Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΟΦΗΛΙΑΣ





1


Ο κήπος ήταν υπέροχος. Βουτηγμένος στο μενεξεδένιο ημίφως του ανοιξιάτικου εκείνου απόβραδου, κάτω από έναν ουρανό που κατακλυζόταν  ακόμα απ’ τις ρόδινες και μωβ αποχρώσεις του ήλιου που είχε πλέον δύσει, μοσχομύριζε μεθυστικά, βυθισμένος σε μια γαλήνια ακινησία, περικυκλωμένος από ανθισμένες πικροδάφνες και πανύψηλες φλαμουριές. Πιο μακριά, ανάμεσα απ’ τις μαύρες φυλλωσιές των δέντρων, διαγράφονταν οι οξυκόρυφοι πύργοι και τα οδοντωτά τείχη της Αρνασίας, της καστροπολιτείας του Τριμέθεου και ακόμα πιο μακριά, το χιονοσκέπαστο δρακοβούνι. Η κορφή του, άγρια και κοφτερή σαν σπασμένο δόντι, μόνιμα χιονισμένη, έλαμπε ακόμα κατακόκκινη, σαν να είχε πάρει φωτιά απ’ τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. 

Η σιγαλιά που απλωνόταν γύρω της, ανάμεσα στις μακρόστενες πρασιές του κήπου και τα πλακόστρωτα μονοπάτια του, είχε μια παράξενη ποιότητα, σχεδόν υπερφυσική. Τα πουλιά είχε πάψει πια να κελαηδούν και φώλιαζαν στις φυλλωσιές των δέντρων ακίνητα, μέσα σε κρυμμένες φωλίτσες από λάσπη και άχυρο. Οι μέλισσες που ολημερίς πετούσαν από λουλούδι σε λουλούδι είχαν κλειστεί στις κυψέλες τους και οι  κουκουβάγιες και τα υπόλοιπα πουλιά της νύχτας δεν είχαν αρχίσει ακόμα το νυχτερινό τους κυνήγι. Ήταν η ενδιάμεση ώρα, η μαγική στιγμή του σούρουπου, όταν η ουράνια πυρκαγιά του δειλινού σκεπάζεται από τον βελούδινο μανδύα μιας αστροφώτιστης νύχτας.

Η Οφηλία  κάθισε σ’ ένα πέτρινο παγκάκι, πήρε μια βαθιά αναπνοή και έκλεισε τα μάτια της σφιχτά. Οι νυχτερινές ευωδιές του ανθισμένου κήπου διαπότισαν τα ρουθούνια της σαν μαγικό θυμίαμα. Έμοιαζε λες και τα λουλούδια της ήξεραν τι επρόκειτο να συμβεί και τις έστελναν τα λεπτά τους αρώματά για να την αποχαιρετήσουν. Άνοιξε τα μάτια της και πάλι και ανακάλυψε ότι είχαν πλημμυρίσει με ζεστά δάκρυα. Τα σκούπισε βιαστικά και κάρφωσε το βλέμμα της στη μακρινή σπίθα της χρυσαφένιας Αφροδίτης που έλαμπε σαν γυαλιστερό κόσμημα πάνω απ’ τις ακίνητες κορφές των δέντρων. 

-«Πόσο πολύ θα ήθελα να διώξω τις άσχημες σκέψεις σκοτεινιάζουν την ολόδροση ομορφιά σας γλυκιά μου δεσποσύνη!»

Η Οφηλία τινάχτηκε σαν να την είχε τσιμπήσει σκορπιός. Η βαθιά και απαλή εκείνη φωνή που είχε ακουστεί πίσω απ’ την πλάτη της, σε κάποιον ξένο. Γύρισε απότομα και αντίκρισε έναν μεγαλόσωμο άνδρα που έστεκε όρθιος πίσω απ’ το παγκάκι της και την κοίταζε χαμογελώντας. Έμεινε άναυδη. Ο αναπάντεχος επισκέπτης ήταν εξωπραγματικά όμορφος. Τα μάτια της εστιάστηκαν στο πρόσωπό του που μέσα στο γλυκό σκοτάδι του κήπου έλαμπε ολόλευκο, στολισμένο με μεγάλα μάτια που έμοιαζαν με χρυσοπράσινα και αστραφτερά κοσμήματα. Κάποιο μικρό κομμάτι του μυαλού της, που δεν είχε μαγευτεί ολοκληρωτικά απ’ το φωτεινό εκείνο βλέμμα, κατέγραψε τα ψηλά ζυγωματικά, το φαρδύ μέτωπο, τη δυνατή μύτη και το θεληματικό πηγούνι του άγνωστου εκείνου άνδρα. Είχε στόμα καλοσχεδιασμένο και αισθησιακό ενώ μια πλούσια χαίτη από μακριά μαλλιά που είχαν το χρυσοκάστανο χρώμα του μελιού έπεφτε πάνω στους πλατιούς ώμους του σαν λαμπερή κάπα. Έμοιαζε με φιγούρα που είχε ξεπηδήσει μέσα από ένα όνειρο. Λάθος, μουρμούρισε νοερά στον εαυτό της, έμοιαζε ακριβώς με τον ιδανικό σύντροφο που είχε σχηματίσει με τη φαντασία της τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού, όταν άνοιγε το τοξωτό παράθυρο της κάμαράς της και άφηνε το φως του χρυσαφένιου φεγγαριού να καλύψει το κρεβάτι της μ’ έναν άυλο μανδύα από γλυκές ακτίνες. Ξάπλωνε τότε πάνω στα λευκά σεντόνια της και φανταζόταν τον ιδανικό εραστή, τις κινήσεις και το βλέμμα του, τη γλύκα της ανάσας του που θα χάιδευε το πρόσωπό της και τη φωνή του, πόσο βαθιά αλλά και απαλή θ’ ακουγόταν καθώς θα της ψιθύριζε λόγια πάθους και αγάπης. Ακριβώς όπως η φωνή του εκθαμβωτικού εκείνου ξένου. 

-«Ποιος είσαι και πως μπήκες εδώ πέρα;» τον ρώτησε επιτακτικά, κάνοντας τη φωνή της όσο πιο αυστηρή γινόταν.

Εκείνος έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, ανεπαίσθητα, σαν να παρατηρούσε ένα σπάνιο έργο τέχνης. Ακόμα και αυτή του η μικρή κίνηση εξέπεμψε μια τέτοια χάρη που ένιωσε την αναπνοή της να κόβεται.

-«Με τράβηξε το άρωμα των όμορφων λουλουδιών αυτού του έξοχου κήπου,» της απάντησε. «Τα πέτρινα τείχη που τον περιβάλλουν δεν στάθηκαν αρκετά για να μ’ εμποδίσουν.» «Με λένε Ταλιαρεσίν,» πρόσθεσε μετά από μια πολύ σύντομη παύση, «και είμαι ένας περιπλανώμενος βάρδος».

 Η Οφηλία ένιωσε τον εαυτό της να πλημμυρίζει από ένα παράξενο κύμα πανικού, απ’ την αλλόκοτη αίσθηση αποπροσανατολισμού που νιώθει κανείς όταν του συμβαίνει κάτι εντελώς αναπάντεχο και ανεξήγητο, κάτι που αψηφά τους νόμους της λογικής. 

-«Τα τείχη του κήπου μου έχουν το ύψους δέκα ανδρών και οι πόρτες του κλείνουν ερμητικά μόλις πέσει το σκοτάδι,» τραύλισε, «πως κατάφερες να τα υπερπηδήσεις;»

Ο Ταλιαρεσίν δεν της απάντησε αμέσως. Το χαμόγελο που παιχνίδιζε γύρω απ’ τα χείλη του δεν ξεθώριασε. Απέκτησε αντίθετα μια σκανταλιάρικη ποιότητα:

-«Ώστε δικό σας δημιούργημα είναι αυτό το υπέροχο μέρος,» είπε, «θα έπρεπε να το έχω καταλάβει.»

-«Μου αρέσει να καλλιεργώ βότανα και να μελετάω τις θεραπευτικές τους ιδιότητες,» του εξήγησε εκείνη, «μου αρέσουν γενικά τα φυτά και τα λουλούδια….. Γι’ αυτό και έφτιαξα αυτό το μέρος. Με τα βότανα που καλλιεργώ οι σοφοί της αυλής μου φτιάχνουν φάρμακα και τα μοιράζουν στους φτωχούς. Έχω αφιερώσει αυτή τη γωνιά του στην καλλιέργεια λουλουδιών….ο πατέρας μου νομίζει βέβαια ότι αυτά είναι ανοησίες και ότι θα έπρεπε να ασχολούμαι με πράγματα που ταιριάζουν περισσότερο σε μια μελλοντική βασίλισσα…..Εγώ όμως ονειρεύομαι να δημιουργήσω τριαντάφυλλα που να έχουν γαλάζια πέταλα…..Είμαι η πριγκίπισσα Οφήλια!» πρόσθεσε με πιο αυταρχικό ύφος, στυλώνοντας τη ράχη της με περηφάνια και καρφώνοντάς τον μ’ ένα αυστηρό βλέμμα, «κόρη του άρχοντα Τριμέθεου, του βασιλιά αυτού του τόπου. Ο πατέρας μου θα σου πάρει το κεφάλι έτσι και μάθει ότι μπήκες κρυφά στον κήπο μου μέσα στο σκοτάδι και προσπάθησες να…αλήθεια τα ακριβώς είναι αυτό που προσπαθείς να κάνεις;»

Κούνησε το κεφάλι της μπερδεμένη. Ένιωθε ζαλισμένη ακόμα απ’ την παρουσία του. Εκείνος την πλησίασε με βήματα σβέλτα και ανάλαφρα, που ήταν επίσης εντελώς αθόρυβα. Η Οφηλία πρόσεξε ότι πράγματι φορούσε τα ταξιδιωτικά ρούχα ενός βάρδου και ότι κρατούσε στα χέρια του μια μικρή λύρα.

-«Όπως σας είπα αρχόντισσά μου, με προσέλκυσαν τα αρώματα του υπέροχου κήπου σας. Βρήκα ωστόσο το θάρρος να σας πλησιάσω γιατί μου φανήκατε παράταιρα θλιμμένη μέσα σ’ όλη αυτή την ομορφιά.»

Μια κάθετη ρυτίδα χαράχτηκε ανάμεσα στα λεπτά φρύδια της Οφηλίας, ένας μορφασμός εντελώς αταίριαστος με το νεανικό και δροσερό της πρόσωπο. Κοίταξε για δεύτερη φορά στα μάτια τον παράξενο ξένο σηκώνοντας το πηγούνι της γιατί εκείνος ήταν τουλάχιστον ένα κεφάλι πιο ψηλός. Και του είπε κάτι το τόσο αναπάντεχο που άφησε ακόμα και εκείνη τη ίδια έκπληκτη:

-«Αν καθίσεις δίπλα μου σ’ αυτό το παγκάκι, θα σου μιλήσω για τη στεναχώρια που με βασανίζει.»

-«Είμαι όλος αυτιά,» της απάντησε ο Ταλιαρεσίν ο οποίος έκατσε δίπλα της, με μια ρευστή και αθόρυβη κίνηση, σαν να ήταν φτιαγμένος από νερό, και στερέωσε τη λύρα του στο δεξί του γόνατο. Οι χορδές της τραγούδησαν ελαφρά. Μια απαλή και λεπτή νότα που ταξίδεψε στον αρωματισμένο αέρα του κήπου σαν ασημένιος στεναγμός.




2


-«Αυτή είναι η τελευταία μέρα της ελεύθερης ζωής μου,» του ανακοίνωσε δραματικά.
Ο Ταλιαρεσίν ανασήκωσε τα λεπτά του φρύδια με απορία:

-«Τι εννοείτε δεσποσύνη μου;»

-«Αύριο παντρεύομαι,» εξήγησε η Οφηλία. «Ο πατέρας μου θα με παντρέψει με τον πρίγκιπα  Αμανάνιο, τον γιό του Σεναστιανού του Τρίτου, του άρχοντα του γειτονικού βασιλείου της Λιγουρίας.»

-«Δεν φαίνεστε πολύ χαρούμενη απ’ το επικείμενο τούτο γεγονός,» παρατήρησε ο Ταλιαρεσίν, «δεν νιώθετε αγάπη για τον μελλοντικό σας σύζυγο;»

-«Ούτε καν τον γνωρίζω,» του εξήγησε η Οφηλία, «Και ούτε αυτός νιώθει κάτι για μένα φαντάζομαι. Είναι ένας γάμος πολιτικού συμφέροντος. Μόλις παντρευτούμε λοιπόν, θα  πρέπει να εγκαταλείψω το παλάτι του πατέρα μου και να πάω να ζήσω μαζί του στη Λιγουρία. Θα αφήσω πίσω μου αυτόν τον κήπο που δημιούργησα με τόσο κόπο όλα αυτά τα χρόνια και θα του ανήκω ολοκληρωτικά, ψυχή και σώματι. Και η ζωή μου όπως την ξέρω θα λάβει τέλος!»

Έγειρε το κεφάλι της και κοίταξε τις άκρες των παπουτσιών της με δυστυχισμένο ύφος. Όπως και τα ρούχα που φορούσε, τα παπούτσια της ήταν απλά αλλά γερά, φτιαγμένα από δέρμα και οδοντωτές σόλες από ξύλο. Όταν ασχολούταν με τον κήπο της άφηνε τα πλούσια και περίτεχνα ρούχα της αυλής στη άκρη. Τα απλά ρούχα μιας χωρικής ήταν πολύ πιο χρήσιμα. 

-«Υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για σας,» της ανακοίνωσε ο Ταλιαρεσίν μέσα απ’ το σκοτάδι που είχε πέσει ανάμεσά τους.   

Η Οφηλία ξανασήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε ξαφνιασμένη:

-«Και τι μπορείς να κάνεις εσύ;»

-«Αφήστε με να σας ταξιδέψω σε χρόνους μακρινούς και σε καιρούς ηρωικούς, τότε που γενναίοι ιππότες έσωζαν όμορφες δεσποσύνες από πεινασμένους δράκους και οι γάμοι ήταν οι καρποί της αγάπης και όχι των μικρόψυχων ραδιουργιών!»

Μ’ αυτά τα λόγια, χάιδεψε τη λύρα του και άρχισε να τραγουδάει. Η φωνή του ήταν υπέροχη. Ένιωσε να φεύγει μαζί της, να πετάει πάνω από άγνωστες χώρες και θάλασσες ενώ οι χορδές της λύρας του έβγαζαν κρυστάλλινες νότες που άστραφταν και κουδούνιζαν γύρω της σαν τα λευκά φτερά πελώριων πουλιών. 

Όταν  σταμάτησε το τραγούδι του η Οφηλία ανακάλυψε ότι είχε μείνει ξέπνοη. Ο Ταλιαρεσίν, απαντώντας στη βουβή της παράκληση, τραγούδησε και πάλι, ξανά και ξανά, ενώ τ’ αστέρια άρχισαν να παρελαύνουν πάνω στον βελούδινο ουρανό και ο μαργαριταρένιος ποταμός του γαλαξία απλώθηκε πάνω απ’ τον περίκλειστο κήπο σαν μια αψίδα από αιωρούμενη χρυσόσκονη.

Κάποια στιγμή ο Ταλιαρεσίν έμεινε σιωπηλός και η Οφηλία που είχε κλείσει τα μάτια της και παρατηρούσε εκστατική τις εικόνες που ξεδιπλώνονταν μέσα στο μυαλό της ένιωσε τα χείλη του απαλά και γλυκά σαν μέλι να ακουμπούνε πάνω στα δικά της. Άνοιξε τα μάτια της ξαφνιασμένη αλλά ο Ταλιαρεσίν είχε γίνει άφαντός. Ήταν ολομόναχη μέσα στον ανθισμένο κήπο. 

Άκουσε τότε μια σειρά από βήματα να πλησιάζουν βιαστικά. Ξεχώρισε μέσα στο νυχτερινό σκοτάδι τη Βεατρική, την πιστή της υπηρέτρια, η οποία στάθηκε μπροστά της σφίγγοντας νευρικά τα χέρια της: 

-«Αρχόντισσά μου, ο πατέρας σας, σας ψάχνει σ’ όλο το παλάτι. Είναι έξω φρενών! Λέει ότι αύριο παντρεύεστε και θα έπρεπε να είστε στο κρεβάτι σας και όχι να τριγυρίζετε από εδώ και από εκεί σαν αγρίμι! Ελάτε μαζί μου σας παρακαλώ!»


3


Η επόμενη μέρα ξημέρωσε ολόλαμπρη και γιορτινή. Προτού ο ήλιος  σκαρφαλώσει στον βαθυγάλανο ουρανό, ένα πυκνό πλήθος γέμισε την οχταγωνική πλατεία με το μαρμάρινο πλακόστρωτο που απλωνόταν έξω απ’ την εκκλησία της Αρνασίας, της καστροπολιτείας του άρχοντα Τριμέθεου. Έμποροι και βιοτέχνες, εργάτες και χωρικοί, χτίστες και μάγειροι, μαζί με τις οικογένειές τους, μαζεύτηκαν απ’ τις τέσσερεις γωνιές του βασιλείου και για να θαυμάσουν το νιόπαντρο ζευγάρι, να καταβροχθίσουν τα γεύματα που είχαν ετοιμάσει οι καλύτεροι μάγειροι του άρχοντά τους και ν’ αδράξουν και κάποιο απ’ τα αναρίθμητα νομίσματα που θα πετούσαν από τα μπαλκόνια των γύρω σπιτικών οι ιδιοκτήτες τους μόλις η τελετή του γάμου έφτανε στο τέλος της. Ανάμεσά τους κυκλοφορούσαν σαλτιμπάγκοι ντυμένοι με πολύχρωμες φορεσιές, ταχυδακτυλουργοί που κατάπιναν φωτιές και πλανόδιοι που έψηναν λουκάνικα και κάστανα για όποιον ήθελε να ξεγελάσει την πείνα του. Ένα πνεύμα χαρούμενης προσδοκίας παλλόταν στην ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα. Ο ουρανός απλωνόταν ανέφελος πάνω απ’ την περήφανη αστροπολιτεία και ο ήλιος έλαμπε αστραφτερός ενώ ένα δροσερό αεράκι που έμοιαζε να έρχεται κατευθείαν απ’ το δρακοβούνι μετρίαζε τη ζέστη της ηλιόλουστης εκείνης μέρας. Ήταν για μέρα γιορτής, ένα πραγματικό πανηγύρι.

Το πυκνό πλήθος των πλούσια ντυμένων ευγενών που γέμιζε ασφυκτικά την εκκλησία, άκουγε με κατάνυξη τις μελωδικές ψαλμωδίες μιας πολυάριθμης χορωδίας ενώ οι χρυσαφένιες ακτίνες του ήλιου που γλιστρούσαν μέσα από τα χρωματιστά της παράθυρα, διαπερνούσαν λοξά, σαν χρυσά κοντάρια, τα σύννεφα του θυμιάματος που ταξίδευαν κάτω απ’ τις αέρινες αψίδες της. 

Ο επίσκοπος της Αρνασίας, ντυμένος με τα εκθαμβωτικά του άμφια που ήταν κεντημένα με κλωστές από ασήμι, έμοιαζε με άγγελο που είχε κατεβεί στη γη ενώ η Οφηλία και ο Αμανάνιος, γονάτιζαν μπροστά του γεμάτοι σεβασμό, έτοιμοι να ανταλλάξουν τους γαμήλιους όρκους που θα τους δέσμευαν για μια ζωή.

Η Οφηλία φορούσε ένα βαρυφορτωμένο νυφικό που την έκανε να ασφυκτιά.  Λοξοκοίταξε με απέχθεια το μέλλοντα σύζυγό της μέσα απ’ το νυφικό της πέπλο και ευχήθηκε ν’ άνοιγε η γη να την καταπιεί: Της ήταν απίστευτα αντιπαθητικός, αηδιαστικός σχεδόν: Ήταν κοντός, με φουσκωτά μάγουλα που γυάλιζαν ιδρωμένα απ’ τη ζέστη και ένα σαρκώδες στόμα που έμοιαζε με παραγινωμένη φράουλα. Ήταν επίσης τριχωτός, με σκούρο δέρμα και λιπαρά μαλλιά που σχημάτιζαν γελοίες μπούκλες γύρω απ’ το πρόσωπό του. Αυτό που την ενοχλούσε πιο πολύ ωστόσο ήταν το βλέμμα του, τα μάτια του που καρφώνονταν πάνω της σαν γυαλιστερές χάντρες. Η σκέψη ότι θα έπρεπε να μοιράζεται στο κρεβάτι της μ’ αυτό το άτομο που έμοιαζε με κακοξυρισμένο κουνάβι, της προκάλεσε ένα σύγκρυο απέχθειας αν και το νυφικό που φορούσε με τον ασφυκτικό κορσέ και τους ασήκωτους φραμπαλάδες, είχε αρχίσει να τη ζεσταίνει αφόρητα. Ένιωσε την επιτακτική ανάγκη να σκουπίσει το πρόσωπό της αλλά με τον πατέρα της, τον άρχοντα Τριμέθεο και τους γονείς του Αμανάνιου να την κοιτάζουν αυστηρά απ’ την πρώτη σειρά των καθισμάτων που γέμιζαν την εκκλησία, δεν τολμούσε να κάνει την παραμικρή κίνηση.  

Στο μεταξύ, όση ώρα έκανε τις χαρούμενες εκείνες σκέψεις, η τελετή πλησίαζε στην ολοκλήρωσή της. Ο επίσκοπος που έμοιαζε θεόρατος μέσα στ’ ασημένια άμφια και τη διαμαντοστόλιστη μίτρα του, τους ζήτησε να σηκωθούν όρθιοι και μετά πήρε στα χέρια του τα βαρύτιμα δαχτυλίδια από λεπτοσκαλισμένο χρυσάφι που θα σφράγιζαν την αιώνια καταδίκη της. Η Οφηλία τον κοίταξε στα μάτια ικετευτικά, κρυμμένη πίσω από τον νυφικό της πέπλο από ολόλευκη δαντέλα και ευχήθηκε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής της να γινόταν κάτι αναπάντεχο, κάτι που θα διέκοπτε μια και καλή την ολοκλήρωση του γάμου. 

Ξαφνικά, ένας εκκωφαντικός ορυμαγδός από ξαφνιασμένες κραυγές και ουρλιαχτά τρόμου διέτρεξε απ’ άκρη σ’ άκρη την πλατεία και ξεχύθηκε στο εσωτερικό της εκκλησίας σαν παλιρροϊκό κύμα. Το φως του ήλιου που έμπαινε μέσα απ’ τους χρωματιστούς υαλοπίνακες της χάθηκε ξαφνικά και κάτι πελώριο έκανε την εμφάνισή του, μια σκοτεινή μορφή που χίμηξε μέσα από τις ορθάνοιχτες πύλες της και προσγειώθηκε μπροστά απ’ το χρυσοποίκιλτο τέμπλο πλαταγίζοντας κάτι δερμάτινα φτερά. Ένας δράκος! Ένα γιγαντιαίο πλάσμα με γυαλιστερές φολίδες και φτερά που το άνοιγμά τους τη γέμισε ολόκληρη.  Το τρομερό τέρας θρυμμάτισε με τα νύχια του το πολύχρωμο μωσαϊκό που σκέπαζε το δάπεδο και κάρφωσε  το τρομερό του βλέμμα πάνω στους δύο μελλόνυμφους που το κοίταζαν σαν απολιθωμένοι. Το κεφάλι του ήταν εφιαλτικό, εξοπλισμένο με στριφτά κέρατα και κεράτινες πλάκες. Τα μάτια του, χρυσοπράσινα και αστραφτερά, έμοιαζαν με πολυεδρικά πετράδια. Άνοιξε το στόμα του, το γεμάτο με κοφτερά δόντια, και  ένας καυτός άνεμος τους τύλιξε σαν λίβας. 

Η Οφηλία ένιωσε να χάνει τις αισθήσεις της. Καθώς ένας χαλασμός κραυγών και ουρλιαχτών ξεσηκωνόταν απ’ το πλήθος των ευγενών που γέμιζαν την εκκλησία, σωριάστηκε καταγής ενώ ο κόσμος άρχισε να γυρίζει γύρω της σαν σβούρα. Είδε το δράκο να σαρώνει με την οδοντωτή του ουρά τις πρώτες σειρές των καθισμάτων και να παρασέρνει στο διάβα του ανθρώπους σαν να ήταν τραπουλόχαρτα. Είδε επίσης τον επίσκοπο να το βάζει στα πόδια και να κρύβεται πίσω απ’ την αγία τράπεζα της εκκλησίας και τον Αμανάνιο, τον μελλοντικό της σύζυγο, ν’ ακολουθεί το παράδειγμά του με χαρά. Και μετά έμεινε μόνη, σωριασμένη σαν σπασμένη κούκλα μπροστά στο φτερωτό εκείνο τέρας που υψωνόταν από πάνω της σαν άγριο σύννεφο ενώ πίσω του, απίστευτα μακριά όπως της φάνηκε, το πλήθος των ευγενών που γέμιζαν την εκκλησία, προσπαθούσε να απομακρυνθεί με κάθε τρόπο από τον ολέθριο κίνδυνο. Με την άκρη των ματιών της είδε ανθρώπους να τσαλαπατιούνται τυφλωμένοι από ένα ασυγκράτητο κύμα πανικού, να συντρίβονται κάτω απ’ τη μανία ενός φρενιασμένου πλήθους. Η τεράστια εκκλησία έτρεμε απ’ την ένταση των κραυγών και των ουρλιαχτών που έσκιζαν τον αέρα σαν πυρακτωμένες λόγχες. Μετά το βλέμμα της βυθίστηκε αβοήθητο στα μάτια του δράκου που την κοίταζε ακίνητος σαν άγαλμα. Μόνο τα ορθάνοιχτα φτερά του έτρεμαν ελαφρά, τεντωμένα σαν πελώριοι χαρταετοί. Το κεφάλι του την πλησίασε και το στόμα του πλησίασε το πρόσωπό της. Ένιωσε τα μάτια της να γεμίζουν με καυτά δάκρυα. 

Ήταν μόνη, αντιμέτωπή με το απίστευτο αυτό θηρίο και κανείς δεν είχε το θάρρος να τη βοηθήσει. Και τότε ο δράκος, σαν να πήρε μια ξαφνική απόφαση, όρμησε καταπάνω της, τύλιξε γύρω της τα πελώρια νύχια του δεξιού του μπροστινού ποδιού και δίνοντας ένα τρομερό σάλτο, τινάχτηκε στον αέρα και βγήκε από την εκκλησία πετώντας σαν πελώρια νυχτερίδα. Η ουρά του διέλυσε τους παραστάτες της πύλης της και έστειλε μια βροχή από συντρίμμια πάνω στο πλήθος των ανθρώπων που έτρεχαν εδώ και εκεί σαν τρελοί στην πλατεία, αναζητώντας καταφύγιο. Με δυο χτυπήματα των πανίσχυρων φτερών του, σηκώθηκε ψηλά στον ουρανό, διέγραψε δυο στροφές πάνω από τις κοκκινωπές στέγες της καστροπολιτείας και τινάχτηκε προς το μακρινό δρακοβούνι, αφήνοντας πίσω του το χάος, τον τρόμο και την καταστροφή.   

     
4


Ο Τριμέθεος κόντευε να χάσει το μυαλό του. Περπατούσε σαν φυλακισμένο αγρίμι πάνω-κάτω στην αίθουσα του θρόνου, ενώ πότε-πότε λοξοκοίταζε τους συμβουλάτορές του που του ανταπέδιδαν το βλέμμα με ύφος ανήμπορο και τρομοκρατημένο. Η μόνη σκέψη που τον παρηγορούσε ήταν ότι η μητέρα της Οφηλίας, η πολυαγαπημένη αρχόντισσα Ιζαμπώ δεν βρισκόταν στη ζωή για να δει το φριχτό εκείνο τέρας που είχε απαγάγει την κόρη του. Ο θάνατος την είχε προστατεύσει από το τρομερό εκείνο θέαμα. Και τώρα είχε απομείνει μόνος, να στρίβει τη γενειάδα του σαν μανιακός και να παλεύει ν’ αντιμετωπίσει το τρομερό εκείνο συμβάν. Η μονάκριβη θυγατέρα του στα νύχια ενός δράκου! Και μάλιστα την ημέρα του γάμου της! Ποιος να το πίστευε! Έπρεπε ωστόσο να πάρει το ζήτημα στα χέρια του, να κάνει κάτι γιατί εκτός από όλα αυτά άλλα, είχε να αντιμετωπίσει και την οργή των παραλίγο πεθερικών του που αντί να ντρέπονται για τη δειλία του γιού τους που είχε κρυφτεί με τον επίσκοπο πίσω από την Αγία Τράπεζα αντί να υπερασπιστεί τη γυναίκα του, τον κατηγορούσαν ότι επίτηδες τους είχε αποκρύψει την ύπαρξη ενός τέτοιου τέρατος στο βασίλειό του!  

Ξανακοίταξε τους συμβουλάτορές του και άφησε έναν αναστεναγμό απογοήτευσης. Ήταν γέροι όλοι τους και τρομοκρατημένοι, εντελώς ανίκανοι να βρουν κάποια λύση.

-«Ωραία!» του είπε με τη βροντερή φωνή του «καταρχήν, θέλω κάποιος από εσάς να μου πει, τι γνωρίζουμε γενικά για τους δράκους!» 


Όχι και πολλά πράγματα άρχοντά μου,» ανέλαβε να του απαντήσει ο Συστέρσιος, ένας απ’ τους πιο έμπιστους συμβούλους του. Ήταν ένα καραφλό γεροντάκι, καμπουριασμένο,  με χοντρά ματογυάλια, που προτιμούσε να περνάει τη μέρα του διαβάζοντας μουχλιασμένα βιβλία. 

-«Πες μου και τα λίγα αυτά που ξέρεις,» τον πρόσταξε με ανυπομονησία.   

-«Λοιπόν, ξέρουμε ότι ζουν σε ορεινές σπηλιές όπου φτιάχνουν τη φωλιά τους, ότι είναι πολύ επικίνδυνα και αιμοβόρικα πλάσματα, ότι τους αρέσει να τρώνε νεαρές δεσποσύνες και ότι κοιμούνται πάνω σε βουνά από χρυσάφι.»

-«Λες δηλαδή ο συγκεκριμένος να έχει ήδη καταβροχθίσει την κόρη μου;»

-«Μπορεί και όχι,» του απάντησε πιο θαρρετά ο Συστέρσιος, «υπάρχουν ιστορίες που λένε ότι πολλές φορές οι δράκοι κρατάνε τις δεσποσύνες ως ομήρους ή ως απόθεμα για πιο δύσκολες μέρες. Ότι πολλές φορές προτιμάνε να τρώνε πρόβατα και κατσίκια και υπάρχουν ιππότες-δρακοφονιάδες που ισχυρίζονται ότι έσωσαν πολλές φυλακισμένες γυναίκες απ’ τις σπηλιές τους!»
Ο Τριμέθεος τον διέκοψε μ’ ένα απότομο τίναγμα του χεριού του.
-«Πως το είπες αυτό; Υπάρχουν άνθρωποι που ειδικεύονται στην σφαγή των δράκων;»
-«Μάλιστα άρχοντα μου,» του εξήγησε ο Συστέρσιος, «γενικά ένα από τα καθήκοντα των ιπποτών είναι να σκοτώνουν δράκους και να σώζουν δεσποσύνες!»

-«Πολύ καλά λοιπόν,» δήλωσε ο Τριμέθεος, «βρέστε μου έναν ιππότη-δρακοφονιά και όσο το δυνατόν γρηγορότερα! Και κάντε και μια ανακοίνωση ότι αυτός που θα σφάξει το δράκο και θα φέρει πίσω την κόρη μου ζωντανή, θα ανταμειφθεί με τόσο χρυσάφι που έξι άμαξες δεν θα του είναι αρκετές για να το πάρει μαζί του! Νομίζω ότι μια τόσο γενναιόδωρη προσφορά θα προσελκύσει αρκετούς ενδιαφερόμενους, δεν συμφωνείτε και εσείς;»

Οι συμβουλάτορές του κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά και με ζέση. Η ανακούφιση τους ήταν έκδηλη. Τα ξεσπάσματα τη οργής του Τριμέθεου ήταν ξακουστά σ’ όλο το βασίλειο, οπότε ήταν πολύ χαρούμενοι που για μια ακόμα φορά είχαν αποφύγει μια τέτοια έκρηξη. 



5


Η Οφηλία άνοιξε τα μάτια της νιώθοντας κατάπληκτη. Ο θόρυβος που άκουσε δεν ήταν το χτύπημα γιγάντιων φτερών από δέρμα όπως θα περίμενε ίσως κανείς, ούτε καν ο βρυχηθμός κάποιου πελώριου θηρίου που ετοιμαζόταν να την φάει. Ήταν το απαλό κελάρυσμα τρεχούμενου νερού. Ανασηκώθηκε, στηρίχτηκε στους αγκώνες της και κοίταξε γύρω της προσπαθώντας να καταλάβει που στην ευχή βρισκόταν. Και έμεινε με το στόμα ανοιχτό: Αντίκρισε το εσωτερικό ενός πανέμορφου δώματος που έμοιαζε με τη βασιλική κάμαρα κάποιας νεραιδοβασίλισσας. Γύρω της υψωνόταν τα στιλπνά τοιχώματα μιας πελώριας σπηλιάς. Είχαν υπέροχες αποχρώσεις, ήταν απαλά ρόδινα και πορτοκαλί και εμπλουτισμένα με κρυσταλλικές αποθέσεις που τα έκαναν να αστράφτουν στο φως…αλήθεια, από πού πήγαζε εκείνη η απαλή και ομοιόμορφη φωταψία που γέμιζε τη θαυμαστή αυτή σπηλιά;  

Ανοιγόκλεισε τα μάτια της και ανακάλυψε ότι εδώ και εκεί, χωνευτά στους ρόδινους τοίχους και τη θολωτή οροφή που υψωνόταν ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι της, έλαμπαν πολυεδρικοί κρύσταλλοι που εξέπεμπαν ένα χρυσαφένιο φως. Σχημάτιζαν παράξενους αστερισμούς που έδιωχναν τις σκιές και διέχεεαν γύρω της τη γλυκιά εκείνη ακτινοβολία που γέμιζε το σπήλαιο. Το  δάπεδο του ήταν σκεπασμένο από μια έκταση κρυσταλλικής άμμου που είχε το χρώμα της χαίτης του λιονταριού ενώ εδώ και εκεί απλώνονταν πολύχρωμα χαλιά που ήταν στολισμένα με περίτεχνα σχέδια και πολύτιμα πετράδια. Εκείνη ξάπλωνε σ’ ένα πελώριο κρεβάτι, σ’ ένα εντυπωσιακό κατασκεύασμα από γυαλιστερό ξύλο και ελεφαντόδοντο που έμοιαζε με τεράστιο φύλλο δέντρου και ήταν σκεπασμένο με αρωματισμένα στρωσίδια,  μεταξωτά σεντόνια και πουπουλένια μαξιλάρια. Ο ήχος του τρεχούμενου νερού που ερχόταν από κάπου απ’ έξω, πέρα από ένα αψιδωτό άνοιγμα που ορθωνόταν στο βάθος της σπηλιάς πλαισιωμένο από περίπλοκα σκαλίσματα που μιμούταν τους μίσχους και τους καρπούς μιας κληματαριάς, της κίνησε την περιέργεια. Η Οφηλία σηκώθηκε όρθια, τυλίχτηκε μ’ ένα απ’ τα σεντόνια του κρεβατιού, διέσχισε την όμορφη εκείνη σπηλιά και πλησίασε το αψιδωτό πέρασμα. Με το που δρασκέλισε το κατώφλι του έμεινε ακίνητη, καθηλωμένη απ’ το θέαμα της αναπάντεχης ομορφιάς που απλώθηκε μπροστά της σαν ανοιξιάτικο όνειρο: 

Αντίκρισε μια σπηλιά που ήταν ακόμα πιο μεγάλη απ’ αυτή όπου είχε ξυπνήσει, ένα χώρο που μέσα του θα χωρούσε άνετα η μεγάλη εκκλησία της Αρνασίας. Φωτιζόταν και αυτή από έναν γαλαξία λαμπερών κρυστάλλων που εξέπεμπαν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, τα οποία έλιωναν το ένα μέσα στο άλλο και σχημάτιζαν μια ομοιόμορφη λαμπερή ακτινοβολία. Το πιο συγκλονιστικό από όλα όμως ήταν ότι το δάπεδο της περίκλειστης εκείνης αίθουσας, όπως και οι αψιδωτοί τοίχοι της που συνέκλιναν και αυτοί σε μια θολωτή οροφή, ήταν καλυμμένοι μ’ ένα πολύχρωμο χαλί οργιαστικής βλάστησης, με φτέρες αναρριχητικά και ολάνθιστα λουλούδια που συνυπήρχαν όλα μαζί σε ένα είδους παραδείσιας ευδαιμονίας. Αντίκρισε κισσούς και άλλα αναρριχητικά φυτά που ελισσόταν γύρω από αέρινους σταλακτίτες ενώ μέσα από μακρόστενα κοιλώματα που απλώνονταν στους τοίχους και έμοιαζαν καλυμμένα με αστραφτερό σμάλτο, πήγαζαν μικρές νεροσυρμές και ρυάκια. Κατρακυλούσαν από βράχο σε βράχο και σχημάτιζαν μικρά ποταμάκια που με τη σειρά τους κυλούσαν μέχρι το κέντρο της αίθουσας όπου διαγραφόταν μια ολοστρόγγυλη λιμνούλα με κρυστάλλινα νερά. 

Η Οφηλία πήρε μια βαθιά ανάσα μην μπορώντας να πιστέψει στα μάτια της.  Ο αέρας της αίθουσας ήταν φορτωμένος με λεπτά αρώματα λουλουδιών και τον ένιωθε φρέσκο και ανάλαφρο, εμπλουτισμένο με μιαν ανοιξιάτικη φρεσκάδα. 

Έκανε μερικά βήματα προς τα εμπρός και τα πόδια της βυθίστηκαν στην απαλή χλόη που κάλυπτε το δάπεδο. Στη συνέχεια αντίκρισε κάτι υπέροχες πεταλούδες, πολύχρωμες και μεγάλες σαν πουλιά, που άρχισαν να πετάνε γύρω της σχηματίζοντας ένα στροβιλιζόμενο σύννεφο, μέχρι που ξανακάθισαν πάνω στους σταλαγμίτες και τις κορφές των μικρών δέντρων που φύτρωναν εδώ και εκεί, ανάμεσα στα νερά των ρυακιών… 

Υπήρχαν επίσης και άλλα ανοίγματα, παρόμοια με αυτό που οδηγούσε στο δωμάτιο όπου είχε ξυπνήσει, τα οποία θα πρέπει να οδηγούσαν σε παρόμοιους χώρους αν έκρινε από το μαλακό φως που έβγαινε από το εσωτερικό τους.

Έκανε μια κίνηση να τα εξερευνήσει, όταν μια άσχημη σκέψη την έκανε να σταματήσει να κινείται και να ξανακοιτάξει γύρω της, τρομαγμένη αυτή τη φορά:

Που βρισκόταν ο δράκος που την είχε μεταφέρει μέχρι εκεί; Τι είχε απογίνει εκείνο το απαίσιο και εντελώς τρομακτικό τέρας;

Οι αναμνήσεις της απαγωγής της, η ξαφνική εισβολή του στην εκκλησία, ο πανικός που ακολούθησε, τα τρομερά μάτια του που είχαν καρφωθεί πάνω της σαν πύρινες ρομφαίες, την έκαναν να ριγήσει σύγκορμη. Και αν ξαναγυρνούσε εκείνο το κτήνος να την φάει, τι θα μπορούσε να κάνει;

Αποφάσισε να ξαναγυρίσει στο μέρος όπου είχε ξυπνήσει, να μαζέψει τα ρούχα της και να ψάξει να βρει μια έξοδο που θα την έβγαζε από εκείνον τον όμορφο όσο και παράξενο λαβύρινθο, όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Έκανε λοιπόν μεταβολή, διέσχισε την κατάφυτη αίθουσα περπατώντας με τις μύτες των ποδιών της, και ξαναμπήκε στην κυκλική σπηλιά με το τεράστιο κρεβάτι. 

Και εκεί, έμεινε ακίνητη, στο κατώφλι, μην πιστεύοντας στα μάτια της για μια ακόμα φορά: Γιατί δίπλα στο κρεβάτι στεκόταν ο Ταλιαρεσίν, ο όμορφος βάρδος που της είχε τραγουδήσει τα υπέροχα τραγούδια του την τελευταία νύχτα της ζωής της σαν ελεύθερη γυναίκα.



6



Το πλήθος των ιπποτών που απάντησαν στο διάγγελμα του Τριμέθεου ήταν τόσο πολυάριθμο που γέμισε την κεντρική σάλα του παλατιού του. Βέβαια, δύσκολα θα έλεγε κανείς ότι ταίριαζαν με την παραδοσιακή εικόνα που είχε κανείς για τους ιππότες. Η ευγένεια και η αριστοκρατικότητα απουσίαζαν εντελώς απ’ την εμφάνιση και τη συμπεριφορά τους. Μια ματιά αρκούσε για να καταλάβει κανείς τι ήταν τυχοδιώκτες όλοι τους,  αξύριστοι, με χονδροειδή και σκληρά χαρακτηριστικά, άπλυτοι και αξύριστοι. Σαν να είχαν μόλις ξεμυτίσει από κάποιο κρασοπουλειό της κακιάς ώρας. 

Ο Τριμέθεος αναστέναξε απογοητευμένος. Η προοπτική να παραχωρήσει έξι άμαξες γεμάτες με χρυσάφι σε κάποιον από αυτούς τον κατέθλιβε, αλλά από την άλλη, αφού εκείνοι ήταν που είχαν απαντήσει στο διάγγελμά του, έπρεπε να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα.

Καθισμένος στον χρυσοποίκιλτο θρόνο του άφησε το βλέμμα του να περιτρέξει την κοσμοπλημμυρισμένη αίθουσα. 

-«Λοιπόν!» φώναξε αφού χτύπησε με δύναμη τα χέρια του για να τους τραβήξει την προσοχή, «ήρθατε εδώ γιατί πιστεύετε ότι μπορείτε να εισπράξετε τις έξι άμαξες με το χρυσάφι. Έχετε καταλάβει όμως τι έχετε να αντιμετωπίσετε;»

Αυτός που ανέλαβε να του απαντήσει ήταν ένας μεγαλόσωμος μουστακαλής που φορούσε κάτι σαν δερμάτινη πανοπλία:

-«Πεστε μας που κρύβεται ο δράκος και θα σας φέρουμε το κεφαλάκι του στο πιάτο!» φώναξε με βραχνή φωνή και όλοι άλλοι έβαλαν τα γέλια. Στη συνέχεια άρχισαν να ανταλλάσουν χοντρά αστεία για το άλλο θα έκαναν στο δράκο πριν τον σκοτώσουν, μέχρι που ο Τριμέθεος σήκωσε και τα δύο του χέρια για να τους ηρεμήσει.

-«Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι το συγκεκριμένο κτήνος που απήγαγε την κόρη μου έχει τεράστιο μέγεθος. Είδατε την καταστροφή που προκάλεσε στην εκκλησία μας και θέλετε ακόμα να το κυνηγήσετε;»

-«Θέλουμε, θέλουμε!» φώναξαν με μια φωνή εκείνοι.

Και τότε μια χορωδία από κραυγές πανικού ξέσπασε έξω από το παλάτι. Ανάμεσα τους ξεχώριζαν εκκωφαντικές φωνές: «Ο δράκος ξανάρθε, τρέχτε να σωθείτε!»

Όλοι μαζί, αυλικοί, υπηρέτες και επίδοξοι δρακοφονιάδες, λες και ήταν συνεννοημένοι, έτρεξαν στα τοξωτά παράθυρα της αίθουσας του θρόνου και τ’ άνοιξαν διάπλατα. 

Έξω απ’ τα παράθυρα απλωνόταν μια γενναιόδωρη θέα της πόλης. Οι κόκκινες στέγες και οι λεπτές καμινάδες σχημάτιζαν μια πέτρινη θάλασσα μπροστά τους. Από πάνω τους πετούσε τώρα ο θεόρατος δράκος. Ήταν μια  τεράστια σαύρα με εκτυφλωτικές φολίδες που αντανακλούσαν σαν μεταλλικοί καθρέφτες το φως του ήλιου. Τα μεμβρανώδη φτερά του, κάθε φορά που ανοιγόκλειναν, έβγαζαν έναν κρότο που θύμιζε κοφτό κεραυνό. 

Μια ασυγκράτητη εισπνοή δέους διέτρεξε το πλήθος των θεατών. Στους δρόμους της καστροπολιτείας επικρατούσε πανικός. Όλοι έτρεχαν πάνω-κάτω για να κρυφτούν όπου μπορούσαν. Έμοιαζαν με μυρμήγκια που δέχονταν επίθεση. Πόρτες και παράθυρα έκλειναν ερμητικά ενώ οι δρόμοι άδειασαν ως δια μαγείας.  

Ο δράκος έκανε μια τελευταία βόλτα στον ουρανό και μετά βούτηξε σαν μετεωρίτης κατευθείαν στο παλάτι. 


Οι επίδοξοι ιππότες έβγαλαν μια κραυγή τρόμου και ξαναχώθηκαν μέσα στην αίθουσα του θρόνου, όσο το δυνατόν πιο μακριά απ’ τα παράθυρά της. Πάνω στην ώρα κιόλας γιατί ο δράκος τα διέλυσε μ’ ένα τίναγμα της ουράς του ενώ αμέσως μετά, ολόκληρο το κάστρο σείστηκε συθέμελα.
Μια χορωδία γυναικείων ουρλιαχτών ξεπήδησε απ’ τα δώματα του κάτω ορόφου, εκεί όπου στεγάζονταν οι κοιτώνες των υπηρετριών της αυλής. 

Μετά ακούστηκε και πάλι το εκκωφαντικό τίναγμα των φτερών του τέρατος και αυτοί που τόλμησαν να κρυφοκοιτάξουν μέσα απ’ τα συντρίμμια των παράθυρων, το είδαν ν’ απομακρύνεται πετώντας, να κερδίζει ύψος μέσα στο γαλάζιο του ανέφελου ουρανού και να χάνεται στην απόσταση, προς το δρακοβούνι. Στα νύχια του κρατούσε μια λιπόθυμη γυναικεία μορφή. Ήταν η Βεατρίκη, η πιστή υπηρέτρια της Οφηλίας. 

Μια νεκρική σιγή διαδέχτηκε τη ξαφνική επίθεση. Οι επίδοξοι ιππότες αλληλοκοιτάχτηκαν αμίλητοι με γουρλωμένα μάτια και μετά, λες και κάποιο αόρατο μήνυμα πέρασε ανάμεσά τους, το έβαλαν στα πόδια. Όλοι μαζί. Άδειασαν την αίθουσα και παράτησαν τον Τριμέθεο σύξυλο. Η προσφορά του είχε πάψει πλέον να τους συγκινεί.

Εκείνος δεν φάνηκε να χάνει την ψυχραιμία του. Ξανακάθισε στο μεγαλόπρεπο θρόνο του, τύλιξε τον βασιλικό του μανδύα γύρω απ’  τις πλάτες του και φώναξε με βροντερή φωνή:

-«Αφού κανείς δεν έχει το θάρρος να φερθεί με την γενναιότητα που απαιτείται, απαιτώ να μου φέρετε μπροστά μου τον Αμανάνιο, τον μελλοντικό σύζυγο της πολυαγαπημένης μου κόρης. Και γρήγορα, αλλιώς θα πέσουν κεφάλια εδώ μέσα!»



7


Το δρακοβούνι ήταν ένα απόκρημνο και δύσβατο βουνό, περικυκλωμένο από απότομες πλαγιές και κάθετους γκρεμούς που μετέτρεπαν την ανάβαση μέχρι την κορφή του σε μια  επικίνδυνη δοκιμασία. Πόσο μάλλον για κάποιον που έπρεπε να εκτελέσει αυτό τον άθλο με μισή καρδιά και να παλέψει σε κάθε του βήμα μ’ έναν τρομερό φόβο που του παρέλυε τα χέρια και τα πόδια.

Ο Αμανάνιος ένιωθε απαίσια, σαν να ήταν ένα υποχείριο ανώτερων και σαδιστικών δυνάμεων που διασκέδαζαν με τα παθήματα του. Καθώς πάλευε να πιαστεί με χέρια και με πόδια που έτρεμαν απ’ την κούραση, απ’ τα χαλαρά βράχια και τους ξερούς θάμνους που κάλυπταν την απότομη πλαγιά του βουνού, καταριόταν μέσα απ’ τα δόντια του την ώρα και τη στιγμή που είχε συμφωνήσει να παντρευτεί την Οφηλία, το δράκο που την είχε απαγάγει και τον Τριμέθεο που τον είχε βάλει να πάει να τη σώσει.

Η αλήθεια είναι ότι η ιδέα του γάμου ποτέ δεν τον ενθουσίαζε ιδιαίτερα, πόσο μάλλον με μια κακομαθημένη πριγκηπέσα  που με την πρώτη ματιά που της είχε ρίξει, είχε καταλάβει ότι θα ήταν ένας συνεχής πονοκέφαλος, ισχυρογνώμων, φωνακλού και αποφασισμένη να κάνει πάντα του κεφαλιού της. 

Και γιατί να παντρευτεί άλλωστε; Αφού περνούσε μια χαρά μέχρι τότε. Απ’ το να ασχολείται με βαρετές κρατικές υποθέσεις και να εκτελεί τα ενοχλητικά συζυγικά του καθήκοντα, προτιμούσε να κυνηγάει αγριογούρουνα και ελάφια με τους ιπποκόμους του, με τον Φρουμέντιο ειδικά ο οποίος, εκτός  των άλλων, όταν έβγαζε τα ρούχα του και βούταγε στις λίμνες και στα ποτάμια της Λιγουρίας, για να δροσιστεί απ’ τη κάψα του καλοκαιρινού ήλιου, ήταν χάρμα οφθαλμών και πρόθυμος να ανταποκριθεί στις στοργικές διαχύσεις του αφέντη του με κάθε δυνατό τρόπο. Ο Αμανάνιος, που ποτέ του δεν ήταν ιδιαίτερα ένθερμος θαυμαστής του ονομαζόμενου ασθενούς φύλου, είχε ήδη κάνει τις επιλογές του και έβρισκε τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής απόλυτα της αρεσκείας του, μέχρι τη στιγμή που είχε σκάσει σαν κεραυνός η απόφαση του πατέρα του να τον παντρέψει με την Οφηλία. Και μετά, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, είχε εμφανιστεί και εκείνος ο καταραμένος δράκος, και εκείνος είχε μπλέξει σε μια περιπέτεια που μόνο κακό τέλος μπορούσε να έχει.

Λίγες ώρες ύστερα από την άτακτη φυγή των επίδοξων σωτήρων της Οφηλίας, ο Τριμέθεος, ο φωνακλάς πατέρας της, τον είχε καλέσει στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του που βρισκόταν ψηλά στον τελευταίο όροφο του ψηλότερου πύργου του κάστρου του. Απ’ τις υπόλοιπες πτέρυγες του παλατιού αναδυόταν ο μακρινός αχός απ’ τις φωνές όλων εκείνων που προσπαθούσαν με κουβάδες νερού να σβήσουν τις φωτιές που είχε ανάψει η φλογερή αναπνοή του δράκου στις κουρτίνες και στα έπιπλα του παλατιού.   

-«Έλα μέσα σε παρακαλώ, και κάθισε σε όποια πολυθρόνα προτιμάς!,» του είπε ο Τριμέθεος μόλις τον είδε να στέκεται δειλά-δειλά δίπλα στην πόρτα. 

Ο Αμανάνιος υπάκουσε στην εντολή του πεθερού του αμίλητος και διάλεξε ένα σκαμνί με βελούδινο μαξιλάρι. Πάντα τον φόβιζε ο Τριμέθεος: Τα σμιχτά του φρύδια και η βαριά φωνή του, του έδιναν να καταλάβει ότι δεν είχε ποτέ διάθεση για αστεία.

-«Λοιπόν, έχω ήδη μιλήσει με τους γονείς σου και συμφώνησαν απόλυτα με αυτά που έχω να σου πω.»

-«Το ξέρω,» του απάντησε ο Αμανάνιος προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή του σταθερή, «η μητέρα μου έπαθε υστερία και ο πατέρας μου έχει μια φάτσα σαν κλαμένη ρέγκα. Μου είπαν να ανέβω εδώ πάνω και να σας ακούσω χωρίς να φέρω καμία αντίρρηση, και επίσης να συμφωνήσω σε ότι μου πείτε ότι πρέπει να κάνω!»

-«Καλώς» απάντησε ο Τριμέθεος  μονολεκτικά. Στη συνέχεια περπάτησε πάνω κάτω στο δωμάτιο και άρχισε να τραβάει την γενειάδα του λες και δυσκολευόταν να του πει αυτό που είχε σκοπό. Τελικά όμως, πήρε τη μεγάλη απόφαση, έμεινε ακίνητος, τον κοίταξε σκυθρωπά και άρχισε να μιλάει:

-«Το πρόβλημα έχει ως εξής: Μετά την δεύτερη επιδρομή του δράκοντα, όλοι οι υποψήφιοι ιππότες που ήρθαν να σώσουν την κόρη μου το έβαλαν στα πόδια. Ούτε ένας δεν έμεινε για να αναλάβει την αποστολή. Αυτό μας αφήνει μια μόνο επιλογή.»

-«Ποια είναι αυτή;» τον ρώτησε ο Αμανάνιος με φωνή που είχε αρχίσει να τρέμει.

-«Εσένα,» του απάντησε ο Τριμέθεος με αποκαρδιωμένο ύφος. «Καταλαβαίνω ότι είσαι ο πλέον ακατάλληλος άνθρωπος για να αναλάβει ένα τέτοιο έργο, αλλά όπως και να το κάνουμε, η Οφηλία πρόκειται να γίνει  γυναίκα σου και εφόσον κανείς άλλος δεν προτίθεται να τη βοηθήσει, έχεις την ιερή υποχρέωση να πας και να την σώσεις.»

-«Εγώ θα το κάνω αυτό;» τον ρώτησε ο Αμανάνιος με φωνή που ακούστηκε βραχνή ξαφνικά, σαν κόασμα κρυολογημένου βάτραχου.

-«Ναι εσύ,» επέμεινε ο άσπλαχνος πεθερός του, «Αν δεν το κάνεις αυτό, η ντροπή θα είναι πολύ μεγάλη. Θα θεωρηθείς δειλός και ανίκανος και ποτέ δεν θα καταφέρεις να κυβερνήσεις τα δύο βασίλεια γιατί κανείς δεν θα σε σέβεται. Για το δικό σου το καλό λοιπόν, και για το καλό των βασιλείων μας, πρέπει να ανέβεις στο δρακοβούνι, να σκοτώσεις το δράκο και να σώσεις την κόρη μου, αν είναι ακόμα ζωντανή!»

Και να τον τώρα στο δρακοβούνι, ν’ ανεβαίνει αγκομαχώντας ένα απόκρημνο μονοπάτι και να πιάνεται με τα χέρια του από σκίνα και πουρνάρια για να μην κατρακυλήσει στον γκρεμό που απλωνόταν κάτω από τα πόδια του σαν ορθάνοιχτο στόμα που περίμενε να τον καταπιεί. Στο μεταξύ η μέρα έφτανε στο τέλος της, ο ήλιος κόντευε να βουτήξει πίσω απ’ τον μακρινό ορίζοντα ενώ η κοιλάδα που απλωνόταν πίσω του, ήταν ήδη βυθισμένη σ’ ένα βιολετί σκοτάδι. Ένας άγριος άνεμος είχε σηκωθεί, τα πρώτα αστέρια σπινθηροβολούσαν στον σκοτεινιασμένο ουρανό σαν τα μάτια κακόβουλων θηρίων και τα σφυρίγματα του αγέρα πάνω στις πέτρες που τον περικύκλωναν, έμοιαζαν με κοροϊδευτικές ιαχές μοχθηρών πνευμάτων.

Ο Αμανάνιος είχε αρχίσει να φοβάται. Έτσι και τον προλάβαινε το σκοτάδι σ’ εκείνη την πλαγιά, σίγουρα θα χανόταν ή μπορεί και να πέθαινε απ’ το κρύο ή να τον έπαιρνε καμία κατρακύλα. Καθώς συνέχισε να ανεβαίνει πεισματικά, βήμα-βήμα την απότομη πλαγιά, η σκιά του που μάκραινε μπροστά του έμοιαζε όλο και περισσότερο με τη σιλουέτα ενός παραμορφωμένου τέρατος που πάλευε να τον αγγίξει. 

Κάποια στιγμή έφτασε σε ένα πλάτωμα, σε μια επίπεδη έκταση κυκλικού σχήματος που περιβαλλόταν από κοφτερά βράχια που έμοιαζαν με σπασμένα δόντια. Ανάμεσά τους, στο τελευταίο φως της ημέρας που τρεμούλιαζε έτοιμο να χαθεί, φώλιαζε ένα τεράστιο σπίτι με τετράγωνα παράθυρα. Ήταν φτιαγμένο από ακανόνιστες πέτρες επιδέξια ταιριασμένες μεταξύ τους και έμοιαζε να αποτελεί κομμάτι του γκρεμού που υψωνόταν πίσω του. Απ’ την αμφίκυρτη οροφή του που ήταν φτιαγμένη από πολυγωνικές πλάκες σχιστόλιθου, ξεπρόβαλλαν πολλές μικρές καμινάδες απ’ όπου έβγαιναν τουλίπες γκρίζου καπνού. 

Ο Αμανάνιος, μάζεψε όλο του το κουράγιο, πλησίασε την πόρτα του τεράστιου εκείνου σπιτιού και τη χτύπησε ντροπαλά τρείς φορές. Ύστερα από λίγο, άκουσε μια γυναικεία φωνή να του λέει από μέσα:

-«Περάστε, αλλά κλείστε μετά την πόρτα γιατί μπάζει!»    



8


Ο Αμανάνιος έκλεισε πίσω του την πόρτα και ανοιγόκλεισε τα μάτια του θαμπωμένος απ’ το έντονο φως που γέμιζε το εσωτερικό του παράξενου εκείνου οικήματος. Όταν συνήθισε τελικά την πλούσια φωταψία που έπεφτε πάνω του, αντίκρισε την πελώρια σάλα ενός πλούσιου αρχοντικού, όπου τα πάντα έμοιαζαν φτιαγμένα από πέτρα, και μάλιστα από την ίδια γκρίζα πέτρα από την οποία ήταν φτιαγμένο και το ίδιο το αλλόκοτο σπίτι. Τα έπιπλα, καναπέδες και πολυθρόνες που έστεκαν εδώ και εκεί, πάνω στο επίσης γκρίζο δάπεδο που γυάλιζε σαν καθρέφτης, το μεγάλο τζάκι που τριζοβολούσε απέναντί του, οι στριφογυριστές σκάλες που οδηγούσαν σε έναν ψηλότερο όροφο, ακόμα και οι τραβηγμένες κουρτίνες και ο περίτεχνος πολυέλαιος που κρεμόταν απ’ τη σκαλιστή οροφή της σάλας, ήταν φτιαγμένα από γκρίζο γρανίτη. Ένιωσε σαν να είχε εισχωρήσει σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου τα πάντα είχαν απολιθωθεί. 

-«Ποιος είσαι εσύ;» 

Τινάχτηκε σαν να τον είχε τσιμπήσει σκορπιός αλλά στη συνέχεια, όταν αντίκρισε μια ψηλή γυναίκα με εντυπωσιακά γκρίζα μαλλιά που τον κοίταζε καθισμένη σε μια τεράστια πέτρινη πολυθρόνα, συμμαζεύτηκε και έκανε μια βαθιά και εντυπωσιακή υπόκλιση.

-«Είμαι ο πρίγκιπας Αμανάνιος, ο διάδοχος του βασιλιά της Λιγουρίας και σας ζητώ βαθύτατα συγγνώμη για την απροσδόκητη άφιξή μου!» της είπε με βαθιά και μελωδική φωνή. Μέσα του ευχαρίστησε νοερά το δάσκαλο της ορθοφωνίας που τον είχε μάθει να μιλάει σαν ταλαντούχος ηθοποιός.

-«Συγγνώμες και κουραφέξαλα!» ήταν η εχθρική απάντηση της γκριζομάλλας γυναίκας, «φυσικά και η άφιξή σου είναι απροσδόκητη! Αλλά αν έμενες στην ύπαιθρο απόψε, ή θα τσακιζόσουν σε κανένα γκρεμό, ή θα πάγωνες απ’ το κρύο, γιατί δεν ξέρω αν το έχεις πάρει ήδη χαμπάρι, αλλά οι νύχτες εδώ πάνω είναι ιδιαίτερα παγερές!»

-«Μάλιστα, το κατάλαβα αυτό,» της απάντησε με μειλίχιο ύφος, «η αλήθεια είναι ότι αυτός ο κρύος άνεμος που φυσάει από το πρωί μ’ έχει ταλαιπωρήσει αφάνταστα!»

-«Κατανοητό,» ήταν το κοφτό σχόλιο της γυναίκας. «Για στάσου όρθιος τώρα για να σε δω από κοντά!» τον διέταξε στη συνέχεια. Σηκώθηκε απ’ την πέτρινη  πολυθρόνα της και άρχισε να περπατάει προς το μέρος του. Τα ρούχα της ήταν πολύ πλούσια και εντυπωσιακά: Φορούσε μια τουαλέτα που ήταν φαρδιά και φτιαγμένη από ένα υλικό που έμοιαζε με ασημένιο μετάξι ενώ μια πληθώρα από περιδέραια και τεράστια δαχτυλίδια από λευκόχρυσο  κάλυπταν το λαιμό και τα δάχτυλά της. Τα μαλλιά της που ήταν μαζεμένα σε ένα περίτεχνο κότσο πάνω από το κεφάλι της, συγκρατούνταν από μια ασημένια τιάρα που ήταν στολισμένη με τεράστια μαργαριτάρια. 

Το πρόσωπό της όμως, σε έντονη αντίθεση με τα λαμπερά και εντυπωσιακά ρούχα που φορούσε, ήταν εντελώς άβαφο και τα χαρακτηριστικά της, αν και λεπτά και αριστοκρατικά, έμοιαζαν κάπως άτονα μέσα σ’ αυτή την επιδεικτική χλιδή. Μια έκφραση αυστηρότητας έκανε το θεληματικό της στόμα να σφίγγεται σε μια λεπτή, ίσια γραμμή.

Μόλις πλησίασε κοντά του ο Αμανάνιος, χωρίς να το σκεφτεί, αναφώνησε:

-«Μα είσαστε υπέροχη! Τα ρούχα σας είναι καταπληκτικά και τα κοσμήματά σας θα έκαναν και μια αυτοκράτειρα να κλάψει από τη ζήλια της!»

Η οικοδέσποινά του, τον κοίταξε έκπληκτη για μια στιγμή και μετά, ένα λαμπερό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της.

-«Βρίσκεις;» τον ρώτησε κολακευμένη.

-«Μα και βέβαια!» της απάντησε αυτός, μην καταφέρνοντας να συγκρατήσει τον θαυμασμό του, «και τα μαλλιά σας είναι υπέροχα φτιαγμένα! Και αν μου επιτρέπετε, το χρώμα τους σας πάει πολύ! Σας δίνει έναν αέρα δυναμισμού και ταιριάζει πολύ με το χρώμα των ματιών σας!»

Το χρώμα των ματιών της ήταν γκρίζο και φωτεινό. Όντως ταίριαζε πολύ με τα μαλλιά της.

Εκείνη τον κοίταξε χαμογελώντας ακόμα και του είπε:

-«Κοίτα, μην προσπαθήσεις να με εξαπατήσεις! Είμαι  μάγισσα αν δεν το έχεις ήδη καταλάβει και μπορώ ανά πάσα στιγμή να σε απολιθώσω, όπως έχω κάνει με κάθε άλλο αντικείμενο αυτού του παλατιού!»

-«Δεν προσπαθώ να σας εξαπατήσω,»  της απάντησε με προσβεβλημένο ύφος ο Αμανάνιος.

Εκείνη, πεισμένη προφανώς από την ειλικρίνεια της φωνής και του προσώπου του, τον πήρε παραμάσχαλα και άρχισε να περπατάει μαζί του κατά μήκος της τεράστιας σάλας, προς το πελώριο τζάκι με τα περίτεχνα σχέδια όπου έκαιγε μια λαμπερή φωτιά.

-«Με λένε Δαμάστα,» άρχισε να του λέει «και ζω εδώ πάνω για τα τελευταία 20 χρόνια.»

-«Σας αρέσει εδώ πάνω;» την ρώτησε ο Αμανάνιος, κοιτάζοντας την λοξά.

-«Ναι!» του απάντησε εκείνη, «έχω βαρεθεί τους ανθρώπους. ‘Όσο ήμουν νέα και όμορφη με πολιορκούσαν συνέχεια άνδρες αλλά μόλις άρχισα να μεγαλώνω, ανακάλυψα ότι ήταν μόνο η δύναμη μου που τους ενδιάφερε.  Κάποια στιγμή λοιπόν, τους σιχάθηκα όλους. Αποσύρθηκα εδώ πάνω, έφτιαξα αυτό το πέτρινο παλάτι που είναι γκρίζο σαν τα γέρικα μαλλιά μου και περνάω τον καιρό μου δημιουργώντας καταιγίδες και παίζοντας με τα πνεύματα που το κατοικούν!»

Εκείνη τη στιγμή, σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά της, η πολυθρόνα στην οποία καθόταν όταν την είχε πρωτοδεί ο Αμανάνιος, μετακινήθηκε από μόνη της και πλησίασε πιο κοντά στο τζάκι.

Εκείνος κατάφερε να μη της δείξει πόσο πολύ φοβήθηκε. Η αλήθεια ήταν ότι ανέκαθεν φοβόταν τα φαντάσματα και η σκέψη ότι εκείνη τη στιγμή μπορεί να υπήρχαν αμέτρητες αόρατες οντότητες γύρω του και να τον παρακολουθούν, τον έκανε να ανατριχιάσει. Κατάφερε ωστόσο να καθίσει απέναντι από την γκριζομάλλα μάγισσα, σε μια δεύτερη πέτρινη πολυθρόνα και να της πει:

-«Μα δεν φαίνεστε καθόλου μεγάλη! Αντίθετα, νομίζω ότι είσαστε υπέροχη. Αν αποφασίσετε να έρθετε κάποια στιγμή στη Λιγουρία, είμαι σίγουρος ότι θα γοητεύσετε όλη την αυλή. Αφήστε που οι μόδιστροι του παλατιού, θα σας λατρέψουν. Το ξέρω αυτό γιατί οι περισσότεροι από αυτούς είναι προσωπικοί μου φίλοι!» 

-«Ίσως και να δοκιμάσω να κάνω κάτι τέτοιο,» του απάντησε η Δαμάστα που φάνηκε να της καλαρέσει η πρότασή του.  

-«Δεν νιώθετε μοναξιά έτσι που ζείτε μόνη εδώ πάνω;» τη ρώτησε εκείνος.

-«Καθόλου!» τον διαβεβαίωσε εκείνη με ζέση, «όπως έχεις ήδη καταλάβει, δεν είμαι ποτέ μόνη! 

Αν και ομολογώ ότι έχω πολύ καιρό να μιλήσω με έναν τόσο ευγενικό και πνευματώδη νεαρό σαν του λόγου σου!»

-«Και τι σκοπεύετε να κάνετε μαζί μου;» τη ρώτησε πιο ντροπαλά αυτή τη φορά.

-«Σκοπεύω να σε βοηθήσω,» του απάντησε η Δαμάστα. Χάρηκα με τα καλά λόγια που μου είπες και θα σου προσφέρω ένα όπλο με το οποίο θα μπορέσεις να εξουδετερώσεις τον δράκοντα που κρατάει φυλακισμένη τη γυναίκα σου!»

Εκείνος σκίρτησε ξαφνιασμένος:

-«Τι ξέρετε εσείς γι’ αυτο;»

-«Ξέρω τα πάντα,» του απάντησε εκείνη, «Έχω ένα μαγικό καθρέφτη που μου επιτρέπει να βλέπω οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο και η συγκεκριμένη ιστορία κατάφερε να μου τραβήξει την προσοχή! Λοιπόν, επειδή φαίνεσαι να είσαι καλό και ευγενικό παιδί, θα σου κάνω μόνο μια ερώτηση.»

-«Ο’ τι θέλετε!» της απάντησε ο Αμανάνιος που δεν μπορούσε να πιστέψει στην καλή του τύχη. 

-«Είσαι απόλυτα σίγουρος ότι θέλεις να φέρεις σε πέρας την αποστολή σου με επιτυχία;»

-«Μάλιστα!» της απάντησε εκείνος, «Αν δεν τα καταφέρω ξέρετε, θα ντροπιαστώ για πάντα και δεν θα καταφέρω να κυβερνήσω ποτέ το βασίλειο μου. Νιώθω ότι δεν έχω άλλη επιλογή!»

-«Τότε, άκου να σου πω τι θα κάνεις,» άρχισε να του λέει η μάγισσα σκύβοντας προς το μέρος του συνωμοτικά!


9


Η είσοδος της σπηλιάς του τρομερού δράκου έμοιαζε με μια ολοστρόγγυλη τρύπα που ήταν μαύρη, σαν κηλίδα μελανιού. Ένα στενό μονοπάτι που ελισσόταν ανάμεσα σε κοφτερά βράχια έφτανε μέχρι το κατώφλι της. Όταν ο Αμανάνιος κατάφερε να σταθεί μπροστά στο σκοτεινό εκείνο στόμιο, ένιωσε κάθιδρος, λουσμένος από ένα κύμα παγωμένου ιδρώτα. Τα πόδια του έτρεμαν απ’ την κούραση αλλά και απ’ τον φόβο που τον κατέκλυζε ενώ ο αλυσωτός θώρακας που φορούσε έμοιαζε ασήκωτος. Κατάφερε ωστόσο να δρασκελίσει τα τελευταία λίγα μέτρα που τον χώριζαν απ’ το κατασκότεινο στόμιο και, προσπαθώντας να μην  λυγίσει κάτω από το κύμα του τρόμου που τον είχε καταλάβει, κρυφοκοίταξε το εσωτερικό του.

Το έδαφος υποχώρησε κάτω απ’ τα πόδια του και άρχισε να κατρακυλάει μέσα στο σκοτάδι, παρασυρμένος απ’ την κατολίσθηση που είχε προκαλέσει με το βάρος του σώματός του.

Κάποια στιγμή όμως η ανεξέλεγκτη εκείνη πτώση έλαβε τέλος. Ο Αμανάνιος άνοιξε τα μάτια του και διαπίστωσε ότι είχε προσγειωθεί στο εσωτερικό μια πελώριας σπηλιάς. Ήταν η πιο παράξενη σπηλιά που είχε αντικρίσει ποτέ στη ζωή του: Καταρχήν, ήταν πλημμυρισμένη από ένα διάχυτο χρυσαφένιο φως που καταργούσε τις σκιές και αποκάλυπτε το εσωτερικό της με την παραμικρή λεπτομέρεια. Και ήταν ένα εκπληκτικό εσωτερικό, ένας φωτεινός μικρόκοσμος όπου πελώριοι ελικοειδείς κίονες που έμοιαζαν να αποτελούνταν από μονοκόμματα κομμάτια από φίλντισι, έφταναν ψηλά μέχρι την μακρινή οροφή της απ’ όπου κρεμόταν ένας ολόκληρος γαλαξίας από λεπτεπίλεπτους σταλακτίτες. Αλλά το πιο εκπληκτικό απ’ όλα ήταν ότι ολόκληρο το δάπεδο της σπηλιάς απλωνόταν γύρω του καλυμμένο με κάτι υπέροχες τριανταφυλλιές που έστεκαν ανθισμένες και μοσχομύριζαν μεθυστικά. Τα λουλούδια τους ήταν γαλάζια! Τα πέταλά τους είχαν το χρώμα ενός ανοιξιάτικου ουρανού! Ο ίδιος μάλιστα με την πτώση του είχε τσακίσει μια ολόκληρη συστάδα από δαύτα. Απέναντί του, στο απέναντι άκρο της τεράστιας σπηλιάς, υπήρχε ένα αψιδωτό άνοιγμα από όπου έμπαινε ένα πιο δυνατό φως και που έβγαζε σε κάποιον άλλο, ακόμα πιο μεγάλο χώρο. 

Ο Αμανάνιος, περπατώντας στις μύτες των ποδιών του, διέσχισε την ανθισμένη σπηλιά και κρυφοκοίταξε μέσα από το αψιδωτό άνοιγμα, και αυτό που είδε τον έκανε να μείνει ακίνητο, πλημμυρισμένο από ένα καθηλωτικό κύμα απίστευτης κατάπληξης.

Ο δεύτερος εκείνος χώρος ήταν ένας ακόμα κήπος, επίσης φωτισμένος από εκείνο το παράξενο διάχυτο φως αλλά αυτή τη φορά αποτελούταν από αμέτρητα αρωματικά φυτά και βότανα που σχημάτιζαν μια οργιαστική ζούγκλα μεθυστικής βλάστησης. Στο απέναντι άκρο της υπήρχε ένα ακόμα άνοιγμα, πανομοιότυπο με το πρώτο που οδηγούσε σε μια ακόμα παράξενη αίθουσα, από όπου πήγαζε το μελωδικό κελάρυσμα κάποιας νεροσυρμής. 

Ο Αμανάνιος, διέσχισε και αυτόν τον δεύτερο κήπο και κρυφοκοίταξε και πάλι μέσα απ’ την ημικυκλική του έξοδο. Αυτή τη φορά αντίκρισε το εσωτερικό ενός πανέμορφου παλατιού. Οι σταλαγμιτικοί κίονες που στήριζαν την οροφή του, πρόβαλλαν μέσα από ένα γυαλιστερό πάτωμα που αποτελούταν από πολυγωνικές πλάκες ρόδινου μαρμάρου. Λευκοί και αστραφτεροί σαν μίσχοι φιλντισένιων λουλουδιών, διακλαδίζονταν σε αμέτρητες παραφυάδες και πλοκάμια που στήριζαν μια θολωτή οροφή και σχημάτιζαν ένα περίτεχνο δίκτυο λεπτών ιστών. Εδώ και εκεί, πάνω στο ροδόχρωμο δάπεδο, έστεκαν  όμορφα έπιπλα, καναπέδες και τραπέζια, μεγάλα μαξιλάρια από πολύχρωμο μετάξι, σκαμνιά και καθίσματα που έμοιαζαν κλεμμένα απ’ το πλουσιότερα σπιτικά ολόκληρου του κόσμου. 

Στο κέντρο της πανέμορφης εκείνης αίθουσας, κελάρυζε το αστραφτερό νερό ενός μικρού σιντριβανιού που ανάβλυζε από το κέντρο μιας ολοστρόγγυλης λεκάνης από ολόλευκο μάρμαρο που έμοιαζε με πελώρια αχιβάδα. Στους γύρω τοίχους υπήρχαν ανοίγματα που έβγαζαν σε άλλες αίθουσες, μέσα στις οποίες είδε διαφορετικά έπιπλα, πολυτελή κρεβάτια με αραχνοΰφαντες κουρτίνες, χαλιά και πολύχρωμα υφάσματα με λεπτεπίλεπτα κεντήματα, ασημένιοι καθρέφτες και χρυσοστόλιστα κουτιά που περιείχαν μπουκαλάκια με αρώματα και όμορφα κοσμήματα. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι μέσα από ένα άλλο ακόμα άνοιγμα, ακουγόταν μια βαριά και ρυθμική ανάσα. Ήταν η πνοή ενός κοιμισμένου πλάσματος που δεν θα μπορούσε με τίποτα να ανήκει στην ανθρώπινη φυλή. 

Ο Αμανάνιος, συγκρατώντας τους χτύπους της καρδιάς του που κόντευε να σπάσει απ’ την αγωνία, πλησίασε το τελευταίο πέρασμα και βρέθηκε μπροστά σε ένα θέαμα που του έκοψε την ανάσα:

Μέσα σε μια ακόμα πελώρια σπηλιά, κουλουριασμένος πάνω σ’ ένα τεράστιο σωρό από χρυσαφένια νομίσματα και κοσμήματα που αστραποβολούσαν εκτυφλωτικά, κοιμόταν ο δράκος. Ήταν πελώριος, ακριβώς όπως τον θυμόταν τη στιγμή που είχε εισβάλλει μέσα στην εκκλησία, καλυμμένος με σκληρές πράσινες φολίδες. Τα μεμβρανώδη φτερά του ήταν διπλωμένα σαν κλειστές ομπρέλες. Τα τρομερά του μάτια με το αλλόκοτο χρυσοπράσινο χρώμα ήταν κλειστά και η καυτή του ανάσα, ξέφευγε από τα πελώρια ρουθούνια του, σχηματίζοντας μικρές τουλίπες διάφανου καπνού.

Ο Αμανάνιος τράβηξε το σπαθί του με χέρια που έτρεμαν. Η λεπίδα του, βουτηγμένη στο δηλητήριο που του είχε δώσει η γκρίζα μάγισσα, ήταν κόκκινη και έμοιαζε με πελώρια γλώσσα. Παρά την αγωνία που κορυφωνόταν μέσα του σαν παλιρροϊκό κύμα, πλησίασε παραπατώντας το κοιμισμένο τέρας και αφού σήκωσε το σπαθί ψηλά πάνω από το κεφάλι του το βύθισε μέχρι τη λαβή στην κουλουριασμένη ουρά του θηρίου. 

Εκείνο αναδεύτηκε για μια στιγμή, έκανε να κινηθεί και μετά έγειρε στο πλάι και έμεινε ακίνητο.

Ένας μακρόσυρτος στεναγμός ανακούφισης δραπέτευσε μέσα από το σφιγμένο στόμα του Αμανάνιου. Τα είχε καταφέρει! Ο τρομερός δράκος ήταν νεκρός! Τώρα, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να βρει την Οφηλία και να γυρίσει μαζί της πίσω στην καστροπολιτεία του Τριμέθεου!

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η αίθουσα με το σιντριβάνι που ανοιγόταν πίσω από την πλάτη του, πέρα απ’ το ημικυκλικό άνοιγμα του περάσματος που οδηγούσε σ’ αυτή, γέμισε απ’ τις χαρούμενες φωνές και τα γέλια μιας ομάδας από χαρούμενες γυναίκες. Ανάμεσά τους, αναγνώρισε και τη φωνή της Οφηλίας.


10


Ο Αμανάνιος μπήκε τρέχοντας στην πολυτελέστατη αίθουσα με ύφος θριαμβευτή, έτοιμος να ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα στις φυλακισμένες γυναίκες. Η εμφάνισή του έγινε δεκτή μ’ ένα κύμα παγερής και έκπληκτης σιωπής. Το ίδιο όμως συναίσθημα κατέλαβε και τον ίδιο, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τις γυναίκες που τον κοιτούσαν κατάπληκτες: Μόνο με τις φυλακισμένες κάποιου άγριου θηρίου δεν έμοιαζαν. Αντίθετα, ήταν ντυμένες με πολύ όμορφα φορέματα και έλαμπαν κυριολεκτικά από ευτυχία. Τα πρόσωπά τους ήταν φωτεινά και ξεκούραστα, τα μαλλιά τους ξέπλεκα και αστραφτερά, το δέρμα τους ελαφρά ηλιοκαμένο. Πίσω τους, στον τοίχο της σπηλιάς άνοιγε ένα φαρδύ πέρασμα που ήταν σίγουρος ότι δεν υπήρχε εκεί από πριν, ένα άνοιγμα που έβγαζε στον έξω κόσμο, σ’ ένα ανθισμένο ορεινό λιβάδι που έλαμπε ασημένιο κάτω από το φως ενός καλοκαιριάτικου ήλιου.

-«Τι θες εσύ εδώ;» τον ρώτησε η Οφηλία που κρατούσε στα χέρια της ένα καλάθι με λουλούδια και βότανα και τον κοιτούσε με ένα ύφος φιλύποπτο και επιφυλακτικό. Την κοίταξε και αυτός και παρατήρησε με κατάπληξη πόσο όμορφη φαινόταν, πόσο υγιής.

-«Ήρθα για να σε σώσω!» της εξήγησε.

-«Να με σώσεις από τι ακριβώς;» τον ξαναρώτησε εκείνη διατηρώντας τον ίδιο εχθρικό τόνο στη φωνή της.

-«Μα από το δράκο φυσικά, απ’ αυτό το φρικαλέο τέρας!»

Η Οφηλία δεν φάνηκε να συγκινείται από τον δραματικό τόνο της φωνής του. Αντίθετα, περπάτησε με γρήγορο βήμα μέχρι τον κοντινότερο τραπέζι και άφησε το καλάθι της πάνω του. Στη συνέχεια κάθισε σε μια πολυθρόνα και σταύρωσε τα πόδια της επιδεικτικά. Οι υπόλοιπες κοπέλες της παρέας, την ακολούθησαν λοξοκοιτάζοντάς τον και έκατσαν γύρω της σαν να προσπαθούσαν να την προστατεύσουν από την ενοχλητική του παρουσία.

-«Κοίτα να δεις,» άρχισε να του λέει η Οφηλία, «το μόνο αποκρουστικό τέρας που υπάρχει εδώ μέσα είσαι εσύ! Δεν ξέρω πως κατάφερες να μπεις εδώ μέσα και τι νομίζεις ότι κάνεις με αυτό τον ηλίθιο σπαθάκι που κρατάς, αλλά έτσι και σε πάρει χαμπάρι ο δράκος που ζει σε τούτο ΄δω το παλάτι, θα σε κάνει μια χαψιά!»

-«Δεν το νομίζω!» της απάντησε και αυτός με τον ίδιο τόνο φωνής, εκνευρισμένος απ’ το εχθρικό ύφος της, «Βλέπεις, τον έχω ήδη εξουδετερώσει! Είσαι ελεύθερη!»

-«Και ποιος σου είπε ότι επιθυμώ να είμαι ελεύθερη;» Ξαφνικά μια εντελώς ανεξήγητη έκφραση τρόμου απλώθηκε στο πρόσωπό της Οφηλίας:

-«Τι εννοείς όταν λες ότι τον έχεις ήδη εξουδετερώσει; Που είναι ο Ταλιαρεσίν; Τι του έχεις κάνει;» τον ξαναρώτησε επιτακτικά.

Χωρίς να περιμένει την απάντηση του, πετάχτηκε όρθια και έτρεξε μέχρι το σπήλαιο όπου κοιμόταν ο δράκος και εκεί, μόλις αντίκρισε το θέαμα που απλωνόταν μπροστά της, έβγαλε μια κραυγή απόγνωσης. 

Οι υπόλοιπες γυναίκες την ακολούθησαν τρέχοντας. Ο Αμανάνιος αποφάσισε ν’ ακολουθήσει το παράδειγμά τους, νιώθοντας όλο και πιο παραξενεμένος από τις απροσδόκητες εκείνες εξελίξεις.

Με το που μπήκε στη φωλιά του δράκου, είδε ένα εντελώς αλλόκοτο θέαμα. Το τέρας είχε εξαφανιστεί και στη θέση του, ξαπλωμένος δίπλα στον τεράστιο σωρό του χρυσαφιού και των κοσμημάτων, ήταν ξαπλωμένος ένας ψηλός και γεροδεμένος άνδρας με μακριά μαλλιά. Ήταν εντελώς γυμνός και το πρόσωπό του ήταν χλωμό και ακίνητο ενώ η αναπνοή έβγαινε ρηχή και εύθραυστη μέσα απ’ τα χλωμά του χείλια. Η Οφηλία καθόταν στο πλευρό του και με τρεμάμενα δάχτυλα προσπαθούσε να νιώσει το σφυγμό του και να ελέγξει τη θερμοκρασία του.

-«Τι συμβαίνει εδώ πέρα; Ποιος είναι αυτός;» τη ρώτησε ο Αμανάνιος που δεν μπορούσε να καταλάβει τι στο καλό  συνέβαινε.

Αυτός που ανέλαβε να του απαντήσει ήταν μια κοπέλα με ατίθασα κόκκινα μαλλιά που σχημάτιζαν μια λαμπερή χαίτη γύρω απ’ το θυμωμένο πρόσωπο της. Ο Αμανάνιος αναγνώρισε την Βεατρική, μια απ’ τις υπηρέτριες της Οφηλίας. Ήταν η κοπέλα που είχε απαγάγει ο δράκος τη δεύτερη φορά που είχε επιτεθεί το παλάτι. Με μια ξαφνική λάμψη διορατικότητας κατάλαβε ότι και τα υπόλοιπα κορίτσια τώρα ήταν μαζεμένα γύρω απ’ την Οφηλία και τον κοιμισμένο άνδρα, είχαν επίσης πέσει θύματα της αρπακτικής διάθεσης του ίδιου δράκοντα. Και τότε μια τρελή σκέψη πέρασε από το μυαλό του:

Αυτός είναι ο τρομερός δράκος που σκορπάει τον τρόμο σ’ όλο το βασίλειο και κλέβει τις κοπέλες του παλατιού;»

-«Μπράβο το κατάλαβες τελικά!» του απάντησε με καυστική ειρωνεία η Βεατρίκη. «Φυσικά και αυτός είναι!  Του αρέσει να μεταμορφώνεται σε άνθρωπο και να κυκλοφορεί ανάμεσά μας ως υπέροχος βάρδος, ο καταπληκτικός Ταλιαρεσίν με την ομορφότερη φωνή του κόσμου. Συνάντησε την πριγκίπισσα Οφηλία το βράδυ πριν από το γάμο της, στον κήπο που καλλιεργεί τα βοτάνια της, την ερωτεύτηκε και θέλησε να τη γλυτώσει απ’ την καταδίκη ενός γάμου χωρίς αγάπη μ’ έναν άνθρωπο που δεν νιώθει τίποτα γι’ αυτή. Έφτιαξε αυτό το παραμυθένιο παλάτι για να την κάνει ευτυχισμένη και έφερε εδώ και όλες εμάς για να μας γλυτώσει από μια παρόμοια μοίρα! Και τώρα ήρθες εσύ εδώ, για να τα καταστρέψεις όλα! Μας ρώτησες αν έχουμε την παραμικρή διάθεση να γυρίσουμε πίσω και αν περάσουμε τη ζωή μας με σκυμμένο το κεφάλι, καταδικασμένες να παντρευτούμε άντρες που θα μας βλέπουν σαν σκλάβες και αντικείμενα; Μπα! Ούτε που σου πέρασε η σκέψη από τα μυαλό, έτσι;»

Μια χορωδία θυμωμένων φωνών και κατηγοριών συνόδευσε τα οργισμένα λόγια της Βεατρίκης. Όλες οι κοπέλες της ομάδας κοίταζαν τον Αμανάνιο με τόσο θυμό και αηδία που εκείνος ένιωσε να κοκκινίζει:

-«Μα δεν μπορείτε να το εννοείτε αυτό που μου λέτε!» τους φώναξε, «δηλαδή, προτιμάτε να περάσετε μια ολόκληρη ζωή εδώ πέρα, συντροφιά μ’ ένα φολιδωτό τέρας;»

Ανάμεσα στις ακόμα πιο θυμωμένες φωνές που απάντησαν στο ερώτημά του, ξεχώρισε την κλαμένη φωνή της Οφηλίας:

-«Αυτό το φολιδωτό τέρας όπως το λες, μέχρι και έναν καταπληκτικό κήπο με γαλάζια τριαντάφυλλα μου έφτιαξε για να με ευχαριστήσει! Και φέρεται σε όλες μας σαν να είμαστε ελεύθερα και υπέροχα πλάσματα και ποτέ δεν έκανε κάτι για να μας δυσαρεστήσει ή να μας βλάψει! Και τώρα εσύ το τραυμάτισες θανάσιμα!»

Οι κοπέλες άρχισαν να κινούνται προς το μέρος του με πολύ επιθετικές διαθέσεις. Ο Αμανάνιος φοβήθηκε ξαφνικά. Σήκωσε ψηλά τα χέρια του και τις παρακάλεσε να τον ακούσουν. Εκείνες έμειναν σιωπηλές, περιμένοντας να ακούσουν τι θα πει με μουτρωμένα πρόσωπα:

-«Κοιτάξτε,» τους είπε, «δεν τα ήξερα όλα αυτά! Και η αλήθεια είναι ότι αν το καλοσκεφτείτε και εσείς, δεν θα μπορούσα να τα ξέρω! Αλλά υπάρχει κάτι που πρέπει να γνωρίζετε!»

-«Πες μας αλλά γρήγορα το καλό που σου θέλω!» του είπε η Βεατρίκη που έμοιαζε έτοιμη να τον πλακώσει στο ξύλο.

-«Στο δρόμο μου για εδώ συνάντησα μια μάγισσα που μου έδωσε μια αλοιφή με την οποία έπρεπε να καλύψω τη λεπίδα του σπαθιού μου για να εξουδετερώσω το δράκο και να σώσω την Οφηλία!»

-«Ναι, αυτό το έχουμε ήδη καταλάβει!» του φώναξαν εκείνες με μια φωνή.

-«Αυτό που δεν έχετε καταλάβει όμως,» τους απάντησε στα γρήγορα ο Αμανάνιος για να προλάβει τυχόν βιαιοπραγίες εναντίων του, «είναι ότι το δηλητήριο του φίλτρου είναι ένα απλό υπνωτικό που δεν είναι θανατηφόρο. Η μάγισσα μου είπε ότι μέχρι το πρωί ο δράκος θα έχει συνέλθει αν δεν του κόψω το κεφάλι στο μεταξύ. Να, αν κοιτάξετε πιο προσεκτικά, θα δείτε ότι ήδη αναπνέει πιο βαθιά!»

Πραγματικά έτσι ήταν. Η ανάσα του κοιμισμένου άνδρα είχε αρχίσει να ακούγεται πιο ρυθμική και βαθιά και το στήθος του ανεβοκατέβαινε με μεγαλύτερη ευκολία. Ένα κύμα χαρούμενων στεναγμών ανακούφισης και επιφωνημάτων γέμισε την σπηλιά. Ήταν τόσο αυθεντικά και αυθόρμητα που ακόμα και ο Αμανάνιος ένιωσε ανακουφισμένος. Ιδιαίτερα όταν είδε το πρόσωπο της Οφηλίας που καλυμμένο ακόμα με δάκρυα, να τον κοιτάζει  χαμογελώντας.

-«Ναι,» ψιθύρισε εκείνη με χαρά, «Μοιάζει να συνέρχεται σιγά-σιγά!»

Οι υπόλοιπες κοπέλες κάλυψαν το σώμα του Ταλιαρεσίν μ’ ένα μεταξωτό υφαντό, τον σήκωσαν όλες μαζί στα χέρια τους και τον μετάφεραν σ’ έναν από τους καναπέδες της αίθουσας με το σιντριβάνι. Εκεί πέρα τον ξάπλωσαν αναπαυτικά και έβαλαν ένα μαξιλάρι κάτω απ’ το μακρυμάλλικο κεφάλι του. Μετά έστρεψαν για μια ακόμα φορά την προσοχή τους προς τον Αμανάνιο.

-«Και τώρα τι θα κάνουμε με σένα;  Μας λες;»


11


Μια άβολη σιωπή απλώθηκε στη σπηλιά. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το ανεξάντλητο κελάρυσμα του νερού στη μαρμάρινη λεκάνη του σιντριβανιού μέχρι που η Οφηλία του είπε:

-«Κοίτα να δεις, έχω να σου κάνω μια πρόταση.»

-«Σε ακούω,» της απάντησε ο Αμανάνιος που είχε καθίσει και αυτός σε μια πολυθρόνα, νιώθοντας εντελώς αποκαμωμένος από τις απανωτές συγκινήσεις και τις ταλαιπωρίες εκείνης της ατελείωτης ημέρας. 

-«Είναι ολοφάνερο ότι όσο θέλω εγώ να ζήσω μαζί σου, τόσο θέλεις και εσύ να ζήσεις με μένα. Δηλαδή, καθόλου!»

-«Σωστά!» της απάντησε μονολεκτικά εκείνος.

-«Λοιπόν, σκέφτηκα κάτι. Αν μου υποσχεθείς ότι θα κρατήσεις μυστικά όλα όσα είδες και άκουσες, θα σε αφήσω να γυρίσεις πίσω στο παλάτι του πατέρα μου θριαμβευτής!»

-«Και πως θα το κάνεις αυτό;» τη ρώτησε εκείνος παραξενεμένος.

-«Πάρε αυτό το δαχτυλίδι,» του είπε, βγάζοντας απ’ το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού της χεριού ένα βαρύτιμο κόσμημα. Ήταν ένα δαχτυλίδι που είχε χαραγμένο πάνω του το οικόσημο της δυναστείας του Τριμέθεου. «Πες σε όλους ότι σκότωσες το δράκοντα, αλλά ήταν πολύ αργά γιατί αυτός με είχε ήδη κατασπαράξει και ότι ανάμεσα στα κόκαλα μου βρήκες αυτό το δαχτυλίδι. Όλοι θα σε πιστέψουν, ιδιαίτερα όταν δουν ότι ο δράκος δεν θα τους ξαναενοχλήσει ποτέ ξανά. Θα ζήσεις όλη την υπόλοιπη ζωή σου σαν ένας πραγματικός ήρωας!»

-«Ο πατέρας σου όμως μου ζήτησε να του φέρω και μια ατράνταχτη απόδειξη ότι σκότωσα το δράκο. Πως θα το κάνω αυτό;»

Η Οφηλία ψιθύρισε  κάτι σε μια απ’ τις κοπέλες της ομάδας και εκείνη πετάχτηκε όρθια, μπήκε σε κάποιο απ’ τα παράπλευρα δώματα που άνοιγαν γύρω από τη σπηλιά και βγήκε κρατώντας κάτι που έμοιαζε με πράσινο δίσκο στο χέρι.

-«Αυτή είναι μια από τις παλιές φολίδες του Ταλιαρεσίν, απ’ αυτές που φυτρώνουν στο κεφάλι του. Πάρε την μαζί σου σαν απόδειξη. Νομίζω ότι αρκεί!»

Ο Αμανάνιος την κοίταξε αμίλητος για λίγο και σταδιακά, ένιωσε ένα όμορφο συναίσθημα ευτυχίας να τον γεμίζει κατά κύματα. Το όραμα μιας όμορφης ζωής απλώθηκε μπροστά του, η θριαμβευτική επιστροφή του στον πολιτισμό, η μορφή του Φρουμέντιου που σίγουρα τον περίμενε με αγωνία πίσω στο παλάτι του πατέρα του, η εξουσία που θα είχε πια και στα δύο βασίλεια, στο βασίλειο της Οφηλίας και στο δικό του.

Χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Και για να συντομεύει μια ήδη αρκετά μακροσκελή όσο και ασυνήθιστη ιστορία, αρκεί να ειπωθεί ότι τα πάντα εξελίχθηκαν ευοίωνα για όλους και ότι έζησαν αυτοί καλά και από εμάς, δυστυχώς, μάλλον καλύτερα!




Ερρίκος Σμυρναίος,Copyright 2010

4 σχόλια:

  1. Μπραβο βρε Ερρικο..Υπεροχη ιδεα...με αρκετα ζωντανο τροπο γραφης...Διακρινω να αφιερωνεται καπου?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. βέβαια και αφιερώνεται! Εξάλλου, η πραγματική Οφηλία είναι εξίσου δυναμική και χειραφετημένη όσο και η ηρωίδα του "έπους". Δεν φαντάζομαι να διαφωνεί κανείς....

    Ερρίκος Σμυρναίος.

    Υ.Γ: Σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

    Ερρίκος Σμυρναίος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Wow! Μου άρεσε τόσο που ενώ αρχίζει ως μία μεσαιωνική ιστορία με ιππότες damsels in distress, αυταρχικούς βασιλιάδες και δράκους τελειώνει σαν μία φεμινιστική ταινία του 20 αιώνα!
    Τι αναπάντεχο τέλος! Ακόμα πιο πολύ μου άρεσε που τελικά ο "δράκος" είχε χαρέμι! χι..χι...αυτό δεν το σκέφτηκαν ποτέ να το κάνουν οι story-tellers του μεσαίωνα! ;-)

    Μπράβο Ερρίκο!!!

    (και thank you!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. σε ευχαριστώ και εγώ από την πλευρά μου για τα καλά σου λόγια. Να εισαι πάντα καλά και να αποτελείς πάντα πηγή έμπνευσης για όλους όσους είναι αρκετά τυχεροί για να σε έχουν φίλη!

    Ερρίκος Σμυρναίος

    ΑπάντησηΔιαγραφή