Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009

ΤΟ ΣΙΩΠΗΛΟ ΧΩΡΑΦΙ


1


Γεννήθηκα τυφλή, χωρίς οπτικά νεύρα, το αποτέλεσμα κάποιας απρόβλεπτης γενετικής μετάλλαξης το δίχως άλλο αφού στην οικογένεια μου δεν υπάρχει κανένα παρόμοιο ιστορικό. Ο κόσμος μου αποτελείται από ήχους και οσμές, από γεύσεις και αποστάσεις που έμαθα να καταγράφω με πολύ μεγάλη ακρίβεια και απ’ τον ανεξάντλητο πακτωλό των πληροφοριών που δέχεται η υπερευαίσθητη επιδερμίδα μου. Μια καλοκαιριάτικη μέρα για παράδειγμα αποτελείται απ’ το ζεστό άγγιγμα του ήλιου πάνω στο πρόσωπο και τα χέρια μου και απ’ το χαρούμενο τραγούδι των πουλιών που πεταρίζουν ανάμεσα στις φυλλωσιές των ψηλών δέντρων που φυτρώνουν στον κήπο του σπιτιού που μοιράζομαι με τους γονείς μου. Ύστερα είναι η αίσθηση του απαλού αγγίγματος του ζεστού αέρα που ρέει γύρω μου σαν μεταξένιο χάδι, φορτωμένος με αμέτρητα διαφορετικά αρώματα ανθισμένων λουλουδιών, η αψιά μυρωδιά της απέραντης θάλασσας που μουγκρίζει σαν κοιμισμένο θηρίο και η μεθυστική ευωδιά του φρεσκοκομμένου γκαζόν που δέχεται τις πρώτες στάλες του ποτιστικού συστήματος που το κρατάει ζωντανό.

Σε γενικές γραμμές θεωρώ ότι έχω γίνει πολύ καλή στο ν’ αντιλαμβάνομαι το περιβάλλον μου χωρίς τη βοήθεια της όρασης. Μπορώ για παράδειγμα να υπολογίσω με μεγάλη ακρίβεια το πόσο μακριά βρίσκεται κανείς απ’ το ρυθμικό ήχο που κάνουν τα παπούτσια του καθώς διασχίζει την επίπεδη επιφάνεια ενός πεζοδρομίου. Αναγνωρίζω γνωστούς και φίλους απ’ τον τρόπο που κινούνται και είμαι σε θέση να σχηματίσω μια νοερή εικόνα του γύρω χώρου παρατηρώντας τον τρόπο που ανακλώνται οι διάφοροι ήχοι πάνω στ’ αντικείμενα που τον αποτελούν. Έμαθα επίσης να διαβάζω τον χαρακτήρα των ανθρώπων απ’ τη φωνή τους. Αυτοί που νιώθουν καλοσύνη μιλάνε απαλά, σαν να χαϊδεύουν τον αέρα που εκπνέουν. Μοιάζουν να περιβάλλονται από τις φυσαλίδες μιας ατόφιας γαλήνης που είναι γεμάτες θαλπωρή ενώ κάποιοι άλλοι που είναι αλαζονικοί επιπόλαιοι ή φθονεροί, μιλάνε κοφτά, με φωνές ρηχές και μεταλλικές, σαν να λαχανιάζουν απ’ την προσπάθεια που καταβάλουν για να επιβληθούν πάνω στους άλλους. Άλλοι πάλι ακούγονται άτονοι, σαν εξαντλημένοι. Αυτοί είναι σίγουρο ότι υποφέρουν από κατάθλιψη.

Κάτι που παλιά μ’ εκνεύριζε πολύ και που ακόμα και σήμερα με κουράζει αρκετά, είναι τα συναισθήματα του οίκτου και της αμηχανίας που πολλοί απ’ αυτούς που μου μιλούν προσπαθούν μάταια να κρύψουν. Η ψεύτικη ευγένεια επίσης, αυτός ο γλυκερός τόνος και το γελοίο τράβηγμα της φωνής, είναι κάτι που ανέκαθεν μ’ έκανε πυρ και μανία. Όταν ήμουν μικρή φερόμουν επίτηδες προσβλητικά σ’ όποιον μου μιλούσε έτσι, μόνο και μόνο για να νιώσω την ικανοποίηση ν’ ακούσω την υποκριτική συμπεριφορά του να δίνει τη θέση της σε μια πολύ πιο γνήσια οργή και επιθετικότητα. Σε γενικές γραμμές πάντως, ανέκαθεν με εξέπληττε το πόσο πολύ οι αρτιμελείς άνθρωποι βασίζονται στην αίσθηση της όρασης. Με τα δικά μου κριτήρια είναι σχεδόν ελαττωματικοί, αξιολύπητα πλάσματα που το σκοτάδι τους μετατρέπει σε αβοήθητους ανάπηρους. Θυμάμαι ακόμα και σήμερα εκείνη τη νύχτα που κόπηκε το ρεύμα, τότε που μόλις είχαμε μετακομίσει στο καινούργιο μας σπίτι στην εξοχή και οι γονείς μου δεν είχαν προσαρμοστεί ακόμα στο καινούργιο περιβάλλον. Μέχρι να βρουν σπίρτα φακούς και αναπτήρες σκόνταφταν εδώ και εκεί σαν ζαλισμένες νυχτερίδες και αν δεν υπήρχα και εγώ για να βοηθήσω την όλη κατάσταση, σίγουρα θα είχαμε θρηνήσει θύματα!

Όταν ζούσαμε ακόμα στην Αθήνα, πήγαινα σ’ ένα ειδικό σχολείο για τυφλά παιδιά. Αν και περνούσα αρκετά καλά εκεί πέρα και είχα κάνει πολλούς φίλους, δεν ήμουν ευτυχισμένη. Το περιβάλλον της Αθήνας με κούραζε πολύ γιατί με δυσκόλευε αφάνταστα στις μετακινήσεις μου. Τα πεζοδρόμια τα γεμάτα με λακκούβες και διπλο-παρκαρισμένα αυτοκίνητα, οι τηλεφωνικοί θάλαμοι με τις στενές βάσεις, οι καρέκλες και τα τραπέζια που οι διάφορες καφετέριες έβαζαν όπου τους κατέβαινε, αποτελούσαν εμπόδια που μετέτρεπαν τις καθημερινές μου διαδρομές σε ψυχοφθόρες περιπέτειες. Ο βρώμικος αέρας, τα εκκωφαντικά κορναρίσματα των αυτοκινήτων και οι πειραγμένες εξατμίσεις των ανεγκέφαλων μηχανόβιων που αλώνιζαν στους δρόμους με μπέρδευαν και με ζάλιζαν και αν δεν υπήρχε ο Τζακ, ο πανέξυπνος σκύλος-οδηγός μου που δεν με άφηνε ποτέ να ξεμυτίζω μόνη απ’ το σπίτι, θα είχα μετατραπεί σε μια αγοραφοβική ερημίτισσα!

Όταν λοιπόν ο πατέρας μου συνταξιοδοτήθηκε και μας πρότεινε να μετακομίσουμε στην επαρχία για ν’ αρχίσουμε μια καινούργια, πιο φυσιολογική (όπως το έθεσε) ζωή, συμφώνησα μαζί του με μεγάλη προθυμία αν και με στεναχωρούσε η σκέψη ότι θ’ απομακρυνόμουν απ’ όλους τους φίλους που είχα κάνει στο σχολείο. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα χανόμουν, ότι θα επικοινωνούσα μαζί τους τηλεφωνικά ή μέσω του skype. Αγόρασα λοιπόν ένα καλό lap-top με ασύρματη σύνδεση, εξειδικευμένο λογισμικό και ειδικό πληκτρολόγιο με ανάγλυφα σύμβολα, ειδικά φτιαγμένα για τυφλούς ανθρώπους και συμμετείχα με ενθουσιασμό στις προετοιμασίες.

Εγκατασταθήκαμε λοιπόν σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη, λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ την Κόρινθο, σε μια μονοκατοικία που περιβαλλόταν από έναν μεγάλο και κατάφυτο κήπο. Ένιωσα πολύ ανακουφισμένη απ’ αυτή την αλλαγή και έτοιμη να ξεκινήσω μια καινούργια, πιο ήρεμη ζωή. Βρήκα δουλειά ως τηλεφωνήτρια σε μια εταιρεία που τα γραφεία της βρίσκονταν στην Κόρινθο, με τη βοήθεια κάποιου οικογενειακού φίλου που γνώριζε τον διευθυντή προσωπικού, και οργάνωσα τη ζωή μου όσο πιο καλά μπορούσα. Τακτοποίησα όλα τα βιβλία μου τα γραμμένα με το σύστημα μπράιγ και τα CD που είχα μαζέψει στα ράφια της βιβλιοθήκης του καινούργιου μου δωματίου, έβαλα σε τάξη τις αγαπημένες μου ταινίες, ειδικά αυτές όπου πρωταγωνιστούσε η Μπάρμπαρα Στρέηζαντ η οποία είναι η χαρά κάθε τυφλού γιατί μιλάει πάντα ΤΟΣΟ πολύ, τακτοποίησα σε αλφαβητική σειρά τα ηχογραφημένα θεατρικά έργα που μου άρεσε ν’ ακούω κάθε βράδυ προτού με πάρει ο ύπνος και ύστερα, αφού ξεμπέρδεψα με όλα αυτά, άρχισα να εξερευνώ τους γύρω δρόμους με τη βοήθεια του πιστού και υπάκουου σκύλου μου. Τότε ήταν που ανακάλυψα για πρώτη φορά το δρόμο που περνούσε δίπλα στο σιωπηλό χωράφι.



2



Η συγκεκριμένη τοποθεσία βρισκόταν χίλια πεντακόσια βήματα περίπου μακριά απ’ το σπίτι μας, προς τη μεριά της θάλασσας. Απλωνόταν δίπλα σ’ ένα ασφαλτοστρωμένο δρόμο που κατέληγε σε μια παραλία που ήταν γεμάτη με καφετέριες και μοσχομυριστά ζαχαροπλαστεία. Ήταν ένα αρκετά μοναχικό και αφρόντιστο σημείο γιατί ποτέ δεν είχα ακούσει κάποιο τρακτέρ να τ’ οργώνει ενώ οι μόνες μυρωδιές που επικρατούσαν εκεί πέρα ήταν η έντονη οσμή της υγρής γης όταν έβρεχε και το διάχυτο άρωμα της μαργαρίτας του θυμαριού και του άγριου βασιλικού τις μέρες που είχε ήλιο. Κάθε φορά που περνούσα από ‘κει πέρα χτυπώντας ρυθμικά και κάπως επιδεικτικά το μπαστούνι μου πάνω στην πολυκαιρισμένη άσφαλτο, ένιωθα κάπως άβολα, ευάλωτη, μ’ έναν απροσδιόριστο τρόπο που μ’ εκνεύριζε πολύ. Λες και περνούσα δίπλα απ’ τη φωλιά ενός θηρίου που κοιμόταν. Βασικά, είχα προσέξει κάποια πράγματα που μ’ έκαναν να νιώθω παράξενα. Καταρχήν, ενώ ήξερα ότι στη μέση του χωραφιού υπήρχε ένα ξεραμένο δέντρο, γιατί όποτε φυσούσε άκουγα τον άνεμο να σφυρίζει ανάμεσα στα γυμνά του κλαδιά, ποτέ μου δεν είχα ακούσει κάποιο πουλί να κελαηδάει και να φτερουγίζει εκεί πέρα. Αλλά γενικά τίποτα δεν πετούσε εκεί γύρω. Ούτε καν έντομα. Ο βουερός ήχος των φτερών τους απουσίαζε ολοκληρωτικά. Ποτέ δεν είχα ακούσει το τρεχαλητό κάποιου ζώου, μιας σαύρας έστω, ή το μελωδικό φτερούγισμα κάποιας μέλισσας που έψαχνε για γύρη. (Αγαπώ πολύ τις μέλισσες. Όταν πετούν γύρω μου ηχούν σαν μικρές βιόλες ενώ η γεύση και το άρωμα του μελιού είναι ότι πιο όμορφο έχω νιώσει στη ζωή μου!)
Κάθε φορά λοιπόν που αποφάσιζα να περάσω από εκεί, μ’ έπιανε κάτι σαν πρόσκαιρη ταχυπαλμία, ένα ακαθόριστο σφίξιμο στην καρδιά που μ’ έκανε να σφίγγω το μπαστούνι μου περισσότερο από ότι ήταν απαραίτητο και να τεντώνω τ’ αυτιά μου όσο πιο πολύ μπορούσα.
Ένιωθα εν ολίγοις ότι εκείνο το μέρος είχε κάτι το παράξενο, ότι το σκέπαζε κάτι σαν μαυρίλα, μια αίσθηση σκοτεινιάς, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη που δεν είμαι και απόλυτα σίγουρη ότι καταλαβαίνω τι ακριβώς σημαίνει. Βασικά είχα την αίσθηση ότι αν ήταν να συμβεί κάτι κακό, θα συνέβαινε σίγουρα εκεί πέρα, ότι εκείνο το έρημο χωράφι ήταν γρουσούζικο κατά κάποιον ακαθόριστο τρόπο. Αλλά ούτε και ο Τζακ ένιωθε άνετα. Κάθε φορά που πλησιάζαμε εκεί, τον άκουγα να αναπνέει πιο επιφυλακτικά και να κινείται απρόθυμα ….και μετά, καθώς περνούσαμε δίπλα απ’ το παράξενο χωράφι, με τραβούσε διακριτικά, σαν να ήθελε μ’ αυτό τον τρόπο ν’ απομακρυνθούμε απ’ αυτό μια ώρα αρχύτερα. Επειδή όμως είμαι άτομο πεισματάρικο και ισχυρογνώμον, αποφάσισα να μην επιτρέψω σ’ εκείνους τους παράξενους φόβους να μ’ επηρεάσουν και έτσι συνέχισα να περνάω από εκείνο το σημείο. Η μοναδική παραχώρηση που έκανα ήταν να υποσχεθώ στον εαυτό μου ότι ποτέ δεν θα περνούσα δίπλα απ’ το σιωπηλό χωράφι μετά τον ερχομό της νύχτας.



3




Ένα βράδυ με κάλεσαν σ’ ένα πάρτι γενεθλίων. Η εορτάζουσα ήταν μια τακτική πελάτισσα της εταιρίας που με είχε συμπαθήσει πολύ. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα που είχε αποφασίσει να με καλέσει στο σπίτι της γιατί αυτή ήταν η πρώτη φορά από τότε που είχα αφήσει την Αθήνα που μου δινόταν η ευκαιρία να συμμετάσχω σε κάποια κοινωνική εκδήλωση ασυνόδευτη, χωρίς την υπερπροστατευτική και αρκετά εκνευριστική παρουσία των γονιών μου.

Αποφάσισα λοιπόν να βάλω τα δυνατά μου για να γίνω όσο το δυνατόν πιο ελκυστική. Ντύθηκα κομψά, μ’ ένα ακριβό φόρεμα που συνήθιζα να φοράω μόνο σε γάμους και βαφτίσια, έβαλα το αγαπημένο μου άρωμα, αγγάρεψα τη μάνα μου να με πάει στο κομμωτήριο και στη συνέχεια πέρασα ένα αγχωτικό μισάωρο αφήνοντάς την να μου κάνει ένα «επαγγελματικό μακιγιάζ» καθώς οι φιλενάδες της που είχαν μαζευτεί στο σπίτι μας για να βοηθήσουν στο μεγάλο γεγονός, φλυαρούσαν ασταμάτητα και με διαβεβαίωναν ότι «ήμουν μια κούκλα».
Ο πατέρας μου ήταν πολύ χαρούμενος που μ’ έβλεπε ν’ αποκτώ επιτέλους μια φυσιολογική κοινωνική ζωή. Αφού μ’ έβαλε να του υποσχεθώ ότι μόλις θ’ αποφάσιζα να γυρίσω σπίτι θα του τηλεφωνούσα, με πήγε με τ’ αυτοκίνητο. Κατά τη διάρκεια του σύντομου ταξιδιού μας τον ένιωθα να μου ρίχνει πλάγιες ματιές, δακρυσμένος σίγουρα και κατασυγκινημένος απ’ το γεγονός ότι η κορούλα του είχε καταφέρει να κάνει νορμάλ φίλους.

Στην αρχή όλα πήγαν πολύ καλά. Το πάρτι ήταν μια χαρούμενη συμφωνία από γέλια και ανέμελες φλυαρίες, ένας ωκεανός από ανδρικά και γυναικεία αρώματα και γαργαλιστικές μυρωδιές καλοψημένων φαγητών. Οι καλεσμένοι είχαν πολύ κέφι, η οικοδέσποινα είχε κάνει θαύματα όσον αφορά το μαγείρεμα, το ποτό έρεε άφθονο και η μουσική που ήταν πολύ καλή ακουγόταν δυνατή και ρυθμική μέσα από κάτι πανίσχυρα ηχεία. Επίσης, κανείς δεν έμοιαζε να νιώθει αμήχανα εξαιτίας μου. Τα μαύρα γυαλιά μου περνούσαν εντελώς απαρατήρητα. Εγώ πετούσα στα σύννεφα και κατάφερα ακόμα και να χορέψω λιγάκι. Μετά προσπάθησα να πιάσω κουβέντα με κάποιον τύπο που μου τράβηξε το ενδιαφέρον γιατί μύριζε πολύ όμορφα και είχε μια αρκετά αρρενωπή φωνή. Αλλά οι προσπάθειές μου έπεσαν στο κενό. Ο Λάμπης, έτσι έλεγαν το επίκεντρο του ενδιαφέροντός μου, αποδείχτηκε εξαιρετικά λιγομίλητος και σχεδόν κακόκεφος. Τελικά τον άφησα στην ησυχία του, απογοητευμένη απ’ τις αποτυχημένες μου απόπειρες να του φτιάξω το κέφι και αποφάσισα να κάνω μια τελευταία επίσκεψη στον ανεξάντλητο μπουφέ. Στη συνέχεια, καθισμένη σε μια πολυθρόνα, σε κάποια άκρη του κοσμοπλημμυρισμένου σαλονιού, κρατώντας σαν τρόπαιο ένα ποτό στο χέρι, τον άκουσα να μιλάει χαμηλόφωνα σε κάποιον γνωστό του:

-«Καλά έκανες και ήρθες ρε Γιάννη,» του έλεγε, «μ’ έσωσες! Εκείνο το φρικιό που βλέπεις δεν μ’ έχει αφήσει να πάρω ανάσα!»

Για μια στιγμή μου φάνηκε ότι είχα παρακούσει αλλά το πνιχτό γελάκι του συνομιλητή του διέλυσε όλες μου τις αμφιβολίες. Στην αρχή με πλημμύρισε ένα καυτό κύμα θυμού αλλά μετά ένιωσα μια πικρή γεύση στο στόμα και κάτι που βούλιαξε μέσα μου, λες και είχα πάθει μια εσωτερική καθίζηση. Ώστε αυτό ήμουν στα μάτια του; Ένα φρικιό; Πολύ καλά λοιπόν, θα τον άφηνα μόνο του, να διασκεδάσει με τις πιο νορμάλ κυρίες της βραδιάς!

Μια κακή ανάμνηση απ’ τα παιδικά μου χρόνια που αναδύθηκε ξαφνικά απ’ το πουθενά, κατάφερε να μου χαλάσει τη διάθεση ακόμα περισσότερο. Θυμήθηκα την εποχή που ζούσα στη Αθήνα και κάθε πρωί έπρεπε να περνάω μπροστά από ένα σχολείο για φυσιολογικά παιδιά για να πάω στη σχολή τυφλών. Κάθε φορά λοιπόν που περπατούσα με το μπαστούνι μου και τον Τζακ μπροστά απ’ τα κάγκελα του σχολικού προαύλιου, άκουγα πειραχτικά σχόλια, σφυρίγματα και αποδοκιμασίες, λες και έκανα κάτι κακό. Τελικά, μην αντέχοντας άλλο αυτή την κατάσταση, αποφάσισα ν’ αλλάξω διαδρομή αλλά μέσα στο μυαλό μου εκείνη η εμπειρία έμεινε καταγεγραμμένη για πάντα ως μια μικρή προσωπική ήττα.

Τώρα, καθώς ξαναζούσα νοερά εκείνο το άσχημο βίωμα, αναρωτήθηκα τι στην ευχή νόμιζα ότι έκανα σ’ εκείνο το σπίτι, το γεμάτο με φυσιολογικούς και χαρούμενους ανθρώπους. Πρόσεξα, με κάποια μικρή καθυστέρηση, ότι όλοι οι καλεσμένοι του πάρτι ήταν μεν ευγενικοί, αλλά κανείς δεν είχε προσπαθήσει να μου κάνει παρέα. Απαντούσαν τυπικά στα σχόλια που τους έκανα, αλλά με την πρώτη ευκαιρία προτιμούσαν να μιλήσουν μεταξύ τους και να μ’ αφήσουν ξεκρέμαστη.

Αποφάσισα να κάνω την έξοδό μου με όσο το δυνατόν περισσότερη αξιοπρέπεια μπορούσα καθόσον ένιωσα ξαφνικά εντελώς εξουθενωμένη και απρόθυμη να αναμετρηθώ με τα ηλίθια συμπλέγματα και τις προκαταλήψεις τους. Άνοιξα με δυσκολία δρόμο ανάμεσα στο δάσος των χαρούμενων φωνών της μουσικής και των αρωμάτων που ανέδιδαν τα φρεσκοπλυμένα σώματα όσων χόρευαν γύρω μου χαρούμενοι, πλησίασα την οικοδέσποινα και την πληροφόρησα ότι είχε έρθει η ώρα να φύγω. Εκείνη προθυμοποιήθηκε να τηλεφωνήσει στον πατέρα μου αλλά εγώ, φουρκισμένη καθώς ήμουν και σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση, κατάλαβα ότι το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσα ν’ αντέξω εκείνη τη στιγμή ήταν η αγχωμένη και στοργική ανάκριση που θα μου έκανε στο αυτοκίνητο, κατά τη διάρκεια της επιστροφής μας στο σπίτι. Αποφάσισα να γυρίσω μόνη μου, με τα πόδια. Διαβεβαίωσα την καλοπροαίρετη οικοδέσποινα ότι δεν θ’ αντιμετώπιζα κανέναν απολύτως κίνδυνο, την άφησα να με οδηγήσει μέχρι την εξώπορτα του σπιτιού, την άκουσα να κλείνει πίσω μου απρόθυμα την πόρτα και άρχισα να περπατώ με βήμα ταχύ και σταθερό μέσα στο καλοκαιρινό σκοτάδι.



4



Χρειάστηκα λίγο περισσότερο από ένα μισάωρο για να ηρεμήσω αρκετά ώστε να καταλάβω ότι είχα κάνει μια σειρά από πολύ σοβαρά λάθη. Μέχρι τότε περπατούσα με βήμα ταχύ, χτυπώντας με δύναμη το μπαστούνι μου στο πεζοδρόμιο, σαν να προσπαθούσα να τσακίσω στο ξύλο κάποιον αόρατο εχθρό.

Καταρχήν, δεν είχα φροντίσει να προσανατολιστώ προτού αρχίσω το περπάτημα και έτσι δεν ήξερα ποια ήταν ακριβώς η κατεύθυνση που ακολουθούσα. Δεύτερον η ώρα ήταν περασμένη και οι δρόμοι που απλωνόταν γύρω μου ήταν εντελώς άδειοι και σιωπηλοί, πράγμα που σήμαινε ότι δεν υπήρχε κανείς που θα μπορούσα να σταματήσω και να του ζητήσω να με πάει στο σπίτι μου ή σε κάποιο κεντρικό σημείο απ’ το οποίο θα μπορούσε να έρθει και να με μαζέψει ο πατέρας μου. Τρίτον, ήμουν μόνη, χωρίς τον πιστό και αγαπημένο μου Τζακ. Τέλος, στο πάρτι είχα κατεβάσει αρκετά ποτηράκια κρασί με αποτέλεσμα να νιώθω κάπως ζαλισμένη. Συνήθως χρησιμοποιώ συγκεκριμένους ήχους του περιβάλλοντός ως σημεία αναφοράς, τον θόρυβο των μηχανών του τραίνου που περνάει έξω από την πόλη σε τακτά χρονικά διαστήματα ακολουθώντας μια τροχιά από βορρά σε Νότο, το βουητό της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων και το μακρόσυρτο τραγούδι των καμπάνων της εκκλησίας του πολιούχου της περιοχής που σημαίνει με ακρίβεια τις ώρες. Έχω μάθει επίσης ν’ απομνημονεύω με μεγάλη ακρίβεια τον αριθμό των βημάτων που κάνω μέχρι να φτάσω σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο και να οσμίζομαι τον άνεμο προκειμένου να καταλάβω που ακριβώς βρίσκομαι γιατί τα περισσότερα μέρη έχουν τη δική τους ξεχωριστή μυρωδιά.

Εκείνο το βράδυ όμως δεν λειτουργούσα σωστά. Καθώς περπατούσα φουρκισμένη, αναθεματίζοντας την ώρα και τη στιγμή που είχα αποφασίσει να πάω σ’ εκείνη την ηλίθια μάζωξη, ούτε τα βήματά μου είχα μετρήσει, ούτε ήξερα προς τα πού πήγαινα. Το μόνο που είχα προσέξει ήταν το ζωηρό τραγούδι των τριζονιών που γέμιζε τη νύχτα, κάτι που σήμαινε ότι είχε πανσέληνο και ότι η επόμενη μέρα θα ήταν αρκετά ζεστή. Κάποια στιγμή που σταμάτησα λαχανιασμένη, ξέπνοη σχεδόν, αντιλήφθηκα για πρώτη φορά ότι γύρω μου απλωνόταν μια βαθιά σιωπή. Και ότι είχα χαθεί. Βασικά δεν είχα την παραμικρή ιδέα για που βρισκόμουν. Έπιασα το κινητό μου, ένα ειδικό μοντέλο που είχα βρει στο Ίντερνετ και το οποίο υπάκουε σε προφορικές εντολές και ετοιμάστηκα να καλέσω τον πατέρα μου αλλά δίστασα την τελευταία στιγμή καθώς σκέφτηκα πόσο ανόητη και επιπόλαιη θα φαινόμουν στα μάτια του, μια μικρή ηλίθια που το’ χε σκάσει από ένα ξένο σπίτι χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω μια τελευταία προσπάθεια για να βρεθώ σε κάποιο λιγότερο ερημικό σημείο και εκεί να βρω ένα ταξί ή κάποιον τέλος πάντων που θα με πήγαινε σπίτι μου και έτσι ξανάρχισα να περπατώ, με πολύ πιο αργά και προσεκτικά βήματα αυτή τη φορά.

Αλλά προτού περάσει πολύ ώρα στάθηκα και πάλι ακίνητη, με τ’ αυτιά μου τεντωμένα. Ένιωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά, ότι η σιωπή που με περικύκλωνε είχε αποκτήσει μια πολύ παράξενη ποιότητα. Ακόμα και το τετέρισμα των τριζονιών ακουγόταν μακρινό και σβησμένο, σαν μέσα από ένα χοντρό τοίχο από γυαλί. Και τότε ένιωσα κάτι σαν ψυχολογική ψυχρολουσία καθώς ένα βαθύ ένστικτο με προειδοποίησε πως με κάποιο τρόπο, ένας θεός ξέρει το πώς, βρισκόμουν κοντά στο σιωπηλό χωράφι. Για μια ακόμα φορά ένιωσα την αλλόκοτη απειλή που έκρυβε εκείνο το μέρος να με τυλίγει σαν πυκνός ιστός αράχνης, την καταπιεστική ενέργεια που ανέδιδε, ένα είδος απρόσωπης μοχθηρίας, να μολύνει τον δροσερό αέρα της νύχτας σαν δηλητηριώδες μίασμα.

Και ύστερα πάγωσα γιατί άκουσα ένα σύρσιμο. Ήχησε δυνατό μέσα στη σιωπή, σαν χαρτόνι που κουρελιάζεται και πλησίασε προς το μέρος μου. Κάτι είχε κινηθεί εκεί κοντά, πολύ κοντά μου, δίπλα στα πόδια μου που έμοιαζαν να έχουν βγάλει ρίζες. Έσφιξα το μπαστούνι μου με τα δυο μου χέρια και ευχήθηκα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να είχα πάρει μαζί μου τον Τζακ, τον όμορφο και στοργικό μου σκύλο που σίγουρα θα με προστάτευε από κάθε κίνδυνο.
Ξαφνικά, ένα κρύο χέρι τυλίχτηκε γύρω απ’ τον αστράγαλο του αριστερού μου ποδιού.



5



Όταν γεννιέσαι τυφλός μαθαίνεις από πολύ μικρή ηλικία να μην κάνεις σπασμωδικές κινήσεις καθώς η αίσθηση της ισορροπίας και του προσανατολισμού σου δεν εξαρτάται απ’ τα οπτικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Έτσι λοιπόν έμεινα ακίνητη, σαν να είχα μεταμορφωθεί σ’ ένα πέτρινο ομοίωμα. Απλά αναρρίγησα σύγκορμη αλλά δεν τόλμησα να βγάλω κιχ. Εκείνη την τρομερή στιγμή, όλες οι δεισιδαιμονίες και οι παράλογοι φόβοι που ξυπνάει το σκοτάδι αναδύθηκαν στο μυαλό μου θριαμβευτικά και άρχισαν να χορεύουν γύρω μου χαρούμενα. Θυμήθηκα τις ιστορίες που είχα ακούσει για στοιχειωμένα μέρη όπου τα φαντάσματα ανθρώπων που είχαν πεθάνει άδικα ή πρόωρα ξυπνάνε στο σκοτάδι και παρενοχλούν τους ζωντανούς. Τα δάχτυλα που έσφιγγαν τον αστράγαλό μου ήταν παγωμένα και άκαμπτα, σαν να ανήκαν σε κάποιο φρεσκοθαμμένο πτώμα. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως θα λιποθυμήσω αλλά κατάφερα τελικά να μαζέψω όλο μου το κουράγιο, να λυγίσω αργά-αργά τα γόνατά μου και να σκύψω πάνω στο δρόμο έτσι ώστε ν’ απλώσω τα χέρια μου και να ψηλαφίσω τα κοκαλωμένα και σκληρά εκείνα δάχτυλα. Η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει για δεύτερη φορά καθώς τα ρουθούνια μου πλημμύρισαν από μια παράξενη μυρωδιά μούχλας και πολυκαιρίας. Οτιδήποτε κι ήταν αυτό το πράγμα που μου έσφιγγε το πόδι μύριζε πραγματικά πολύ παράξενα, σαν κάτι που μόλις είχε ξεμυτίσει από κάποια σαρακοφαγωμένη ντουλάπα. Με χέρια που έτρεμαν, απελευθέρωσα το πόδι μου απ’ το απαίσιο εκείνο σφίξιμο και άρχισα να ψηλαφίζω το σώμα του ανθρώπου που ξάπλωνε μπροστά μου, στη μέση του δρόμου, ακίνητος σαν πεθαμένος, ξεκινώντας απ’ τα μπράτσα του, συνεχίζοντας στο λαιμό και στο πρόσωπο και μετά στο θώρακα την κοιλιά και τα πόδια του. Εκείνος δεν ανταποκρίθηκε στο απαλό μου άγγιγμα, αλλά εγώ, με τις λίγες γνώσεις που διέθετα, κατάλαβα ότι αν και δεν φαινόταν να έχει σπάσει κανένα κόκαλο, ήταν παράξενα άκαμπτος και κρύος, το πρόσωπό του πρησμένο, τα ρούχα του γεμάτα με μικρά σκισίματα που θα μπορούσαν να είναι και επιφανειακές μαχαιριές. Επίσης θα πρέπει να ήταν νέος σε ηλικία γιατί έμοιαζε σχετικά γεροδεμένος και ψηλός, με κοντά μαλλιά και μάλλον αδρά χαρακτηριστικά. Φορούσε ένα τζιν παντελόνι και ένα δερμάτινο μπουφάν που είχε τα μαύρα του τα χάλια, αλλά που με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να χρησιμοποιούσε κάποια μοτοσυκλέτα, διαφορετικά, για πιο λόγο να φοράει κάτι τέτοιο μέσα στο κατακαλόκαιρο; Ο σφυγμός του ήταν τόσο αδύνατος που δεν μπορούσα να τον νιώσω και η έντονη μυρωδιά που ανέδιδε δεν μ’ άφηνε να καταλάβω αν αιμορραγούσε από κάποιο σημείο του σώματός του. Επίσης, δεν μπορούσα με τίποτα ν’ ακούσω ή να αισθανθώ την αναπνοή του, κάτι που με γέμισε με ένα ακαθόριστο συναίσθημα τρόμου. Κατάλαβα ότι αν δεν έκανα κάτι στα γρήγορα, ο άνθρωπος αυτός θα έχανε τη μάχη με το θάνατο. Έπρεπε να πάει σε κάποιο νοσοκομείο, όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Άρχισα να ψάχνω σαν τρελή τις τσέπες μου και ανάσανα με ανακούφιση όταν ξετρύπωσα το κινητό μου τηλέφωνο. Το άνοιξα και ανακάλυψα από τον προειδοποιητικό ήχο που έκανε, ότι η μπαταρία του ίσα που έφτανε για ένα τηλεφώνημα. Είχα ξεχάσει να το φορτίσω σαν ηλίθια, συνεπαρμένη καθώς ήμουν από την προοπτική του πάρτι γενεθλίων που τελικά είχε εξελιχθεί τόσο άσχημα. Εκείνη τη στιγμή βρέθηκα σε δίλημμα, ή θα έπαιρνα τηλέφωνο τον πατέρα μου να έρθει να με πάρει, ή θα έπαιρνα το νοσοκομείο. Επέλεξα το δεύτερο καθώς διαισθανόμουν ότι ο άγνωστος άνθρωπος που κείτονταν μπροστά μου πάνω στην κρύα άσφαλτο δεν είχε πολύ ζωή μέσα του και πως η παραμικρή καθυστέρηση μπορεί ν’ απέβαινε μοιραία. Κάλεσα λοιπόν το κοντινότερο νοσοκομείο, τον αριθμό του οποίου είχα περιλάβει στη μνήμη του τηλεφώνου, τους εξήγησα που ακριβώς πίστευα ότι βρισκόμουν και το πως είχε η όλη κατάσταση.

Στη συνέχεια έκατσα σταυροπόδι δίπλα στον τραυματία και περίμενα στωικά να έρθει το ασθενοφόρο να μας μαζέψει. Η ταραχή μου ήταν τόσο μεγάλη που ξέχασα εντελώς να κάνω το αυτονόητο, να προσπαθήσω να καλέσω και τον πατέρα μου που σίγουρα περίμενε με αγωνία ένα τηλεφώνημά μου.


6


Τα λεπτά άρχισα να κυλούν μακρόσυρτα το ένα μετά το άλλο, με μια σαδιστική βραδύτητα. Καθώς καθόμουν δίπλα στον άγνωστο άνθρωπο, πήρα το κεφάλι του στην αγκαλιά μου και άρχισα να του χαϊδεύω τα μαλλιά, σε μια προσπάθεια να κρατήσω τον εαυτό μου απασχολημένο και να δώσω θάρρος σε μένα περισσότερο, παρά σε αυτόν που έτσι κι αλλιώς δεν καταλάβαινε τίποτα. Κάποια στιγμή όμως τον ένιωσα ν’ αναδεύεται και τον άκουσα ν’ αναστενάζει.

-«Όλα θα πάνε καλά τώρα,» του ψιθύρισα καθησυχαστικά, «σε λίγο έρχεται βοήθεια.»
Εκείνος δεν φάνηκε να με ακούει. Ωστόσο πήρε μια βαθιά αναπνοή και μουρμούρισε τα εξής:
-«Πρέπει να πάω σπίτι μου. Η μάνα μου με περιμένει και θ’ ανησυχεί πολύ. Έχω γενέθλια απόψε και με περιμένει για να τα γιορτάσουμε μαζί. »

Η φωνή του ήχησε ξέπνοη στ’ αυτιά μου. Σας έχω ήδη πει ότι είμαι πολύ καλή στις φωνές αλλά αυτή μου φάνηκε πολύ ασυνήθιστη, φορτισμένη με μια παράξενη θλίψη που έμοιαζε απέραντη και παγερή, σαν μια αχανής θάλασσα του Βορρά. Επίσης, είχε ηχήσει γύρω μου λες και ερχόταν από πολύ μακριά. Χάιδεψα το μέτωπό του για να τον καθησυχάσω, μόνο και μόνο για ν’ ανακαλύψω ότι ήταν παράδοξα παγωμένο κάτω απ’ τα δάχτυλά μου, άκαμπτο και κάπως γλιστερό, λες και ήταν φτιαγμένο από μάρμαρο. Η παράδοξη μυρωδιά του πολυκαιρισμένου υφάσματος με τύλιξε ακόμα πιο σφιχτά, σαν σκονισμένη κουβέρτα. Ξαφνικά άρχισα να φοβάμαι. Τέντωσα τ’ αυτιά μου και προσπάθησα να πιάσω τον παραμικρό θόρυβο που θα σήμαινε ότι κάποιος πλησίαζε ή ότι οι σειρήνες του ασθενοφόρου είχαν αρχίσει επιτέλους να γίνονται ακουστές.

-«Ησύχασε,» μουρμούρισα με πνιγμένη φωνή, «είχες κάποιο ατύχημα αλλά ειδοποίησα το ασθενοφόρο και όπου να’ ναι θα έρθουν να μας πάρουν και όλα θα πάνε καλά.»
Η σιωπή του χωραφιού μας τύλιγε σαν σάβανο, ακίνητη και βαριά σαν τα μαύρα νερά κάποιου ανήλιαγου πηγαδιού. Η αφύσικη αίσθηση του παγωμένου προσώπου κάτω από τις παλάμες των χεριών μου και η τόσο αλλόκοτη μυρωδιά που ανέδιδε, μ’ έκαναν να νιώσω μια αυξανόμενη αίσθηση ασφυξίας.

Ο άγνωστος άνδρας άρχισε να ψιθυρίζει και πάλι και η φωνή του ακούστηκε τόσο κουρασμένη και μακρινή που άθελά μου ανατρίχιασα.

-«Θέλω να μου κάνεις μια χάρη.»
-«Πες μου,» τον παρακάλεσα, μόνο και μόνο για να ελαφρύνω την τρομακτική ατμόσφαιρα του ψύχους και της μοναξιάς που απειλούσε να με πνίξει.
-«Πες στη μάνα μου να με συγχωρέσει που δεν την συνάντησα απόψε. Πες της ότι δεν το έκανα επίτηδες, ότι ήταν ατύχημα. Πες της ότι πρέπει να με συγχωρέσει γιατί δεν αντέχω άλλο να σέρνομαι και να ψάχνω στο σκοτάδι.»

Η θλίψη στη φωνή του ήταν τόσο μεγάλη που παραλίγο να βάλω τα κλάματα. Ήξερα από σκοτάδια εξάλλου, ζούσα και εγώ βουτηγμένη μέσα σ’ αυτά από τη στιγμή που είχα γεννηθεί. Ένιωσα τα νεύρα μου να καταρρέουν καθώς καθόμουν μόνη μέσα στην ερημιά, δίπλα στο απαίσιο χωράφι της αφύσικης σιωπής, με το κεφάλι του ετοιμοθάνατου τραυματία στην ποδιά μου, τόσο κρύο, σαν να είχε λαξευτεί από ένα κομμάτι πάγου.

-«Θα της το πω,» του ψιθύρισα, «θα τη βρω και θα της το πω, στο υπόσχομαι. Αλλά κάνε υπομονή, σε παρακαλώ!»
Στο μεταξύ ο παράξενος φόβος που έσφιγγε την καρδιά μου όλο και περισσότερο, σαν μέγγενη, είχε αρχίσει να γίνεται αφόρητος.
-«Πως σε λένε;» τον ρώτησα σε μια προσπάθεια να σπάσω τη σιωπή.
-«Μιχάλη» μου απάντησε εκείνος.

Όταν λοιπόν άκουσα την σειρήνα ενός ασθενοφόρου να πλησιάζει από μακριά, ανάσαινα με τεράστια ανακούφιση. Επιτέλους, το τρομακτικό ξόρκι της σιωπής και της αφόρητης μοναξιάς καθώς και η θλίψη που μου προκαλούσε η παρουσία του παράξενου τραυματία, θα λύνόταν.
-«Σ’ ευχαριστώ,» τον άκουσα να μου ψιθυρίζει και ξαφνικά, από τη μια στιγμή στην άλλη, ένιωσα το βάρος του κεφαλιού του να χάνεται απ’ την αγκαλιά μου και την αίσθηση του σώματός του να εξαφανίζεται. Άπλωσα τα χέρια μου για να τον αγγίξω αλλά τα δάχτυλά μου συγκρούστηκαν με την τραχιά επιφάνεια της ασφάλτου. Το μυαλό μου πλημμύρισε από ένα κύμα υπερφυσικού τρόμου και μετά, καθώς άκουσα το ασθενοφόρο να σταματάει δίπλα μου, τον εκκωφαντικό ήχο της σειρήνας του να σβήνει και τα χέρια των τραυματιοφορέων να με πιάνουν από τους ώμους, έχασα τις αισθήσεις μου.


7


Ξύπνησα στο νοσοκομείο μετά από αρκετές μέρες, νιώθοντας παράξενα αδύναμη, λες και κάτι είχε ρουφήξει τις ζωτικές μου δυνάμεις. Χρειάστηκα πολύ καιρό για να συνέλθω εντελώς, αλλά όταν τελικά κατάφερα να ξανασταθώ στα πόδια μου, άρχισα να μαθαίνω μερικά πολύ παράξενα πράγματα. Καταρχήν, ότι με είχαν βρει μόνη, καθισμένη σταυροπόδι στη μέση του δρόμου, ακίνητη, βυθισμένη σε κάτι που έμοιαζε με κατατονικό σοκ. Υποτίθεται ότι είχα πάθει νευρικό κλονισμό εξαιτίας του άγχους που είχα υποστεί καθώς περιπλανιόμουν μόνη στους δρόμους, μια αβοήθητη τυφλή μέσα στη νύχτα. Αυτή ήταν η εξήγηση που έδωσαν οι γιατροί στους γονείς μου που κόντεψαν να πεθάνουν απ’ την αγωνία τους καθώς με περίμεναν σκυμμένοι πάνω απ’ το προσκεφάλι μου να ξυπνήσω. Η αστυνομικίνα που με ανέκρινε θεωρούσε ότι είχα απλώς χάσει το δρόμο μου και ότι είχα επινοήσει την ιστορία με τον τραυματία για να τους κάνω να έρθουν πιο γρήγορα και να με μαζέψουν. Κανείς δεν με πίστεψε όταν τους μίλησα για τον τραυματισμένο άνθρωπο που είχα προσπαθήσει να βοηθήσω. Θεώρησαν ότι ήταν ένα δημιούργημα του μυαλού μου. Ύστερα από λίγο άρχισα να το πιστεύω και εγώ.

Κάποια στιγμή βγήκα απ’ το νοσοκομείο και ξαναβρήκα τους κανονικούς μου ρυθμούς αλλά πέρασαν πολλοί μήνες προτού αποτολμήσω να ξαναπλησιάσω το σιωπηλό χωράφι. Ένα απόγευμα ωστόσο, έτυχε να περνάω από εκεί με τον πατέρα μου.

-«Για φαντάσου!» τον άκουσα να μουρμουρίζει μέσα απ’ τα δόντια του.
-«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησα χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω μια νότα άγχους στη φωνή μου.
Βρισκόμασταν στο αυτοκίνητο και αν και το παράθυρο της θέσης του συνοδηγού όπου καθόμουν ήταν κλειστό, αναγνώρισα αμέσως τη μυρωδιά που έβγαζε το σιωπηλό χωράφι.

-«Μια γριούλα προσπαθεί ν’ ανάψει ένα καντήλι στην άκρη του δρόμου.»
-«Που ακριβώς;»
-«Εκεί που σε βρήκαν το βράδυ που μας λαχτάρισες. Τώρα υπάρχει ένα εκκλησάκι σ’ εκείνο το σημείο, απ’ αυτά που φτιάχνουν οι συγγενείς των ανθρώπων που έχουν πεθάνει από τροχαία ατυχήματα.»

Τον παρακάλεσα να σταματήσει. Εκείνος μου έκανε τη χάρη παραξενεμένος απ’ την παράξενη χροιά που είχε αποκτήσει ξαφνικά η φωνή μου.

Βγήκαμε απ’ το αυτοκίνητο και αρχίσαμε να πλησιάζουμε την άγνωστη γριούλα πιασμένοι χέρι-χέρι. Ο χειμώνας πλησίαζε στο τέλος του αλλά εκείνο το απόγευμα φυσούσε ένας κρύος αέρας που έκανε τα μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν και το χορτάρι που φύτρωνε δίπλα μας να θροΐζει παράξενα.

-«Καλησπέρα,» μουρμούρισα ντροπαλά.
-«Καλησπέρα σας,» μας απάντησε εκείνη. Η φωνή της ακούστηκε εύθραυστη και κουρασμένη αλλά ευγενική. Είχε την χροιά ενός ανθρώπου που είχε υποφέρει πολύ στη ζωή του αλλά που δεν είχε εγκαταλείψει την πίστη του σε κάτι ανώτερο.

-«Μπορούμε να σας βοηθήσουμε σε κάτι;»
Η γριούλα έμεινε σιωπηλή. Κατάλαβα ότι με κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω, παραξενεμένη.
-«Θέλεις να μάθεις τι κάνω εδώ πέρα έτσι;» με ρώτησε τελικά.

Έγνεψα καταφατικά. Ένιωσα ότι δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να μην της πω την αλήθεια.
-«Εδώ πέρα, πριν από δέκα χρόνια ακριβώς, πέθανε ο γιός μου,» άρχισε να μου λέει εκείνη, «γύρναγε στο σπίτι με τη μηχανή του αλλά έτρεχε πολύ, έχασε την ισορροπία του, έπεσε και χτύπησε το κεφάλι του σε μια πέτρα, εδώ, σ’ αυτό το χωράφι.»
Έμεινα σιωπηλή καθώς η καρδιά μου είχε αρχίσει να χτυπάει πολύ δυνατά και πολύ παράξενα.

-«Ήταν τα γενέθλιά του,» συνέχισε να μου λέει, «εκείνο το βράδυ τον περίμενα για να τα γιορτάσουμε μαζί. Μου το είχε υποσχεθεί. Τον περίμενα στημένη στην εξώπορτα μέχρι το ξημέρωμα αλλά αυτός δεν ήρθε ποτέ.»
-«Θα πρέπει να περάσατε μεγάλη αγωνία,» της είπε ο πατέρας μου που εξακολουθούσε να με κρατάει από το χέρι σαν να προσπαθούσε να με προστατεύσει από την πίκρα που τύλιγε την ηλικιωμένη γυναίκα.
-«Δεν ένιωθα λύπη,» μας είπε αυτή με ραγισμένη φωνή, «ένιωθα θυμό. Ήταν ένα δύσκολο παιδί που δεν έπαιρνε τα γράμματα και είχε μπλέξει με κακές παρέες. Εκείνο το βράδυ ένιωθα οργισμένη, έξω φρενών που ακόμα και την ημέρα των γενεθλίων του με είχε ξεχάσει και είχε προτιμήσει να διασκεδάσει μπεκροπίνοντας με τους φίλους του. Η λύπη ήρθε μετά.»
-«Εσείς φτιάξατε αυτό το εκκλησάκι;» τη ρώτησα προσπαθώντας να συγκρατήσω τους ξέφρενους χτύπους της καρδιάς μου που την ένιωθα έτοιμη να σπάσει.

-«Ναι, εγώ,» μου απάντησε, «Χρειάστηκα χρόνια για να τον συγχωρέσω για τις στεναχώριες που με πότισε. Ένα βράδυ όμως, το καλοκαίρι που μας πέρασε, είδα ένα παράξενο όνειρο. Έχω κρατήσει τα ρούχα που φορούσε τη νύχτα που πέθανε και πότε -πότε τα βγάζω από το σεντούκι όπου τα φυλάω και τ’ απλώνω στο κρεβάτι του. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, ένα σκισμένο τζιν παντελόνι και ένα δερμάτινο μπουφάν που κόπηκε σε χίλια σημεία τη στιγμή του ατυχήματος, αλλά με βοηθάνε να τον θυμάμαι. Εκείνο το βράδυ λοιπόν που τα είχα απλώσει μπροστά μου και τον σκεφτόμουν με πήρε ο ύπνος και τον είδα μπροστά μου, ξαπλωμένο σ’αυτό ακριβώς το δρόμο και δίπλα του να κάθεται μια κοπέλα με μακριά μαύρα μαλλιά σαν τα δικά σου που του κρατούσε το κεφάλι και του χάιδευε το μέτωπο. Αυτός της ζητούσε να μου πει να τον συγχωρέσω γιατί υπέφερε εκεί που ήταν. Αμέσως ξύπνησα, άρχισα να κλαίω και τον συγχώρεσα με όλη μου την καρδιά. Την επόμενη μέρα βρήκα ένα μάστορα και τον έβαλα να φτιάξει αυτό το εκκλησάκι. Αυτό είναι όλο.»

-«Πως τον έλεγαν το γιό σας;» τη ρώτησα με φωνή που έτρεμε.
-«Μιχάλη. Τον έλεγαν Μιχάλη.»



Ερρίκος Σμυρναίος,Copyright 2009

11 σχόλια:

  1. Καλησπέρα,

    Καθώς διάβαζα την ανάρτηση, και δίχως να προσέξω τον συγγραφέα είτε στο profile του blog είτε κάτω από το κείμενο, ήμουν πεπεισμένη πως επρόκειτο για αληθινή διήγηση της κοπέλας της ιστορίας. Μάλιστα, όταν είπε για το ειδικό laptop, νόμιζα πως και το blog είναι δικό της! Αφελής ή εκπληκτική διήγηση? Μάλλον το δεύτερο....!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλημερα φιλε/η Servirismata,

    Μια διευκρινιση μονο θελω να κανω. Ο υπογραφων και συγγραφεας του διηγηματος (Ερρικος Σμυρναιος) δεν ειναι το ιδιο προσωπο με τον Ξωτικό-νεραιδόπαρμένος Φαντασιόπληκτος Με Οργιώδης Φαντασία Συγγραφέας τον ιδιοκτητη αυτου του blog.

    Παντως ο καλος μου φιλος Ερρικος εχει εναν εκπληκτικο και συναμα παραστατικο τροπο συγγραφεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ευχαριστώ πολύ για τα ευγενικά σχόλια. Εμπνεύστηκα το συγκεκριμένο διήγημα από ένα κείμενο που διάβασα όπου κάποιος τυφλός συμπολίτης μας περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στις μετακινήσεις του στην δύσκολη και χαοτική Αθήνα του 2009 μχ! Αυτό το κείμενο, σε συνδιασμό με το γεγονός ότι μέχρι τώρα τα διηγήματα μου είναι γεμάτα με "οπτικές" περιγραφές τοπίων, μ' έβαλε στον πειρασμό να προσπαθήσω να γράψω κάτι που να βασίζεται στον τρόπο που υποθέτω ότι αντιλαμβάνεται τον κόσμο ένας άνθρωπος που δεν μπορει να δει!
    Και να το αποτέλεσμα!

    Ευχαριστώ και πάλι,

    Ερρίκος Σμυρναίος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. παρα πολυ καλο!συγχαριτηρια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Μου αρεσει που αν και αντρας,γραφεις μεσα απο τα...ματια(!!!) μιας γυναικας. Και οχι καθε φορα με τον ιδιο τροπο. Γενικα μου αρεσει οταν ο συγγραφεας ειναι του αντιθετου φυλου απο τον κεντρικο ηρωα.
    Και παροτι τυφλη η πρωταγωνιστρια, οι εικονες και παλυ πλουσιες, σε μεταφερουν στο κεντρο της ιστοριας σαν σε οθονη τρισδιαστατη!
    Μονο ενα με χαλασε λιγαααακι...γιατι αφησε τη γρια να μιλησει και δεν της ειπε το μηνυμα του γιου;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. ελεος ειπαμε κανω κανενα λαθακι που και που αλλα το "παλυ" ηταν ατυχημα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Νηρηίδα σ' ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια αλλά και για τις εποικοδομητικές σου επισημάνσεις! Έχεις απόλυτο δίκιο σχετικά με το ότι το διήγημα τελειώνει κάπως διαφορετικά από ότι θα ήταν αναμενόμενο, δηλαδή ότι η ηρωίδα δεν πρόλαβε να μεταφέρει το μύνημα του νεκρού γιού στη μητέρα του. Η αλήθεια είναι ότι αυτό το συγκεκριμένο σημείο με παίδεψε πολύ γιατί πραγματικά αφήνει ένα "σεναριακό" κενό στην όλη αφήγηση. Η μόνη δικαιολογία που έχω είναι ότι με αυτό τον τρόπο το σοκ της ηρωίδας αλλά και του αναγνώστη γίνεται κάπως μεγαλύτερο, καθώς η σταδιακή διαπίστωση ότι εκείνο το παράξενο βράδυ η πρωταγωνίστρια κρατούσε στην αγκαλιά της ένα φάντασμα, λειτουργεί με αυτό τον τρόπο πιο "δραματικά". Αλλά είναι όντως ένα ψεγάδι και σ' ευχαριστώ πολύ που το επισημαίνεις. Κατά τα άλλα, μου αρέσει να επινοώ συχνά-πυκνά ηρωίδες αντί για ήρωες γιατί αφενός νιώθω ότι οι γυναίκες είναι καταπληκτικά πλάσματα και αφ' ετέρου γιατί θεωρώ ότι είναι μια ύψιστη πρόκληση για μένα να προσπαθώ να δημιουργώ κάθε φορά πειστικούς γυναικείους χαρακτήρες!

    Να είσαι πάντα καλά,

    Ερρίκος Σμυρναίος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Κάθε φορά μένω άναυδη με τον τρόπο που καταφέρνετε να φτιάχνετε εικόνες. Είναι σαν να είσαι θεατής και όχι αναγνώστης.
    Να είστε καλά, καλό απόγευμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Πολύ όμορφη η αγήφησή σας, με έκανε να ταξιδέψω. Βαριέμαι με τις ατελείωτες περιγραφές, συνέχεια πηδάω σελίδες σε βιβλία όταν υποψιάζομαι κάτι τέτοιο. Όμορφη λοιπόν, και συγκινητική.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. ωχ ωχ ωχ! Τώρα με άγχωσες! Γιατί συνήθως οι ιστορίες μου είναι ΓΕΜΑΤΕΣ περιγραφές! Σ' ευχαριστώ πάντως πολύ για τα ευγενικά σου σχόλια!

    Ερρίκος Σμυρναίος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Για κάποιον λόγο και ενώ υποτίθεται για ιστορία που διηγείσαι μέσα από αισθήσεις εκτός της όρασης, εμένα και πάλι εικόνες μου ήρθαν! Θα έλεγα 7 στα 10. Μου άρεσε, αλλά μάλλον χρειάζεται περισσότερη δουλειά επειδή ο λόγος σου είναι πολύ, πώς να το πώ; Κοινός. Εννοώντας πως το ύφος σου μου θυμίζει περισσότερο ρεπόρτερ παρά συγγραφέα. Δεν ξέρω, αυτή είναι απλώς η αποψή μου, δεν θέλω να επιβάλλω ή να προσβάλλω, λέω ακριβώς αυτό που αισθάνομαι. Μιας κοπέλας η γραφή μόνο με κάνει να λέω "Ουααααου, μα που το σκέφτηκε αυτό;" επειδή έχει δικό της ύφος, κάπως μελαγχολικό, εξωπραγματικό και σουρεαλιστικό. Προς Θεού έτσι, δεν θέλω να σε κατακρίνω, περί ορέξεως κολοκυθόπιττα, απλώς συζήτηση κάνουμε! Καλή έμπνευση εύχομαι στις επόμενες δουλείες σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή