Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΤΡΟΠΟΙ


1


Εκείνο το βράδυ μια πυκνή ομίχλη ξεπήδησε μέσα από τα νερά της μεγάλης λίμνης. Η ακύμαντη επιφάνειά της που απλωνόταν σιωπηλή και γαλήνια σαν καθρέφτης κάτω απ’ τον φεγγαρόλουστο ουρανό θάμπωσε και χάθηκε μέσα στα στροβιλιζόμενα κρόσσια μιας μπαμπακένιας καταχνιάς.

Αέρινα πλοκάμια απλώθηκαν μέχρι το μικρό μας ψαροχώρι. Σύρθηκαν απαλά σαν ανάλαφροι ιστοί αράχνης πάνω απ’ τα λιθόστρωτα δρομάκια και τα πέτρινα σπιτικά του, τύλιξαν τις αχυρένιες στέγες και τις τοξωτές του εξώπορτες με το λευκό υφάδι τους και έφεραν μαζί τους το σκοτάδι και τη σιωπή. Πίσω από κλειστά παράθυρα και κλειδαμπαρωμένες πόρτες οι συγχωριανοί μας, αυτοί που ήταν ακόμα ζωντανοί και δεν είχαν αρρωστήσει απ’ την πανούκλα, περίμεναν το ξημέρωμα γονατισμένοι μπροστά σε ξύλινους σταυρούς και κακότεχνα εικονίσματα βλοσυρών αγίων. Προσευχόντουσαν πυρετικά, στο τρεμάμενο φως μικρών κεριών και πήλινων καντηλιών και παρακαλούσαν τον ξενόφερτο θεό τους να μην αφήσει την αρρώστια που είχε απλωθεί σαν μίασμα σ’ ολόκληρη τη χώρα να ξεκληρίσει αυτούς και τα παιδιά τους.

Όμως εμείς ήμασταν χαρούμενοι γιατί αυτή η νύχτα ήταν δική μας. Ήταν η παραμονή της Πρωτομαγιάς. Απόψε, για μια και μοναδική φορά σ’ ολόκληρο το χρόνο, το βασίλειο των πνευμάτων πλησίαζε τον κόσμο των ανθρώπων ενώ τα φράγματα που υψώνονταν ανάμεσά τους λέπταιναν και έχαναν τη συνοχή τους. Και ήταν πολύ εύκολο για κάποιον που γνώριζε τ’ αρχαία μυστικά να βρεθεί «αλλού»...

Τον καιρό των παππούδων μας, πριν από πολλά-πολλά χρόνια, προτού πλακώσουν οι στρατιώτες με τις σιδερένιες πανοπλίες και οι μαυροντυμένοι ρασοφόροι με τα πύρινα μάτια και τις βροντερές φωνές, συνηθίζαμε ν’ ανάβουμε φωτιές στους πέρα λόφους και να χορεύουμε γύρω τους μέχρι το πρωί. Αφήναμε τις πόρτες των σπιτιών μας ορθάνοιχτες, ανάβαμε τα τζάκια και στρώναμε τα τραπέζια μας με τα καλύτερα πιάτα και τα ομορφότερα ποτήρια του νοικοκυριού μας έτσι ώστε τα πνεύματα που θα έρχονταν για επίσκεψη να καταλάβουν ότι ήταν καλοδεχούμενα. Και πραγματικά, καθώς το φως του ήλιου έσβηνε και έδινε τη θέση του στο νυχτερινό σκοτάδι, βλέπαμε τα πιάτα και τα ποτήρια ν’ αλλάζουν θέση, τα κουτάλια και τα πιρούνια να κουνιούνται. Οι καρέκλες γύρω απ’ τα τραπέζια έτριζαν παράξενα, αόρατα πόδια ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες και αθέατα χέρια ανοιγόκλειναν πόρτες και παράθυρα μέχρι το πρωί.

Και νιώθαμε ευτυχισμένοι γιατί ξέραμε πως όλα ήταν καλά, πως τα πνεύματα των προγόνων μας θα γυρνούσαν στον άλλο κόσμο χαρούμενα και ευχαριστημένα με τον ερχομό της χαραυγής γιατί είχαμε σεβαστεί τη μνήμη τους και τα είχαμε καλωσορίσει στα σπιτικά μας σαν παλιούς και αγαπημένους φίλους.

Ύστερα όμως οι καιροί άλλαξαν και ήρθαν εποχές δύσκολες, γεμάτες φτώχεια, αρρώστια και θάνατο.


2




Ένα πρωινό ο τόπος μας γέμισε με αγριωπούς στρατιώτες που ίππευαν μεγαλόσωμα άλογα και φορούσαν αλυσωτούς θώρακες και αστραφτερά κράνη. Είχαν έρθει απ’ το Νότο και έφερναν μαζί τους μαυροντυμένους ιερείς, τους μακρυμάλληδες δασκάλους μιας νέας θρησκείας, μιας παράξενης λατρείας που πίστευε στον πόνο και στη μετάνοια και που δεν ανεχόταν την ύπαρξη κανενός άλλου θεού. Έστησαν ένα μεγάλο σταυρό στην πλατεία του χωριού μας, γκρέμισαν τους κύκλους με τις όρθιες πέτρες που στέκονταν από την αυγή του χρόνου σε απόμερα λιβάδια και απρόσιτα πλατώματα και δηλητηρίασαν τα ιερά πηγάδια μας με θειάφι και αλάτι. Κυνήγησαν και σκότωσαν τους βάρδους και τους μάντεις που ασκήτευαν σε σπηλιές και άλση και στη συνέχεια τα έβαλαν με τις σοφές γυναίκες που ήξεραν να μιλούν στα ξωτικά και στα πνεύματα του δάσους και να γιατρεύουν όλες τις αρρώστιες με μυστικά βοτάνια, ρίζες και καρπούς. Ένα πρωινό λοιπόν, έσπασαν τις πόρτες των σπιτικών τους, τις άρπαξαν απ’ τα μαλλιά και τις έσυραν στην πλατεία του χωριού. Εκεί πέρα τις έδεσαν χειροπόδαρα και τις μαστίγωσαν με δερμάτινα λουριά. Στη συνέχεια, όταν βαρέθηκαν να τις βασανίζουν, τις διέταξαν να προσκυνήσουν το σταυρό. Όσες αρνήθηκαν να κάνουν κάτι τέτοιο, τις έκαψαν ζωντανές. Το χωριό μας βρωμούσε για μέρες απ’ τη μυρωδιά της καρβουνιασμένης σάρκας και οι κραυγές των βασανισμένων γυναικών χαράχτηκαν μέσα μας βαθιά, σαν θανάσιμες μαχαιριές.

Όσες πάλι απ’ τις γυναίκες δήλωσαν υποταγή, εξορίστηκαν σε μακρινά μοναστήρια και έγιναν καλόγριες. Κάποιες επέστρεψαν στα μέρη μας έπειτα από πάρα πολύ καιρό. Είχαν γίνει αγνώριστες απ’ τις κακουχίες και έμοιαζαν με κακό-γερασμένα σκιάχτρα. Τα στεγνά τους πρόσωπα και τα άδεια μάτια τους ήταν τόσο παράξενα που θα ‘λεγε κανείς ότι είχαν χάσει τον εαυτό τους. Αφιερώθηκαν στη φροντίδα της εκκλησίας που θεμελιώθηκε γύρω απ’ το σημείο όπου οι στρατιώτες είχαν στήσει τον μεγάλο σταυρό και δεν ασχολήθηκαν ποτέ ξανά με γιατρειές και φάρμακα.

Η ζωή έγινε πολύ δύσκολη για όλους. Τα παιδιά μας, τα κορίτσια ιδιαίτερα, έμαθαν να κρύβουν τα πρόσωπά τους γιατί δεν ήταν λίγες οι φορές που οι στρατιώτες τα είχαν λιμπιστεί και τα είχαν πάρει μαζί τους στον μεγάλο πύργο που μας έβαλαν να χτίσουμε έξω απ’ το χωριό. Τα τρόφιμα λιγόστευαν γιατί τα περισσότερα τα έπαιρναν μαζί τους ή τα έστελναν στον επίσκοπο που είχε θρονιαστεί στην πόλη που χτιζόταν στην απέναντι μεριά της λίμνης, στα ριζά των χιονισμένων βουνών, γύρω από έναν πελώριο ναό με πανύψηλους πύργους και μυτερά καμπαναριά. Οι γυναίκες πέθαιναν στη γέννα γιατί κανείς πια δεν ήξερε πώς να τις φροντίσει όπως τους έπρεπε. Πολλά νεογέννητα πέθαιναν επίσης ή έμεναν σακάτικα για όλη τους τη ζωή. Εκείνη την εποχή έχασα και τη δική μου γυναίκα. Βασανίστηκε πολύ στη γέννα και όταν το παιδί μας γεννήθηκε νεκρό, το ακολούθησε στον άλλο κόσμο. Υπάρχουν φορές που πιστεύω ότι στάθηκε τυχερή μες στην ατυχία της καθώς τον επόμενο χειμώνα μετά τον θάνατό της μας χτύπησε η πανούκλα.

Έμοιαζε με κατάρα που απλώθηκε σ’ ολόκληρη τη χώρα. Αυτοί που αρρώσταιναν, υπέφεραν στην αρχή από έναν εξαντλητικό πυρετό, μετά γέμιζαν με μαύρα έλκη που έσπαγαν και βρωμούσαν απαίσια και τελικά άφηναν την τελευταία τους πνοή με τρομερούς σπασμούς και αιμορραγίες. Η πανούκλα έφερε μαζί της και το χάος. Τα καραβάνια των εμπόρων και οι γυρολόγοι με τις πολύχρωμες πραμάτιες έπαψαν να περνάνε απ’ τα μέρη μας και οι μοναδικοί επισκέπτες που χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών μας ήταν αποσκελετωμένοι πρόσφυγες που παρακαλούσαν για ένα κομμάτι ψωμί. Απ’ αυτούς μαθαίναμε ότι τα πράγματα στην πόλη ήταν ακόμα χειρότερα: Ο κόσμος πέθαινε σαν τις μύγες στους δρόμους που είχαν γεμίσει με ψόφια ποντίκια και τα πτώματα ήταν τόσο πολλά που κανείς ήξερε τι να τα κάνει. Τα νεκροταφεία είχαν γεμίσει, το ίδιο και οι ομαδικοί τάφοι που είχαν σκαφτεί στ’ αφρόντιστα χωράφια και στους αγρούς ερημωμένων υποστατικών. Η μόνη λύση που είχε απομείνει ήταν να τα μαζεύουν έξω απ’ τα τείχη και να τους βάζουν φωτιά. Υπήρχαν μέρες που όταν φύσαγε απ’ τη μεριά της πόλης, μια παράξενη αποφορά που ήταν ανακατεμένη με τη μυρωδιά του καμένου ξύλου έφτανε μέχρι το χωριό μας ενώ ο ουρανός γέμιζε με κιτρινωπούς καπνούς.

Μια μέρα αρρώστησε και ο παπάς του χωριού. Πρήστηκε ολόκληρος, γέμισε με μαύρες πληγές και μετά πνίγηκε με το ίδιο του το αίμα που ξεπηδούσε σαν ποτάμι απ’ το στόμα και τη μύτη του.

Αυτός που ήρθε στη θέση του ήταν νεότερος σε ηλικία αλλά το ίδιο αυστηρός. Μας μάζεψε στην εκκλησία και μας δήλωσε ότι η αρρώστια ήταν ένα μήνυμα από τον ένα και μοναδικό θεό που είχε αποφασίσει να μας εξαγνίσει από τις αμαρτίες μας και να ξεριζώσει τα τελευταία υπολείμματα των αρχαίων τρόπων που μας είχαν διδάξει οι διαβολικοί θεοί του παρελθόντος. Θα έπρεπε λοιπόν να προδώσουμε τις τελευταίες σοφές γυναίκες που κρύβονταν ακόμα ανάμεσά μας και όλους όσους πίστευαν ακόμα στις παλιές προλήψεις.

Οι περισσότεροι απ’ τους συγχωριανούς μας, όσοι δηλαδή δεν είχαν ήδη βάλει την καινούργια λατρεία στην καρδιά τους, τρομοκρατημένοι απ’ όλα τα κακά που μας είχαν βρει, αποφάσισαν να προσκυνήσουν τον καινούργιο και εκδικητικό αυτό θεό και να ζητήσουν τη συγχώρεσή του.

Ποιος θα μπορούσε να τους κατηγορήσει γι’ αυτό που έκαναν; Ο τρόμος και η ανάγκη μπορούν να λυγίσουν και την πιο δυνατή ψυχή. Ιδιαίτερα όταν ολόκληρος ο κόσμος μοιάζει να πεθαίνει.

Αλλά κάποιοι από μας αντισταθήκαμε. Και αρνηθήκαμε να ξεχάσουμε.



3




Εκείνο το βράδυ λοιπόν, αφήσαμε τα κλειδαμπαρωμένα σπιτικά και τις έρημες αυλές μας και διασχίσαμε τους δρόμους του χωριού με βήματα ελαφρά και προσεκτικά, σαν να ‘μασταν κλέφτες. Φορούσαμε φαρδιά καπέλα, μαύρες κάπες από μαλλί και παράξενες μάσκες με κέρατα και μακριές μύτες από ξύλο που έκρυβαν τα πρόσωπά μας για να μην μπορεί κανένα αδιάκριτο μάτι να μας αναγνωρίσει. Μοιάζαμε με σαρκοβόρους δαίμονες που είχαν ξεπηδήσει μέσα απ’ την ομίχλη και εξερευνούσαν το χωριό ψάχνοντας για κάποιο άπραγο θύμα. Ως ένα ακόμα μέτρο προφύλαξης, είχαμε τυλίξει τα παπούτσια μας με χοντρά πανιά και κάλτσες για να μην κάνουν τον παραμικρό θόρυβο καθώς διασχίζαμε τα στενά σοκάκια που γυάλιζαν υγρά και παγωμένα μέσα στη γκρίζα θολούρα της ομίχλης.

Συναντηθήκαμε στο προσυμφωνημένο μέρος, σε μια μικρή και απόμερη όχθη που κρυβόταν πίσω από ένα μεγάλο βράχο, μακριά απ’ τα προδοτικά βλέμματα των συγχωριανών μας. Ήμασταν δεκαέξι όλοι κι όλοι, οχτώ άντρες και οκτώ γυναίκες και μας ένωνε ένας κοινός σκοπός.

Αφού ξελαφρώσαμε τις βάρκες μας απ’ τους σωρούς των ξερών καλαμιών και των μπερδεμένων βούρλων που τις σκέπαζαν τις σπρώξαμε στο νερό. Επιβιβαστήκαμε ανά τέσσερεις σε κάθε μια και βυθίσαμε τα κουπιά τους στο σιωπηλό νερό. Μόλις απομακρυνθήκαμε απ’ την αμμουδερή όχθη, μας κατάπιε η γκρίζα απεραντοσύνη της ομίχλης και εμείς νιώσαμε ανακουφισμένοι που πλέαμε μέσα σ’ εκείνη την ασημένια καταχνιά. Η υγρή ανάσα της που άγγιξε τα ιδρωμένα πρόσωπά μας με άυλα δάχτυλα από ψύχρα και σκοτάδι έκανε τις καρδιές μας να γοργοχτυπήσουν πλημμυρισμένες από ένα κύμα βαθιάς ευτυχίας. Όλοι εμείς που τις υπόλοιπες μέρες και νύχτες του χρόνου δεν ήμασταν παρά ασήμαντοι γεωργοί και παπουτσήδες, σιδεράδες και μαραγκοί, χαμηλοβλεπούσες αγρότισσες και ράφτρες, θα κάναμε απόψε ένα ταξίδι μαγικό. Θα διασχίζαμε τις χρυσαφένιες πύλες της αρχαίας δύναμης και θα περιπλανιόμασταν στον αιώνιο κόσμο των θεών.




4




Συνεχίσαμε να κωπηλατούμε μέσα σ’ ένα γκρίζο ημίφως όπου δεν ξεχώριζαν ούτε σκιές ούτε και σιλουέτες. Καθισμένος στη βάρκα μου και τραβώντας κουπί όπως και οι υπόλοιποι τρεις σύντροφοί μου, άρχισα να νιώθω παράξενες κινήσεις και αγγίγματα, τα φευγαλέα χάδια των στοιχειών και των πνευμάτων της λίμνης που ζούσαν στο βυθό της και που σίγουρα εκείνη τη στιγμή πετούσαν μέσα στην ομίχλη συνοδεύοντας μας στο παράξενο ταξίδι μας.

Βγάλαμε τα καπέλα και τις μάσκες μας και αλληλοκοιταχτήκαμε με μάτια που έλαμπαν χαρούμενα. Τα πρόσωπά μας που γυάλιζαν πασπαλισμένα με κρύες σταγόνες υγρασίας και ιδρώτα, φωτίστηκαν από θριαμβευτικά χαμόγελα.

Νιώθαμε σαν νικητές.

Για μια ακόμα χρονιά είχαμε επιβιώσει μέσα σ’ ένα περίπλοκο λαβύρινθο κινδύνων και υποψιών. Ήμασταν ακόμα ζωντανοί γιατί κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι τις μυστικές μας συναντήσεις σε μοναχικούς αχυρώνες και εγκαταλειμμένες στάνες ενώ τα καχύποπτα μάτια που μας κοιτούσαν στην αγορά και στην εκκλησία, τα γκρίζα πρωινά της Κυριακής, όταν καθόμασταν στα σκληρά στασίδια της υποκρινόμενοι τους ευλαβείς πιστούς, δεν είχαν εντοπίσει κάποιο προδοτικό σημάδι. Για άλλη μια χρονιά η θηλιά που ο καινούργιος θεός είχε απλώσει γύρω απ’ τη ζωή μας, δεν είχε καταφέρει να μας πνίξει.

Πάνω απ’ τα σύννεφα της ομίχλης φεγγοβολούσε το φεγγάρι, στρογγυλό και λαμπερό σαν ασημένιος δίσκος, σαν ένα από εκείνα τα πανέμορφα πιάτα και τα σκαλιστά ποτήρια που μάζευαν οι στρατιώτες στον πανύψηλο πύργο τους, τις μέρες που η πανούκλα δεν είχε ακόμα εξαπλωθεί.

Καθώς οι βάρκες αρμένιζαν πάνω στο νερό, όλο και πιο μακριά από την ακτή, η καταχνιά που αναδευόταν γύρω μας άρχισε να φωτίζεται απ’ τη χλωμή της ακτινοβολία και να εκπέμπει έναν διάχυτο φωσφορισμό.

Και τότε πρόβαλλε το νησί. Μια μακρόστενη κηλίδα που έμοιαζε να πλέει στεφανωμένη με τις οξυκόρυφες σιλουέτες πανύψηλων δέντρων. Η ομίχλη στριφογύριζε γύρω του και το τύλιγε σαν προστατευτικός μανδύας που έπνιγε κάθε θόρυβο.

Οι βάρκες μας άραξαν στις όχθες του και εμείς αποβιβαστήκαμε με ζωηρές και χαρούμενες κινήσεις. Νιώθαμε ότι ο αέρας που αναπνέαμε είχε αλλάξει, ότι έμπαινε στα πνευμόνια μας πιο ελαφρύς και καθαρός, λες και ήταν απαλλαγμένος απ’ το βαρύ σύννεφο του φόβου και της δυστυχίας που έπνιγε τον κόσμο των ανθρώπων.

Αρχίσαμε ν’ ακολουθούμε ένα χορταριασμένο μονοπάτι που ξεκινούσε απ’ την ακτή και φιδογύριζε ανάμεσα στα χιλιόχρονα δέντρα του νησιού. Περπατούσαμε ο ένας πίσω από τον άλλο σαν προσκυνητές. Οι μορφές των δέντρων διαγράφονταν αχνές και πελώριες γύρω μας, σαν αρχαίες ζωγραφιές που είχαν ξεθωριάσει απ’ το χρόνο και τη βροχή. Οι μυρωδιές που γέμιζαν τη σιωπή ήταν ασυνήθιστες και θελκτικές, τ’ αρώματα μυστικών αγριολούλουδων, η οσμή του άνηθου και του δυόσμου και η λεπτή ευωδιά του χαμομηλιού. Η άνοιξη είχε ήδη έρθει σ’ αυτό το μέρος ενώ ο υπόλοιπος κόσμος πάλευε ακόμα με τις βροχές και τους αέρηδες ενός ατελείωτου χειμώνα. Οι χλωμές ακτίνες της ολόγιομης σελήνης έμοιαζαν με αστραφτερές λόγχες που τρυπούσαν την ομίχλη και χάραζαν φωτεινά μονοπάτια στον αέρα, τα μπουμπουκιασμένα κλαδιά των δέντρων έπλεκαν πάνω απ’ τα κεφάλια μας έναν περίτεχνο θόλο από φως και σκιά και το παχύ χορτάρι που σκέπαζε το μονοπάτι σπινθηροβολούσε μουσκεμένο με κρυστάλλινες δροσοσταλίδες.

Φτάσαμε τελικά στο τέλος της σιωπηλής μας πορείας. Αντικρίσαμε ένα κυκλικό ξέφωτο. Στο κέντρο του υψωνόταν ο αρχαίος λίθος, η ιερή πέτρα από λαξευτό γρανίτη που κανένας βέβηλος δεν είχε τολμήσει ακόμα να πειράξει. Τα κλαδιά των τεράστιων δέντρων που κρέμονταν από πάνω της, ίδια με ροζιασμένα μπράτσα περίτεχνων κηροπήγιων από έβενο, έμοιαζαν να τον προστατεύουν, οι φυλλωσιές τους που άστραφταν σαν ασημένια σύννεφα στο φως του φεγγαριού, σκόρπιζαν ένα μαργαριταρένιο μούχρωμα που σπινθήριζε απαλά πάνω στο υγρό χορτάρι.

Το ξέφωτο μοσχομύριζε. Μια μεθυστική ευωδιά αναδιδόταν απ’ το χώμα λες και βαθιά κάτω απ’ την επιφάνειά του απλωνόταν ένα παχύ στρώμα από φρεσκοκομμένα πέταλα υποχθόνιων λουλουδιών.

Πλησιάσαμε την πέτρα όλοι μαζί, λες και υπακούαμε σε κάποια μυστική προσταγή, την περικυκλώσαμε και αρχίσαμε να χαϊδεύουμε στοργικά την πολυδαίδαλη σπείρα που κάλυπτε την επιφάνειά της. Νιώθαμε ότι ξανασυναντιόμασταν με κάποιον παλιό και αγαπημένο φίλο.

Στη συνέχεια καθίσαμε γύρω της και ατενίσαμε χωρίς να μιλάμε το μεγαλόπρεπο ξέφωτο: Τα δέντρα του με τα διχαλωτά κλαδιά που ζωγράφιζαν μαύρα σχέδια στον λαμπρό δίσκο της σελήνης, τους κάθετους κορμούς τους που έμοιαζαν με αγέρωχους κίονες και τις ρίζες τους που χώνονταν βαθιά μέσα στη γη σαν τα νύχια αθάνατων θηρίων.



5




Οι γυναίκες της ομάδας μας, άνοιξαν τα λινά σακούλια που είχαν κρεμάσει απ’ τις ζώνες των φτωχικών τους φορεσιών και μοίρασαν τις μικρές μελόπιτες που είχαν μαγειρέψει. Μια για τον καθένα. Αρχίσαμε να τις τρώμε αργά και τελετουργικά, όπως απαιτούσε το έθιμο. Τα σπόρια του μαγικού βότανου που κρύβονταν στο εσωτερικό τους, τα οποία είχαν μαζέψει απ’ το δάσος που μας περιέβαλλε επτά μέρες πιο πριν, κατά τη διάρκεια ενός άλλου μυστικού προσκυνήματος, έλιωναν ανάμεσα στα δόντια μας και μούσκευαν τις γλώσσες μας με το ιερό χυμό τους.

Ο αρχηγός μας κροτάλισε ξαφνικά τα δάχτυλά του πάνω στην τσιτωμένη επιφάνεια ενός δερμάτινου τύμπανου. Τα παράξενα σχέδια που κάλυπταν τα κυκλικά πλευρά του φάνηκαν να αποκτούν μια βαθιά σημασία, λες έκρυβαν στις ελικοειδείς γραμμές τους ένα μεγάλο μυστικό.

Ο απαλός γδούπος που ταξίδεψε στο ξέφωτο έμοιαζε με το χτύπο κάποιας νεογέννητης καρδιάς. Ο αρχηγός μας άρχισε να χτυπάει το τύμπανό του ρυθμικά, όλο και πιο γρήγορα και εμείς, παρακινημένοι απ’ το ιερό του κάλεσμα, αρχίσαμε να χορεύουμε γύρω απ’ τον λαξευτό μονόλιθο σχηματίζοντας ένα μεγάλο δαχτυλίδι. Τα πόδια μας συντονίστηκαν στα βήματα ενός πανάρχαιου χορού που ξυπνούσε μέσα μας σαν αρχαία ανάμνηση. Αρχίσαμε να στροβιλιζόμαστε και να ανεμίζουμε τα χέρια μας όλοι μαζί ενώ το ξέφωτο, το δάσος και το φεγγάρι, μεταμορφώνονταν σε θολές εικόνες, στ’ αφρισμένα τοιχώματα μιας τεράστιας δίνης που κινούταν γύρω μας ορμητικά σαν καταρράκτης. Το τύμπανο ηχούσε όλο και πιο δυνατό, όλο και πιο γρήγορο, έχοντας μετατραπεί σε μια τιτάνια καρδιά, στον ανταριασμένο πυρήνα μιας πανίσχυρης καταιγίδας που μας ξεσήκωνε σαν σίφουνας και μας παρέσερνε σ’ έναν κόσμο δύναμης και σοφίας. Καθώς χορεύαμε μέσα στη νύχτα, πηδώντας όλο και πιο ψηλά στον αέρα, ίδιοι με φθινοπωρινά φύλλα που στροβιλίζονται κάτω απ’ τα αστέρια ενός φρεσκοπλυμένου ουρανού, νιώθαμε όλο και πιο ανάλαφροι, όλο και πιο ζωντανοί, λες και ήμασταν ελεύθερα πουλιά που πετούσαν χαρούμενα πάνω από ένα χρυσαφένιο σύννεφο που το τύλιγε η λάμψη ενός ανοιξιάτικου μεσημεριού.

Η αρχαία μαγεία είχε ξυπνήσει και πάλι. Οι πύλες που έβγαζαν στον κόσμο των θεών είχαν ανοίξει.

Κάποια στιγμή σωριαστήκαμε καταγής πάνω στο γλυκό και μεθυστικό χορτάρι, σαν μαριονέτες που κάποιος είχε κόψει τις κλωστές που τις κρατούσαν όρθιες. Το τύμπανο σταμάτησε να μας ξεσηκώνει με τον ασυγκράτητο παλμό του και μια βαθιά σιωπή κρεμάστηκε πάνω από το ξέφωτο. Άνοιξα τα μάτια μου εκστασιασμένος, βαριανασαίνοντας, πνιγμένος στον ιδρώτα. ‘Ένα εκκωφαντικό βουητό που θύμιζε τον βροντερό αχό ενός τεράστιου καταρράκτη γέμιζε τ’ αυτιά μου.

Όμως ο κόσμος είχε αλλάξει:

Το φεγγάρι είχε γίνει χρυσαφένιο και τεράστιο και έγερνε από πάνω μου γλυκό σαν μια τεράστια σταγόνα από μέλι, όμορφο σαν το πρόσωπο μιας χαμογελαστής κοπέλας που έσκυβε για να με φιλήσει. Τα γύρω δέντρα είχαν ζωντανέψει και μας περιέβαλλαν ντυμένα με αστραφτερές πούλιες, μεταξένια τούλια και βαρύτιμα μαργαριτάρια. Θρόιζαν χαρούμενα και λικνίζονταν απαλά τραγουδώντας αρχαία νανουρίσματα. Εξέπεμπαν μια χαρά και μια καλοσύνη που κυλούσε γύρω μου και με αγκάλιαζε σαν το μεταξένιο πέταλο ενός τεράστιου τριαντάφυλλου. Το ίδιο το χορτάρι μου μιλούσε, η ευωδιά των αγριολούλουδων που ξεπηδούσε από το δάσος είχε μεταμορφωθεί σε υπέροχα χρώματα που κολυμπούσαν γύρω απ’ τον μονόλιθο σαν ένα σμήνος από ανάλαφρες πεταλούδες που η κάθε μια τους εξέπεμπε τη δική της κρυστάλλινη νότα. Έμεινα να παρακολουθώ σαν μαγεμένος την απόκοσμη μουσική τους, τις μεταβολές της απαλής τους υφής και των λεπτών τους αποχρώσεων. Ήξερα ότι κάτι προσπαθούσαν να μου πουν, ότι ήθελαν να μου αποκαλύψουν τα κρυφά τους μυστικά και τις μαγικές τους ιδιότητες.

Όλα ήταν ζωντανά και πανέμορφα, όλα είχαν αποκτήσει νόημα και νοημοσύνη. Βρισκόμουν στον κόσμο των θεών και λουζόμουν μέσα στις αποχρώσεις της μαγείας που οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν, τυφλωμένοι απ’ το φόβο και την ανάγκη της επιβίωσης. Αντίκριζα το αόρατο, την ουσία των πραγμάτων και η ομορφιά του θαυμαστού εκείνου κόσμου με κατάκλυζε σαν μια φλογερή πλημμυρίδα που ξεσήκωνε μέσα μου έναν ωκεανό ευγνωμοσύνης.

Το ξέφωτο κυμάτισε και αναδεύτηκε σαν ζωγραφισμένη κουρτίνα που τη φουσκώνει ο άνεμος και τότε τα δέντρα, το χορτάρι, η ιερή πέτρα, ο ουρανός και η σελήνη γέμισαν με πνεύματα, με φτερωτά στοιχειά και ξωτικά που φεγγοβολούσαν σαν πυγολαμπίδες και πετούσαν γύρω μας ανέμελα και ευτυχισμένα. Ο κόσμος γέμισε με φως και αγάπη και με μια απίστευτη αίσθηση νοήματος. Ο χρόνος σταμάτησε να κυλάει και μετατράπηκε σ’ ένα ακίνητο τοπίο, σ’ έναν λουλουδιασμένο αγρό που έλαμπε πολύχρωμος στο φως ενός ανοιξιάτικου απομεσήμερου.





6




Κάποια στιγμή ο χρόνος ξανάρχισε να κυλάει. Βρισκόμουν ακόμα ξαπλωμένος στο γρασίδι, λουσμένος στο φως του φεγγαριού, μέσα στην ακινησία και τη σιωπή της νύχτας. Αλλά τώρα κάτι δεν πήγαινε καλά. Υπήρχε μια αλλαγή στην ατμόσφαιρα. Κάτι είχε αλλάξει.

Άνοιξα τα μάτια μου και ανασηκώθηκα στηριγμένος στους αγκώνες μου. Τα πεσμένα σώματα των συντρόφων και των συντροφισσών μου που μοιράζονταν την ιερή εμπειρία του περάσματος, γέμιζαν το ξέφωτο.

Η ομίχλη είχε ξαναμαζευτεί γύρω απ’ τα δέντρα. Τύλιγε το ξέφωτο σαν ένα μαγνάδι από ασημένιους ιστούς αράχνης που αναδευόταν αργά και μεταμόρφωναν τους χοντρούς κορμούς και τα κλαδιά τους σε αχνά περιγράμματα από μαύρο καπνό.

Ανακάθισα, έτριψα τα μάτια μου και προσπάθησα να δω κάτι πιο συγκεκριμένο μέσα στη γκρίζα καταχνιά.

Εκείνη τη στιγμή ανακάλυψα ότι κάποιες απ’ τις ασαφείς εκείνες σιλουέτες κινούνταν. Κράτησα την αναπνοή μου και προσπάθησα να καταλάβω αν ήταν και αυτές μέρος του ιερού ονείρου, αλλά κάποιο πεσμένο ξερόκλαδο που έσπασε στα δύο θρυμμάτισε τη σιγαλιά του ξέφωτου σαν πέτρα που πέφτει σ’ ένα γυάλινο παράθυρο.

Μια τρομερή αίσθηση απειλής με χτύπησε σαν αφρισμένο κύμα. Οι μορφές έγιναν πιο συγκεκριμένες, κινήθηκαν για δεύτερη φορά, αποκόπηκαν απ’ τα γύρω δέντρα και αναδύθηκαν στα όρια του ξέφωτου. Το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου και η καρδιά μου έπαψε να χτυπάει.

Μέσα στο ασημένιο ημίφως της ομίχλης αντίκρισα μια ομάδα αρματωμένων στρατιωτών και ανάμεσά τους τον νεαρό ιερέα που μας απειλούσε κάθε Κυριακή με τις φωτιές της κόλασης. Το ράσο που φορούσε και κάλυπτε σαν σάβανο το λιπόσαρκο κορμί του άγγιζε το έδαφος και τα μάτια του έλαμπαν μέσα στις βουλιαγμένες κόγχες του κατάχλωμου προσώπου του σαν αναμμένα κάρβουνα.

Μας είχαν ανακαλύψει. Το φράγμα της ομίχλης, της μυστικότητας και των προλήψεων είχε καταρρεύσει αυτή τη φορά.

Είδα τον παπά να σηκώνει πάνω απ’ το κεφάλι του ένα βαρύτιμο σταυρό. Ο μορφασμός της οργής και του μίσους που παραμόρφωνε το πρόσωπό του ήταν τρομακτικός.

Δρασκέλισε με τα σανδαλοφορεμένα του πόδια τις μπλεγμένες ρίζες των δέντρων που περικύκλωναν το ξέφωτο και το φως του φεγγαριού άπλωσε στο πρόσωπό του ένα μωσαϊκό μαύρων και ασημένιων φωτοσκιάσεων. Έσεισε το σταυρό του απειλητικά και ήταν σαν να κρατούσε στα χέρια του ένα ικρίωμα που απειλούσε να πέσει και να μας συντρίψει.

Τινάχτηκα όρθιος. Σπαρακτικές κραυγές φρίκης και τρόμου γέμισαν το ξέφωτο καθώς οι σύντροφοί μου που ξυπνούσαν απ’ το μαγικό τους ονείρεμα, καταλάβαιναν ότι ήμασταν περικυκλωμένοι. Οι στρατιώτες συνέχισαν να ξεπροβάλλουν πίσω από τα δέντρα ένας-ένας, σαν εφιάλτες που μας έκοβαν κάθε δρόμο διαφυγής. Γνωρίζαμε πολύ καλά ποια ήταν η μοίρα που μας περίμενε μόλις μας αιχμαλώτιζαν: Φριχτά βασανιστήρια στα υπόγεια του πύργου τους, η πυρά που θα καταβρόχθιζε τη βασανισμένη και ματωμένη μας σάρκα και μετά μια αιωνιότητα πόνου και καταδίκης.

Εκείνη τη στιγμή ενεργήσαμε σαν ένα σώμα. Χιμήξαμε πάνω στους διώκτες μας γυμνοί και άοπλοι και πέσαμε πάνω τους με λύσσα, επιλέγοντας έναν γρήγορο και σπλαχνικό θάνατο.

Οι πρώτες σπαθιές έκοψαν χέρια πόδια και κεφάλια. Οργισμένες βλαστήμιες μετατράπηκαν σε πνιχτά γουργουρητά. Κοφτερά μαχαίρια βυθίστηκαν σε ανυπεράσπιστα στήθη και το χορτάρι του ξέφωτου βάφτηκε κόκκινο. Πετάχτηκα όρθιος και ετοιμάστηκα να συναντήσω το θάνατό μου. Αλλά πριν πεθάνω θέλησα να εκδικηθώ τον παπά, τον άσπλαχνο εκείνο άνθρωπο που όπως και ο προκάτοχός του, οδήγησε τόσους αθώους στο χαμό όταν αποφάσισε να σκοτώσει τις σοφές γυναίκες που μας χάριζαν τη γιατρειά.

Τα μάτια μου κοκκίνισαν από το μίσος και η αναπνοή βγήκε σφυριχτή απ’τα ρουθούνια μου. Χίμηξα πάνω του σαν ζώο, σπρωγμένος απ’ την οργή που ξυπνούσε μέσα μου μια ολόκληρη ζωή φτώχειας, φόβου, μίσους και καταπίεσης. Ένιωσα τα πνεύματα του δάσους να βράζουν γύρω μου, να με παρακινούν σαν αόρατοι σύντροφοι. Το αίμα που χύνονταν απόψε δεν θα ήταν μόνο των εχθρών μας.

Έκανα ένα μεγάλο άλμα, προσγειώθηκα μπροστά στον εχθρό μου και τον είδα να με κοιτάζει κατάπληκτος. Στη συνέχεια ύψωσε σαν ασπίδα τον σταυρό που κράδαινε στα χέρια του και τραβήχτηκε προς τα πίσω. Σίγουρα αυτό ήταν κάτι που δεν το περίμενε, σκέφτηκα χαιρέκακα.

Και τότε το έδαφος υποχώρησε κάτω από τα πόδια μου και βούτηξα σ’ ένα πηχτό σκοτάδι.




7




Προσγειώθηκα σε κάποια σκληρή επιφάνεια. Έμεινα ακίνητος, ν’ ατενίζω ένα μαύρο τίποτα ενώ από ψηλά έρχονταν οι ήχοι της σφαγής των φίλων και συντρόφων μου. Άκουσα τις θριαμβευτικές κραυγές και τις βλαστήμιες των στρατιωτών, τις παραληρηματικές κατάρες του παπά που ούρλιαζε σε μια άγνωστη γλώσσα και το τρομερό σφύριγμα των ματωμένων τους σπαθιών που έσχιζαν τον αέρα και βυθιζόταν σε ανυπεράσπιστα σώματα άοπλων ανθρώπων.

Πονούσα παντού, αλλά δεν τόλμησα ούτε να κουνήσω ούτε να κάνω κάποιο θόρυβο. Ύστερα από λίγο το πανδαιμόνιο σταμάτησε και κατάλαβα ότι η σφαγή είχε ολοκληρωθεί.

Άρχισα να σέρνομαι προς τα μπρός, σε μια προσπάθεια ν’ απομακρυνθώ από την τρύπα που με είχε οδηγήσει σ’ εκείνη την υπόγεια κρυψώνα και ν’ ανακαλύψω τα όρια της. Πραγματικά, πολύ γρήγορα τα δάχτυλά μου άγγιξαν ένα τραχύ τοίχωμα από γυμνή πέτρα. Κουλουριάστηκα τρέμοντας ολόκληρος απ’ τον πόνο και το φόβο που μ’ έσφιγγε με σιδερένια δάχτυλα. Αν και δεν είχα σπάσει κανένα κόκαλο, πράγμα για το οποίο θα έπρεπε να νιώθω ευγνωμοσύνη, καταλάβαινα ότι βρισκόμουν παγιδευμένος σε κάποιο μικρό σπήλαιο, βαθιά μέσα στη γη και ήταν ζήτημα χρόνου προτού οι στρατιώτες ανακαλύψουν την κρυψώνα μου και με σφάξουν όπως όλους τους άλλους.

Αλλά τώρα ήθελα να ζήσω, να δω το ξημέρωμα και να μην καταλήξω σφαγμένος ή αλυσοδεμένος στα παγωμένα υπόγεια κάποιου τρομερού πύργου.

Ψαχούλεψα σπιθαμή προς σπιθαμή την περίμετρο της μικρής σπηλιάς και ανακάλυψα ότι το σχήμα της ήταν εντελώς κυκλικό, πράγμα που μ’ έκανε να υποψιαστώ ότι την είχαν λαξεύσει ανθρώπινα χέρια. Αλλά ποιος θα μπορούσε να έχει κάνει κάτι τέτοιο; Οι μύθοι και οι παραδόσεις μας δεν μιλούσαν για τίποτα παρόμοιο.

Εκείνη τη στιγμή, κάτι κατρακύλησε στην τρύπα που με είχε βγάλει στη σπηλιά. Είδα ένα φως, μια κίτρινη λάμψη που σπαρταρούσε και πλησίαζε γοργά προς το μέρος μου. Μόλις και πρόλαβα ν’ απομακρυνθώ και να ζαρώσω στο πέρα τοίχωμα της σπηλιάς καθώς ένας αναμμένος πυρσός προσγειωνόταν μπροστά μου. Κατάλαβα ότι οι στρατιώτες προσπαθούσαν να εξακριβώσουν που έβγαζε η τρύπα που με είχε καταπιεί και να δουν αν ήμουν ακόμα ζωντανός. Δεν θα το είχαν σε τίποτα να γεμίσουν τη σπηλιά με ξερόχορτα και να με κάψουν ζωντανό!

Μου ήρθε τότε μια ιδέα. Ξάπλωσα ανάσκελα, έβαλα τα ματωμένα πόδια και τα χέρια μου σε παράξενες και άβολες στάσεις, σαν να ήταν σπασμένα, και έκλεισα τα μάτια μου. Σκέφτηκα πως σε περίπτωση που έσκυβαν μέσα στην τρύπα για να με δουν, το τραυματισμένο σώμα και τα κουρελιασμένα ρούχα μου που είχαν ποτίσει από τα αίματα, θα τους οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ήμουν νεκρός. Και πραγματικά, καθώς ο πυρσός συνέχιζε να καίγεται, άκουσα κοροϊδευτικά σχόλια και κραυγές θριάμβου. Ύστερα από λίγο ο παπάς είπε ότι κάποιος έπρεπε να κατέβει στη σπηλιά και να βεβαιωθεί ότι όντως είχα πεθάνει αλλά ένας από τους στρατιώτες που υπέθεσα ότι ήταν και ο αρχηγός τους, του απάντησε με ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις ότι δεν είχαν φέρει μαζί τους αρκετό σκοινί και χωρίς αυτό η κατάβαση μέχρι εκεί κάτω ήταν ένα πολύ επικίνδυνο εγχείρημα.

Στο μεταξύ ο δαυλός άρχισε να βγάζει πυκνούς καπνούς καθώς πάλευε ν’ ανάψει τα υγρά βρύα και τα σάπια χόρτα που φύτρωναν στο δάπεδο της σπηλιάς με αποτέλεσμα να γίνει σχεδόν αδύνατον για οποιονδήποτε να μπορεί να δει τι γίνεται μέσα στην τρύπα.

Σύρθηκα μακριά απ’ τη φωτιά και έσπρωξα κι άλλα χόρτα και ξύλα προς το μέρος του δαυλού. Ζωηρές φλόγες και μαύρος καπνός ξεπήδησαν γύρω του και η ατμόσφαιρα έγινε αποπνιχτική αλλά με αυτόν τον τρόπο οι στρατιώτες και ο παπάς εγκατέλειψαν κάθε σκέψη να κατέβουν κάτω.

Εκείνη τη στιγμή έκανα μια καταπληκτική ανακάλυψη:

Στο φως που έβγαζαν οι πύρινες φλόγες είδα για πρώτη φορά ότι τα τοιχώματα της σπηλιάς ήταν καλυμμένα με καταπληκτικές ζωγραφιές, με ολοζώντανες απεικονίσεις ζώων που περπατούσαν σε πλούσια λιβάδια. Είδα πλάσματα με μεγάλα κέρατα που ξεπηδούσαν από τα μέτωπά τους, άλλα που είχαν βαρύ τρίχωμα και στριφτούς χαυλιόδοντες, άγριους ταύρους και μεγάλα πουλιά. Όλα αυτά ήταν σχεδιασμένα στα τοιχώματα της σπηλιάς κατά τρόπο τέτοιο ώστε να εκμεταλλεύονται τόσο όμορφα τις πτυχώσεις που έκανε η πέτρα, που θα ‘λεγε κανείς πως εκείνα τα ζώα ήταν έτοιμα να ξεπηδήσουν απ’ το βράχο και ν’ αρχίσουν να περιφέρονται γύρω μου. Ανάμεσά τους υπήρχαν και ανθρώπινες φιγούρες γυμνών αντρών και γυναικών. Γύρω τους τυλιγόταν, σχεδιασμένη με κόκκινη μπογιά, η ιερή σπείρα και οι σπόροι του μαγικού βότανου που οδηγούσε σ’ εκείνον τον άλλο, τον φωτεινό και υπέροχο κόσμο, εκεί όπου απουσίαζε το κακό και δεν υπήρχε θάνατος και αρρώστια.

Ένιωσα ότι η σπηλιά ήταν πολύ αρχαία, πολύ αρχαιότερη απ’ όσο θα μπορούσα να φανταστώ. Μέσα απ’ τους καπνούς και κάτω απ’ το άγριο φως της φωτιάς που με τσουρούφλιζε, έβλεπα τα καλλιτεχνήματα των πρώτων ανθρώπων που είχαν ζήσει στο νησί, πριν από πολλά-πολλά χρόνια, και που είχαν ανακαλύψει το μυστικό του, το μαγικό φυτό που οδηγούσε στον κόσμο του φωτός.
Και τότε έπαψα να φοβάμαι. Είδα τις αρχαίες ψυχές τους να ξεπηδούν μέσα απ’ τα βράχια σαν φωτεινοί πίδακες, τα ζωγραφισμένα τους πρόσωπά να μου χαμογελούν προστατευτικά. Κατάλαβα ότι οι στρατιώτες δεν θα με φυλάκιζαν γιατί οι αρχαίοι εκείνοι άνθρωποι, οι προπάτορές μου, θα εύρισκαν τον τρόπο να με προστατεύσουν. Τα μάτια μου γέμισαν με εικόνες. Αντίκρισα πυκνά δάση και χιονισμένες πεδιάδες που απλώνονταν μέχρι τον ορίζοντα, αφρισμένους καταρράκτες και απέραντα έλη και τ’ άγρια βουνά ενός κόσμου που δεν είχε νιώσει ακόμα το άγγιγμα του ανθρώπου, Μετά μου φάνηκε ότι βγήκα απ’ το σώμα μου και ένιωσα το χρόνο να κυλάει γύρω μου σαν ορμητικό ποτάμι. Αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένα ποτάμι κυκλικό, ένας αχανής και τεράστιος δακτύλιος. Μια ασώματη φωνή μου ψιθύρισε ότι ο παπάς και οι στρατιώτες του και ο τρόμος που έφερναν μαζί τους ήταν περαστικοί, μια εφήμερη ασχήμια που αργά ή γρήγορα θα χανόταν απ’ το πρόσωπο του κόσμου και πως μια μέρα, όσα χρόνια κι αν περνούσαν, οι κύκλοι με τις πέτρες θα στήνονταν ξανά, τα ιερά πηγάδια θα καθάριζαν και τ’ αρχαία πνεύματα θα μιλούσαν και πάλι στους ανθρώπους.

Έκλεισα τα μάτια μου, ξάπλωσα πάνω στο πέτρινο δάπεδο της σπηλιάς και περίμενα το ξημέρωμα, πλημμυρισμένος από ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα γαλήνης.




8





Κάποια στιγμή θα πρέπει να αποκοιμήθηκα γιατί όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου η φωτιά είχε σβήσει. Ένα φως που ήταν γκρίζο και αμυδρό έμπαινε μέσα στη σπηλιά, απ’ τη μακρινή τρύπα που διαγράφονταν ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι μου σαν την στρογγυλή κορφή μιας καμινάδας. Αρπάχτηκα απ’ τις μαυρισμένες και καψαλισμένες ρίζες και τα κλαδιά που ξεπρόβαλλαν μέσα απ’ τα τοιχώματα της τρύπας και κατάφερα, ύστερα από πολλούς κόπους και βάσανα, να ξαναβγώ στην επιφάνεια του εδάφους.

Το θέαμα που αντίκρισα ήταν τρομακτικό.

Οι στρατιώτες δεν είχαν αρκεστεί στο να σκοτώσουν τους δύστυχους συντρόφους μου. Είχαν αποφασίσει να κάψουν και ολόκληρο το νησί για να χτυπήσουν απ’ τη ρίζα του αυτό που στα μάτια τους δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ανίερο έργο του σατανά. Είχαν βαλθεί να καταστρέψουν όλα τα δέντρα και τα βότανα που φύτρωναν πάνω του, μαζί και το ιερό βοτάνι που μας ταξίδευε αλλού.

Κάτω απ’ το κρύο και άσχημο φως του πρωινού ήλιου που είχε αποκτήσει το νεκρό χρώμα της στάχτης αντίκρισα ένα τοπίο καταστροφής, μια απεραντοσύνη από πεσμένους κορμούς δέντρων που φλέγονταν ακόμα και καρβουνιασμένα αποκαΐδια. Κι όμως ανακάλυψα ότι δεν μπορούσα να κλάψω. Η παράξενη γαλήνη που με είχε πλημμυρίσει μέσα στη σπηλιά, λειτουργούσε σαν φυλαχτό που με προστάτευε απ’ τη φρίκη του πεθαμένου νησιού.

Διέσχισα το καμένο δάσος με το κεφάλι μου σκυφτό και το μυαλό μου γεμάτο απ’ τις εικόνες των αλλοτινών καιρών, έφτασα στην ακτή του νησιού και αντίκρισα τη μακρινή όχθη της λίμνης, εκεί όπου σαν σφιχτοδεμένο μπουκέτο από ψηλά καμπαναριά και δαντελωτά παλάτια απλωνόταν η πόλη που πέθαινε σιγά-σιγά μέσα στ’ αδυσώπητα πλοκάμια της πανούκλας.

Και ξαφνικά ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Η πόλη ήταν ένα μέρος όπου κανείς δεν θα μ’ αναγνώριζε γιατί δεν την είχα επισκεφτεί ποτέ στη ζωή μου. Επίσης δεν υπήρχε άνθρωπος από τα γύρω μέρη που να τολμούσε να περάσει τα σιωπηλά της τείχη όσο η πανούκλα σερνόταν στους δρόμους της. Μπορούσα να κρυφτώ εκεί πέρα. Και αν έμενα ζωντανός θα την εγκατέλειπα κάποια στιγμή, όταν τα πράγματα θα ησύχαζαν και πάλι και θα χανόμουν στην απεραντοσύνη του τεράστιου κόσμου που απλωνόταν πίσω από τα γαλάζια βουνά που διαγράφονταν τεράστια και χιονοσκέπαστα μπροστά μου, στο χλωμό φως της αυγής.

Και ίσως, αν όλα πήγαιναν καλά και η τύχη ήταν με το μέρος μου, ν’ ανακάλυπτα κι άλλους σαν κι εμένα, ανθρώπους που γνώριζαν τα μυστικά των παλιών και ακολουθούσαν ακόμα τους αρχαίους τρόπους.



Ερρίκος Σμυρναίος, Copyright 2009

10 σχόλια:

  1. Ερικ πραγματικα υπεροχο..δεν γνωριζω σε ποιον τοπο ο νους σου οργιαζε οταν το εγραφες, αλλα εμενα μου εκανε για καπου στην βορεια γαλλια ή αγγλια, και γενικα στις αρχαιες κελτικες και παγανιστικες θρησκειες. Ειναι οντως τρομαχτικο εαν αναλογιστει κανεις τι εχει κανει η Εκκλησια (αυτη η θηρειωδης μορφη εξουσιας - προσεχε αναφερομαι στην εκλλησια σαν οργανο και οχι τον χριστιανισμο σαν ιδεολογια και πιστη) για χαρην της εξαπλωσης της κυριαρχιας της. Παντως περα τον πραγματικα ζωντανο τροπο γραφεις σου, κατι μου λεει οτι ελαχιστοι ισως το εκτιμησουν ή ακομα περισσοτερο τους αρεσει το κειμενο αυτο..καθως οι μικροαστικες αντιληψεις και η στενομυαλοσυνη μερικων ανθρωπων μπορει να τους κανει να χασουν το δασος για την χαρη ενος δεντρου..ο νοων νοειτο..και οποιος δεν νοει..ειναι βλητο ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Επισης εαν δεν εχεις αντιρρηση εχω ηδη ιδεα για το σικουελ..που εαν θες το γραφουμε και απο κοινου ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. δεν έχω καμία απολύτως αντίρρηση! Εξάλλου το συγκεκριμένο διήγημα βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα, συγκεκριμένα περιγράφει τον τρόπο που η καθολική εκκλησία επιβλήθηκε στους λαούς της Βόρειας Ευρώπης περί τα έτη 1.100 με 1.500 μετά χριστόν. Τώρα, σε όποιους δεν αρέσει, λυπάμαι πολύ, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να πάω να γράφω για τα πράγματα που πιστεύω μόνο και μόνο επειδή συγκρούονται με τις παγιωμένες αντιλήψεις ανθρώπων που γαλουχήθηκαν με το πραγματικα σύγχρονο και δημιουργικό ελληνικόεκπαιδευτικό σύστημα που ως γνωστόν, μέσω της στυγνής παπαγαλίας προάγει την κριτική σκέψη, την έρευνα και τον πλουραλισμό!!!

    Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια,

    Ερρίκος Σμυρναίος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Και γω θα συμφωνίσω μαζί σας και θα πω ότι στο όνομα του Χριστού έγιναν δυστυχώς τα μεγαλύτερα εγκλήματα και συνεχίζουν να γίνονται. Η ίδια η θρησκεία δεν μιλάει για σκοτωμούς και πολέμους, ο άνθρωπος όμως είναι αιμοδιψής και κακός και σκοτώνει στο όνομα του καλού... Τώρα τι λογική είναι αυτή δεν έχω καταλάβει.... Με καθεστώς τρομοκρατίας να διδάσκεται η αρετή η αγάπη και η καλοσύνη...
    Πάντως εγώ το βρίσκω το κείμενο εκπληκτικό, γραμμένο με πολύ όμορφο λόγο, συναρπαστικό. Ταξίδεψα στα μέρη που περιγράφονται, μύρισα τα λουλούδια και τη φωτιά, είδα το φεγγάρι και με άγγιξε η ομίχλη....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Αγαπητη stavroulazerva, κατα την ταπεινη αποψη μου θα ελεγα οτι η εκκλησια δεν ειναι τιποτα περισσοτερο απο ενα οργανο καταληψης και εξασκησεις εξουσιας ανα τους αιωνες. Σιγουρα δεν γνωριζω εαν στην αρχη της ολα εγιναν χαρη σε ενα σχεδιο ή απλα μερικοι ανθρωποι ειχαν εναν ευγενη σκοπο. Αναμφιβολλω ιστορικο ντοκουμεντο παραμενει ομως οτι ο Κωνσταντινος θελωντας να εδρεωθει η δικια του απολυτη κυριαρχια στην αχανης του αυτοκρατορια, επελεξε να ανατυπωσει, και να προσθεση διαφορα αλλα κομματια στα λεγομενα ευαγγελια,και να χαρακτηρισει αιρετικα ολα τα υπολοιπα..και voila δημιουργησε μια θρησκεια ορθοδοξη (δηλαδη ορθη) και ταυτοχρονα καθολικη (οικουμενικη)..διαστρευλλοντας τα λογια ενος σοφου και μαλλον αρκετα πνευματικα εκλεπτυσμενου ανθρωπου του Γεσουα, που ουσιαστικα πιστευε σε μια οικουμενικη ειρινη και πιστη στις ανθρωπινες δυναμεις και αρετες με τελικο σκοπο ο ανθρωπος μεσα απο μια οικουμενικη θρησκεια, πιστη και ιδεολογια, να εξυψωθει και να ζησει ειρηνικα..σιγουρα δεν ειχα στο μυαλο του..να σκοτωνονται ανθρωποι για λογια ιερων βιβλιων των εκαστοτε θρησκειων..και ξερετε ποια ειναι η πλακα αναμεσα στον χριστιανισμο και το ισλαμ? Οτι οι ευβλαβεις μουσλιμανοι προσευχονται 17 φορες την ημερα στον Αβρααμ, τον γενειαρχη του Χριστιανισμου...στον Γεσουα σαν ενα μεγαλο προφητη πριν την ελευση του Μωαμεθ...και οι πιστοι που συρρεουν κατα κυματα καθε χρονο, στην Μεκκα, για να προσκυνισουν, πανε στον υποτιθεμενο ταφου του Αβρααμ...αλλα κατα τα αλλα σκοτωνονται..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Φίλη (αν μου επιτρέπεις αυτη την προσφώνηση) stavroulazerva σε ευχαριστώ για τα κολακευτικά σου σχόλια. Θα ήθελα να προσθέσω, για να ξεκαθαρίσω και τη θέση μου πάνω σε όλα αυτα, ότι κατά τη γνώμη μου υπάρχουν δύο είδη χριστιανισμού. Το ένα από αυτά είναι ο εσωτερικός χριστιανισμός, αυτός που με τις διδαχές της αγάπης προς τον πλησίον, της απελευθέρωσης από τα δεσμά του εγώ, της απαλλαγής από την εξάρτηση που προκαλούν τα υλικά αγαθά και της πεποίθησης ότι μέσα στον κάθε ένα από μας υπάρχει μια θεική σπίθα που υπερβαίνει τα όρια του θανάτου, θα μπορούσε να έχει αλλάξει τον κόσμο μας προς το καλύτερο και που σίγουρα έδωσε δύναμη και παρηγορία σε πολλά εκατομμύρια ανθρώπων που άντεξαν έτσι τις δοκιμασίες της ζωής. Αλλά υπάρχει και ο κοσμικός χριστιανισμός τον θρίαμβο του οποίου βιώνουμε όλοι εδώ και πάρα πολλά χρόνια, με την αλαζονία του, τη συσσώρευση υλικών αγαθών, τους θρησκευτικούς πολέμους, τον περιορισμό της ελευθερίας της σκέψης, τον συμβιβασμό και τη συνεργασία με τις εκάστοτε μορφές εξουσίας, με το αζημίωτο βέβαια κτλ κτλ...Δυστυχώς, έχω καταλήξει να πιστεύω ότι τελικά, αν εξετάσουμε που μας έχουν οδηγήσει όλα αυτά, ο κοσμίκος, υλιστικός χριστιανισμός μάλλον έχει επικρατήσει. Παραμένει όμως στον έλεγχο του κάθενός από μας η τελική επιλογή. Τι μπορούμε να κάνουμε γιαυτο;

    Ερρίκος Σμυρναίος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Δεν θα διαφωνίσω με τον τρόπο που το θέτεται το θέμα, απλά θα πω ότι ευτυχώς έχω συναντήσει ανθρώπους που πραγματικά είναι ανιδιοτελείς. Από εμάς εξαρτάται τι θα διδάξουμε στα παιδιά μας και ποιο δρόμο θα τους δείξουμε να ακολουθήσουν. Η αγάπη δεν ζητά ανταλλάγματα και ο Χριστιανισμός είναι η Αγάπη. Ίσως με θεωρείσετε ρομαντική,ένα θα σας πω: Δεν είμαι. Έχω πίστη και όρεξη να προσπαθήσω! Βλέπω όλους αυτούς που είναι δήθεν. Δυστυχώς, η αλήθεια πονάει, αλλά καλό είναι ο κόσμος να μάθει!!! Με τις σταυροφορίες λεηλάτησαν λαούς και έθνη, τον μεσαίωνα έκαψαν τόσες γυναίκες, η Ιερά Εξέταση δίκασε και καταδίκασε τόσο αθώο κόσμο... Δεν παραδειγματιζόμαστε από αυτά, τα απορρίπτουμε και προσπαθούμε να κάνουμε το σωστό! Να αγαπάμαι!!!
    Πάντως, άσχετα με το συγκεκριμένο θέμα, γράφεται καταπληκτικά. Υπάρχουν κάποια βιβλία σας σε βιβλιοπωλεία; Και αν ναι, σε ποιές εκδόσεις;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Αγαπητη stavroulazerva, εγω θα απαντησω μονο εκ μερους μου με μια πιο παλια αναρτηση μου, που ειχα απαντηση και σε καποιον αλλον αναγνωστη. Τα πνευματικα δικαιωματα ειναι κατοχυρωμενα..αλλα ΕΓΩ ποτε δεν δημοσιευω....γιατι oτιδήποτε μπορει να γραψω κατα καιρους δεν θα είναι τίποτα περισσότερο από μικρά κομμάτια της ψυχικής διαθέσεις μου που είναι βασισμένα ή επηρεασμένα από ανθρώπους...καταστάσεις..εμπειρίες...οποτε η τιμή τους θα ειναι είναι άπλα να διαβαστούν...γιατί μόνο αυτό έχει άξια...γιατί οι ιδέες κατοχυρώνονται μόνο ελεύθερα.. :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Aγαπητή φίλη Stavroulazervfa,
    Ως ο συγγραφέας του επίμαχου διηγηματος, σ' ευχαριστώ για άλλη μια φορά για τα καλά σου λόγια. Βιβλία μου δεν θα βρεις σε κάποιο βιβλιοπωλείο γιατί απλούστατα δεν υπάρχει κανένα! Κάποτε, που είχα κάνει μια προσπάθεια να προσεγγίσω κάποιους εκδοτικούς οίκους, βρέθηκα με τη στερεότυπη απάντηση "καλά είναι, αλλά τέτοια πράγματα δεν πουλάνε." Ευτυχώς όμως, και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι δεν έχω καμία ιδιαίτερη μανία να γίνω διάσημος (περισσότερο προσπαθώ να ψυχαγωγήσω τους φίλους μου και να εκφραστώ με αυτά που γράφω παρά να γίνω ονομαστός) και χάρη στην ύπαρξη του Ίντερνετ,άνοιξα μερικές τρυπούλες στον τοίχο της απομόνωσης!

    Να είσαι πάντα καλά,

    Ερρίκος Σμυρναίος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Μιας και ξέρω κι εγώ από συγγραφές, μπορώ να πω πως είναι ωραίο αυτό που έγραψες και να συνεχίζεις να γράφεις, όσο και μονόχνοτοι κι αν είναι οι εκδοτικοί οίκοι!
    Μόνο, άνοιξε τις τρύπες, στο internet περισσότερο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή