Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

Dark Angel


Για δεύτερη φορά στην ύπαρξη του, διέσχιζε τις πολύβουες λεωφόρους της επίσης θορυβώδους πόλης. Η πρώτη φορά ήταν τόσο διαφορετική... τότε είχε προσωρινά αποποιηθεί των καθηκόντων του, ήταν πιο ανάλαφρος, γεμάτος ελπίδα και τόλμη για το μέλλον. Τώρα ήταν κουρασμένος και μπερδεμένος. Τραυματισμένος και γεμάτος οργή. Οργή όχι για κάποιον άλλον, αλλά για τον εαυτό του. Για αυτόν το δειλό, φυγόπονο, ανόητο εαυτό. 

Πως μπορούσε να ελπίζει ότι θα ξέφευγε έτσι απλά; Ήταν σίγουρο ότι θα υπήρχε κάποιο τίμημα, μόνο που αυτός δεν μπόρεσε να το συνειδητοποιήσει, παρα μόνο όταν ήταν πολύ αργά για να αντιδράσει. 

Έτσι, όχι μόνο τον έδιωξαν απο την Πρώτη Πόλη-Φρούριο, αλλα του στέρησαν και τις περισσότερες δυνάμεις του. Τον παράτησαν σχεδόν νεκρό, εξω απ’το γιγάντιο κτίσμα. Δεν θα είχε επιβιώσει, αν δεν συγκέντρωνε τη σκέψη του στο μοναδικό πράγμα που του απέμενε, και μπορούσε να στηριχθεί: Εκείνη. Την ανθρώπινη οντότητα που είχε καταφέρει να τον απομακρύνει, έστω και για λίγο, απο την άτεγκτη, άφθαρτη πλευρά του, και να τον κάνει να νιώσει όπως θα ένιωθε ένας... θνητός. Ένας ερωτευμένος –ό,τι κι αν σημαίνει αυτό- θνητός. 

Αργά ή γρήγορα, όμως, έπρεπε να την αφήσει. Ο ίδιος ήξερε οτι οι πιθανότητες να ξαναγυρίσει κοντά της ήταν μηδαμινές. Παρόλα αυτά, γνωρίζοντας την επιρροή που ασκούσε επάνω της, της έδωσε μια υπόσχεση. Μπορεί να ήταν ψεύτικη, αλλα την ξεστόμισε χωρίς ίχνος ντροπής: «Κάποια μέρα θα ξαναγυρίσω». Και την άφησε να ελπίζει. Μάταια. 

Διώχνοντας τις δυσάρεστες αυτές σκέψεις απο το μυαλό του, συνέχισε το δρόμο του. 

Φορούσε μαύρα ρούχα, μαύρο παλτό, και μαύρες μπότες: Το χρώμα αυτό τον εξέφραζε καλύτερα απο κάθε άλλο. Μαύρο... το χρώμα που καταπίνει όλα τα άλλα. Φωτεινά, ελπιδοφόρα, μελαγχολικά... Όλα χάνονται μέσα του. 

Περπατούσε στους δρόμους της πόλης χωρίς να έχει καμιά συγκεκριμένη κατεύθυνση κατα νού. Άφηνε το ένστικτο και τις αναμνήσεις του να τον οδηγήσουν, και το σώμα του υπάκουε. 

Αν και ήταν περασμένα μεσάνυχτα, παρατηρούσε έντονη δραστηριότητα. Οι θνητοί έβγαιναν για να διασκεδάσουν. Συνάντησε πολλές ομάδες ανθρώπων, προσπερνώντας τις, με την ίδια απορία να σχηματίζεται στο μυαλό του κάθε φορά: Νιώθουν στ’αλήθεια όλοι αυτοί οι άνθρωποι χαρά; Ή έτσι προστάζει η κοινωνία τους; 
Όλοι τους χαμογελούσαν και αστειεύονταν. Τι είναι όλα αυτά, αν όχι μια απελπισμένη προσπάθεια να καλύψουν το κενό μέσα τους; 

Κάποια στιγμή, καθώς διέσχιζε ένα σκοτεινό, βρώμικο δρομάκι, δύο αλήτες πήγαν να τον ληστέψουν. Θολωμένα μυαλά, ανθρώπινοι μύες και δύο μαχαίρια, ενάντια στην στρατιωτική εμπειρία μιας χιλιετίας. Ήταν σχεδόν κωμικό. 
Δεν έζησαν για να καταλάβουν τη λεπτή ειρωνεία της κατάστασης. 

Αφού καθάρισε, όσο μπορούσε, τα ρούχα του απ’το αίμα των δύο άτυχων, συνέχισε την περιπλάνηση του, ενώ κάθε λεπτό που περνούσε, αμφέβαλλε όλο και περισσότερο για την αξία της σημερινής ανθρωπότητας. 



Καταραμένο βρωμόκρυο... σκέφτηκε η γυναίκα που, τυλιγμένη μόνο με το σεντόνι της, προχωρούσε με αργά βήματα προς την άκρη της ταράτσας. Είκοσι όροφοι – ούτε μία πιθανότητα να τη γλυτώσω. Είχε ακούσει και για άλλες αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας, και ήθελε να είναι σίγουρη πως η δικιά της θα πετύχαινε. 

Είκοσι ολόκληρα χρόνια είχαν περάσει απο τότε που τον γνώρισε. Είκοσι χρόνια αναμονής, πόνου, θλίψης και απογοήτευσης. Κάθε μέρα, κάθε λεπτό, κάθε γαμημένο δευτερόλεπτο περίμενα να εμφανιστεί! Μου το είχε υποσχεθεί... 

Είκοσι χρόνια, και ακόμα δεν είχε καταφέρει να αποτινάξει την επιρροή του από πάνω της. Ενώ ήταν πεπεισμένη ότι δεν επρόκειτο να τον ξανάβλεπε ποτέ, κάτι μέσα της της απαγόρευε να αποκηρύξει την υπόσχεση του, ως ψεύτικη. Ακόμα, ένα απειροελάχιστο κομμάτι του εαυτού της ένιωθε πως εκείνος θα ξαναγυρνούσε. 
Γι’αυτό τώρα θα έδινε ένα τέλος. Στην αναμονή, στον πόνο, στην ζωή της. 

Έφτασε στο πεζούλι. Ανέβηκε προσεκτικά. Κοίταξε για μια τελευταία φορά την πόλη που απλωνόταν γύρω της. Περίμενε να ξυπνήσει κάποιο συναίσθημα μέσα της – έτσι δε γίνεται στις ταινίες; 
Περίμενε να νιώσει νοσταλγία, θλίψη, πόνο, κάτι τέλος πάντων, που να δίνει στην πράξη της κάποιο νόημα. Τίποτα. Η πόλη φαινόταν τόσο κενή όσο ποτέ άλλοτε, με τα πελώρια, γυάλινα κτίρια της, και τις απέραντες λεωφόρους της. 

Πήρε μια βαθιά ανάσα, και πήδηξε. 



Είχε φτάσει στον προορισμό του. Η γυάλινη, εικοσαόροφη πολυκατοικία δεν είχε αλλάξει στο ελάχιστο απο την τελευταία φορά που την είχε επισκεφθεί. Κατευθύνθηκε προς την είσοδο, όταν μια κίνηση, στην κορυφή του κτιρίου, του τράβηξε την προσοχή. 

Κάτι, ή μάλλον κάποιος, έπεφτε. Με μεγάλη ταχύτητα. Δεν χρειάστηκε να παρατηρήσει τον θνητό για πολύ, για να καταλάβει ότι επρόκειτο για γυναίκα. Και αμέσως συνειδητοποίησε ότι ήταν η γυναίκα για την οποία είχε έρθει μέχρι εδώ. Δεν άφησε τις προφανείς απορίες και τα συναισθήματα του να τον καθυστερήσουν. 

Με αστραπιαίες κινήσεις πέταξε το παλτό και το πουκάμισο του, μένοντας γυμνός απο τη μέση και πάνω. Το δέρμα του ήταν γεμάτο χαραγμένα σύμβολα. 

Γονάτισε και αυτοσυγκεντρώθηκε. Ύστερα απο δευτερόλεπτα, ολόκληρο το σώμα του τραντάχτηκε απο σπασμούς, καθώς δύο κατάμαυρα φτερά ξεπρόβαλλαν απο τις ωμοπλάτες του. Ευτυχώς δεν τα έκοψαν, όταν μου αφαιρούσαν τις υπόλοιπες δυνάμεις μου, σκέφτηκε. 

Αφού βεβαιώθηκε ότι μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει, τινάχτηκε προς τα πάνω, ωθούμενος απο αυτά, και, σχίζοντας τον αέρα, πέταξε προς το μέρος της γυναίκας. 




Την αίσθηση της απότομης πτώσης την είχε νιώσει πολλές φορές μικρή, όταν πήγαινε στο λούνα-παρκ της γειτονιάς της, σε εκείνο το παιχνίδι που σε έριχνε απότομα προς τα κάτω, αλλά κάθε φορά ήταν το ίδιο τρομαχτική με τις προηγούμενες. 

Προσπάθησε να αδειάσει το μυαλό της απο κάθε σκέψη, κάθε έννοια, και να «απολαύσει», στο βαθμό που ήταν δυνατόν, το τελευταίο της «ταξίδι». 

Ξαφνικά τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα απο έκπληξη και φόβο, καθώς είδε ένα θολό, μαύρο σχήμα, απ’το οποίο μπορούσε να διακρίνει μόνο δύο μαύρες φτερούγες, να πετά προς το μέρος της με τρομερή ταχύτητα. 

Τα πάντα γύρω φάνηκαν να κινούνται πιο αργά, και μπόρεσε να δεί καθαρά τη μορφή που την πλησίαζε. Ο άγγελος του Θανάτου ήρθε να με πάρει, αναλογίστηκε, μέσα στην ταραχή της. 

Μια ανεξήγητη χαλάρωση ακολούθησε, και μόλις τα χέρια του αγγέλου την άρπαξαν στον αέρα, ο κόσμος της έσβησε. 



Η χαρά που ένιωσε, καθώς την κρατούσε στην αγκαλιά του, ήταν απερίγραπτη. Χωρίς να παρασύρεται όμως, κατευθύνθηκε προς το έδαφος, όπου η γυναίκα θα ήταν ασφαλής. Το γεγονός ότι ούτε φώναζε, ούτε κουνιόταν, τον παραξένεψε, αλλά αμέσως καθησύχασε τον εαυτό του, αναλογιζόμενος ότι ίσως είχε λιποθυμήσει. 

Αφού τα πόδια του πάτησαν γερά στην παγωμένη άσφαλτο, απόθεσε την κοπέλα προσεκτικά κάτω. Έδωσε στον εαυτό του λίγο χρόνο για να την θαυμάσει, πριν την ξυπνήσει. Τόσο όμορφη... είναι σαν όνειρο... Δεν πρόκειται να την ξανααφήσω. Θα είμαστε μαζί για πάντα... 

Παρατηρώντας την πιο προσεκτικά, πρόσεξε πως δεν φαινόταν να αναπνέει. Βιαστικά, ακούμπησε το δείκτη και το μέσο του στο λαιμό της. Η απλή διαπίστωση που ακολούθησε τον κλόνισε συθέμελα: Δεν είχε παλμό. 

Ήξερε πως ήταν μάταιο να αρχίσει να παρακαλά να ξυπνήσει ή να αρχίσει να κλαίει απο πάνω της. Το μοναδικό του στήριγμα, η μόνη του ελπίδα σε έναν κατεστραμμένο κόσμο, είχε πετάξει μακρυά. 

Δεν έσταξαν δάκρυα στο πρόσωπο της, όπως θα ήταν αναμενόμενο, γιατι εκείνος δεν μπορούσε να κλάψει. Ο ουρανός έκλαιγε για χάρη του, στολίζοντας το πρόσωπο της νεκρής γυναίκας με τα υδάτινα μαργαριτάρια του. 

Δεν μπορούσε να την κοιτάζει πια. Γυρνώντας το πρόσωπο του αλλού, και είδε μια τεράστια διαφήμιση, που έδειχνε ένα ζευγάρι να αγκαλιάζεται ευτυχισμένο. Έσκυψε το κεφάλι του, προσπαθώντας να συγκρατήσει τον εαυτό του. 

Έριξε μια τελευταία ματιά στο άψυχο σώμα της Ελπίδας. 

Ύστερα, δίπλωσε τα φτερά του, και έφυγε περπατώντας αργά.


Ξωτικό-νεραιδόπαρμένος Φαντασιόπληκτος Με Οργιώδης Φαντασία Συγγραφέας, Copyright 2004

6 σχόλια:

  1. Πολύ ενδιαφέρον....μια σπαραχτική παραβολή για το ανέφικτο μιας αγάπης που ξεπερνάει τα ανθρώπινα μέτρα. Ανυπομονώ να διαβάσω περισσότερα έργα σου.

    Ερρίκος Σμυρναίος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δεν βρίσκω λόγια να πω.... μου αρέσει πολύ ο τρόπος έκφρασής σου! Ανυπομονώ και εγώ να διαβάσω κι άλλα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αγαπητη Marlou, οντως ειναι λιγο gothic..το εαν κατι ειναι αρεστω ή οχι ειναι πολυ υποκειμενικο, χαρη στις προσωπικες αντιληψεις, κοσμοθεωρεις και το στυλ περιβαλλοντος που αρεσει σε καποιον. Anyway, το καθε σχολιο ειναι ευπροσδεκτω :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή