήξερα ότι η Θάλεια κατοικούσε σ’ ένα διαμέρισμα του τρίτου ορόφου. Ήξερα επίσης ότι στη βαρβαρική εκείνη εποχή όπου οι άνθρωποι έπρεπε να εργάζονται για να επιβιώσουν, ασκώντας βαρετά και ψυχοφθόρα επαγγέλματα που καμία σχέση δεν είχαν με τα πραγματικά τους ταλέντα, ήταν μια άσημη υπάλληλος που θυσίαζε καθημερινά οχτώ ώρες απ’ την πολύτιμη ζωή της απασχολούμενη στο τηλεφωνικό κέντρο κάποιου κρατικού νοσοκομείου.

Όταν σταμάτησα την αργή κάθοδό μου, σταθεροποιήθηκα μπροστά από μια συρόμενη πόρτα από διάφανο γυαλί που έβγαζε σ’ ένα στενό μπαλκόνι. Πλησίασα κοντά του και είδα ότι οι κουρτίνες του ήταν τραβηγμένες και ότι πίσω του, στο κέντρο ενός άδειου δωματίου, διαγραφόταν η σιλουέτα μιας γυναικείας φιγούρας η οποία καθόταν καταγής, ακίνητη σαν άγαλμα, περικυκλωμένη από μια πληθώρα αναμμένων κεριών. Μου φάνηκε ότι κρατούσε κάτι στα χέρια της. Η καρδιά μου άρχισε να βροντοχτυπάει ενώ το αίμα βούιξε στ’ αυτιά μου ορμητικά, σαν αφρισμένος χείμαρρος.

Πλησίασα το παράθυρο και διαπέρασα τη γυάλινη επιφάνειά του εντελώς αθόρυβα, σαν σκιά. Τ’ αυτιά μου πλημμύρισαν απ’ τους απαλούς ήχους μιας μελαγχολικής μουσικής που πήγαζε μέσα απ’ τα ηχεία μιας φορητής συσκευής αναπαραγωγής ήχου που βρισκόταν μπροστά απ’ την καθισμένη φιγούρα. CD player, έτσι την έλεγαν. Ένα μηχάνημα τυπικό της συγκεκριμένης εποχής όπου η διάχυση και η αποθήκευση της πληροφορίας παρουσίαζε εκθετική ανάπτυξη. Γύρω απ’ την καθισμένη γυναίκα, ανάμεσα απ’ τα αναμμένα κεριά, πάνω στο ξύλινο δάπεδο του γυμνού δωματίου, απλωνόταν μια θάλασσα από τετράδια, δακτυλογραφημένα έγγραφα και χειρόγραφες σημειώσεις. Ανάμεσά τους αντίκρισα και τις έξι ελαιογραφίες που μου είχαν κλέψει την ψυχή το μαγικό εκείνο πρωινό του Απριλίου, στο σκιερό παλάτι του ηλιόλουστου Μαρακές.

Τις κοίταξα αμίλητος και ακίνητος, κυριευμένος από ένα συναίσθημα που έμοιαζε με θρησκευτική έκσταση. Ήταν οι πρωτότυποι πίνακες, τ’ αυθεντικά δημιουργήματά που είχαν χαθεί για πάντα στη λήθη του χρόνου. Κινήθηκα προς το μέρος τους εντελώς αθόρυβα, εισπνέοντας το ζεστό άρωμα των αναμμένων κεριών που έκαναν το δωμάτιο να μοιάζει με εκκλησία. Αιωρήθηκα πάνω απ’ το ξύλινο δάπεδο και κοίταξα με περιέργεια πάνω απ’ τον ώμο της γυναίκας. Ανακάλυψα ότι κρατούσε στην αγκαλιά της μια γάτα, ένα τετράποδο αιλουροειδές με πυκνή και γυαλιστερή γούνα που αναπαυόταν εντελώς ακίνητο ανάμεσα στα λευκά της χέρια. Όταν έφτασα πίσω ακριβώς απ’ την πλάτη της, σταμάτησα να κινούμαι. Τα μαλλιά της που ήταν κοντοκουρεμένα και καστανά, γυάλιζαν στο διάχυτο φως των κεριών και περιέβαλλαν το κεφάλι της μ’ ένα αχνό φωτοστέφανο. Εκείνη πίεσε κάποιο απ’ τα πλήκτρα της συσκευής που βρισκόταν μπροστά της και η μελαγχολική μουσική έπαψε να γεμίζει τη σιωπή. Μετά σηκώθηκε όρθια με μια ρευστή κίνηση που φανέρωνε μια ολοκληρωτική έλλειψη φόβου, στράφηκε προς το μέρος μου και με κοίταξε κατάματα.

