Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

OI ΜΙΚΡΟΙ ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΙ



-«Και τώρα τι κάνουμε;» μας ρώτησε ο Νίκος βαριεστημένα.

Τον κοιτάξαμε και οι δύο με απορία:

-«Ξέρω’ γω;» του απάντησε ο Θανάσης, «Σκέψου εσύ κάτι,» πρότεινε γυρίζοντας προς το μέρος μου.

Το έργο που έδειχνε η τηλεόραση είχε τελειώσει. Ήταν ένα θρίλερ της σειράς όπου ο Κρίστοφερ Λι υποδύονταν ως συνήθως τον κόμη Δράκουλα. Τα ονόματα των συντελεστών της ταινίας σέρνονταν κουρασμένα στην οθόνη.

Ο Νίκος έκλεισε την τηλεόραση με το τηλεκοντρόλ και σηκώθηκε όρθιος:

-«Βαριέμαι,» δήλωσε με βαρυσήμαντο ύφος, «δεν πάμε καμιά βόλτα;»

-«Τι, μέσα στην άγρια νύχτα;»

Μου έριξαν και οι δύο ένα βλέμμα που ξεχείλιζε από ειρωνία.

-«Λοιπόν, εσείς οι Αθηναίοι είστε πολύ φοβιτσιάρηδες τελικά,» σχολίασε ο Θανάσης με περιφρονητικό ύφος.

«-Όλο μαγκιά και λόγια αλλά στην πράξη τίποτα,» πρόσθεσε ο αδελφός του.

-«Αλήθεια ε; Και εγώ σου λέω πως άμα λάχει, είμαι πιο θαρραλέος απ’ τους δυο σας μαζί!» του απάντησα νιώθωντας θιγμένος απ΄τα λόγια του.

«-Απόδειξέ το!» μου φώναξε ο Νίκος κατάμουτρα, εξακολουθώντας να στέκεται όρθιος μαζί μου, προκλητικός σαν σερίφης στην άγρια δύση.

-«Μπορώ να κάνω κάτι που εσείς δεν θα τολμούσατε ποτέ!» του είπα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

-«Δηλαδή;» Ένας μορφασμός αβεβαιότητας χαράχτηκε για μια στιγμή στο πρόσωπο του, πράγμα που μ΄ευχαρίστησε πολύ.

-«Μπορώ να πάω στο παλιό νεκροταφείο τώρα, κι ας είναι Παρασκευή μετά τα μεσάνυχτα!» (Πριν αρχίσει το θρίλλερ με τον κόμη Δράκουλα είχαμε δει στο DVD το «Παρασκευή και δεκατρείς»).

Μια βαριά σιωπή διαδέχτηκε τα λόγια μου. Τα δυό αδέλφια με κοίταξαν αμίλητα.

-«Τι έχετε να πείτε τώρα;» επέμεινα θριαμβευτικά, «ποιός είναι τώρα ο φοβιτσιάρης ε;»

Η αλήθεια είναι πως ακόμα και σήμερα δεν είμαι απόλυτα σίγουρος για το τι μ΄έσπρωξε να προτείνω κάτι το τόσο παράτολμο. Ίσως να έφταιγε το ότι ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών, στο αποκορύφωμα μιας δύσκολης εφηβείας, ίσως το γεγονός πως για πρώτη φορά θα περνούσα ένα καλοκαίρι στο χωριό των γονιών μου όπου δεν γνώριζα κανέναν. Ο Νίκος και ο Θανάσης ήταν συνομίληκοί μου, δίδυμοι και όμοιοι σαν δύο σταγόνες νερό. Είχαμε γνωριστεί το ίδιο εκείνο πρωινό, λίγες ώρες μετά την άφιξή μου στο χωριό τους. Έτρεφα ενδόμυχα την ελπίδα πως θα τα πηγαίναμε καλά, δεν ήθελα επομένως να με περάσουν για δειλό από την πρώτη κιόλας μέρα. Εκείνο το βράδι οι γονείς μας είχαν πάει σ’ένα γειτονικό πανηγύρι, παρακινημένοι απ’ το Αυγουστιάτικο φεγγάρι και από την προοπτική μιας ευχάριστης αλλαγής παραστάσεων.

