1
Η νύχτα ήταν ολόλαμπρη. Μια τεράστια πανσέληνος έπλεε στον ουρανό, ίδια με ολοστρόγγυλο παγόβουνο που αρμένιζε σ’ έναν αρκτικό ωκεανό από μελάνι. Κάτω απ’ το ασημένιο φως της, τα χιονισμένα δέντρα άστραφταν σαν κρυστάλλινοι πολυέλεοι. Το δάσος κοιμόταν σιωπηλό και γαλήνιο, περιμένοντας το πρώτο φιλί της άνοιξης. Το πένθιμο θρόισμα μιας παγωμένης αύρας που πλανιόταν ανάμεσα στα κρουσταλλιασμένα κλαδιά και τους ροζιασμένους κορμούς του, τόνιζε τη χειμωνιάτικη σιωπή. Ο μοναδικός ήχος που ράγιζε τη σιγαλιά της φωτεινής εκείνης νύχτας ήταν το ρυθμικό τρίξιμο του χιονιού που έσπαγε κάτω απ’ τις γούνινες μπότες ενός μοναχικού οδοιπόρου…
Έκανε πολύ κρύο. Η ανάσα του λαχανιασμένου ανθρώπου σχημάτιζε βαριές τουλίπες αργοκίνητης πάχνης στον παγερό αέρα. Εκείνος περπατούσε με δισταγμό και κοπιαστικά, φορτωμένος μ’ έναν βαρύ σάκο που τον έκανε να καμπουριάζει. Ήταν ολοφάνερο πως ήταν πολύ κουρασμένος, όταν όμως βρέθηκε μπροστά σ’ εκείνο το άδειο ξέφωτο με τα λεπτά κλαδιά των πανύψηλων δέντρων που κεντούσαν έναν αραχνοΰφαντο θόλο πάνω απ’ το κεφάλι του, σταμάτησε κατάπληκτος:
Ο Νικολός ήξερε να διαβάζει το χιόνι, το ίδιο καλά όπως ήξερε να διαβάζει και τη γη. Τα χνάρια των ζώων μετατρέπονταν σε λέξεις και προτάσεις κάτω απ’ τα γνωστικά του μάτια και του μιλούσαν για το κοπάδι των ελαφιών που είχαν περάσει από κει πριν από λίγο, για το λαγό που είχε κοντοσταθεί στις ρίζες του μεγάλου εκείνου δέντρου, για τη λεπτόκορμη νυφίτσα που κυνηγούσε τη λεία της μέσα στο σκοτάδι. Αλλά ποτέ στη ζωή του δεν είχε αντικρίσει κάτι παρόμοιο μ’ αυτό που έβλεπε τώρα: Ολόκληρο το ξέφωτο ήταν χαραγμένο απ’ τα ίχνη δεκάδων ελαφιών που είχαν τρέξει γύρω-γύρω, σχηματίζοντας αμέτρητους κύκλους, σαν το νερό που κυματίζει όταν πέσει πάνω του μια πέτρα. Λες και προσπαθούσαν να προστατεύσουν κάτι που βρισκόταν στο κέντρο του. Και πραγματικά, κάτι υπήρχε εκεί πέρα. Ένα σκούρο πράγμα που σάλευε αδύναμα. Ο Νικολός το πλησίασε με φόβο. Κάτω απ’ το λευκό φως του φεγγαριού που έλουζε το χιόνι και το έκανε να φεγγίζει διάφανο και γαλαζωπό, αντίκρισε ένα δέμα από σφιχτοδεμένες γούνες. Ανάμεσά τους, ξαπλωμένο, φώλιαζε ένα στρουμπουλό βρέφος. Έμοιαζε να κοιμάται. Το προσωπάκι του διαγραφόταν γαλήνιο κάτω απ’ τη βαριά σκούφια του και απ’ το στόμα του ξέφευγε μια ρυθμική ανάσα, σαν μια σειρά από λευκά συννεφάκια. Ο Νικολός κάθισε ανακούρκουδα στο χιόνι και έσκυψε πάνω απ’ το βρέφος χωρίς να πιστεύει στα μάτια του. Ποιος θα μπορούσε να το έχει εγκαταλείψει την παγωμένη τούτη νύχτα, καταμεσής ενός άγριου δάσους; Υπήρχαν πραγματικά τόσο άκαρδοι άνθρωποι σ’ αυτό τον κόσμο;
Εκείνη τη στιγμή το βρέφος άνοιξε τα μάτια του, τον κοίταξε και του χαμογέλασε. Ο Νικολός ένιωσε την αναπνοή του να κόβεται από κάτι που έμοιαζε με δέος: Τα μάτια του μωρού ήταν υπέροχα, τόσο βαθυγάλανα που γινόταν σχεδόν μενεξεδιά. Του θύμισαν το χρώμα που παίρνει ο ουρανός την άνοιξη, μετά το δειλινό. Έλαμπαν σαν αυγερινοί και πλημμύριζαν από μια γλύκα που όμοια της δεν είχε ξαναδεί.