-«Καλώς ήρθες,» μου είπε, «Σε περίμενα!»

Ο ωροδείκτης μου έδειχνε 35.08. Έμεινα ακίνητος σαν απολιθωμένος καθώς ο αντιδραστήρας, υπακούοντας σε κάποια υποσυνείδητη εντολή μου, έπαψε να λειτουργεί και εγώ προσγειωνόμουν στο δάπεδο που έτριξε απαλά κάτω απ’ το βάρος μου. Εκείνη έτεινε προς το μέρος μου την κοιμισμένη γάτα και μου είπε:

-«Ήρθες να πάρεις την ψυχούλα της έτσι δεν είναι; Ελεύθερα! Μόλις πέθανε!» Ένα παγωμένο ρεύμα φόβου απλώθηκε στο στήθος μου. Το βλέμμα μου βυθίστηκε στα γαλάζια εκείνα μάτια που με κοίταζαν θλιμμένα, περικυκλωμένα από μαύρα δαχτυλίδια μακροχρόνιας αϋπνίας. Και τότε υποψιάστηκα για πρώτη φορά κάτι που μ’ έκανε να τρεμουλιάσω σαν να είχε κυλήσει στην πλάτη μου ένα ρυάκι από παγωμένο νερό.

Ότι η Θάλεια ήταν τρελή.


7


Οι θεωρητικοί της ιστορίας της τέχνης έχουν αποφανθεί ότι η Θάλεια υπήρξε μια απ’ τις μεγαλύτερες ιδιοφυίες της εποχής της, μια δημιουργός εφάμιλλη ενός Σαλβαντόρ Νταλί ή ενός Πάμπλο Πικάσο. Το σίγουρο ήταν ότι τα έργα της εξέφραζαν τα ρεύματα ενός αιώνα που δεν είχε ακόμα ανατείλει. Αυτό είναι ένα απ’ τα πιο γοητευτικά μυστήρια της τέχνης εξάλλου, το πως, σε κάθε ιστορική περίοδο, εμφανίζονται κάποιοι εκκεντρικοί καλλιτέχνες που ψυχανεμίζονται τους άνεμους του μέλλοντος και χορεύουν με τις σκιές των πραγμάτων που δεν έχουν ακόμα εμφανιστεί. Είναι αυτοί που βυθίζονται στα σκοτεινά βάθη της ψυχής της ανθρωπότητας και επιστρέφουν κουβαλώντας μαζί τους παράξενα ευρήματα, ιδέες εικόνες και λέξεις που καθρεφτίζουν τη ζωή αυτών που είναι αγέννητοι ακόμα.

Σχεδόν πάντα περιθωριακοί, μόνοι τις περισσότερες φορές και άσημοι, παραμένουν χαρισματικοί, ικανοί ν’ αφουγκραστούν τα υπόγεια ρεύματα μιας ζωής που μόλις αρχίζει και ξυπνάει. Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ και ο Φραντς Κάφκα αποτελούν χαρακτηριστικότατα παραδείγματα αυτού του φαινομένου. Και η Θάλεια. Που δεν άφησε πίσω της παρά ένα όνομα, μια ταχυδρομική διεύθυνση και ένα λακωνικό βιογραφικό σημείωμα. Ζωγράφισε τις έξι εκείνες ελαιογραφίες που κάποια στιγμή της χάρισαν την αθανασία ζώντας εντελώς μόνη και άγνωστη, μέχρι την ανεξήγητη εξαφάνισή της. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι τα συγκεκριμένα έργα εμφανίστηκαν σε κάποιο καλλιτεχνικό φεστιβάλ μιας επαρχιακής κωμόπολης της Βόρειας Ελλάδας το φθινόπωρο του 2009 και ότι αγνοήθηκαν εντελώς απ’ το κοινό και τους κριτικούς. Γλύτωσαν απ’ τη λήθη γιατί κάποιος διορατικός συλλέκτης αποφάσισε να τα φωτογραφήσει με μια ψηφιακή κάμερα υψηλής ευκρίνειας και να τ’ αναρτήσει σ’ ένα μπλογκ τα δεδομένα του οποίου ενσωματώθηκαν κάποια στιγμή στη μνήμη ενός παγκόσμιου διαδικτυακού συστήματος καταγραφής καλλιτεχνικών δημιουργημάτων.

