Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Το Ξεφωτο


1

Κοιτούσε τις στραπατσαρισμένες λαμαρίνες και δεν μπορούσε να πιστέψει την ατυχία του. Από το πρωί σήμερα όλα είχαν βαλθεί να του πηγαίνουν κόντρα και ανάποδα. Αλλά αυτό τώρα, πραγματικά παραπηγαινε. Ήταν στην μέση του πουθενά, ευτυχώς αρτιμελής και κοιτούσε όλο απόγνωση το αυτοκίνητο του που είχε μετατραπεί σε μια άμορφη μάζα από σιδερικά. Θα μπορούσε να είχε χτυπήσει πραγματικά άσχημα και το γεγονός πως από θαύμα ήταν καλά τον παρηγορούσε λίγο, αλλά όχι αρκετά ώστε να μην τον κυριεύσει απόγνωση.


Έτρεχε όλη την ημέρα για θελήματα και ενώ περίμενε πως και πώς να τελειώσει η ημέρα και να πάει σπίτι του να ξεφορτωθεί όλα αυτά τα νεύρα και την ένταση και να απολαύσει λίγη γαληνή και ηρεμία, να τσιμπήσει κάτι και μετά ευθείς αμέσως να πάει για ύπνο. Αντ'αυτού βρισκόταν στην άκρη ενός επαρχιακού δρόμωνα κοιτάζει αυτό το κάτι που κάποτε ήταν το αυτοκίνητο του.

2

Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο του και ξεφύσησε αδύναμα. Ήταν χαζομάρα του τελικά να θεωρήσει πως είχε ακόμα το κουράγιο μετά από μια τόσο κουραστική ημέρα στην δουλειά, να πάρει τα χαρτιά που του έδωσε το αφεντικό του και να τα παραδώσει στα κεντρικά γραφεία της εταιρίας. Έπρεπε να διανύσει μια αρκετά μεγάλη απόσταση οδικός για να φτάσει στον προορισμό του και σαφώς να γυρίσει πίσω ενώ θα είχε νυχτώσει. Ήθελε όμως να ξεμπερδέψει από όλες του τις υποχρεώσεις σήμερα και να μην χρειαστεί να σηκωθεί από το άγριο χάραμα την επόμενη ημέρα για να πάει να παραδώσει τα έγγραφα και έτσι αψήφησε την κούραση του και ξεκίνησε την κουραστική διαδρομή.


Η ένταση της ημέρας ήταν αρκετή για να του δώσει το κουράγιο να φτάσει στον προορισμό του και η απόσταση του είχε φανεί μηδαμινή. Όταν όμως έκλεινε πίσω του η πόρτα των γραφείων και είχε φύγει από πάνω του το άγχος, τότε συνειδητοποίησε το μέγεθος της ανοησίας του. Κοίταξε τον ουρανό που είχε ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζει και ένιωσε τους ωμούς του να βαραίνουν. Η σκέψη και μόνο πως έπρεπε να καλύψει ξανά αυτήν την απόσταση για να γυρίσει στο σπίτι του… του φάνηκε το λιγότερο αβάσταχτη. Ένιωσε να τον καταβάλλει και να τον πλημμυρίζει όλη η κούραση που μανιασμένα προσπαθούσε να καταπνίξει και για κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου σχεδόν πανικοβληθηκε. Ειδικά όταν αναλογίστηκε την ποιότητα του δρομολογίου που είχε να κάνει. Η εικόνα του κακοφτιαγμένου επαρχιακού δρόμου, με τον σχεδόν ανύπαρκτο φωτισμό, που απαιτούσε το μέγιστο της προσοχής του οδηγού, του έφερνε ήδη πονοκέφαλο. Ειδικά το γεγονός πως αποτελούνταν κυρίως από στροφές. Αυτός ήταν εξάλλου ο λόγος που έκανε την απόσταση μεγάλη και πραγματικά αβάσταχτη την δεδομένη στιγμή.


Το πείσμα του όμως ήταν μεγαλύτερο από την κούραση του όπως αποδείχτηκε και δεν δέχτηκε να συμβιβαστεί με την ιδέα να περάσει το βράδυ στην πόλη. Μπήκε σε ένα fast food που υπήρχε εκεί κοντά, αγόρασε έναν δυνατό καφέ και μπήκε στο αμάξι. Έβαλε μπρος με σιγουριά και ξεκίνησε την αναπόφευκτα δύσκολη διαδρομή.

3

Μέχρι να βγει από τα όρια της πόλης, όλα φάνταζαν καλά και εύκολα. Συντροφιά με τον καφέ που έπινε με μεγάλες, γερές γουλιές, πίστευε πως θα τα κατάφερνε μια χαρά και θα έφτανε στην ηρεμία του σπιτιού του, βάζοντας ένα τέλος στην απαίσια αυτή ημέρα άκρατης ταλαιπωρίας. Όταν όμως άρχισε να ξεπροβάλλει μπροστά του ο επαρχιακός δρόμος, ένα αίσθημα ανησυχίας άρχισε να τον πνίγει. Είχε ήδη νυχτώσει και το σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα. Και ήξερε πολύ καλά πως θα ήταν ακόμα πιο πνιγερό μόλις θα έμπαινε στην δασική περιοχή. Εκεί η έντονη βλάστηση και τα πανύψηλα δέντρα θα του έκρυβαν ακόμα και το ίδιο το φεγγάρι για μπάρα πολλά χιλιόμετρα. Μάζεψε όλο του το κουράγιο, πήρε μια βαθειά ανάσα και προσπάθησε να επικεντρώσει το μυαλό του και την σκέψη του στο δρόμο και στην ιδέα πως έπρεπε να βρεθεί το συντομότερο δυνατόν στον αναπαυτικό καναπέ του και να απολαύσει ένα χαλαρωτικό ποτό.


Οδηγούσε αργά μα σταθερά και όλα ήταν βυθισμένα στο απόλυτο σκοτάδι, το οποίο φαινόταν να καλύπτει τα πάντα σαν κατάμαυρο πέπλο που το έσκιζαν κατά τόπους τα μεγάλα φώτα του οχήματος του. Αραιά και που, τον δρόμο διέσχιζε καμία αλεπού που ξεπρόβαλλε από το πουθενά και τον έκανε να τινάζεται και να πατάει απότομα το φρένο. Υπό αυτές τις συνθήκες, σύντομα ο εκνευρισμός του ήταν τόσος που άρχισαν τα ίδια του τα μάτια να του παίζουν παιχνίδια. Σκέφτηκε πως είναι αποτέλεσμα της κούρασης του και προσπάθησε να μην δώσει σημασία. Όμως καθώς οδηγούσε ανάμεσα στα ογκώδη και αγέρωχα δέντρα, δεν μπορούσε να αγνοήσει τα μικροσκοπικά, γαλαζωπά φωτάκια που φάνταζαν να χορεύουν σαν παράξενες πυγολαμπίδες ανάμεσα στα πυκνά κλαριά. Άρχισε να σκέφτεται τι μπορεί να προκαλούσε αυτόν τον περίεργο φωσφορισμό και χαμογέλασε καθώς με το να τα παρατηρεί και να προσπαθεί να μαντέψει την προέλευση τους, έκανε την διαδρομή του πιο ευχάριστη και ξένοιαστη.


Το χαμόγελο όμως διαγράφηκε από τα χείλη του σε δευτερόλεπτα, όταν με την άκρη του ματιού του έπιασε μια σιλουετα να κινείται και να προσπαθεί να διασχίσει τον δρόμο πριν την χτυπήσει εκείνος με το αυτοκίνητο του. Τον κατέλαβε πανικός και την ώρα που το πόδι του καρφώθηκε με βία στο φρένο προκειμένου να μην χτυπήσει την διερχομένη μορφή, βλαστήμησε πνιχτά τον εαυτό του, που αντί να έχει την αμέριστη προσοχή του στο δρόμο, χάζευε σαν μικρό παιδί τα έντομα που πιθανότατα ήταν υπεύθυνα για τα ζωηρά φωτάκια που λαμπύριζαν ολόγυρα. Ένιωσε το αμάξι να τραντάζεται ολόκληρο καθώς έβγαινε από τον κακοτράχαλο δρόμο και παραδομένος στην αμετάκλητη πορεία του οχήματος, έκλεισε ενστικτωδώς τα ματιά, λες και η πρόσκρουση θα ήταν πιο ανώδυνη αν δεν κοιτούσε το τεράστιο δέντρο στο οποίο επρόκειτο να συγκρουστεί.

4


Σαν μέσα σε όνειρο, ένιωσε το σφοδρό χτύπημα στην αρχή και μετά τον σπαρακτικό ήχο της λαμαρίνας να τσαλακώνεται πάνω στον θεόρατο κορμό. Ένιωσε αστραπιαία το κορμί του να εκτινάσσεται προς τα μπρος και για έναν αδιευκρίνιστο λόγω δεν ένιωσε ούτε φόβο, μα ούτε αγωνία. Ήταν σαν να μην ήταν μέσα στην καμπίνα του οχήματος και ένιωθε απόλυτα ασφαλής. Σκέφτηκε, πως λόγω του σοκ του επικειμένου θανάτου του, οι εγκεφαλικοί του νευρώνες δημιούργησαν αυτήν την ψευδαίσθηση, για να μειώσουν στοργικά τον σωματικό του πόνο. Όταν πέρασαν τα μαρτυρικά δευτερόλεπτα της πρόσκρουσης, τα οποία του φανήκαν λεπτά ολόκληρα, αφουγκράστηκε την απόλυτη ησυχία. Σκέφτηκε πως ήταν χαζό να δειλιάζει να ανοίξει τα μάτια του, όμως φοβόταν τι θα έβλεπε αν το έκανε. Δεν ήξερε καν αν ήταν νεκρός η ζωντανός, όσο ηλίθιο και αν φάνταζε αυτό.