Το μακρινό ουρλιαχτό κάποιου μοναχικού λύκου ταξίδεψε σαν φάντασμα πάνω απ’ το χιονισμένο δάσος.
Ο Νικολός πήρε το μωρό στην αγκαλιά του, το τύλιξε ακόμα πιο σφιχτά με τις γούνες του και ξανάρχισε να περπατάει αργά και κοπιαστικά, κάτω απ’ το φως του φεγγαριού που άπλωνε φωτεινές λουρίδες ανάμεσα στα χιονισμένα δέντρα.
2
-«Αυτό το παιδί είναι ένα δώρο απ’ το θεό,» του είπε η Φωτεινή, η γυναίκα του, καθώς έσφιγγε το μωρό στην αγκαλιά της και το κοίταζε όλο χαρά. Είχαν καθίσει κοντά-κοντά, δίπλα στο τζάκι και θαύμαζαν το μικρό εκείνο πλασματάκι που τους κοιτούσε και χαμογελούσε ασταμάτητα, με το φαφούτικο στοματάκι του που είχε το χρώμα της φρέσκιας φράουλας. Ο ερχομός του έμοιαζε να έχει γεμίσει το εσωτερικό της φτωχικής καλύβας τους μ’ ένα παράξενο φως, μ’ ένα λεπτό άρωμα που ήταν σαν να είχε ξεφύγει από κάποιον ουράνιο κήπο. Ένιωθαν ευτυχισμένοι, για πρώτη φορά μετά από πολύ-πολύ καιρό.
Ο Νικολός ήξερε πολύ καλά πως η Φωτεινή το είχε κρυφό καημό που δεν είχαν μπορέσει να κάνουν παιδιά. Ποτέ δεν του είχε πει τίποτα για να μην τον κακοκαρδίσει, αλλά αυτός έβλεπε το κρυφό παράπονο που σκοτείνιαζε τα μάτια της κάθε φορά που το βλέμμα της στυλωνόταν στις μακριές σκιές του δάσους ή όταν κοιτούσε τις λαίμαργες φλόγες της φωτιάς, τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Και όταν κατέβαιναν στο χωριό για να πάνε στην εκκλησία και να πουλήσουν την πραμάτεια τους στην αγορά, την έβλεπε να κοιτάζει τα παιδιά των χωριανών που έτρεχαν στους δρόμους με μια κρυφή λαχτάρα. Ε, λοιπόν, τώρα ήταν χαρούμενη και οι σκιές στο βλέμμα της είχαν σβήσει. Έμοιαζε νέα και όμορφη, τα μαλλιά της δεν ήταν πια γκρίζα, έλαμπαν στις φλόγες της φωτιάς σαν ασημένια και οι ρυτίδες που χαράκωναν τα μάγουλά της σχημάτιζαν ένα γλυκό χαμόγελο.
Θα ‘λεγε κανείς πως η ομορφιά που ακτινοβολούσε το παιδί έπεφτε πάνω της και ξυπνούσε λίγη απ’ τη δική της εσωτερική λάμψη. Ακόμα και ο Μπέης, ο σκύλος τους που ήταν πάντα βλοσυρός και επιφυλακτικός με κάθε τι το καινούργιο, είχε καθίσει δίπλα τους, κοντά στο τζάκι κι αυτός, και κοίταζε το μωρό. Έμοιαζε να χαμογελάει και τα λευκά του δόντια άστραφταν σαν μυτερά μαργαριτάρια στη χρυσαφένια λάμψη της φωτιάς.
-«Θα την λέμε Αστραδενή» δήλωσε με σιγουριά η Φωτεινή.
-«Αστραδενη! Τι παράξενο όνομα που διάλεξες!» της είπε έκπληκτος ο Νικολός.
-«Της ταιριάζει! Γιατί τα μάτια της λάμπουν σαν να καίει μέσα τους το φως των αστεριών!» επέμεινε εκείνη δίχως να σηκώνει αντίρρηση.
3
Τα χρόνια πέρασαν. Η Αστραδενή μεγάλωνε και μαζί της μεγάλωνε και η ευτυχία που είχε φέρει στη ζωή τους. Ο Νικολός ένιωθε ότι ήταν το κομμάτι που του έλειπε για να νιώθει ολόκληρος. Θυμόταν πάντα, μ’ ένα χαμόγελο περηφάνιας, το σούσουρο που ξεσηκώθηκε στο χωριό όταν την επόμενη κιόλας Κυριακή κατέβηκαν με τη Φωτεινή για να πουλήσουν τα ξύλα που είχε μαζέψει απ’ το δάσος. Μέχρι να πεις φυτίλι, γύρω τους είχαν μαζευτεί οι μισοί τουλάχιστον χωριανοί και κοιτούσαν το μωρό, άλλοι έκπληκτοι, άλλοι επιφυλακτικοί, και κάποιοι μ’ ένα κρυφό φόβο. Η Αστραδενή τους αντιγύρισε το βλέμμα χωρίς να φοβηθεί καθόλου απ’ αυτόν τον κλοιό των παράξενων προσώπων που έσκυβαν από πάνω της και έλεγαν ο καθένας το μακρύ και το κοντό του. Και μετά τους χαμογέλασε. Μια βαθιά σιωπή ανάμεσά τους και ύστερα άρχισαν να χαμογελούν και αυτοί, χωρίς να καταλαβαίνουν το γιατί, και να νιώθουν χαρούμενοι, λες και ο τρόπος που έβλεπαν τον κόσμο είχε αλλάξει.
Και η Αστραδενή όλο και μεγάλωνε. Και γινόταν τόσο όμορφη με τον καιρό που όσοι την έβλεπαν ανακάλυπταν και τη δική τους προσωπική ομορφιά. Ο Νικολός άφησε τη καλύβα του, βρήκε ένα σπίτι στο χωριό και έπιασε δουλειά σ’ ένα τσαγκαράδικο, για να μην είναι το παιδί του χώρια από τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας της. Η παράξενη δύναμη που ανάβλυζε μέσα απ’ τα μάτια και το χαμόγελο της Αστραδενής έμοιαζε να την προστατεύει όσο τίποτε άλλο. Όλοι την αγαπούσαν, οι γείτονες περνούσαν κάθε μέρα απ’ το σπίτι τους για να τους χαιρετήσουν και να παίξουν με την Αστραδενή, και κάθε φορά της έκαναν και από κάποιο μικρό δωράκι έτσι ώστε να μην της λείπει ποτέ τίποτα.
Όταν τ’ άλλα παιδιά στο σχολείο και στο παιχνίδι προσπαθούσαν να την πειράξουν, η Αστραδενή απλά γελούσε τόσο καλόκαρδα που πολύ γρήγορα, από απλή ευτυχία, τύλιγαν τα χέρια τους γύρω απ’ το λαιμό της και της έδιναν ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο. Όλα αυτά τα παράξενα τον φόβιζαν καμιά φορά. Κάποιες νύχτες έμενε ξάγρυπνος και κοιτούσε τ’ αστέρια με τις ώρες. Παράξενες σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό του, έπλαθε αλλόκοτες ιστορίες με τη φαντασία του, ότι η Αστραδενή είχε τάχα πέσει από κάποιο αστέρι και πως κάποια νύχτα σαν κι αυτή, οι πραγματικοί της γονείς θα έρχονταν για να την πάρουν μαζί τους, εκεί ψηλά.
4
Ο φόβος του ότι η κόρη του δεν ήταν πλάσμα αυτού του κόσμου μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν ένα βράδυ, η Αστραδενή, οχτώ χρονών κοριτσάκι ακόμα, τον πλησίασε και του είπε μια παράξενη ιστορία: Λίγες μέρες πιο πριν, είχε πάει με τη μητέρα της στο δάσος για να μαζέψουν μανιτάρια. Κάποια στιγμή που η Φωτεινή είχε αποκοιμηθεί στη σκιά ενός δέντρου, εκείνη αποφάσισε να κάνει μια μικρή εξερεύνηση. Απομακρύνθηκε απ’ την κοιμισμένη της μητέρα και μπήκε πιο βαθιά μέσα στο δάσος. Εκεί συνάντησε μια μητέρα αρκούδα και το μικρό της. Από φόβο για το παιδί της, η μητέρα αρκούδα ετοιμάστηκε να χιμήξει πάνω της και να την κάνει κομμάτια αλλά ξαφνικά σταμάτησε, κάθισε μπροστά της και άρχισε να της γλύφει το πρόσωπο.
Πολύ γρήγορα η Αστραδενή άρχισε να παίζει με το μικρό αρκουδάκι σαν να ήταν αδελφάκια. Η οικογένεια των αρκούδων προχώρησε βαθύτερα μέσα στο δάσος και η Αστραδενή προσπάθησε να εξηγήσει στη μητέρα αρκούδα ότι δεν ήταν σε θέση να προχωρήσει βαθύτερα μαζί τους. Άρχισε να περπατάει πιο αργά, αλλά κάθε φορά η μητέρα αρκούδα γύριζε προς το μέρος της και την τραβούσε απαλά απ’ το μανίκι. Τελικά εκείνη έμεινε ακίνητη, πήρε το μεγάλο κεφάλι της αρκούδας στα χέρια της, κοίταξε ήρεμα μέσα στα μάτια της και της είπε:
-«Αν και θα ήθελα πολύ να μείνω μαζί σου και με το μικρό σου, κοίταξε με: Δεν είμαι αρκουδάκι. Δεν έχω γούνα να με ζεστάνει, μόνο αυτό το ρούχο και τίποτε άλλο. Ακόμα και αν με βάζατε μεταξύ σας για να με ζεσταίνετε, θα πάγωνα με τον ερχομό του χειμώνα.»
Η μητέρα αρκούδα την κατάλαβε. Αναστέναξε βαθιά, την έγλυψε τρυφερά στο πρόσωπο και την ακολούθησε με το βλέμμα της καθώς εκείνη άρχισε να περπατάει αργά-αργά πίσω προς την κοιμισμένη της μητέρα.
5
Όταν η Αστραδενή μεγάλωσε ακόμα περισσότερο και έγινε πιο δυνατή, άρχισε να συχνάζει στο δάσος όποτε έβρισκε ευκαιρία. Ούτε ο Νικολός ούτε η Φωτεινή σκέφτηκαν ποτέ να την εμποδίσουν, γιατί βαθιά μέσα τους, ήξεραν ότι τίποτα και κανείς δεν θα μπορούσε να της κάνει κακό. Τέτοια ήταν η παράξενη δύναμη που ανάβλυζε από μέσα της. Η Αστραδενή έγινε προστάτιδα των πλασμάτων που ζούσαν εκεί αλλά και των ανθρώπων που χρειάζονταν τη βοήθειά της. Στην αρχή δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτούς αλλά το χαμόγελό της είχε μεγάλη επιρροή. Οι γέροντες του χωριού που υπέφεραν από ανυπόφορους πονόδοντους για παράδειγμα, έβρισκαν μεγάλη ανακούφιση μόλις τους χαμογελούσε. Για πολλές ώρες μετά ξεχνούσαν τους πόνους τους και μπορούσαν να κοιμηθούν βαθιά και ήρεμα. Πολύ κακό θεραπεύτηκε απ’ την Αστραδενή χωρίς εκείνη να το μάθει ποτέ. Αν κάποιος νεαρός είχε ραγισμένη καρδιά και την έβλεπε να περνάει στο δρόμο, ολάκερη η θλίψη του εξατμιζόταν μόλις της έριχνε μια ματιά.
Οι νεαρές κοπέλες αποζητούσαν την παρέα της και της έλεγαν για τις ατυχίες τους στην αγάπη. Η Αστραδενή που δεν ήξερε τίποτα για τον έρωτα, απλά τις άκουγε χωρίς να μιλάει και αν και δεν έλεγε το παραμικρό, τις έκανε να νιώθουν παρηγορημένες και γαλήνιες. Και κάθε φορά που πήγαινε στο δάσος, την περικύκλωναν σκίουροι που κάθονταν στους ώμους της, τύλιγαν τις ουρές τους γύρω από το λαιμό της και μασούλαγαν τα βελανίδια τους όλο χαρά.
Εκείνη ένιωθε πολύ ευτυχισμένη εκεί πέρα. Γιατί ξανά και ξανά υπήρχαν πλάσματα που χρειάζονταν τις φροντίδες της. Όλο και κάποιο πουλάκι θα είχε πέσει απ’ τη φωλιά του, όλο και κάποιο ζωντανό θα είχε πληγωθεί καθώς έτρεχε ανάμεσα από αγκαθωτούς θάμνους. Με τον καιρό άρχισε ν’ αγαπάει πολύ τη γαλήνη που έβρισκε κάτω απ’ τα πανάρχαια δέντρα του. Πιο πολύ απ’ όλα τα ζώα, αγαπούσε τα ελάφια. Της άρεσε να κάνει παρέα μαζί τους, βαθιά μέσα στο δάσος. Συχνά υποψιαζόταν ότι σε κάποια προηγούμενη ζωή θα πρέπει και η ίδια να είχε ζήσει ως ελάφι γιατί ήταν τόσο παρόμοια στη συμπεριφορά με αυτά. Όπως και τα ελάφια, αγαπούσε πολύ τη σιωπή και τη γαλήνη. Αν η ψυχή του δάσους είχε φωνή, θα πρέπει να ήταν τρυφερή, όπως το ρουθούνισμα τους πάνω στα βελούδινα βρύα των βράχων. Θαύμαζε τον τρόπο που περπατούσαν τόσο ανάλαφρα πάνω στο υγρό χώμα, λες και δεν ήθελαν να ταράξουν τίποτα απ’ αυτά που ζούσαν εκεί πέρα. Ένιωθε σαν αδελφή τους και προστάτιδά τους. Και χρειάζονταν ένα προστάτη γιατί υπήρχε ένας κυνηγός που συχνά τα σκότωνε χωρίς λόγο, από απλή ευχαρίστηση. Η Αστραδενή γνώριζε ότι η κακία είναι συχνά το αποτέλεσμα της μοναξιάς και ότι πολλές φορές, το μόνο που χρειαζόταν ήταν λίγη αγάπη για να μετατρέψει το κακό σε φιλικότητα. Βρήκε λοιπόν τον κυνηγό και άρχισε να του μιλάει με τις ώρες και να του δείχνει πολλούς τρόπους να βρίσκει τροφή και διασκέδαση χωρίς να γίνεται άδικος με κανέναν. Ο κυνηγός την άκουγε με προσοχή, νικημένος απ’ τη μαγεία που την τύλιγε σαν φωτεινό σύννεφο αλλά τελικά, την επόμενη μέρα, η Αστραδενή πάντα έβρισκε τρία ακόμα πλάσματα σκοτωμένα στο ξέφωτο του δάσους και ανάμεσά τους τον κυνηγό να στέκεται περήφανος ανάμεσα στα θύματά του. Μέχρι που κάποια στιγμή κατάλαβε ότι τα λόγια δεν έχουν πάντα αποτέλεσμα σε όλους.
Ένα βράδυ λοιπόν, περίμενε μέχρι να σκοτεινιάσει. Ξεγλίστρησε απ’ το σπίτι της, διέσχισε τους δρόμους του χωριού περπατώντας στις μύτες των ποδιών της και χώθηκε στο δάσος. Με το μαχαίρι που είχε κλέψει απ’ την κουζίνα, έγδαρε ένα απ’ τα σκοτωμένα ελάφια που βρήκε στο ξέφωτο και το φόρεσε σαν κάπα. Άρχισε να περπατάει στα τέσσερα μιμούμενη τις κινήσεις τους όσο πιο καλά μπορούσε και στο φως του φεγγαριού, είδε τον κυνηγό να ξεγλιστράει ανάμεσα στα δέντρα, αόρατος απ’ όλα τα ελάφια που έβοσκαν εκεί. Με μεγάλα άλματα, τα κυνήγησε μέχρι που το έβαλαν στα πόδια. Ο κυνηγός, αγανακτισμένος, ετοιμάστηκε να την πυροβολήσει αλλά εκείνη έβγαλε μια άγρια κραυγή, πέταξε από πάνω της το δέρμα του ελαφιού και εμφανίστηκε μπροστά του. Εκείνος λιποθύμησε απ’ το φόβο του. Από τότε δεν ξανακυνήγησε ελάφια γιατί φοβόταν πολύ μήπως χτυπήσει καταλάθος της Αστραδενή.
6
Η Αστραδενή ήταν τόσο απασχολημένη με το να φροντίζει τους ανθρώπους του χωριού και τα ζώα του δάσους, που ούτε καν της είχε περάσει απ’ το μυαλό η σκέψη να βρει ένα σύζυγο. Ο Νικολός ωστόσο, που την έβλεπε να γίνεται όλο και πιο ιδιότυπη με τα χρόνια και αδιάφορη προς τους πόθους και τις επιθυμίες κάθε κοπέλας της ηλικίας της, ανησυχούσε. Η υποψία ότι μια μέρα οι πραγματικοί της γονείς θα κατέβαιναν απ’ τ’ αστέρια και θα την έπαιρναν μαζί τους, τον έτρωγε σαν το σαράκι. Αποφάσισε λοιπόν να κανονίσει κάτι γι’ αυτήν.
-«Αστραδενή,» την σταμάτησε ένα πρωινό καθώς ετοιμαζόταν να πάει στο δάσος, «Τον ξέρεις τον Αλέξη, το γιό του προύχοντα; Χθες μου ομολόγησε ότι η καρδιά του χτυπάει τόσο γρήγορα κάθε φορά που σε βλέπει που τον πιάνει λιποθυμιά, και ότι δεν μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια. Δεν πρέπει να τον αφήσεις να υποφέρει χωρίς λόγο. Κάνε τον άντρα σου. Ασχολείσαι με ολόκληρο τον κόσμο αλλά αφήνεις αυτό τον δυστυχή να πονάει.»
Αν και η Αστραδενή είχε μάθει να υπακούει πάντα τον πατέρα της, του ζήτησε μια διορία επτά ημερών μέχρι να του απαντήσει. Χρειαζόταν αυτό το χρόνο γιατί είχε ανακαλύψει κάτι παράξενο: Κάθε φορά που κοιμόταν κάτω από ένα συγκεκριμένο δέντρο, βαθιά μέσα στο δάσος, ονειρευόταν πνεύματα, νεράιδες και ζώα που μιλούσαν, που την πλησίαζαν και της έδειχναν που να βρίσκει διάφορα βότανα και πώς να φτιάχνει μαντζούνια που θεράπευαν κάθε αρρώστια. Ήθελε λοιπόν να κοιμηθεί εκεί άλλες επτά φορές, για να ολοκληρώσουν αυτά που ήθελαν να της πουν.
Όταν λοιπόν πέρασαν οι επτά μέρες, η Αστραδενή γύρισε στο σπίτι της και ετοιμάστηκε να παντρευτεί τον Αλέξη.
7
Από τότε η ζωή της έγινε πολύ δύσκολη. Ο Αλέξης τη ζήλευε πολύ. Δεν την άφηνε να βγαίνει απ’ το σπίτι του, που αν και μεγάλο και γεμάτο με ανέσεις, έμοιαζε στα μάτια της με χρυσή φυλακή. Έδιωχνε όλους όσους της χτυπούσαν την πόρτα για να ζητήσουν τη βοήθειά της, ακόμα και τον Νικολό και τη Φωτεινή, και κάθε φορά, τη ρωτούσε αν τον αγαπούσε.
- «Γιατί να μην σε αγαπάω;» του απαντούσε εκείνη με απορία, «Αφού κάποιος πρέπει να αγαπάει όλα τα ζωντανά όντα, έτσι δεν είναι;» Αυτό έκανε τον Αλέξη να θυμώνει και την ξαναρωτάει: «Ναι, αλλά δεν με αγαπάς περισσότερο από κάθε τι άλλο;»
-«Η αγαπάει δεν μπορεί να μετρηθεί,» του απαντούσε εκείνη υπομονετικά.
Αυτή η απάντηση τον εξόργιζε ακόμα περισσότερο και τον έκανε να φέρεται παράξενα. Προσπαθούσε να της επιβληθεί με άσχημο τρόπο, της μιλούσε άσχημα και πότε-πότε τη χτύπησε. Μάταια προσπαθούσε εκείνη να τον ηρεμήσει και να τον κάνει να της εξηγήσει τι του συνέβαινε. Η φωτεινή της δύναμη ήταν εντελώς ανίσχυρη μπροστά στο κακό που τον είχε κυριεύσει.
Ένα βράδυ που κάθονταν οι δυο τους στο παραγώνι, εκείνος σιωπηλός και μουτρωμένος, εκείνη σκεφτική και γεμάτη με νοσταλγία για την ομορφιά του δάσους και τη γλυκιά θωριά των ζώων που δεν μπορούσε πια ν’ αντικρίσει, χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο κυνηγός. Της είπε ότι η μάνα της, η Φωτεινή, ήταν πολύ άρρωστη και ζητούσε να τη δει.
Εκείνη σηκώθηκε όρθια και έκανε να τον ακολουθήσει, αλλά ο Αλέξης στάθηκε ανάμεσά τους, και τη ρώτησε:
-«Που θες να πας τόσο αργά;» .
-«Η μάνα μου είναι άρρωστη και πρέπει να τη θεραπεύσω,» του απάντησε εκείνη ξαφνιασμένη απ’ την αγριάδα της φωνής του.
-«Δεν έχεις να πας πουθενά!» της απάντησε αυτός, «και που ξέρω εγώ ότι αυτός εδώ μας λέει την αλήθεια; Μπορεί να θέλει να σε κλέψει!»
Έδιωξε τον κυνηγό κακήν-κακώς ενώ η Αστραδενή άρχισε να κλαίει με λυγμούς και να τον παρακαλάει να την αφήσει, για μια έστω φορά, να βγει απ’ το σπίτι. Ο Αλέξης όμως ήταν ανένδοτος. Και μάλιστα, για να σιγουρευτεί ότι δεν θα προσπαθούσε να το σκάσει, την κουβάλησε με τη βία στο κρεβάτι τους και την έδεσε απ’ τα πόδια μ’ ένα χοντρό σκοινί.
8
Εκείνο το βράδυ η Αστραδενή έμεινε ξάγρυπνη, να κοιτάζει το ταβάνι. Χοντρά δάκρυα κυλούσαν απ’ τα μάτια της. Δεν τολμούσε ωστόσο να βγάλει τσιμουδιά γιατί ο Αλέξης που κοιμόταν βαριά στο πλευρό της θα ξυπνούσε και θα τη χτυπούσε. Κάποια στιγμή, καθώς τ’ αστέρια περπάταγαν στον ουρανό και η νύχτα προχωρούσε, άρχισε να προσεύχεται. Μεταφέρθηκε με το μυαλό της μέσα στις σκιές του δάσους, στο ξέφωτο όπου συνήθιζε να συναντά τους φίλους της τα ελάφια και παρακάλεσε τ’ αστέρια, το φεγγάρι, τη σιγαλιά του δειλινού και τις ρόδινες λάμψεις της αυγής να τη βοηθήσουν. Κάποια στιγμή τα μάτια της έκλεισαν και της φάνηκε ότι η οροφή του σπιτιού πάνω απ’ το κεφάλι της εξαφανίστηκε. Τη θέση της πήρε ένα τετράγωνο έναστρου ουρανού απ’ όπου πρόβαλλε μια λαμπερή γυναίκα.
-«Σώσε με,» μουρμούρισε η Αστραδενή, «Εγώ που κατάφερα να βοηθήσω τόσο πολύ κόσμο, αλλά δεν ξέρω καμία γιατρειά για το κακό που έχει φωλιάσει μες στον άντρα μου.»
Η οπτασία έσκυψε από πάνω της και της ψιθύρισε:
-«Κάνε υπομονή κόρη μου. Αλλά όταν απαλλαχτείς απ’ τα δεσμά σου πρέπει να φύγεις. Γιατί ο δεσμοφύλακας είναι το ίδιο φυλακισμένος με τον άνθρωπο που κρατάει κλειδωμένο στο κελί του. Πρέπει ν’ αναζητήσεις καταφύγιο στο δάσος, εκεί όπου σε βρήκαν. Εκεί θα φτιάξεις το καινούργιο σπιτικό σου.» Η Αστραδενή άνοιξε τα μάτια της και ανακάλυψε ότι η γυναίκα είχε γίνει άφαντη, η οροφή απλωνόταν σκοτεινή και πάλι πάνω απ’ το κεφάλι της και ο Αλέξης ροχάλιζε και μουρμούριζε στον ύπνο του σαν τον βασάνιζαν χίλιες κακές σκέψεις.
Έτσι λοιπόν, πέρασαν πολλές μέρες μέχρι που ο θυμός του Αλέξη καταλάγιασε και της έλυσε τα πόδια. Το ίδιο εκείνο βράδυ, την ώρα που το φεγγάρι φώτιζε τον ουρανό και ο άνεμος της νύχτας ύφαινε τα όνειρα του κόσμου, η Αστραδενή βγήκε απ’ το σπίτι και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Ο Αλέξης ούρλιαζε σαν πληγωμένο ζώο και έκλαιγε συνέχεια για τρεις μέρες και νύχτες. Την τέταρτη μέρα βγήκε στο χωριό. Κάποια στιγμή το βλέμμα του έπεσε σε μια κοπέλα που ήταν σχεδόν το ίδιο όμορφη όσο και η Αστραδενή και ο θυμός του έσβησε για πάντα.
9
Το δάσος και τα ζώα του καλωσόρισαν την Αστραδενή και άρχισαν να τη φροντίζουν δίχως να ζητούν ανταλλάγματα. Όταν πέρασε λίγος καιρός και ένιωσε πιο ασφαλής, αποτόλμησε να ξαναπλησιάσει το χωριό και να κρυφοκοιτάξει μέσα απ’ το παράθυρο του πατρικού της σπιτικού. Είδε το Νικολό να κοιτάζει δακρυσμένος έναν άδειο τοίχο και κατάλαβε ότι η μητέρα της είχε πεθάνει. Ωστόσο δεν του κράτησε θυμό. Κατάλαβε ότι είχε μετανιώσει για την απόφασή του να την παντρέψει και ξαναγύρισε στο δάσος έχοντας γαλήνη στην καρδιά της.
Από τότε, κάθε φορά που τ’ αστέρια έλαμπαν ψηλά στον ουρανό, η Αστραδενή έμπαινε στα κρυφά στο χωριό και επισκέπτονταν τους άρρωστους. Οι χωριανοί χρειαζόταν απλά να δουν τα φωτεινά τους πρόσωπα για να καταλάβουν ότι εκείνη τους είχε επισκεφτεί. «Τη νύχτα ήρθε ένα πουλί και έβγαλε τον πόνο μου με το ράμφος του,» ήταν όλο και όλο αυτό που τολμούσαν να πουν οι γιατρεμένοι γιατί φοβόντουσαν τον Αλέξη και το θυμό του που μπορεί να τον τύφλωνε και πάλι.
10
Πέρασαν πολλά χρόνια. Ένα πρωινό, μια υπέροχη ευωδιά απλώθηκε σ’ όλο το χωριό, μια μυρωδιά που πολλοί άνθρωποι είχαν ήδη μυρίσει απ’ το βράδυ. Μύριζε σαν φρέσκα βρύα και άγρια τριαντάφυλλα. Ήταν μια μυρωδιά τόσο αγνή που λες και η ανάσα του παραδείσου είχε κατέβει μέχρι τη γη. Εκείνη την ημέρα βρήκαν την Αστραδενή σ’ ένα ξέφωτο του δάσους, ξαπλωμένη δίπλα σ’ ένα μικρό ελαφάκι που είχε πεθάνει την ίδια στιγμή μ’ αυτήν.
Την έθαψαν στο δάσος, στη σκιά ενός γέρικου έλατου. Από τον τάφο της, απ’ το σημείο όπου βρισκόταν η καρδιά της, φύτρωσε ένα μικρό δέντρο. Οι άρρωστοι έπαιρναν ένα μικρό κομμάτι απ’ τη φλούδα του και το ακουμπούσαν στο σημείο όπου πονούσαν. Οι νεότεροι κουβαλούσαν ένα κομματάκι απ’ τα φύλλα του στο στήθος τους σαν γιατρικό για τη ραγισμένη καρδιά.
Και ξανά και ξανά, τη νύχτα οι άνθρωποι έβλεπαν τον κυνηγό και τα ελάφια να στέκονται μαζί, αγαπημένοι και γεμάτοι με ειρήνη, κάτω απ’ τη σκιά του γέρικου έλατου, λουσμένοι στο ασημένιο φως του φεγγαριού.
Ερρίκος Σμυρναίος,
Υπέροχο διήγημα Ερρίκο..θα έλεγα ότι γνώριζα κάποτε ένα τέτοιο άτομο... πραγματικά με συγκίνησες καθώς με γύρισες πολλά χρόνια πίσω σε μια γνωριμία που έχει μείνει αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου..
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρος το Blog σας
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα νέο blog γεννήθηκε με σκοπό να δώσει βήμα σε όλους τους Έλληνες ..Ένα Blog όπου μπορεί ο καθένας μας να γράφει ότι τον απασχολεί επώνυμα η ανώνυμα…ένα blog που δίνει την ευκαιρία σε όλους τους Έλληνες να πούνε όλα αυτά που μέχρι τώρα διστάζανε να πούνε .. Αν θέλεις και εσύ να κάνεις κάτι για όλη αυτή την απάτη που βλέπεις γύρο σου ..έλα μαζί μας …..Το Blog σου δίνει την δυνατότητα να ακουστή η γνώμη σου σε ένα ευρύ κοινό χωρίς πολιτικούς ,κομματικούς ,εθνικούς, θρησκευτικούς, η άλλους περιορισμούς .
Κάνε τώρα την αρχή έλα μαζί μας…………
Οι απόψεις που θα γράφεις εδώ δεν λογοκρίνονται σε καμιά περίπτωση και δημοσιεύονται ακέραιες
Ζητάμε και την δική σας στήριξη καθώς το Blog προωθεί τις απόψεις των Blogger και των πολιτών, και όχι δικές μας…..
www.ksipnistere.blogspot.com
www.ksipnistere.gr
Βάλτε και εμάς στη λίστα με τα ιστολόγια σας... ότι θέλετε μπορείτε να το στείλετε στο e-mail μας και από κάτω το link σας και δημοσιεύετε ακέραιο.
Daskalos,
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλήμερα καταρχήν,
Δεν συνηθίζεται σε αυτό το blog να αναρτούνται "διαφημίσεις". Αλλά το blog σας, μετά από μια σύντομη μάτια που έριξα, θεωρώ ότι είναι κάτι που πρέπει να υπάρχει στην διαδικτυακή κοινωνία και με χαρά θα σας συμπεριλάβω στην λίστα με τα ιστολογία.
Με εκτίμηση,
Στέφανος Κ.
ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ Η ΔΙΗΓΗΣΗ ΣΟΥ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ.
Χάρηκα πάρα πολύ που σας άρεσε το συγκεκριμένο διήγημα γιατί προσπάθησα να πειραματιστώ με ένα διαφορετικό ύφος, περισσότερο "απλοικό" αν θέλετε, που να θυμίζει περισσότερο βουκολικό παραμύθι. Ο κεντρικός πυρήνας της ιστορίας είναι εμπνευσμένος από ένα αμάλγαμα κάποιων αρχαίων Φινλανδικών μύθων που είχα τη χαρά να διαβάσω μια φορά και έναν καιρό. Να είστε όλοι καλά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕρρίκος Σμυρναίος
Πανέμορφο!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην καλημέρα μου!!!!!
Ενα πανεμορφο και συγκινητικο κειμενο,τοσο γλυκο και τρυφερο,ακριβως σαν παραμυθι...Κορυφαια δημιουργια ακομα και ας ειναι πιο "λεπτο" το υφος αυτου του διηγηματος σε σχεση με αλλα...Απλα πανεμορφο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΝικη Αυγερινου.
Σας ευχαριστώ πολύ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕρικ
Eρικ ξερεις ποσο μου αρεσε το διηγημα σου και -αυτο ακριβως που ηθελες- το υφος παραμυθιου που εχει. Στο τελος ειδικα η εικονα που δινεις με τον κυνηγο και τα ελαφια μου κανει ακομα πιο εντονη αυτην την αισθηση. Αν και ειναι μαλλον γλυκοπικρο το τελος!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλλα πιστευω το ονομα ειναι το πιο χαρακτηριστικο απ' ολα. Μενει στο μυαλο και τωρα που το προσεχω σχεδον ολα τα παραμυθια εχουν ως τιτλο το ονομα του ηρωα της ιστοριας..
Περιμενω το επομενο γεννημα της φαντασιας σου!
Νηρηίδα,
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια τα οποία εκτιμώ πάρα πολύ καθόσον έχω σχηματίσει την άποψη, με βάση τα δικά σου κείμενα που έχουν αναρτηθεί στο μπλογκ, ότι έχεις μεγάλο ταλέντο στο γράψιμο και απαιτητικά κριτήρια όσον αφορά το θέμα της ποιότητας ενός κειμένου.
Με το συγκεκριμένο διήγημα, προσπάθησα να εκφράσω την αίσθηση που νιώθω καμιά φορά όταν πεζοπορώ μόνος στα βουνά (μια από τις αγαπημένες μου δραστηριότητες), ότι πίσω από την σκληρή εικόνα του διαρκούς αγώνα για την επιβίωση και του νόμου της επικράτησης του ισχυρότερου που υποτίθεται ότι διέπει όλες τις σχέσεις των ζωντανών οργανισμών, κρύβεται κάτι άλλο, μια άλλη τάξη πραγμάτων περισσότερο τρυφερή και ειρηνική. Ισως πρόκειται για προσωπική αυταπάτη, αλλά υπάρχουν φορές που νιώθω ακριβώς έτσι!
Σε ευχαριστώ και πάλι,
Ερικ.