Αργότερα, κάποιος ιστοριοδίφης του 23ου αιώνα ανακάλυψε τις ψηφιακές αναπαραγωγές εκείνων των έξι ελαιογραφιών και αναγνώρισε την ανεπανάληπτη αξία τους. Και ήταν πράγματι εκπληκτικές, και οι έξι. Απεικόνιζαν τη μυστική ζωή ενός ηλιόλουστου δάσους. Η Θάλεια είχε ζωγραφίσει με κάθε λεπτομέρεια την αύρα του κάθε φυτού, το αόρατο ενεργειακό πεδίο που εκπέμπουν όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί. Είχε απεικονίσει ένα πολύχρωμο θαύμα που για τους ανθρώπους της δικής της εποχής ήταν τελείως αόρατο, εξαιρουμένων κάποιων αλαφροΐσκιωτων οραματιστών που ανήκαν στα ολιγάριθμα κινήματα μιας ουτοπικής «νέας εποχής».

Το κάθε αγριολούλουδο που φυόταν στα φωτεινά ξέφωτα του μαγικού εκείνου δάσους έλαμπε περιβεβλημένο από έναν λαμπερό και ιριδίζοντα μανδύα ζωικής ενέργειας. Τα δέντρα του ορθώνονταν μεταμορφωμένα σε πανέμορφα και μεγαλόπρεπα βεγγαλικά παγωμένης φωτιάς, τυλιγμένα σε ρόδινες χρυσαφένιες και γαλάζιες αποχρώσεις. Το χορτάρι έμοιαζε μ’ ένα χαλί από απειράριθμες πυγολαμπίδες που σχημάτιζαν λιμνούλες σμαραγδένιας και τουρκουάζ διαμαντόσκονης και ο ίδιος ο αέρας έμοιαζε να τρέμει φορτισμένος με τη χαρά μιας παγανιστικής αναγέννησης και την ενέργεια μιας ενστικτώδους δημιουργίας. Ήταν ένας κόσμος ζωντανός και πανέμορφος, η φύση όπως θα την έβλεπαν τα μάτια ενός ξωτικού, μια ορατή απεικόνιση της ιερής ενέργειας της ζωής.


8


Εκείνη τη στιγμή διέπραξα την πρώτη μεγάλη παράβαση. Ποδοπάτησα τον πιο βασικό κανόνα που ρυθμίζει την αλληλεπίδραση των χρονοταξιδιωτών με τους ανθρώπους που ζουν στο εκάστοτε σημείο άφιξης. Αλλά από τη στιγμή που είχε αντιληφθεί την παρουσία μου, τι άλλο μπορούσα να κάνω; Της μίλησα.

-«Ξέρεις ποιος είμαι;»

-«Φυσικά,» μου απάντησε. «Είσαι ένας άγγελος. Αόρατος για όλους τους ανθρώπους αλλά όχι και για μένα που μπορώ και βλέπω τις ψυχές!»

Η φωνή της ήταν βαθιά και μελωδική και ηχούσε παράξενα μέσα στο άδειο δωμάτιο με τους γυμνούς τοίχους και την απουσία κάθε είδους επίπλου.

-«Ώστε πιστεύεις στους αγγέλους;» την ξαναρώτησα.

Εκείνη ξανά-έσφιξε τη νεκρή γάτα στην αγκαλιά της και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω.

-«Αρρώστησε πριν από τρεις μέρες» μου είπε, «αλλά δεν μπόρεσα να βρω λεφτά για να την πάω στον κτηνίατρο. Μπορείς να το διανοηθείς; Δεν κατάφερα να τη βοηθήσω γιατί έχω μείνει άφραγκη! Δεν μπορώ να πληρώσω ούτε έναν κτηνίατρο!» Μια έκφραση περιφρόνησης απλώθηκε στο πρόσωπό της, ένα μορφασμός οργής. Ήταν πολύ όμορφη. Είχε τα δυνατά και αρμονικά χαρακτηριστικά μιας πληγωμένης αμαζόνας που τονίζονταν ακόμα περισσότερο απ’ τις λεπτές γραμμές την έντασης και της κούρασης που απλώνονταν γύρω απ’ το στόμα και πάνω στο μέτωπό της.

-«Τι σου συμβαίνει ακριβώς; Πες μου!»

Εκείνη γέλασε ανόρεχτα. Ένας σκληρός ήχος που έκρυβε μέσα του μια βαθιά κούραση. Ξανακάθισε ανάμεσα στ’ αναμμένα κεριά και άρχισε να χαϊδεύει για μια ακόμα φορά τη νεκρή γάτα που έμοιαζε να κοιμάται ειρηνικά μέσα στην αγκαλιά της.

-«Είναι απλό», μου απάντησε κοιτάζοντας με κατάματα, «η ζωή μου έχει μετατραπεί σε μια τεράστια και γελοία αποτυχία. Τελειωτικά. Έκανα τις χειρότερες δυνατές επιλογές όταν είχα ακόμα την ευκαιρία ν’ αλλάξω το ριζικό μου και τώρα πληρώνω το τίμημα. Να σκεφτείς ότι στη δουλειά που κάνω δεν μας πληρώνουν εδώ και έξι μήνες γιατί οι προσλήψεις μας ήταν λέει αντισυνταγματικές. Στο μεταξύ οι λογαριασμοί τρέχουν ενώ εγώ κάθομαι και ξοδεύω όλες μου τις οικονομίες για ν’ αγοράζω μπογιές και καναβάτσα. Και τι κατάφερα με όλα αυτά; Ζωγραφίζω χρόνια ολόκληρα αυτούς τους πίνακες που κανείς δεν θέλει ν’ αγοράσει. Βλέπεις;» με ρώτησε κάνοντας μια κυκλική κίνηση με το αριστερό της χέρι. Κοίταξα τα δεκάδες τετράδια, τα έγγραφα και τις σημειώσεις που κάλυπταν το δάπεδο του άδειου δωματίου σαν ένα παράξενο χαλί από χαρτί και μελάνι. Ο ωροδείκτης μου έλεγε 28.27. Ο χρόνος έτρεχε.

Έκατσα απέναντί της.

-«Τι είναι όλα αυτά τα πράγματα;» τη ρώτησα σιγανά. Πρόσεξα ότι η φωνή μου αντηχούσε επίσης αλλόκοτα. Αλλοιωμένη. Λες και η θλίψη που είχε αρχίσει να με γεμίζει, ξεχείλιζε και βάραινε την ατμόσφαιρα με μια πικρή γεύση παραίτησης.

-«Αυτά τα πράγματα είναι η ζωή μου,» μου απάντησε η Θάλεια. «Τα πάντα. Ταυτότητα, φορολογικές δηλώσεις, τιμολόγια, εφηβικά ημερολόγια, σχολικά απολυτήρια και απορριπτικές απαντήσεις απ’ όσους γκαλερίστες προσπάθησα να πλησιάσω για να εκθέσω τις ζωγραφιές μου. Αποτελούν μια λεπτομερέστατη καταγραφή της αποτυχημένης μου ζωής.»

-«Μπορείς όμως και με βλέπεις! Το θεωρείς ασήμαντο αυτό;»

«Σε βλέπω γιατί μπορώ και διακρίνω την ψυχή σου,» μου είπε, «Τα χρώματα των σκέψεων και των συναισθημάτων σου. Είναι λαμπερά, χρυσαφένια. Εντελώς διαφορετικά απ’ αυτά που παράγουν οι άνθρωποι. Έτσι κατάλαβα ότι είσαι ένας άγγελος. Γιατί είσαι ψυχή χωρίς σώμα. Αγνή και φωτεινή ενέργεια. Τι άλλο θα μπορούσες να είσαι;»

Δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι έξυπνο για να της απαντήσω. Ένιωθα να παραπαίω στο χείλος ενός συναισθηματικού γκρεμού καθώς αντιλαμβανόμουν όλο και περισσότερο ότι η χαρισματική γυναίκα γύρω από την οποία είχα χτίσει μια ολόκληρη ζωή, βούλιαζε και διαλυόταν σε μια θάλασσα απόγνωσης και οργής. Δεν είχε καμία ομοιότητα με το φωτισμένο και ειρηνικό άτομο που περίμενα να αντικρίσω. Η σιωπή μου θα έπρεπε να της φάνηκε αρκετά εύγλωττη γιατί αφού πήρε μια βαθιά ανάσα ξανάρχισε να μιλάει:

-«Για να λέμε την αλήθεια, δεν μπορώ να φανταστώ πως θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί διαφορετικά τα πράγματα. Από μικρή ήμουν ένα απροσάρμοστο. Ήμουν μια πολύ κακιά μαθήτρια στο σχολείο χωρίς καθόλου φίλους. Πολύ λογικό αν σκεφτείς ότι όλοι με φοβόντουσαν γιατί πάντα ήξερα πότε λέγανε ψέματα και πότε την αλήθεια. Όταν βλέπεις τ’ αόρατα χρώματα που γνέφουν οι σκέψεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά και σου είναι πολύ δύσκολο να υποκριθείς ότι δεν συμβαίνει τίποτα. Στη δική μου περίπτωση, μάλλον αδύνατον. Με τα χρόνια η παρουσία των άλλων άρχισε να μου γίνεται αφόρητη. Αυτές οι σκοτεινές και εχθρικές σκιές, αυτό το σκοτωμένο μωβ ή το άρρωστο καφεπράσινο που μοιάζει με τη μελανιασμένη σάρκα ενός μαστιγωμένου παιδιού και που απλώνεται όλο και περισσότερο γύρω τους όσο μεγαλώνουν, είναι κάτι που δεν αντέχω να κοιτάζω πια. Επέλεξα λοιπόν το δρόμο της μοναξιάς και βρήκα παρηγοριά στη συντροφιά των ζώων και των φυτών που είναι ειρηνικά και καλοπροαίρετα και εκπέμπουν μια λάμψη αγάπης και σοφίας. Προσπάθησα επίσης ν’ απεικονίσω αυτά που μόνο εγώ μπορώ και βλέπω στον καμβά. Αλλά κατάλαβα πια ότι έκανα λάθος. Ένα τεράστιο λάθος. Άφησα μια ολόκληρη ζωή να γλιστρήσει μέσα απ’ τα δάχτυλά μου κυνηγώντας ένα άπιαστο όνειρο. Και τώρα πληρώνω το τίμημα. Αύριο για παράδειγμα θα πρέπει να φύγω απ’ αυτό το σπίτι γιατί μου κάνουν έξωση. Χρωστάω ένα τεράστιο χρηματικό ποσό σε τράπεζες και δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί ή να θέλει να με βοηθήσει. Είμαι φτωχή και μόνη. Και νιώθω πολύ-πολύ γερασμένη.»

Η σιωπή που κρεμάστηκε ανάμεσά μας ήταν βαριά σαν μολύβι. Ασφυκτική.

-«Τα βλέπεις αυτά;» με ξαναρώτησε δείχνοντας τους έξι πίνακες. Είναι τα παιδιά μου. Όλα τους. Αλλά δεν αρέσουν σε κανέναν. Νομίζω λοιπόν ότι αφού εγώ τα έφερα σ’ έναν κόσμο που τ’ απορρίπτει, έχω κάθε δικαίωμα να τα καταστρέψω!»

Μ’ αυτά τα λόγια σηκώθηκε όρθια και άρπαξε ένα από τ’ αναμμένα κεριά.

-«Δεν πρέπει να το κάνεις αυτό,» της απάντησα καθώς σηκωνόμουν όρθιος και εγώ, τρομοκρατημένος από τη σκέψη ότι θα κατάστρεφε εκείνα τα ανεπανάληπτα αριστουργήματα, «δεν έχεις κανένα δικαίωμα να στερήσεις τον κόσμο από μια τέτοια ομορφιά!»


9


20.01. Είκοσι λεπτά ακόμα προτού τελειώσει το χρόνο-ταξίδι.

Η Θάλεια δεν μου απάντησε. Πέταξε το κερί κατάχαμα και βγήκε σχεδόν τρέχοντας απ’ το δωμάτιο. Το ‘σβησα προτού προλάβει να κάψει κάποιο απ’ τα εύφλεκτα έγγραφα που κάλυπταν το δάπεδο. Την άκουσα να ανοίγει κάποια συρτάρια και να ψαχουλεύει κάτι και μετά να επιστρέφει κρατώντας στα χέρια της ένα δακτυλογραφημένο κομμάτι χαρτί:

-«Θέλω να σου δείξω κάτι,» μου είπε «είναι η απάντηση του τελευταίου γκαλερίστα που είδε τα έργα μου. Του τελευταίου. Δεν έχω άλλον. Μου λέει ότι θα αναρτήσει τους πίνακες στην γκαλερί του μόνο αν του δώσω δέκα χιλιάδες ευρώ. Όλοι τα ίδια μου λένε. Το μόνο που τους νοιάζει είναι τα χρήματα!» Τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν. «Έχω κουραστεί πια,» ψιθύρισε, «Δεν αντέχω να προσπαθώ άλλο.»

Ξαφνικά παραπάτησε. Έχασε την ισορροπία της και σίγουρα θα σωριάζονταν κατάχαμα, ανάμεσα στ’ αναμμένα κεριά και τα σκορπισμένα έγγραφα αν δεν την έπιανα στα χέρια μου. Η νεκρή γάτα γλίστρησε απ’ τα χέρια της και έπεσε στο πάτωμα, αφήνοντας ένα μικρό στεναγμό καθώς μια μικρή ποσότητα αέρα δραπέτευε μέσα απ’ τους νεκρούς της πνεύμονες. Σκέφτηκα ότι στα μάτια ενός ανίδεου παρατηρητή θα παρουσιάζαμε ένα πολύ παράξενο θέαμα, μια γυναίκα να γέρνει στο κενό και να στηρίζεται απ’ το πουθενά, λουσμένη στο φως δεκάδων αναμένων κεριών. Κατάφερα να την ξαναστήσω στα πόδια της και καθώς το πρόσωπό της πλησίασε το δικό μου, κάτι στην έκφραση των ματιών της μου φάνηκε πολύ παράξενο, μια αίσθηση αποστασιοποίησης και αλλόκοτης ηρεμίας. Το ζεστό άρωμα των κεριών διαπότισε τα ρουθούνια μου για μια ακόμα φορά καθώς και το δικό της άρωμα, ένα μείγμα φρέσκου ιδρώτα και φτηνού αποσμητικού.

17.05. Ο χρόνος έτρεχε. Όπως πάντα. Αδυσώπητος και αδιάφορος για τη δυστυχία των ανθρώπων.


-«Κάνεις λάθος,» της είπα «τα έργα σου γίνουν αθάνατα. Μια μέρα θα αναγνωριστείς ως η σπουδαιότερη καλλιτέχνιδα της εποχής σου!»

Μια έκφραση βαθιάς κατάπληξης απλώθηκε στο πρόσωπό της.

-«Τι θες να πεις;»

Και τότε παραβίασα και το δεύτερο σημαντικό κανόνα. Αυτόν που απαγορεύει στους χρονοταξιδιώτες να αποκαλύψουν σε οποιονδήποτε την πραγματική τους προέλευση.

-«Δεν είμαι άγγελος,» της είπα, «ούτε και ήρθα εδώ για να πάρω την ψυχή αυτού του άτυχου ζώου. Έρχομαι απ’ το μέλλον. Είμαι ένας χρονοταξιδιώτης. Ταξίδεψα στο παρελθόν για να σε γνωρίσω από κοντά. Γιατί αγάπησα τα έργα σου απ’ την πρώτη στιγμή που τα είδα. Και μαζί τους αγάπησα και εσένα!»

Εκείνη με κοίταξε αμίλητη, υπερβολικά αιφνιδιασμένη για να μπορεί να μου πει κάτι.

-«Μα πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;» με ρώτησε τελικά, με μια φωνή που χρωματιζόταν από ατόφιο δέος.

-«Έρχομαι από το εικοστό πέμπτο αιώνα μετά χριστό,» της εξήγησα και πάλι. «Στην εποχή μου οι έξι αυτές ελαιογραφίες,» (της έδειξα τους πίνακες που απλώνονταν ανάμεσα στα κεριά) «αποτελούν αντικείμενα θαυμασμού. Είναι ανεπανάληπτα αριστουργήματα, όλα τους!»

Εκείνη στάθηκε όρθια και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω καθώς μια πολύ παράξενη έκφραση απλωνόταν στο πρόσωπό της. Το δεξί της χέρι χώθηκε στην τσέπη του παντελονιού που φορούσε και έβγαλε ένα άδειο κουτάκι από χαρτόνι. Μια ματιά στάθηκε αρκετή για να καταλάβω τι ήταν: Ένα άδειο κουτί ηρεμιστικών χαπιών. Μετά σωριάστηκε καταγής σαν μια κούκλα που τις κόβουν τα νήματα που τη κρατούν στα πόδια της. Έτρεξα προς το μέρος της και την άρπαξα στην αγκαλιά μου.

-«Νομίζω ότι ήρθες λιγάκι αργά άγγελέ μου,» μου ψιθύρισε με μια φωνή που τώρα είχε γίνει γλυκιά και απαλή σαν να ερχόταν από κάπου πολύ-πολύ μακριά. Τα δάχτυλα της χάιδεψαν το μέτωπό μου. «Αλλά σ’ ευχαριστώ για τα νέα που μου φέρνεις» Ένα όμορφο χαμόγελο απλώθηκε για πρώτη φορά πάνω στο κουρασμένο πρόσωπο της.

-«Πως μπόρεσες να το κάνεις αυτό;» τη ρώτησα κλαίγοντας σχεδόν, «Πως τόλμησες να χάσεις την πίστη στον εαυτό σου;»

Εκείνη δεν μου απάντησε. Τα μάτια της έκλεισαν, το κεφάλι της έγειρε προς τα πίσω και οι μαύροι κύκλοι που στεφάνωναν τα μάτια της έγινε πιο ευδιάκριτοι.

Άρχισα να την χαϊδεύω και να της ψιθυρίζω παρηγορητικά λόγια. Γονάτισα πάνω στο σκληρό δάπεδο εκείνου του άδειου χώρου με τα κεριά που έμοιαζε τώρα με μαυσωλείο και καθώς την κρατούσα στα χέρια μου, την είδα να πεθαίνει. Ένιωθα εντελώς ανήμπορος, άχρηστος, ένας άβουλος παρατηρητής που παρακολουθούσε το θάνατο ενός χαρισματικού ανθρώπου που είχε νικηθεί τελικά από τη μαύρη θάλασσα της μοναξιάς και της απελπισίας. Αλλά πως μπορούσα να τη βοηθήσω; Τι θα μπορούσα να κάνω; Τα λεπτά κυλούσαν αργά-αργά ενώ η αναπνοή της γινόταν όλο και πιο βαριά, όλο και πιο δύσκολη. Σκέφτηκα να καλέσω σε βοήθεια, αλλά αυτό δεν θα αποτελούσε μια κατάφορη παραβίαση των κανονισμών του ταξιδιού στο χρόνο;

Και τότε με συνεπήρε μια έκρηξη οργής. Ένα παλιρροϊκό κύμα θυμού. Στον αγύριστο με το θεώρημα του Ακιχίτο Νιγκάτσι! Δεν θα την άφηνα να φύγει έτσι, μόνη και δυστυχισμένη, σ’ αυτό το απαίσιο δωμάτιο αυτού του πρωτόγονου και βάρβαρου αιώνα. Μια ιδέα άστραψε μέσα μου σαν αστραπή.

Ο ωροδείκτης έγραφε 02.05. Την έγδυσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, την άπλωσα στο πάτωμα, ξάπλωσα πάνω της και την έσφιξα στην αγκαλιά μου. Και μετά το άδειο δωμάτιο με τους απλωμένους πίνακες και τ’ απλωμένα χαρτιά της δύσκολης ζωής της χάθηκε μέσα στο γκρίζο σύννεφο της χρονομετάθεσης


10


Η Λιμνοθάλασσα της Νέας Αθήνας με τα κομψά κτίρια που ταξιδεύουν στ’ ακίνητα νερά και αλλάζουν χρώμα ανάλογα με την ώρα της ημέρας, διαγράφεται σαν παιδική ζωγραφιά μέσα στο γλυκό φως του Αττικού ηλιοβασιλέματος. Οι τροχιακές πόλεις που πετούν στον ουρανό λάμπουν σαν διαμαντένια αστέρια στο φως του ήλιου που δύει και αφήνει πίσω του μια φωτεινή απεραντοσύνη από ρόδινες και πορτοκαλί αποχρώσεις και εγώ περπατώ μόνος μου στην άμμο, σε μια γαλήνια ακροθαλασσιά που κάποτε αποτελούσε τους πρόποδες του Υμηττού, την εποχή που οι θάλασσες δεν είχαν ακόμα ανυψωθεί και ο κόσμος δεν είχε αλλάξει. Μόνος; Όχι ακριβώς. Η Θάλεια ζει μέσα μου και είναι ευτυχισμένη. Το σχέδιο μου στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Ενσωματωθήκαμε κατά τη διάρκεια της επιστροφή μας στο παρόν αλλά οι συνειδήσεις μας παρέμειναν ξέχωρες, δύο μυαλά σ’ ένα σώμα. Κανείς δεν το κατάλαβε. Ούτε οι επιστήμονες του Ινστιτούτου, ούτε και οι συνάδελφοι και οι μαθητές μου στην ακαδημία όπου συνεχίζω να διδάσκω τη μυστική της τέχνη. Η Θάλεια ζει μέσα μου, βλέπει με τα μάτια μου και ακούει με τ’ αυτιά μου. Οτιδήποτε γεύομαι και νιώθω είναι ένα δώρο γι’ αυτήν , ένα προνόμιο που τη γεμίζει με άφατη ικανοποίηση. Βιώνει την κάθε στιγμή της κοινής μας ζωής περιβεβλημένη απ’ τον ωκεανό της αγάπης μου και μπορεί και λούζεται επιτέλους μέσα στους χρυσαφένιους χρωματισμούς μιας πρωτόγνωρης ευτυχίας.

Κοντοστέκομαι δίπλα σ’ ένα γκριζωπό βράχο που αναδύεται μέσα απ’ την επιφάνεια του νερού σαν το βάθρο ενός χαμένου αγάλματος. Ακουμπώ επάνω του το σακίδιο που κουβαλάω, ανοίγω το φερμουάρ του και αραδιάζω τα περιεχόμενά του πάνω στην άμμο που εκπέμπει ακόμα τη ζεστασιά της καλοκαιρινής εκείνης ημέρας. Ένα τρίποδο, έναν καμβά, χρώματα και πινέλα.

-«Και τώρα τι κάνουμε;» ρωτάω τη Θάλεια ενώ της στέλνω ένα νοερό χαμόγελο.

-«Και τώρα ζωγραφίζουμε!» μου απαντάει, λάμποντας από ευτυχία.



Ερρίκος Σμυρναίος, Copyright 2009