Τότε όμως, μέσα στην απόλυτη ηρεμία της νύχτας άκουσε κάτι που έκανε τις αισθήσεις του να βρεθούν σε απόλυτη εγρήγορση και αμέσως συνειδητοποίησε πως για να έχει τις αισθήσεις το, σήμαινε πως είναι ζωντανός! Αμέσως άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε γύρω του. Είδε πως η πρόσκρουση τον είχε εκτινάξει από το παρμπριζ του αυτοκινήτου του και το σώμα του και το σώμα του βρισκόταν φρακαρισμένο το μισό στο καπό και το υπόλοιπο μισό ακόμα μέσα στην καμπίνα. Ως εκ θαύματος, φαινόταν πως είχε χτυπήσει ελάχιστα, καθώς όσο περνούσε η ώρα και συνερχόταν, συνειδητοποιούσε πως το κορμί του δεν πονούσε σχεδόν καθόλου, παρά Μόρνο στο πρόσωπο του κυλούσε κάτι υγρό και ζεστό. Άρα είχε χτυπήσει μονάδα στο κεφάλι την στιγμή που εκσφενδονιζόταν έξω από το αυτοκίνητο. Αναστέναξε ανακουφισμένος και συγκέντρωσε τις δυνάμεις του για να απελευθερώσει το σώμα του από τα συντρίμμια. Προσεκτικά, κατάφερε να μετακινήσει ένα σπασμένο κομμάτι από το παρμπριζ και σύρθηκε στο διαλυμένο καπό. Πηρέ μια βαθειά ανάσα και πάτησε στο έδαφος, όπου ανακάλυψε ανακουφισμένος πως ούτε τα πόδια του είχαν χτυπήσει κατά την διάρκεια της σύγκρουσης. Ένιωθε πραγματικά τυχερός και ευχαριστούσε τον Θεό που δεν έχασε την ζωή του από την απροσεξία του. Όμως δεν μπορούσε να σταματήσει να κοιτά το σμπαραλιασμένο του αμάξι και να τον καταπνιγεί μια θλίψη που το έβλεπε έτσι κατεστραμμένο και να αρχίσει να αγωνιά για το πώς θα ειδοποιούσε κάποιον για το ατύχημα του και για το σημείο στο οποίο βρισκόταν, ώστε να ερχόταν κάποιος να τον βοηθήσει.


Εκείνη λοιπόν την στιγμή που βασάνιζε το μυαλό του με όλες αυτές τις σκέψεις, άκουσε ξανά τον ήχο που τον είχε επαναφέρει στην πραγματικότητα εξαρχής. Ακουστήκαν ξεκάθαρα βήματα να τσαλακώνουν το ψηλό χορτάρι και να πλησιάζουν δειλά προς το μέρος του.


5


Ενστικτωδώς, γύρισε το κεφάλι του προς την κατεύθυνση των βημάτων και η έκπληξη του με το θέαμα που αντίκρισε ήταν τεράστια. Είδε μια νεαρή κοπέλα, ντυμένη με ένα πανέμορφο, γαλάζιο φόρεμα, να στέκι λίγα βήματα μακριά του και να τον κοιτάει. Τότε συνειδητοποίησε πως κατά πάσα πιθανότητα, η φιγούρα που προσπάθησε να αποφύγει να χτυπήσει με το αυτοκίνητο του προηγουμένως, φάνηκε στην πανέμορφη κοπέλα που τον κοιτούσε αυτήν την στιγμή ήρεμη μα και διστακτική.


-Είσαι καλά;


Η φωνή της ακούστηκε τόσο απαλή και βελούδινη μέσα στη απέραντη ησυχία του δάσους και της νύχτας, που τον γέμισε με μια αίσθηση γαληνής και σιγουριάς. Ο τόνος της ήταν σταθερός, μα ενεπνεε καλοσύνη και ενδιαφέρον μαζί. Μα πάνω απ'όλα η ομορφιά της ήταν απερίγραπτα μοναδική. Μετά το σοκ από την αναπάντεχη παρουσία της εκεί και αφού την κοίταξε ερευνητικά για να δει αν την είχε χτυπήσει πάνω στην ξέφρενη πορεία του, βάλθηκε να την πλησιάζει. Όμως δεν μπορούσε να καταλάβει τι έκανε μια τόσο όμορφη, νεαρή κοπέλα, τέτοια ώρα, σε αυτό το μέρος.


Σαν να μάντεψε από την έκφραση του προσώπου του την απορία για την παρουσία της τέτοια ώρα σε ένα τέτοιο μέρος, του χαμογέλασε γλυκά για να τον καθησυχάσει και του είπε απλά πως της άρεσε πολύ να βγαίνει βόλτα στο δάσος όταν έπεφτε η νύχτα και ότι λάτρευε να σεργιανίζει ανάμεσα στα δέντρα, να ακούει τον αέρα να κυματίζει τα φύλλα και να κοιτάζει το φεγγάρι και τα αστέρια να τρεμοπαίζουν παιχνιδιάρικα ανάμεσα στα κλαριά των αγέρωχων αυτών δέντρων. Του είπε επίσης ότι λυπόταν αφόρητα που εκείνη υπήρχε η αιτία να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και να πάθει αυτό το μοιραίο ατύχημα.


6


Ίσως έφταιγε η σύγχυση που ένιωθε χάρη στο σοκ της σύγκρουσης, ίσως ήταν και η κούραση που τον είχε καταβάλει όλη την ημέρα, όμως ένιωθε να τον μαγνητίζουν τα λόγια και η μεταξένια ομορφιά αυτής της περίεργης κοπέλας. Την πλησίασε ακόμα περισσότερο και στάθηκε ακριβώς μπροστά της. Εκείνη άπλωσε το χέρι της και άγγιξε την ανοιχτή πληγή που είχε στο μέτωπο του και ένιωσε πως το σημείο που τον άγγιζε πάγωνε και η παραμικρή ενόχληση φάνηκε να εξαφανίζεται.


Και τότε, ακόμα μια απορία σχηματίστηκε στο μυαλό του. Είναι δυνατόν να είναι μόνη της τέτοια ώρα εδώ; Δεν μπόρεσε να συγκράτηση τον εαυτό του και έτσι την ρώτησε. Ανησυχούσε πέρα από τον ίδιο του τον εαυτό και για την ασφάλεια της. Εκείνη όμως χωρίς να χάνει την ζωντάνια και το χαμόγελο της, του χάρισε ένα ακόμα στοργικό βλέμμα και του είπε πως εκείνη την στιγμή εκείνος είχε ανάγκη την βοήθεια της και όχι εκείνη την δική του. Τέλος, τον ρώτησε αν της επιτρέπει να τον βοηθήσει, καθώς δεν μπορούσε να πάρει μόνη της την πρωτοβουλία να κάνει κάτι χωρίς την άδεια του.


Όσο περίεργο και τρελό να φάνταζε ακόμα και στον ίδιο, το μόνο πράγμα που μπόρεσε να σκεφτεί και να πει είναι πως θα της ήταν ευγνώμων αν τον βοηθούσε, αρκεί να του έκανε μια ακόμα χάρη. Τα μάτια της κοπέλας άστραψαν από απορία και μια αινιγματική έκφραση απλώθηκε στο πρόσωπο της. Με την απαλή φωνή της τον ρώτησε ποια ήταν η χάρη που ήθελε να της ζητήσει. Εκείνος απλά της είπε πως θα ήθελε να του υποσχεθεί πως θα την ξανάβλεπε. Τότε η άγνωστη κοπέλα χαμογέλασε και τον ρώτησε αν αυτό θα ήθελε στ'αληθεια να της ζητήσει. Πράγματι, δεν ήταν λογικό, να είναι στην μέση του πουθενά, μόλις να έχει χτυπήσει με το αυτοκίνητο του και αντί να στάθει στο ότι ήταν υγιείς και βρέθηκε μπροστά του αυτή η κοπέλα και μάλιστα είναι πρόθυμη να τον βοηθήσει, εκείνος να νοιάζεται Μόρνο για το αν θα την ξαναδεί μπροστά του. Πράγματι ήταν πανέμορφη, πιο όμορφη κοπέλα δεν είχε δει στην ζωή του, το χαμόγελο της, το βλέμμα της, η χροιά της φωνής της, ήταν όλα μαγευτικά, όμως υπήρχε και κάτι άλλο.


Κάτι αδιευκρίνιστο πάνω της, που δεν μπορούσε να του αντισταθεί. Κάτι το μοναδικό. Ένιωθε μια σιγουριά και τον είχε κάνει ως δια μαγείας να ξεχάσει την κούραση, την ταραχή του και τον πόνο που ένιωθε από το χτύπημα. τον πόνο από το χτύπημα; Μόλις εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησε πως μετά το άγγιγμα της κοπέλας και το πάγωμα που ένιωσε ότι ο πόνος είχε κάνει φτερά! Τα δάχτυλα του ψηλάφισαν το σημείο που ήταν η ανοιχτή του πληγή, για να διαπιστώσει πως το αίμα είχε εξαφανιστεί, η πληγή είχε κλείσει και δεν ένιωθε κάποιο κόψιμο στο δέρμα του και ήταν σαν αυτή η πληγή να μην είχε υπάρξει ποτέ!


7


-Ποια είσαι; Η μάλλον, τι είσαι;


Τότε είδε ένα γαλαζωπό φως να καλύπτει την άγνωστη, σαν να αναβλύζει από το ίδιο της το κορμί. Τα μάτια της να λάμπουν σαν δυο μικρά σμαράγδια και τα χέρια της να ανοίγουν σαν να προσκαλούν σε μια αόρατη αγκαλιά. Αυτό το φως. Τόσο εκτυφλωτικό και όμως δεν του πλήγωνε τα μάτια ούτε στο ελάχιστο! Αντιθέτως, καθόταν σαν μαγεμένος, να παρακολουθεί τη μεταμόρφωση του υπέροχου πλάσματος που στεκόνταν μπροστά του. Αυτό το φως… Αυτό το χρώμα…


Πριν προλάβει καν να ολοκληρώσει την σκέψη του, είδε ένα ολόκληρο σμήνος από μικροσκοπικά, γαλαζωπά φωτάκια να περιβάλλουν την υπέροχη οπτασία που του χαμογελούσε τρυφερά. Το μυαλό του είχε σταματήσει να δουλεύει και το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν γιατί να είναι εκείνος ο τυχερός που έτυχε να βρεθεί σε εκείνο το σημείο, εκείνη την δεδομένη στιγμή και όχι κάποιος άλλος και να απολαμβάνει, αντί γι'αυτόν, αυτήν την μαγευτική πανδαισία ομορφιάς και γαληνής. Τότε, η φωτεινή μορφή που ίσα που θύμιζε στο σχήμα την νεαρή κοπέλα που στεφόταν πριν μπροστά του, του μίλησε για ακόμα μια φορά με την απαλή φωνή της.


-Γιατί πολύ απλά είσαι ο μόνος που είχε τόσο καθαρή καρδιά ώστε να αντιληφθεί τις αδερφές μου και να προτιμήσει να θυσιάσει την ίδια του την ζωή για να μην με τραυματίσει. Και επιπλέον, αντί να δεχτείς την βοήθεια μου και να φύγεις, ζήτησες την συντροφιά μου. Θα στην προσφέρω λοιπόν για πάντα.


Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του, τα υπόλοιπα παιχνιδιάρικα φωτάκια πήραν την μορφή πανέμορφων, ευγενικών, χαμογελαστών κοριτσιών, που τον ευχαριστούσαν με την σειρά τους για την καλοσύνη και την ευγένεια του προς την αδερφή τους. Το τελευταίο πράγμα που είδαν τα μάτια του πριν θολώσουν με δάκρυα χαράς και ευγνομωσυνης και πριν το βραδινό αεράκι τυλίξει το κορμί του και το κάνει τόσο ελαφρύ που δεν το ένιωθε πια, ήταν αυτήν την χαρούμενη συντροφιά των αρχαίων πλασμάτων του δάσους, να σχηματίζει γύρω του έναν ζωηρό χορό και να τον καλούν να τις ακολουθήσει.


8


Το πρόσωπο του αστυνόμου είχε παραμορφωθεί από μια έκφραση απορίας, καθώς αυτό που αντίκριζε τον είχε κάνει πραγματικά να σαστίσει. Τις τελευταίες δυο μέρες έψαχναν ασταμάτητα να βρουν τον υπάλληλο μιας εταιρίας που αγνοούνταν. Όταν είδαν στο γραφείο πως δεν είχε εμφανιστεί στην δουλειά του την καθιερωμένη ώρα και δεν είχε τηλεφωνήσει έστω να δηλώσει ασθένεια, όλοι παραξενευτήκαν καθώς επρόκειτο για έναν άνθρωπο πολύ σοβαρό και υπεύθυνο. Αμέσως κάλεσαν στα κεντρικά γραφεία της εταιρίας οπού τον είχαν στείλει την προηγουμένη ημέρα να παραδώσει κάποια έγγραφα και οι υπάλληλοι εκεί τους βεβαιώσαν πως τους τα είχε παραδώσει κανονικά και είχε φύγει να επιστρέψει σπίτι του παρόλο που ήταν σχετικά αργά. Το τηλέφωνο στο σπίτι του δεν το απαντούσε κανείς και τότε κάλεσαν την αστυνομία να δηλώσουν την εξαφάνιση του. Γνωρίζοντας πως η διαδρομή που είχε να ακολουθήσει, ειδικά τα βραδιά, ήταν επικίνδυνη, άρχισαν αμέσως να χτενίζουν την περιοχή ψάχνοντας τα ίχνη κάποιου ατυχήματος.


Μετά από παρατεταμενες έρευνες στην περιοχή, ένα περιπολικό είδε τα συντρίμμια ενός ασημί αυτοκινήτου να ξεχωρίζουν μέσα από τα ριγμένα κλαδιά του τεράστιου δέντρου στο οποίο είχε προσκρούσει. Κοιτώντας από κοντά τα απομειναρια του στραπατσαρισμένου οχήματος, ηρθαν αντιμέτωποι με μια εικόνα που θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό τους. Δεν άγγιξαν τίποτα και φώναξαν τους ανώτερους τους. Όταν ο ίδιος ο αστυνόμος αντίκρισε αυτό που του είχαν περιγράψει από τον ασύρματο και εκείνος το είχε πάρει ως ένα μακάβριο αστείο, το βλέμμα του παγιδεύτηκε εκεί, η λογική του έπαψε να λειτουργεί και το πρόσωπο του σπάστηκε με απορία και έκπληξη. Έπειτα, έστρεψε το βλέμμα του μερικά μετρά διπλά από την σκηνή του ατυχήματος και δεν είπε λέξη.


Το άψυχο σώμα του οδηγού βρισκόταν αιμόφυρτο, μισό στην καμπίνα και μισό στο παρμπριζ του παραμορφωμενου οχήματος, με ζωγραφισμένο ένα χαμόγελο ευτυχίας στο πρόσωπο του, χωρίς το παραμικρό δείγμα τρόμου και πανικού που λογικά θα προκαλούσε η συντριβή και είχε ακόμα τα μάτια του ανοιχτά, να κοιτάει για πάντα λίγα βήματα πιο 'κει, οπού βρίσκονταν ένας κύκλος από, αρχαίους θα έλεγε κανείς, μονόλιθους…



Nicky Aygerinoy, Copyright 2010

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ


1


Η εφημερίδα ήταν ως συνήθως γεμάτη με κακές ειδήσεις. Παρά την εξονυχιστική ανάγνωση των πυκνογραμμένων παραγράφων της δεν ανακάλυψε ούτε μια νότα αισιοδοξίας, ένα μικρό αρθράκι έστω που να περιγράφει την επιτυχή αντιμετώπιση κάποιου υπάρχοντος προβλήματος. Ακόμα και η πρόγνωση του καιρού προειδοποιούσε για επερχόμενες καταιγίδες και πτώση της θερμοκρασίας. Ο πρωτοσέλιδος τίτλος διαλαλούσε, με ογκώδη και χτυπητά γράμματα από κατάμαυρο μελάνι, την επικείμενη κατάρρευση της οικονομίας και συνοδευόταν από μια πληθώρα επί μέρους άρθρων που προοιώνιζαν την επιβολή σκληρών φορολογικών μέτρων που θα συρρίκνωναν ακόμα περισσότερο το ήδη εξανεμισμένο εισόδημα του μέσου πολίτη της χώρας. Οι υπόλοιπες σελίδες της καταλαμβάνονταν από γραφικές περιγραφές φυσικών καταστροφών που είχαν χτυπήσει σε διάφορες γωνιές του κόσμου και από επιγραμματικές αναφορές για πολύνεκρα τροχαία ατυχήματα, τρομοκρατικές επιθέσεις και φρικιαστικές ανθρωποκτονίες. Το κλίμα άλλαζε βέβαια στο τμήμα των αθλητικών ειδήσεων: Εκεί πέρα, κραυγαλέοι τίτλοι με πολλά θαυμαστικά ανακοίνωναν τις επιτυχίες κάποιας ομάδας ποδοσφαίρου, ανάμεσα σε ροζ αγγελίες και αδιάφορες πληροφορίες σχετικά με τις κοσμικές δραστηριότητες κάποιων «επώνυμων» προσώπων.


Όπως και κάθε απόβραδο, τηρώντας ευλαβικά την αγαπημένη του συνήθεια, ο Γιάννης διάβασε απ’ την αρχή μέχρι το τέλος την πολυσέλιδη εφημερίδα καθισμένος στην αναπαυτική του πολυθρόνα, συντροφιά με μια κούπα αχνιστής σοκολάτας που μύριζε υπέροχα και τον τύλιγε μ’ έναν αόρατο μανδύα ευωδιαστής απόλαυσης. Το απαλό φως του λαμπατέρ που έπεφτε στην εφημερίδα, ύφαινε ένα αχνό φωτοστέφανο γύρω απ’ το σκυμμένο του κεφάλι και βύθιζε το καθιστικό σ’ ένα διάχυτο μωσαϊκό πολυγωνικών φωτοσκιάσεων. Το συνεχές βουητό των αυτοκινήτων που ερχόταν απ’ έξω, απ’ τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα που έβγαζε σε μια μικρή και ανθοστόλιστη βεράντα, έμοιαζε με τον ακατάπαυστο αχό ενός μακρινού ωκεανού. Βέβαια, ύστερα από την ανάγνωση της εφημερίδας, πολύ εύκολα θα μπορούσε να το παρομοιάσει κανείς με την κουρασμένη ανασαιμιά ενός άρρωστου κόσμου που είχε πάρει την κάτω βόλτα και όδευε ολοταχώς προς ένα αναπόφευκτο και μάλλον δραματικό τέλος.


Έχοντας απορροφηθεί απ’ την ανάγνωση ενός αρκετά καλογραμμένου άρθρου που ανέλυε διεξοδικά τους λόγους για τους οποίους τα πρόσθετα φορολογικά μέτρα που σχεδίαζε η κυβέρνηση δεν θα ασκούσαν καμία θετική επιρροή στην πολυπόθητη αναθέρμανση της οικονομίας, άργησε να προσέξει την παράξενη αλλαγή που είχε αρχίσει να συμβαίνει γύρω του. Κάποια στιγμή ωστόσο, χωρίς να το θέλει, ένιωσε τις μικρές τριχούλες που φύτρωναν στο σβέρκο του ν’ ανασηκώνονται μια-μια και την καρδιά του να χτυπάει γρηγορότερα. Ένα κύμα παγερής ανησυχίας κύλησε στις φλέβες του σαν ψυχρός υδράργυρος. Αναδεύτηκε ανήσυχος, ακούμπησε την εφημερίδα στα γόνατά του και κοίταξε ολόγυρα του παραξενεμένος αλλά το οικείο καθιστικό με τ’ αναπαυτικά έπιπλα, την ογκώδη τηλεόραση, το στερεοφωνικό και το dvd-player έμοιαζε ίδιο και απαράλλακτο, ασφαλές, ευρύχωρο και φωτισμένο διακριτικά απ’ το γλυκό φως του λαμπατέρ. Κι όμως η αλλόκοτη αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ότι κάτι είχε αλλάξει συνέχισε να τον βασανίζει και μάλιστα με αυξανόμενη ένταση. Αλλά δεν κατάφερνε να καταλάβει τι ήταν ακριβώς αυτό. Κάποια στιγμή όμως, το βλέμμα του εστιάστηκε στη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα με τις λευκές κουρτίνες που ανέμιζαν απαλά, και τότε ένιωσε την αναπνοή του να σκαλώνει και την καρδιά του να χάνει ένα χτύπο, ακινητοποιημένη από ένα μικρό σπασμό παραλυτικής κατάπληξης.


Η σιωπή. Αυτό ήταν. Το βουητό των αυτοκινήτων που διέσχιζαν τη λεωφόρο κάτω απ’ τη βεράντα είχε σταματήσει. Τα κορναρίσματα και ο θόρυβος των κινητήρων τους, τα μαρσαρίσματα των δικύκλων, ακόμα και το ενοχλητικό ντάπα-ντούπα απ’ τα ηχεία των ηλιθίων που οδηγούσαν ακούγοντας μουσική στη διαπασών για να κάνουν φιγούρα, είχαν εξαφανιστεί τελείως. Είχαν δώσει τη θέση τους σε μια αλλόκοτη σιγαλιά που κρεμόταν γύρω του σαν υγρή κουβέρτα… Θα’ λεγε κανείς πως ολόκληρος ο φασαριόζικος έξω κόσμος είχε εξαφανιστεί από τη μια στιγμή στην άλλη, έτσι απλά, σαν την εικόνα μιας τηλεόρασης που κάποιος τη βγάζει απ’ τη πρίζα.


Εκείνη τη στιγμή φοβήθηκε. Κυριεύτηκε από ένα συναίσθημα που ήταν πανάρχαιο και ενστικτώδες, μια αρχέγονη αντίδραση απέναντι σ’ εκείνη τη δυσοίωνη και εντελώς αφύσικη απουσία κάθε θορύβου. Τα γόνατά του άρχισαν να τρέμουν. Το τρίξιμο της εφημερίδας που απλωνόταν πάνω τους ακούστηκε εκκωφαντικό μέσα στην παράξενη εκείνη ησυχία, σαν το προειδοποιητικό κροτάλισμα ενός θυμωμένου ερπετού της ερήμου.


Το φως του λαμπατέρ τρεμόπαιξε. Εκείνος τινάχτηκε σαν να τον είχε τσιμπήσει σκορπιός και στράφηκε προς το μέρος του με αγωνία καθώς η σκέψη ότι μετά την παράξενη εκείνη σιωπή θα ερχόταν και το σκοτάδι, τον έκανε να παγώσει. Ευτυχώς όμως, μόλις έσφιξε το λαμπτήρα στο ντουί του, το φως σταθεροποιήθηκε και πάλι.


-«Καλησπέρα. Ελπίζω να μην σας τρόμαξα πάρα πολύ!»


Ο Γιάννης έμεινε ακίνητος, καθισμένος ακόμα στην πολυθρόνα με την εφημερίδα στα γόνατά του και το δεξί του χέρι χωμένο στο σκιάδι του λαμπατέρ. Έστρεψε το κεφάλι του αργά-αργά προς το μέρος απ’ όπου είχε ακουστεί εκείνη η ευγενική και απαλή φωνή και αντίκρισε έναν μικρόσωμο άνδρα μέσης ηλικίας, άψογα ντυμένο μ’ ένα καλοραμμένο κοστούμι από σκουρόχρωμο βελούδο, να κάθεται απέναντί του, σε κάποια απ’ τις υπόλοιπες πολυθρόνες του καθιστικού, και να τον κοιτάζει χαμογελώντας καλοκάγαθα.


-«Ποιος είστε;» τον ρώτησε κατάπληκτος.


-«Είμαι ο διάβολος,» του απάντησε εκείνος, «ο άρχοντας του σκότους αυτοπροσώπως. Και έχω έρθει απόψε εδώ πέρα για να πραγματοποιήσω τρεις επιθυμίες σας, με το γνωστό αντίτιμο φυσικά!»



2


Ο Γιάννης ξαναβούλιαξε στην αγκαλιά της πολυθρόνας και απέμεινε να κοιτάζει τον απρόσκλητο επισκέπτη ακίνητος, υπερβολικά έκπληκτος για να μπορέσει να κάνει κάτι άλλο.


-«Τι εννοείται όταν λέτε ότι είστε ο διάβολος;» τον ρώτησε αμήχανα, «δηλαδή υποστηρίζετε ότι είστε ο Βελζεβούλης; Ο σατανάς;»


-«Αυτός ακριβώς.»


Η σιωπή που κρεμάστηκε ανάμεσά τους ήταν τόσο εύγλωττη που ο ηλικιωμένος κύριος πρόσθεσε:


-«Δεν με πιστεύετε;»


-«Ομολογώ πως όχι,» ήταν η ευγενική απάντηση του Γιάννη, «αλλά, όποιος και να ‘στε, θα σας παρακαλέσω να μιλάτε πιο σιγανά γιατί η Ιουλία, η γυναίκα μου, κοιμάται στην κρεβατοκάμαρά μας και δεν θέλω να την ξυπνήσουμε!»


-«Το γνωρίζω αυτό,» τον πληροφόρησε ο συνομιλητής του. «Αλλά μην ανησυχείτε καθόλου. Δεν πρόκειται να ξυπνήσει για τον απλούστατο λόγο ότι ο ήχος των φωνών μας δεν θα ξεπεράσει ποτέ τα όρια αυτού του σαλονιού.»


-«Εσείς το προκαλείτε αυτό;»


-«Μα φυσικά. Είμαι ο άρχοντας του κακού. Μπορώ και κάνω ότι θέλω!»


Ο Γιάννης τον κοίταξε αμίλητος, χωρίς να του απαντήσει. Περιεργάστηκε με το βλέμμα του τον παράξενο εκείνο τύπο και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν πολύ λιγότερο τρομακτικός απ’ όσο θα έπρεπε. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν πράα και ευγενικά και το βλέμμα του μάλλον καλοκάγαθο. Τα κόκκινα μάτια και τα κέρατα που θα περίμενε κανείς να τον στολίζουν, έλαμπαν δια της απουσίας τους.


-«Δεν με πιστεύετε έτσι;» τον ξαναρώτησε εκείνος χωρίς να δείχνει θυμωμένος απ’ αυτό το γεγονός, «Α, μα τότε θα πρέπει να κάνω κάτι πιο δραστικό για να σας αλλάξω γνώμη!» Με το που είπε αυτά τα λόγια, κροτάλισε τα δάχτυλά του και το χαλί που κάλυπτε το πάτωμα του καθιστικού, άρχισε να μεταβάλλεται:


Τα στυλιζαρισμένα λουλούδια του που περικύκλωναν ένα κεντρικό μοτίβο από αλληλό-εμπλεκόμενους μαιάνδρους κινήθηκαν ξαφνικά και ξεδιπλώθηκαν προς τα πάνω. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Γιάννη μεγάλωσαν σε μέγεθος, έγιναν τρισδιάστατα και αφού ξεπρόβαλλαν μέσα απ’ το υλικό του χαλιού, σχημάτισαν ένα μικρό λιβάδι που άρχισε να φωσφορίζει αχνά κάτω απ’ το απαλό φως του λαμπατέρ εκπέμποντας μια γαλαζωπή λάμψη που ήταν ψυχρή και ομοιόμορφή, σαν τη φωταύγεια που εκπέμπουν οι παράξενοι οργανισμοί που ζουν στ’ ανήλιαγα βάθη των ωκεανών. Το κεντρικό μοτίβο με τους μαιάνδρους μεταμορφώθηκε σε μια στρογγυλή λιμνούλα από καταγάλανο νερό που κυμάτιζε απαλά. Ο Γιάννης που είχε μαζέψει τα πόδια του ώστε να μην τ’ ακουμπούν τα πέταλα των αφύσικων εκείνων λουλουδιών, ξανακοίταξε τον επισκέπτη του με κομμένη την ανάσα.


-«Με πιστεύετε τώρα;» τον ρώτησε αυτός μ’ ένα μελιστάλαχτο χαμόγελο. Ο Γιάννης ξαναμελέτησε το πρόσωπό του που διαγραφόταν ανάγλυφο κάτω απ’ το διπλό φως του αλλόκοτου λιβαδιού και του λαμπατέρ και απέτυχε για άλλη μια φορά να διακρίνει το παραμικρό χαρακτηριστικό που θα πρόδιδε την καταχθόνια φύση του. Τα μάτια του εξακολουθούσαν να τον κοιτάζουν γλυκά και φωτεινά, το πρόσωπό του παρέμενε πράο και καλοσυνάτο. Κι όμως, αυτός ο ευγενικός και χαριτωμένος εκείνος άνθρωπος μόλις είχε μεταμορφώσει το χαλί του σε βοτανικό κήπο…


-«Σας πιστεύω» του απάντησε με βαριά φωνή.


-«Πολύ καλά,» ήταν το σχόλιο του διαβόλου, «και τώρα μπορούμε να ξεκινήσουμε το παιχνίδι μας. Τις τρείς ευχές που σας είπα.»


-«Ένα λεπτό, ένα λεπτό!» τον έκοψε ο Γιάννης, «για ποιο λόγο το κάνετε αυτό; Και γιατί διαλέξατε εμένα; Και γιατί πιστεύετε ότι θα συμφωνήσω να κάνω κάτι που θα θέσει σε κίνδυνο την αθάνατη ψυχή μου;»


Ο διάβολος σταύρωσε τα χέρια πάνω στο στήθος του και πήρε μια υπομονετική έκφραση, λες και προσπαθούσε να εξηγήσει ένα πολύ απλό θεώρημα σ’ έναν εξαιρετικά αργόστροφο μαθητή:


-«Η αποψινή μου επίσκεψη αποτελεί το αποτέλεσμα μιας συμφωνίας που έχω κάνει με τον θεό,» άρχισε να του λέει, «Κάθε εκατό χρόνια περίπου, επισκέπτομαι έναν άνθρωπο και του κάνω μια συγκεκριμένη πρόταση: Να πραγματοποιήσω τρεις ευχές του με αντάλλαγμα την ψυχή του. Μ’ αυτόν τον τρόπο παρακολουθούμε την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους στο διάβα των αιώνων. Μέχρι τώρα βέβαια, τα συμπεράσματά μας υπήρξαν μάλλον απογοητευτικά. Οι απαιτήσεις των ανθρώπων είναι υπερβολικά στερεότυπες και βαρετές. Σεξ, νιάτα και εξουσία κυρίως. Εσείς άραγε, θα αποτελέσετε τη μεγάλη εξαίρεση;»


-«Κι αν αρνηθώ να παίξω το παιχνίδι σας;» τον ρώτησε ο Γιάννης επιφυλακτικά.


-«Φοβάμαι πως δεν έχετε αυτή την επιλογή,» του απάντησε ο διάβολος με μια φωνή που ξαφνικά ακούστηκε βαθιά και δυσοίωνη, σχεδόν σπηλαιώδης. Ταυτόχρονα ένα παγερό κύμα αέρα κυκλοφόρησε μέσα στο σαλόνι και χτύπησε τον Γιάννη στο πρόσωπο. Εκείνος ένιωσε την καρδιά του να χάνει ένα χτύπο αλλά δεν επέτρεψε στον πανικό που ανασάλεψε μέσα του να τον κυριεύσει.


-«Ότι θέλω;» ρώτησε τον άρχοντα του σκότους, «το σπίτι των ονείρων μου για παράδειγμα;»


-«Όπως επιθυμείτε!» αναφώνησε ο διάβολος κροταλίζοντας τα δάχτυλα του μ’ ενθουσιασμό. Και μέσα σε μια στιγμή, το μισοσκότεινο σαλόνι με τα παλαιικά έπιπλα και τους παλιομοδίτικους πίνακες εξαφανίστηκε και τη θέση του πήρε ένα βαθύ σκοτάδι.



3



Ο Γιάννης ανοιγόκλεισε τα μάτια του θαμπωμένος από ένα εκτυφλωτικό κύμα φωτός. Σκούπισε τα δάκρυά του και ανακάλυψε ότι στεκόταν όρθιος, στο κέντρο μιας υπέροχης σάλας που έμοιαζε με αίθουσα χορού. Ήταν μακρόστενη στο σχήμα, με χρυσοποίκιλτους τοίχους και ολόσωμους καθρέφτες που αντανακλούσαν τις λάμψεις κάτι πελώριων πολυελαίων από αστραφτερό κρύσταλλο. Στη μια της πλευρά, σε όλο της το μήκος, διαγραφόταν τοξωτά πορτοπαράθυρα που έβγαζαν σ’ έναν φαρδύ εξώστη από γυαλιστερό μάρμαρο και στη γλυκιά γαλήνη μιας καλοκαιριάτικης νύχτας που φωτιζόταν απ’ τη λάμψη ενός ολοστρόγγυλου φεγγαριού. Πιο μακριά, πέρα από κάτι περίτεχνα κάγκελα από σφυρήλατο σίδερο, απλώνονταν υπέροχοι κήποι και περιποιημένες δεντροστοιχίες που κατέληγαν στην ακύμαντη επιφάνεια μιας πελώριας λίμνης. Στην απέναντι όχθη της υψωνόταν μια χιονισμένη κορυφογραμμή που άστραφτε σαν ασημένια στο φως της πελώριας σελήνης. Η σιγαλιά της νύχτας διακόπτονταν απ’ το μελωδικό τραγούδι κάποιου αηδονιού που κελαηδούσε ξέγνοιαστο μέσα στις φυλλωσιές των δέντρων ενώ το απαλό αεράκι που γλιστρούσε ανάμεσα από τα πορτοπαράθυρα, άγγιζε το πρόσωπό του φορτωμένο με τ’ αρώματα ανθισμένων νυχτολούλουδων.


-«Που βρίσκομαι;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα.


-«Στο σπίτι των ονείρων σας.» του απάντησε η φωνή του διαβόλου. Ο Γιάννης αναπήδησε σαν να τον είχε τσιμπήσει σκορπιός και κοίταξε γύρω του αλαφιασμένος αλλά ο ιδιοκτήτης της απαλής εκείνης φωνής είχε γίνει αόρατος.


-«Έτσι ακριβώς δεν ήταν το παλάτι που είχατε δει μικρός σε κάποιο βιβλίο και είχατε ευχηθεί ολόψυχα να γίνει κάποια μέρα δικό σας;»


-«Έτσι ακριβώς,» συμφώνησε ο Γιάννης, «αλλά πέρασαν τόσα και τόσα χρόνια από τότε!»


-«Η πρώτη σας ευχή πραγματοποιήθηκε,» πρόσθεσε ο σατανάς με μια μικρή νότα αυτάρεσκης ικανοποίησης, «σας υπενθυμίζω ότι έχετε δύο ακόμα ευχές στη διάθεσή σας.»


Ο Γιάννης άνοιξε το στόμα του για να του εξηγήσει ότι η ερώτηση που του είχε κάνει στο σαλόνι του σπιτιού του ήταν εντελώς θεωρητική και αποσκοπούσε στο να καταλάβει τι εννοούσε όταν του είχε πει ότι θα πραγματοποιούσε τις τρεις εκείνες ευχές, αλλά τελικά προτίμησε να παραμείνει σιωπηλός. Ένιωσε ωστόσο παγιδευμένος, μπλεγμένος σε μια τρομακτική περιπέτεια που αποκλείεται να είχε ευχάριστη κατάληξη. Πήρε μια βαθιά αναπνοή για να συνέλθει και αναρωτήθηκε πως επέτρεπε ο παντοδύναμος θεός να συμβαίνει κάτι τέτοιο σε κάποιο απ’ τα παιδιά του αλλά και πάλι, αφού άφηνε να συμβαίνουν τόσα και τόσα φριχτά πράγματα στον κόσμο καθημερινά και να υποφέρουν τόσοι αθώοι άνθρωποι, με ποια λογική θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα καταδεχόταν ν’ ασχοληθεί προσωπικά μαζί του;


Περπάτησε με βήματα αβέβαια και ασταθή μέχρι το κοντινότερο πορτοπαράθυρο κυριευμένος από ένα ανεξέλεγκτο κύμα τρόμου ενώ η καρδιά του γοργοχτυπούσε βροντερά. Πως θα κατάφερνε να ξεγελάσει τον αντίπαλό του και να μην καταλήξει στα καζάνια της κόλασης;


Καθώς πλησίαζε το πορτοπαράθυρο που έβγαζε στον εξώστη και στους κήπους, αντίκρισε το είδωλό του σ’ έναν απ’ τους ολόσωμους καθρέφτες που στόλιζαν τους τοίχους της μακρόστενης αίθουσας. Σταμάτησε για μια στιγμή και περιεργάστηκε τον εαυτό του. Έμοιαζε εντελώς γελοίος, ένας παχουλός γέροντας με καράφλα και γυαλιά που φορούσε ακόμα τις παντόφλες του και μια μεταξωτή ρόμπα πάνω απ’ τα ρούχα του, ολοκληρωτικά αταίριαστος με την εκθαμβωτική εκείνη αίθουσα που ήταν αντάξια ενός αυτοκράτορα. Ένιωσε μόνος ξαφνικά, αδύναμος και ανόητος. Τα χέρια του χώθηκαν στις τσέπες της ρόμπας του και έσκυψε το κεφάλι κυριευμένος από ένα πικρό κύμα αποθάρρυνσης. Και τότε τα δάχτυλά του έπιασαν ένα μικρό τετράγωνο αντικείμενο που φώλιαζε μέσα στη δεξιά του τσέπη. Το αναγνώρισε στη στιγμή. Ήταν το μικρό εικόνισμα του αρχάγγελου Μιχαήλ που η Ιουλία, η γυναίκα του, πάντα έβαζε στις τσέπες του, όπου κι αν πήγαινε, γιατί θεωρούσε ότι έτσι αυτός ο άγγελος θα τον προστάτευε από κάθε κακό. Η Ιουλία. Η γλυκιά του γυναίκα που είχε μοιραστεί μαζί του της ζωής της εδώ και πενήντα ολόκληρα χρόνια. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που την είχε αντικρίσει και για μια στιγμή το μυαλό του ταξίδεψε στο παρελθόν και ξέχασε την χρυσοποίκιλτη αίθουσα, το διάβολο και τον θανάσιμο κίνδυνο που τον απειλούσε.


Και τότε του ήρθε μια ιδέα, κάτι σαν νοητικό πυροτέχνημα που ξεδιπλώθηκε ανάμεσα στις σκοτεινές του σκέψεις σαν διάπυρο λουλούδι, μια τρελή έμπνευση που τον έκανε να χαμογελάσει πλατιά.


-«Είμαι έτοιμος για τη δεύτερη ευχή μου,» είπε στον καταχθόνιο βασανιστή του που τον παρακολουθούσε αμίλητος και αθέατος.


-«Στις ακούω.»


-«Επιθυμώ να βρεθώ στο σταθμό του ηλεκτρικού στο Μοναστηράκι, στο έτος 1960, στις 11.50 το βράδυ, στις δεκαπέντε Δεκεμβρίου ακριβώς!» φώναξε δυνατά.



4



-«Όπως επιθυμείτε!»


Ένας παγερός άνεμος άγγιξε το πρόσωπό του σαν υγρή παλάμη και έκανε τα ρούχα που φορούσε ν’ ανεμίσουν. Μια χούφτα από κρύες σταγόνες βροχής έπεσαν πάνω του και κύλησαν στους ώμους της μεταξωτής του ρόμπας. Άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε την σκοτεινή αποβάθρα του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου όπως ήταν κάποτε, κακοφωτισμένη και άδεια, περικυκλωμένη από μια Αθήνα με πολύ λιγότερα αυτοκίνητα και φώτα, με χαμηλότερα κτίρια και πολύ περισσότερους κήπους και αυλές. Το φάλτσο τραγούδι ενός μεθυσμένου που έβγαινε τρεκλίζοντας από κάποιον από τους τεκέδες που υπήρχαν τότε στο Μοναστηράκι, ράγισε τη σιωπή. Σύντομα το διαδέχτηκε το διαπεραστικό σφύριγμα ενός οργάνου της τάξης που έκανε την περιπολία του στα κακόφημα στενά και ετοιμαζόταν να μπουζουριάσει τον άτυχο εκείνο μπεκρή με την κατηγορία της αλητείας. Μια διάχυτη οσμή ψητού κρέατος απλωνόταν στον αέρα προερχόμενη απ’ τα σουβλατζίδικα και τα ταβερνεία της περιοχής. Η ακρόπολη φάνταζε πίσω από την πλάτη του σαν ένας σκοτεινός λόφος με παράξενο σχήμα, αφώτιστη ακόμα απ’ τους διακοσμητικούς προβολείς που επρόκειτο να τοποθετηθούν πολύ αργότερα. Τα νεοκλασικά κτίρια που έμελλε να μεταμορφωθούν σε καφέ και εστιατόρια ήταν έρημα τα περισσότερα και αμπαρωμένα. Από τα παράθυρα κάποιου γειτονικού σπιτιού ακουγόταν το ρεφρέν ενός σουξέ της εποχής που είχε πολλά χρόνια να το ακούσει. Τα ελάχιστα ηλεκτρικά φώτα που έλαμπαν γύρω απ’ το σταθμό διαγράφονταν περιβεβλημένα από άυλα φωτοστέφανα υγρασίας.


Ήταν μια κρύα και βροχερή χειμωνιάτικη νύχτα. Ακριβώς όπως τη θυμόταν. Η νύχτα όπου όλα έμελλε ν’ αλλάξουν..


Ο Γιάννης περιέτρεξε με το βλέμμα του την έρημη αποβάθρα και διέκρινε στην απέναντι άκρη της μια μοναχική φιγούρα που στεκόταν όρθια και κοίταζε αμίλητη και ακίνητη τις ράγες σαν άγαλμα. Ήταν μια κοπέλα ντυμένη με τα βαριά και μάλλον φτωχικά ρούχα μιας κόρης βιοπαλαιστών που σίγουρα έβγαζαν το μεροκάματό τους σε κάποια απ’ τις βιοτεχνίες του Ρέντη. Τα μαλλιά της, ίσια και μακριά, κάλυπταν τους ώμους της σαν ένα απαλό σάλι από γυαλιστερό έβενο. Στη συνέχεια του βλέμμα του εστιάστηκε σε κάποιο άλλο σημείο της αποβάθρας, όπου, πάνω σ’ ένα βρώμικο παγκάκι από σφυρήλατο σίδερο καθόταν ένας νεαρός. Ήταν ένα αδύνατο και ντροπαλό αγόρι με κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά. Φορούσε γυαλιά και το πρόσωπό του ήταν ξυρισμένο. Κρατούσε στα χέρια του ένα βιβλίο με βαρύ εξώφυλλο. Εκείνη τη στιγμή το είχε αφήσει να κείτεται κλειστό στα γόνατά του και κοίταζε προς το μέρος της κοπέλας αναποφάσιστος.


Δεν είχε καιρό για χάσιμο. Ο χρόνος γλιστρούσε ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά του σαν το νερό. Πήρε μια βαθιά αναπνοή, ανασκουμπώθηκε, έσφιξε τη ζώνη της ρόμπας γύρω απ’ τη μέση του και πλησίασε τον νεαρό με αποφασιστικά βήματα. Οι μαλακές παντόφλες που φορούσε μεταμόρφωσαν τις κινήσεις του σε μια σειρά από αθόρυβες φιγούρες. Στάθηκε μπροστά απ’ τον μοναχικό βιβλιόφιλο και ακούμπησε το χέρι του πάνω στον δεξί του ώμο. Εκείνος γύρισε και τον κοίταξε ξαφνιασμένος. Το πρόσωπό του έμοιαζε πολύ αθώο, με απαλές γραμμές, τα μάτια του διαγράφονταν μεγάλα και ονειροπόλα, γαλανά σαν ηλιόλουστες λίμνες.


-«Άκουσε με προσεκτικά,» του είπε ο Γιάννης με ψιθυριστή αλλά προστακτική φωνή, «σε λένε Γιάννη και είσαι πρωτοετής φοιτητής της Νομικής Αθηνών, έτσι δεν είναι;»


-«Μάλιστα…» του απάντησε ο νεαρός, κοιτάζοντας τον κατάπληκτος, από πάνω μέχρι κάτω.


-«Ο πατέρας σου σκοτώθηκε στην κατοχή, σ’ ένα μπλόκο που έστησαν οι Γερμανοί έξω από το σπίτι σας και εσένα σε μεγάλωσε η μάνα σου με τη βοήθεια ενός θείου σου που ήρθε να μείνει μαζί σας και που εσύ δεν τον συμπαθείς και πολύ γιατί σου φέρεται λες και είσαι δικός του γιός.»


-«Έτσι είναι,» είπε ο νεαρός, «αλλά εσείς ποιός….»


-«Άκουσε με σε παρακαλώ,» τον έκοψε ο Γιάννης, «Η κοπέλα που στέκεται στην άκρη της αποβάθρας ονομάζεται Ιουλία. Είναι από πολύ φτωχή οικογένεια και μόλις έμαθε ότι πρέπει να εγκαταλείψει τα όνειρά της για σπουδές γιατί οι δικοί της σκοπεύουν να της βρουν δουλειά ως παραδουλεύτρα. Όταν την γνωρίσεις θα σου αρέσει πολύ. Για να είμαστε ειλικρινείς, θα την ερωτευτείς και αυτή εσένα και θα ζήσετε ευτυχισμένοι, μαζί για πολλά- πολλά χρόνια.»


Ο νεαρός έκανε να σηκωθεί όρθιος αλλά το χέρι του Γιάννη ξανάπεσε βαρύ πάνω στον ώμο του και τον εμπόδισε.


-«Άκουσε με προσεκτικά, σε παρακαλώ,» του είπε για τρίτη και τελευταία φορά. «Αν δεν πας αυτή τη στιγμή να της μιλήσεις, θα κάνεις το μεγαλύτερο λάθος της ζωής σου. Η Ιουλία ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει. Μόλις έρθει το τραίνο θα πέσει στις ράγες και αυτό θα την πολτοποιήσει. Είναι απελπισμένη γιατί πιστεύει ότι θα περάσει μια ζωή μίζερη και δίχως ελπίδα. Δεν έχει ιδέα για την ευτυχία που την περιμένει. Αν όμως την πλησιάσεις τώρα και της μιλήσεις θα ζήσετε μαζί για πάντα, ευτυχισμένοι, θα παντρευτείτε και θα έχετε όλα όσα ονειρεύεστε.»


-«Μα ποιος είστε επιτέλους;» τον ρώτησε ο νεαρός όλο και περισσότερο κατάπληκτος.


-«Μ’ έστειλε ο φύλακας άγγελός σας,» του είπε στα πεταχτά ο Γιάννης, «και θέλω αυτή τη στιγμή να ξεπεράσεις όλους σου τους φόβους και να κάνεις αυτό που σου λέω.»


Ο νεαρός φάνηκε να βγαίνει μέσα από μια ελαφριά νάρκη. Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να περπατάει προς το μέρος της κοπέλας που κοίταζε τις ράγες του τραίνου σαν υπνωτισμένη. Ο Γιάννης τον είδε να την πλησιάζει, εκείνη να στρέφει το βλέμμα της προς το μέρος του και να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, μακριά από την άκρη της τσιμεντένιας αποβάθρας. Χαμογέλασε ικανοποιημένος.



5



-«Είσαστε ευχαριστημένος απ’ την πραγματοποίηση της δεύτερης ευχής σας;» ακούστηκε τότε η φωνή του διαβόλου πίσω από την πλάτη του. Ο Γιάννης σκίρτησε ξαφνιασμένος, έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος του και τον αντίκρισε να κάθεται δίπλα του, στο παγκάκι, καλοντυμένο, άψογο μέσα στο τέλεια ραμμένο κοστούμι του. Χαμογελούσε αυτάρεσκα και για πρώτη φορά τα δόντια του έλαμψαν κάπως αφύσικα λευκά μέσα στο σκοτάδι.


-«Είμαι απόλυτα ευχαριστημένος,» του απάντησε καθώς ξανάρχισε να παρακολουθεί το νεαρό ζευγάρι που τώρα είχε πιάσει την κουβέντα. Και ανακάλυψε ότι το εννοούσε.


-«Τότε νομίζω ότι έχει έρθει η στιγμή να μου εκφράσετε την τρίτη και τελευταία επιθυμία σας και να τελειώνουμε με το μικρό μας παιχνιδάκι, δεν νομίζετε;»


-«Βεβαίως!» του απάντησε ο Γιάννης στέλνοντάς του ένα χαμόγελο που ήταν εξίσου λαμπερό με το δικό του.


-«Σας ακούω!»


-«Που λες, η τρίτη και τελευταία ευχή μου είναι η εξής: Θέλω να ξεκουμπιστείς από’ δω, να πας στον αγύριστο απ’ όπου δεν θα ξαναενοχλήσεις ποτέ, ούτε εμένα, ούτε και τη γυναίκα μου εις τους αιώνες των αιώνων αμήν!»


Το χαμόγελο του διαβόλου πάγωσε σιγά-σιγά και μετατράπηκε σ‘ έναν μορφασμό τρομακτικής οργής. Τα μάτια του άστραψαν κατακόκκινα σαν πυρακτωμένα κάρβουνα και μια μυρωδιά θειαφιού μόλυνε τον αέρα.


Ωστόσο ο Γιάννης δεν τον φοβήθηκε. Συνέχισε να τον κοιτάζει κατάματα ενώ ένιωθε το δικό του χαμόγελο να πλαταίνει όλο και πιο πολύ πάνω στο πρόσωπό του. Μετά τα πάντα έσβησαν γύρω του, ο έρημος σταθμός, το σκοτάδι και η βροχή, η αρχαϊκή Αθήνα και οι γραφικοί θόρυβοι της περασμένης εκείνης εποχής.


Άνοιξε τα μάτια του και βρέθηκε για άλλη μια φορά καθισμένος στην αγαπημένη του πολυθρόνα, με την κούπα της ζεστής σοκολάτας να μοσχομυρίζει και να γεμίζει τ’ όμορφο και φιλόξενο σαλόνι του με το υπέροχο άρωμά της. Το χαλί είχε ξαναποκτήσει και πάλι την συνηθισμένη του μορφή και το απαλό φως του λαμπατέρ σκορπούσε απαλές σκιές στις γωνίες. Δίπλωσε την εφημερίδα που ήταν ακόμα απλωμένη πάνω στα γόνατά του, την ακούμπησε στο πλάι της πολυθρόνας και σηκώθηκε όρθιος, πλημμυρισμένος από ένα πρωτόγνωρο κύμα θριαμβευτικής χαράς.


Στη συνέχεια περπάτησε μέχρι την κρεβατοκάμαρα όπου, ξαπλωμένη στο δεξί της πλευρό, με το δεξί της χέρι ακουμπισμένο στο μάγουλό της σαν μικρό παιδί που έχει αποκοιμηθεί ακούγοντας κάποιοι συναρπαστικό παραμύθι, κοιμόταν μια ηλικιωμένη γυναίκα με γλυκά χαρακτηριστικά και ευγενικό μέτωπο. Τα μαλλιά της που ήταν ασημένια και πυκνά ακόμα απλώνονταν στο μαξιλάρι της σαν ένα αραχνοΰφαντο φωτοστέφανο. Η Ιουλία. Η γυναίκα του και ο ένας και μοναδικός έρωτας της ζωής του. Αυτή που τον είχε κάνει ευτυχισμένο, που είχε μοιραστεί μαζί του κυριακάτικα πρωινά και καλοκαιριάτικα ηλιοβασιλέματα σε ακριτικά νησιά και επαρχιακές κωμοπόλεις όπου ασκούσε το επάγγελμα του Εισαγγελέα. Πάντοτε πίστευε ότι η πρώτη τους συνάντηση, τότε στο σταθμό του ηλεκτρικού, όπου, σπρωγμένη από μια νεανική επιπολαιότητα ετοιμαζόταν να πεθάνει, οφειλόταν σ’ ένα θαύμα, στη θεία παρέμβαση κάποιου φύλακα αγγέλου που της είχε σώσει τη ζωή. Όταν της αφηγήθηκε πως είχε εμφανιστεί απ’ το πουθενά ο αλλόκοτος εκείνος γέρος που ήξερε όλα του τα μυστικά και τον είχε παροτρύνει να τη σταματήσει, είχε μείνει κατάπληκτη, πλημμυρισμένη από βαθύ δέος. Και γιατί όχι άλλωστε; Ήταν σίγουρα μια καίρια παρέμβαση χάρη στην οποία είχαν ζήσει μια ευτυχισμένη ζωή, προστατευμένοι από κάθε κακό. Η Ιουλία, γεμάτη ευγνωμοσύνη γι’ αυτό το γεγονός, είχε αγοράσει δύο πανομοιότυπες εικονίτσες του αρχάγγελου Μιχαήλ και επέμενε να τις έχουν πάντα κοντά τους σαν φυλαχτά, όπου και αν βρίσκονταν, ακόμα και μέσα στο σπίτι.


Ο Γιάννης αναστέναξε απαλά, έσκυψε πάνω απ’ το κρεβάτι και τη φίλησε στο μάγουλο. Στη συνέχεια ξάπλωσε δίπλα της και περίμενε να τον πάρει απαλά-απαλά ο ύπνος.



Ερρικος Σμυρναιος, Copyright 2010

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ




Ναρκωτικά...
Μια λέξη που "παίζει" πολύ συχνά στις μέρες μας...
Μια λέξη που δεν της έχει δοθεί η δέουσα σημασία....


Εμένα τα ναρκωτικά και οι επιδράσεις τους έχουν σημαδέψει τη ζωή μου...Κι αυτό γιατί έχασα έναν πολυαγαπημένο μου θείο από αυτά σε ηλικία μόλις 27 χρόνων..Ένα παληκάρι σαν τα κρύα τα νερά έφυγε από τη ζωή ύστερα απο υπερβολικά δόση ηρωίνης...

Το περιστατικό αυτό ήταν που με ώθησε περισσότερο να ασχοληθώ με την εγκληματολογία....
Ήθελα λοιπόν να εντρυφήσω σε ορισμένα θέματα για να μπορέσω να δώσω εξηγήσεις για την ύπαρξή τους πρώτα απ` όλα στον εαυτό μου κι έπειτα στους συνανθρώπους μου...
Για μένα, κι επειδή έχω ζήσει πάρα πολλές καταστάσεις σχετικές με αυτό το θέμα, η χρήση ναρκωτικών είναι η πιο -θα το πω ευγενικά- ανεγκέφαλη και ανούσια πράξη που μπορεί να κάνει κάποιος....

Γιατί κάποιοι έχουν την ανάγκη να κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών;
Είναι άρρωστοι;
Είναι απελπισμένοι;
Το κάνουν από μαγκιά και περιέργεια;
Τους ωθούν σε αυτά και λόγω αδυναμία χαρακτήρα παρασύρονται;
Δεν ξέρω ποια ερμηνεία δίνετε εσείς σε αυτό το φαινόμενο...

Κυριαρχεί η κατάταξη των ναρκωτικών ουσιών σε μαλακά,μέτριας επίδρασης και σκληρά...
Μα καλά γιατί αυτή η κατηγοριοποίηση;
Τι σκοπό έχει;
Αφού οι ουσίες αυτές όπως το λέει και η λέξη σε "ναρκώνουν" ποια η σημασία της διαβάθμισης;

Το προβλημα των ναρκωτικών χτυπάει καθημερινά την πόρτα μας.Πολλοί νομίζουν ότι δε θα συμβεί σε εκείνους κι όμως μπορεί ήδη να συμβαίνει και να μην το ξέρουν...
Πάρα πολλές φορές έχω αναρωτηθεί ποιος ο λόγος να δοκιμάσει κάποιος μια ναρκωτική ουσία...

Έχω ακούσει διάφορα από πολλους.."
¨Ελα μωρέ πως κάνεις έτσι για ένα τσιγαριλίκι;Δεν έκανα και μυτιές!!!"
"Ιωάννα το έκανα από περιέργεια..
Μου είχαν πει ότι σε φτιάχνει και σε κάνει να ξεχνάς τις σκοτούρες σου για λίγο..Κι εγώ το έχω ανάγκη αυτή τη στιγμή να ξεχαστω"
"Κανείς δεν πέθανε από το μαύρο...Η ηρωίνη σκοτώνει και η κόκα"
"Είσαι ξενέρωτη κοπελιά και φοβιτσιάρα..Εσύ νομίζεις ότι αν κάνεις κανέναν μπάφο θα σε τσακώσει η αστυνομία!!!" κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ.....

Θα μπορούσα να εκθέσω χίλιες δύο άλλες δικαιολογίες που μου έχουν πει για να μου δώσουν μια εξήγηση για την πράξη τους αυτή...
Εκεί είναι που ξεκινάει το κακό...
Ότι δίνουν μια ψευδή και εύκολη δικαιολογία στον εαυτό τους για να περάσουν την πόρτα των ναρκωτικών και να τα δοκιμάσουν...
Έτσι ξεκινάνε όλοι...
Από μια δικαιολογία...
Η οποία όμως μπορεί να αποβεί μοιραία...
Δεν το ξέρουν όμως ή μάλλον δεν πιστεύουν ότι θα τύχει σε εκείνους...

Πόσοι και πόσοι μου έχουν πει ότι "Εντάξει, ένα τσιγαριλίκι μόνο θα κάνω δε θα προχωρήσω παραπέρα.."...
Αυτή είναι όμως η βασική αρχή.
Πρώτα κάνεις ένα μαύρο,ύστερα δεύτερο,τρίτο...
Αργότερα αφού σε πάρουν πρέφα ότι σου αρέσει....σου πασάρουν κάτι πιο "καλό", κάτι που θα σε "ανεβάσει στα ουράνια", κάτι που θα σε "εξιτάρει"...
Έτσι, ξεκινάς την ηρωίνη...
"Ε, καλά μωρέ, μια δόση ηρωίνης δεν είναι και ακριβή και έχει και "καλύτερα αποτελέσματα γιατί να μην τη δοκιμάσω;", λένε...
Κι έχουν διαβεί το δεύτερο και σημαντικό σκαλοπάτι του κινδύνου των ναρκωτικών...

Η κόκα είναι για τους λίγους...
Άλλωστε ποιος μεροκαματιάρης θα πάει να δώσει τουλάχιστον μια 80αρα ευρώ για να προμηθευτεί μια δόση κοκαίνης-κι όχι από την καλή ποιότητα βέβαια...Κανείς...έτσι αρκούνται στη χρήση πιο "μαλακών" ναρκωτικών...

Πολλοί επιστήμονες έχουν πει ότι πρόκειται για άρρωστα, απελπισμένα άτομα που χρήζουν ψυχιατρικής και παθολογικής παρακολούθησης!!!!
Κατά την άποψή μου,όλα αυτά είναι ανοησίες!!!!
Κανείς δεν είναι άρρωστος μέχρι να διαβεί το κατώφλι των ναρκωτικών και να γίνει -εξαιτίας αυτών- άρρωστος..
Ούτε πρόκειται για άτομα που έχουν πιο αδύναμο και ευαίσθητο χαρακτήρα από άλλους...
Ούτε είναι άτομα που έχουν περάσει πολλά βάσανα και βρίσκουν εκεί διέξοδο...
Ποιος δεν έχει σκοτούρες και στεναχώριες ΄στις μέρες μας;
Δεν είδα όμως τον καθένα από εμάς κάθε φορά που βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση να κάνουμε τσιγαριλίκια!!!Ούτε ενέσεις...ούτε μυτιές...

Τα άτομα αυτά είναι εντελώς άτολμα και ανίκανα να αδράξουν τη ζωή τους από τα κέρατα και να τη διαμορφώσουν όπως θέλουν...
Και μη μου πείτε ότι φταίει η οικογένεια;
Ναι , παίζει πολύ μεγάλο ρόλο το οικογενειακό περιβάλλον και οι συμβουλές των γονέων σου ...αλλά είσαι ένα ανεξάρτητο άτομο και διαμορφώνεις άποψη από μόνος σου για το τι θα κάνεις στη ζωή σου...
Άλλωστε, και παιδιά από ευυπόληπτες οικογένειες είναι χρήστες ναρκωτικών...Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να τους δεις στην Ομόνοια να ζητιανεύουν για τη δόση τους, δεν πρόκειται να τους δεις να κάνουν χρήση σε δημόσιο χώρο, δεν πρόκειται να πάθουν καρδιακή προσβολή από κακής ποιότητας ουσία...Κι αν η εξάρτησή τους φτάσει σε σοβαρό σημείο δε θα περιμένουν τις λίστες στον ΟΚΑΝΑ για να κάνουν απεξάρτηση με μεθαδόνη...Θα πάνε σε μια ιδιωτική κλινική στο εξωτερικό και οι δικοί τους θα λένε ότι το παιδί τους κάνει μαστερ στην Αγγλία!!!!

Βασικά όλοι μας πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν έχουμε ανάγκη από κάποια ουσία για να μας χαλαρώσει,για να μας κάνει να νιώθουμε όμορφα....Αν τα έχουμε καλά με τον εαυτό μας βρίσκουμε τρόπους για να βλέπουμε αισιόδοξα τη ζωή...
Ζητάνε μάλιστα και κάποιοι -και καλά προχωρημένοι- να αποποινικοποιηθεί η χρήση χασίς στην Ελλάδα γιατί -λένε- δεν προκαλεί εξάρτηση...Ναι συμφωνώ, το χασίς δεν προκαλεί εξάρτηση...
Αλλά ρε φίλε αν μάθεις ότι το παιδί σου κάνει χρήση χασίς θα το ενθαρρύνεις να συνεχίσει γιατί δεν προκαλεί εξάρτηση;Έλεος!!!!Και μη μου αναφέρετε ως παραδειγμα τη Ολλανδία που δεν ανέβηκαν τα ποσοστά χρήσης χασίς μετά την αποποινικοποίησή του...
Άλλη κουλτούρα έχουν εκείνοι,άλλη εμείς...

Η διάθεσή μας "φτιαχνει" και με ένα τραγούδι, με ένα απαλό άγγιγμα από τον/την σύντροφό μας, με την εικόνα ενός ηλιοβασιλέματος....Ή με ότι άλλο αρέσει στον καθένα...Δεν είναι ανάγκη να καταφεύγουμε στις ψυχοτρόπες ουσίες για να νιώσουμε ευχάριστα...Ας αγαπήσουμε τον εαυτό μας κι ας μην τον καταστρέφουμε με εφήμερες απολαύσεις...Δε μας αξίζει!!!!!



Αφιερωμένο στον θείο μου και με την ελπίδα ότι τα παιδιά μας αύριο θα ζούνε σε έναν κόσμο καλύτερο από το δικό μας......


Ioanna Fay, Copyright 2009