-«Και ποιός μας λέει πως θα πας στ’ αλήθεια εκεί;» με ρώτησε καχύποπτα ο Νίκος.

-«Αν έχετε πρόβλημα, ελάτε και ‘σεις μαζί μου,» του απάντησα κοιτάζοντάς τον με αγέρωχο βλέμμα.

-«Όπως θέλεις,» ήταν η δική του απάντηση. Λίγα λόγια για το παλιό νεκροταφείο τώρα: Ήταν ένας χώρος όπου βρίσκονταν θαμμένοι οι κάτοικοι ενός χωριού που είχε ξεκληριστεί από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια της κατοχής. Οι επιζώντες εκείνης της καταστροφής είχαν κατεβεί στα πεδινά και είχαν χτίσει το χωριό όπου βρισκόμασταν τώρα. Το παλιό χωριό και το νεκροταφείο του είχαν καλυφθεί από τους θάμνους και τα δέντρα ενός πυκνού δάσους που με τα χρόνια είχε ξανακερδίσει το χώρο που του είχαν στερήσει οι άνθρωποι. Αυτό το γεγονός είχε συμβάλει στη δημιουργία κάποιας ατμόσφαιρας μυστηρίου γύρω του. Γενικά ο κόσμος απέφευγε να περνάει από εκεί κοντά, ιδιαίτερα τα βράδια.



Μόλις απομακρυνθήκαμε και από τα τελευταία σπίτια του χωριού, μακρυά από την ακατάσχετη φλυαρία των τηλεοράσεων που έβγαινε απ’ τα ανοιχτά παράθυρα και τα γαυγίσματα των σκυλιών που ξυπνούσαν στο πέρασμά μας, η νυχτερινή σιωπή απλώθηκε γύρω μας υπογραμμισμένη απ’ το μονότονο τραγούδι των γρύλλων που καλούσαν ο ένας τον άλλο στο σκοτάδι.

Ο αέρας ήταν ζεστός και ακίνητος και τα βήματά μας ηχούσαν ξερά πάνω στα χαλίκια και τις πέτρες του ανηφορικού χωματόδρομου που ακολουθούσαμε. Ο ουρανός κρέμονταν πάνω απ΄τα κεφάλια μας εντελώς ανέφελος και πλημμυρισμένος απ’ το αστραφτερό φως της Πανσέληνου ενώ οι σκιές μας προπορεύονταν γωνιώδεις και κατάμαυρες μπροστά μας, πάνω στον κακοτράχαλο δρόμο. Κοντοσταθήκαμε τελικά στην κορυφή του λόφου που ανεβαίναμε τόση ώρα για να ξαποστάσουμε. Ο δρόμος χωρίζονταν εκεί πέρα στα δύο σχηματίζοντας ένα τρίστρατο. Από εκείνο το σημείο μπορούσαμε να δούμε ολόκληρο το χωριό ν΄απλώνεται φωτισμένο στη μέση μιας μικρής κοιλάδας. Πιο πέρα, απέναντί μας, οι άνυδρες ράχες κάποιων βουνών οριοθετούσαν το τοπίο. Το φεγγάρι που περιβάλλονταν από ένα αχνό φωτοστέφανο, είχε αρχίσει να γέρνει προς τη δύση του με αποτέλεσμα το φως του να έχει αποκτήσει μια κιτρινωπή απόχρωση. Ένα νυχτοπούλι έσκουξε θρηνητικά.

Σαν να ήταν αυτό κάποιο είδος συνθήματος, ο Νίκος είπε:

-«Άντε, πάμε γιατί η ώρα περνάει!»

Η μια διακλάδωση του δρόμου χάνονταν μέσα στις παρυφές ενός σκιερού πευκοδάσους ενώ η άλλη συνέχιζε στην αντίθετη κατεύθυνση και περνούσε μπροστά από ένα παλιό διόροφο σπίτι που ήταν χτισμένο καμιά εκατοστή μέτρα πιο μακριά απ΄το σημείο όπου στεκόμασταν.

-«Κοιτάξτε! Η Λενιώ γυρίζει πάλι,» ψιθύρισε σφυριχτά ο Θανάσης δείχνοντάς μας με το χέρι του το σπίτι. Πραγματικά, μέσα από τα αψιδωτά παράθυρα του δεύτερου ορόφου, που ακόμα και κάτω από το χλωμό φως του φεγγαριού φαίνονταν βρώμικα και σκονισμένα, τρεμόπαιζε μια θαμπή λάμψη που έμοιαζε με αχνό φωτοστέφανο. Ήταν η αδύναμη φλόγα ενός κεριού που μετακινούνταν από παράθυρο σε παράθυρο φωτίζοντας το καθένα με τη σειρά.

-«Ποιά είναι αυτή η Λενιώ;» θέλησα να μάθω.

- «Είναι μια τρελή,» ανέλαβε να μου εξηγήσει ο Νίκος, «Ζει σ΄αυτό το ερείπιο χρόνια τώρα και δεν μιλάει σε κανένα. Ο πατέρας της ήταν πλούσιος και συνεργάζονταν με τους Γερμανούς στα χρόνια της κατοχής, αλλά τελικά τον σκότωσαν οι αντάρτες. Αυτή έμεινε ανύπαντρη και με τα χρόνια τρελάθηκε. Ακόμα του μιλάει πότε-πότε.»

-«Στον πατέρα της μιλάει;» τον ρώτησα κατάπληκτος.

-«Ναι, πιστεύει βλέπεις πως ο γερο-μαυραγορίτης τριγυρίζει ακόμα στο παλιό νεκροταφείο. Εκεί τον έθαψε. Ύστερα οι Γερμανοί έκαψαν όλο το χωριό για εκδίκηση και η Λενιώ έμεινε μόνη να φυλάει τον πατέρα της!»

Μια γυναικεία κραυγή ξεπήδησε ξαφνικά μέσα απ’ το παλιό σπίτι, κάτι σαν κλάμα που έκανε την καρδιά μου να σφιχτεί.

Κοίταξα τους δυο φίλους μου αλλά το αδύναμο φως της Σελήνης άφηνε μετα βίας να φανούν τα πρόσωπά τους. Ξαναρχίσαμε να περπατάμε αμίλητοι, παράξενα επηρρεασμένοι από εκείνη την κραυγή που έβγαινε μέσα από μια ψυχή που είχε χαθεί στο λαβύρινθο της τρέλας.

Ο δρόμος απέκτησε μια μικρή κατηφορική κλίση και μας έβγαλε στις παρυφές του πευκοδάσους. Οι κορμοί και τα φυλλώματα του διαγράφονταν παράξενα κάτω απ’ το ετοιμοθάνατο φως του φεγγαριού. Εμείς βυθιστήκαμε, αμίλητοι πάντοτε, μέσα στο μυστηριακό σκοτάδι που απλώνονταν κάτω απ΄τα κλαδιά των πεύκων, όπου κακόβουλοι τριγμοί και γοργά φτερουγίσματα αντηχούσαν απρόσμενα.

Πότε-πότε, τα φωσφορικά μάτια κάποιου πλάσματος της νύχτας γυάλιζαν φευγαλέα στο σκοτάδι ενώ τα δέντρα έμοιαζαν να βαραίνουν γύρω μας εχθρικά και να σκύβουν απειλητικά προς το μέρος μας.

Ξαφνικά το δάσος κόπηκε στα δύο. Ένα βαθύ ρέμα που η κοίτη του ήταν στρωμμένη με χοντρές κροκάλες ξεπρόβαλλε ανάμεσα απ’ τα δέντρα. Οι όχθες του συνδέονταν μ’ ένα παμπάλαιο ξύλινο γεφυράκι που στηρίζονταν από κάτι χοντροκομμένα δοκάρια.

-«Θα μας κρατήσει λέτε η γέφυρα;» μουρμούρισα με αμφιβολία.

-«Εγώ λέω να περάσουμε ένας-ένας για σιγουριά,» πρότεινε ο Νίκος.

Αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε τη συμβουλή του. Πρώτος πέρασε αυτός, μετά εγώ και τελευταίος ο Θανάσης. Η γέφυρα έτριζε διαπεραστικά κάτω από τα πόδια μου και από στιγμή σε στιγμή περίμενα να γκρεμοτσακιστό στις πέτρες που κάλυπταν την κοίτη του ρέματος.

Τη στιγμή που ο Θανάσης έφτανε στο μέσο της γέφυρας, ένα κροταλιστό φτερούγισμα έσχισε τη νύχτα και μια μεγάλη σκιά πέρασε ξυστά πάνω απ’ το κεφάλι του. Το ότι πρόλαβε να αρπαχτεί από το παραπέτο της γέφυρας τον γλύτωσε από ένα σίγουρο και ίσως θανατηφόρο πέσιμο.

Αυτός δεν περίμενε να δει περισσότερα. Διέσχισε τρέχοντας την υπόλοιπη γέφυρα και μας πλησίασε λαχανιασμένος.

-«Τι ήταν αυτό το πράγμα;» τραύλισε τρέμοντας ολόκληρος.

-«Κάποια νυχτερίδα μάλλον,» υπέθεσα έχοντας κατατρομάξει και εγώ.

-«Μπα, και τι της ήρθε στα ξαφνικά να μου φάει το κεφάλι;»

-«Ίσως αυτό να ήταν μια προειδοποίηση,» του απάντησα εκφράζοντας άθελά μου τη σκέψη που είχε περάσει και από τα μυαλά όλων μας.

Με κοίταξαν και οι δύο χωρίς να βγάλουν λέξη. Χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε, αρχίσαμε να περπατάμε και πάλι, ακολουθώντας το δρόμο που είχε γίνει τώρα στενός και είχε υιοθετήσει και πάλι μια ανηφορική κλίση, παγιδευμένοι λες από τη νοσηρή έλξη που ασκούσε πάνω μας το σκοτεινό δάσος και ο μακάβριος προορισμός μας. Κάποια στιγμή φτάσαμε σ’ ένα μεγάλο πλάτωμα όπου ανακαλύψαμε έναν πέτρινο φράχτη πάνω στον οποίο φύτρωναν γλειώδεις λειχήνες και αγριόχορτα.

Είχαμε φτάσει στο παλιό νεκροταφείο.



Μια ετοιμόρροπη εκκλησούλα υψώνονταν μπροστά μας, δίπλα σε μια σειρά από σκυθρωπά κυπαρίσσια. Ο πέτρινος θόλος της μου θύμισε γυμνό ανθρώπινο κρανίο. Οι κηλίδες της μούχλας που σπίλωναν την επιφάνειά του μου έφεραν στο νου τους παράξενους μύκητες που παλιά ο κόσμος πίστευε πως φύτρωναν πάνω στα νεκρά κεφάλια των κρεμασμένων.

Ανάμεσα από τους χοντρούς κορμούς των δέντρων ξεφύτρωναν δεκάδες παμπάλαιοι σταυροί από ξύλο που είχε μαυρίσει με τα χρόνια. Οι περισσότεροι έγερναν προς το έδαφος, μοιάζοντας με άσαρκα χέρια που πάλευαν να συρθούν έξω από κάποια υπόγεια φυλακή. Μισοδιαλυμένα κλαδιά, σάπια φύλλα και αγριόχορτα κάλυπταν το μουχλιασμένο χώμα. Όλο αυτό το μέρος ήταν βουτηγμένο σ΄ένα παράξενο ημίφως, μια κιτρινωπή αχλύ που πήγαζε μέσα από τη γεμάτη με αποσύνθεση γη.

-«Σαν πολύ ησυχία δεν έχει εδώ πέρα;» μουρμούρισε ο Θανάσης.

Είχε απόλυτα δίκιο. Το τραγούδι των γρύλλων, οι μακρινοί κρωγμοί των νυχτόβιων πουλιών και όλοι τέλος πάντων οι ήχοι που ακούει κανείς σ΄ένα δάσος το βράδυ, απουσιάζαν τελείως.

Μια καταθλιπτική σιγή τύλιγε εκείνο το μέρος όπου είχε κανείς την εντύπωση πως τον παρακολουθούσαν αόρατα μάτια στο σκοτάδι, από κάθε μεριά. Καθώς ξαναρχίσαμε να περπατάμε ανάμεσα από τους τάφους, κυριεύτηκα από τη φοβερή εντύπωση πως το θρόισμα του χορταριού που έλυωνε κάτω από τα παπούτσια μας ηχούσε ύπουλο και εχθρικό. Θα΄λεγε κανείς πως το ίδιο το χορτάρι μας λοξοκοίταζε κακόβουλα.

-«Κοιτάξτε εκεί πέρα!»

Τινάχτηκα σαν να με είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. Τόσο τεντωμένα ήταν τα νεύρα μου. Κοίταξα το σημείο που μας έδειχνε ο Νίκος. Αντίκρυσα έναν τάφο που ήταν διαφορετικός από τους άλλους. Ήταν μεγάλος, μαρμάρινος και έμοιαζε να έχει φτιαχτεί μόλις χθες. Ένας ογκώδης σταυρός ήταν στημένος πάνω του. Στο μπροστινό μέρος αυτού του τάφου υπήρχαν χαραγμένα γράμματα που φάνταζαν εξωπραγματικά μαύρα σε σύγκριση με την ασπριδερή ομοιομορφία του υπόλοιπου μνημείου.

Πλησιάσαμε τον τάφο και διαβάσαμε σιωπηλοί τα μαύρα γράμματα.

-«Είναι ο τάφος του πατέρα της Λενιώς!» αναφώνησε ο Θανάσης. Στην πάνω πλευρά του ανακαλύψαμε μια μαρμάρινη πλάκα στο κέντρο της οποίας υπήρχε ένας σκουριασμένος κρίκος. Η πλάκα αυτή ήταν ήδη μισοανοιγμένη, λες και τα χρόνια που είχαν περάσει, είχαν καταφέρει να την μετακινήσουν από τη θέση της.

–«Τι λέτε; Τον ανοίγουμε;» πρότεινε ο Θανάσης.

Τον κοίταξα τρομαγμένος. Η φωνή του είχε ακουστεί παράξενα στριγκή ενώ το πρόσωπό του έμοιαζε να λάμπει αφύσικα μέσα στο νεκρικό ημίφως του νεκροταφείου.

-«Γιατί όχι;» συμφώνησε ο αδελφός του. «Να δούμε πως είναι μετά απ’όλα αυτά τα χρόνια!»

Χωρίς καν να ζητήσουν τη γνώμη μου, τράβηξαν με δύναμη τον κρίκο με αποτέλεσμα η πλάκα να καταρρεύσει μπροστά στα πόδια μας μ’ έναν ανατριχιαστικό γδούπο που αντιλάλησε σαν σήμαντρο.

Οι αμέτρητες νυχτερίδες που όλη αυτή την ώρα φώλιαζαν στις κουφάλες των γύρω δέντρων, άρχισαν να πετάνε τρομαγμένες τσιρίζοντας διαπεραστικά και γεμίζοντας τον αέρα του παλιού νεκροταφείου με τα κροταλίσματα των μεμβρανοειδών φτερών τους. Ένα πραγματικό πανδαιμόνιο ξέσπασε γύρω μας λες και με το άνοιγμα του τάφου είχε πατηθεί κάποιο αόρατο κουμπί συναγερμού.

Μπροστά μας αποκαλύφθηκε ένα χωμάτινο παραλληλόγραμμο που είχε το χρώμα της μουλιασμένης στάχτης.

Αδιαφορώντας εντελώς για τις εκκωφαντικές τσιρίδες των τρομαγμένων νυχτερίδων, ο Νίκος και ο Θανάσης άρχισαν να σκάβουν με γυμνά χέρια το γλιτσιασμένο χώμα.

Έτσι όπως τους έβλεπα να σκαλίζουν το έδαφος ξέφρενα, με νύχια που είχαν μαυρίσει από τα χώματα, μου φάνηκαν απάισιοι, σαν πεινασμένοι νεκροφάγοι που πάλευαν να ξεθάψουν κάποιο αποτρόπαιο λάφυρο.

Ένα παραλυτικό συναίσθημα φρίκης μ΄εμπόδιζε να προσπαθήσω να τους σταματήσω. Η μήπως ήθελα κι εγώ, βαθιά μέσα μου, να δω το νεκρό με τα ίδια μου τα μάτια;

Κάποια στιγμή άγγιξαν κάτι επίπεδο και σκληρό. Ήταν το καπάκι ενός φέρετρου που είχε αποκτήσει το μαύρο χρώμα του εδάφους.



Κυριευμένος από ένα αλλόκοτο ξόρκι, τους άφησα να διαλύσουν το καπάκι με μερικά δυνατά χτυπήματα των χεριών τους και να απομακρύνουν τα κομμάτια του. Κοιτάξαμε το εσωτερικό του τάφου νιώθωντας τώρα ένα παράξενο δέος, σαν να παραβιάζαμε το άδυτο ενός πανάρχαιου ναού:

Μέσα στο παραλληλόγραμμο άνοιγμα αναπαύονταν ο κιτρινωπός και λασπωμένος σκελετός ενός ανθρώπου. Βρισκόταν σε τέλεια κατάσταση.

Το κρανίο του κείτονταν γερμένο στο πλάι συγκρατώντας ανάμεσα στα βρώμικα δόντια του την ανάμνηση της τελευταίας πνοής του νεκρού. Τα χέρια του ήταν σταυρωμένα πάνω στα τόξα των πλευρών του με τις φάλαγγες των δακτύλων να ξεχωρίζουν μια-μιά ανάμεσά τους.

Ο σκελετός, πράγμα παράξενο ίσως, δεν ανέδιδε καμία αποκρουστική μυρωδιά. Αντίθετα, ένα ανεξήγητο κύμα θερμότητας ξεχύνονταν μέσα απ’ τον ανοιγμένο τάφο. Το συνέκρινα νοερά με τη ζέστη που νιώθει κανείς όταν πλησιάζει το χέρι του στο πυρακτωμένο μάτι μιας ηλεκτρικής κουζίνας.

Καθώς έσκυβα από πάνω του, διέκρινα κάτι γυαλιστερό, κάτι που στραφτάλιζε σαν άστρο ανάμεσα στα κίτρινα οστά.

Με χέρι που έτρεμε, ξεκόλλησα από τ’ άσαρκα χέρια του νεκρού ένα βαρύ δαχτυλίδι από χρυσάφι που ήταν περασμένο στο δεξί μικρό δάχτυλό του. Στην προσπάθεια μου αυτή ωστόσο, το οστέινο δάχτυλο έσπασε από τη ρίζα του σαν ξερό στάχυ.

Φόρεσα το δαχτυλίδι στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού μου χεριού όπου εφάρμοσε σχεδόν τέλεια.



Εκείνη τη στιγμή οι νυχτερίδες σταμάτησαν να φτερουγίζουν και μια βαριά σιωπή έπεσε για άλλη μια φορά πάνω στο νεκροταφείο. Ήταν όμως μια σιωπή διαφορετική, γεμάτη ένταση, μια σκόπιμη κατάσταση αναμονής.

Ύστερα, μέσα από την απόλυτη εκείνη ησυχία, ακούστηκε ένας καινούργιος ήχος. Ένα διαρκώς αυξανόμενο θρόισμα, σαν ολόκληρο το δάσος να έπαιρνε μια βαθιά εισπνοή. Ένας ζεστός άνεμος πέρασε μέσα απ’ τις πευκοβελόνες των δέντρων σαν κάτι να ξυπνούσε και να ταξίδευε με τα φτερά του ανέμου ξεσηκώνοντας ένα στροβιλιζόμενο σύννεφο ξερών φύλλων και σκόνης.

Οδηγημένοι από κάποιο πανίσχυρο ένστικτο φυγής που ξύπνησε μέσα μας, αρχίσαμε να τρέχουμε μακρυά απ’τον τάφο, προς την έξοδο του νεκροταφείου.

Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Κάποιος στέκονταν εκεί και μας περίμενε. Ήταν μια καμπουριασμένην ανθρώπινη φιγούρα που τυλίγονταν από ένα μακρύ φόρεμα.

-«Ποιοί είστε εσείς; Τι γυρεύετε εδώ πέρα;» Η φωνή της ακούστηκε στριγκή, σαν το κρώξιμο ενός θυμωμένου κόρακα.

Τα πόδια μου λύθηκαν και έπεσα στα γόνατα έχοντας παραλύσει από το φόβο μου. Ο ο αέρας που εξακολουθούσε να δυναμώνει, λυσσομανούσε γύρω από τα δέντρα και τους τάφους σαν την ψυχή ενός κολασμένου.

Η φριχτή μορφή άρχισε να μας πλησιάζει και μέσα στο απόκοσμο φως του νεκροταφείου είδα πως είχε μακρυά λευκά μαλλιά που κουλουριάζονταν γύρω από το πρόσωπό της σαν βασανισμένα φίδια. Το φόρεμα της έμοιαζε με γκρίζο σάβανο και κυμάτιζε γύρω της φρενιασμένο σαν πολεμικό λάβαρο. Ο Νίκος και ο Θανάσης προσπάθησαν να με σηκώσουν στα πόδια μου αλλά εγώ είχα παραλύσει εντελώς.

Μου φάνηκε πως η οπτασία είχε έρθει μόνο για μένα, για να με τιμωρήσει για τη βεβήλωση του νεκρού.

Εκείνη στάθηκε από πάνω μου. Το πρόσωπό της ήταν απαίσιο, έλαμπε αποσκελετωμένο και παραμορφωμένο από ένα πυκνό δίχτυ βαθιών ρυτίδων. Το ξεδοντιασμένο της στόμα άνοιξε και πάλι:

-«Τι κάνατε στον πατέρα μου; Ποιοί είστε;»

Τα μάτια της έλαμψαν τρομαχτικά, πυρπολήθηκαν από τη φωτιά της τρέλας καθώς το βλέμμα της καρφώνονταν στο δαχτυλίδι πού φορούσα.

Ξαφνικά την είδα να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω ενώ μια εφιαλτική έκφραση απόλυτου τρόμου απλώνονταν στο πρόσωπό της.

Ο Θανάσης στρίγκλισε τρομοκρατημένος, ένα σκληρό χέρι με άδραξε από τον ώμο ενώ μια ανυπόφορη μυρωδιά, μια αδυσώπητη δυσωδία ατόφιας σαπίλας, μας περικύκλωσε όλους ασφυκτικά.

Αυτό είναι και το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι.

Μου φάνηκε πως γύρω μου εξερράγει μια εκτυφλωτική αστραπή που με θάμπωσε ολότελα. Στη συνέχεια σωριάστηκα καταγής, μέσα στο σπλαχνικό έρεβος της αναισθησίας.



Ξύπνησα σ’ ένα νοσοκομείο. Τα ανήσυχα πρόσωπα των γονιών μου έσκυβαν πάνω απ’ το κεφάλι μου. Το δεξί μου χέρι ήταν τυλιγμένο με χοντρές άσπρες γάζες. Αργότερα με επισκέφθηκε ένας αστυνομικός ο οποίος ήθελε να του πω με κάθε λεπτομέρεια τι συνέβει πραγματικά στο παλιό εκείνο νεκροταφείο. Έμαθα πως η Λενιώ, ο Θανάσης και ο Νίκος είχαν βρεθεί εκεί πέρα νεκροί.

Όταν βγήκα από το νοσοκομείο όλοι είχαν ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα πως η Λενιώ μας είχε επιτεθεί μέσα στην τρέλα της και μετά είχε αυτοκτονήσει.

Αλλά εγώ ξέρω καλύτερα.

Δεν ήταν η Λενιώ που σκότωσε το Νίκο και τον Θανάση.

Όταν μου έβγαλαν τις γάζες αντίκρυσα αυτό που είχα ήδη υποψιαστεί:

Το δαχτυλίδι του νεκρού έλειπε φυσικά, όπως και το μεγάλο μου δάχτυλο το οποίο είχε ξεριζωθεί από τη ρίζα του.



Ερρίκος Σμυρναίος,Copyright 2006

4 σχόλια:

  1. απλα σα να το ζουσα, μονο μια απορια εχω...την κορη του γιατι την σκοτωσε;;;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ίσως γιατί προσπάθησε να τον εμποδίσει να σκοτώσει τα παιδιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ευχαριστώ πολύ για τα εγκωμιαστικά αλλά και τα διευκρινιστικά σχόλια. Μόλις επέστρεψα και εγω από διακοπές! Εύχομαι καλό χειμώνα σε όλους μας!

    Ερρίκος Σμυρναίος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καλως ορισες πισω Ερικ..ελπιζω να εμπνευστηκες απο τις περιπετειες σου για νεα διηγηματα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή