Τρίτη 3 Μαΐου 2011

O ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑΣ




1



Η μακρόστενη αίθουσα συσκέψεων του Διοικητικού Συμβουλίου ήταν άδεια. Ή μάλλον, σχεδόν άδεια, γιατί στη δερμάτινη πολυθρόνα του Προέδρου καθόταν τo αφεντικό μου, o χερ Χάινριχ Χάσσελχοφ αυτοπροσώπως. Αν και η πλάτη του περιστρεφόμενου καθίσματος ήταν στραμμένη προς την πόρτα, αναγνώρισα αμέσως το κεφάλι του που σαν ροδαλό ημισφαίριο εξείχε πάνω απ' την επίπεδη ράχη της. Μπροστά του, πίσω απο μια μεγάλη τζαμαρία από αλεξίσφαιρο γυαλί, απλωνόταν η Αθήνα: Μια θάλασσα από  άσχημες πολυκατοικίες με επίπεδες οροφές όπου στριμώχνονταν ηλιακοί συλλέκτες, δορυφορικές κεραίες και μικρές ανεμογεννήτριες. Πιο μακρυά ξεχώριζε η κομψή σιλουέτα του Παρθενώνα ο οποίος, φωλιασμένος πάνω στο βράχο της Ακρόπολης, έμοιαζε με πέτρινο πλοίο που αψηφούσε τα εφήμερα κύματα του χρόνου. Ο ουρανός ήταν γκρίζος, συννεφιασμένος και σκυθρωπός, ενώ οι πρώτες σταγόνες μιας χειμωνιάτικης βροχής είχαν ήδη αρχίσει να χαράζουν κάθετα μονοπάτια πάνω στο διάφανο κρύσταλλο της τζαμαρίας. 

Ο χερ Χάσσελχοφ δεν φαινόταν να απολαμβάνει ούτε στο ελάχιστο την ρομαντική εκείνη θέα. Το αντίθετο μάλιστα. Μόλις άκουσε το απαλό συριγμό της συρόμενης πόρτας που έκλεινε πίσω απ' την πλάτη μου, έστρεψε την πολυθρόνα του κατά εκατόν ογδόντα μοίρες και μου έριξε ένα εχθρικό βλέμμα. 

Ο Χάινριχ Χάσσελχοφ ήταν Γερμανικής καταγωγής, γεννημένος στο Μόναχο, και το Ευρωπαικό Κοινοβούλιο τον είχε διορίσει ως Πρόεδρο των πρώην Ελληνικών Ταχυδρομείων ύστερα απ' την αναπόφευκτη όσο και θεαματική χρεωκοπία της ελλάδας του 2012. Επίσης, όπως και οι περισσότεροι συμπατριώτες του που είχαν αναλάβει παρόμοια πόστα στην υπό αυστηρή εποπτεία πλέον ελληνική οικονομία, ένιωθε ότι είχε εξοριστεί κάπου μακριά απ' τον πολιτισμό, περίπου όπως οι πρόγονοί του που τον 19ο αιώνα είχαν χαραμίσει τα καλύτερά τους χρόνια προσπαθώντας να εκπολιτίσουν τριτοκοσμικές χώρες μέσα από ιεραποστολικές δραστηριότητες και εξερευνητικές εκστρατείες-με το αζημίωτο βέβαια. Οι ομοιότητες ανάμεσα στις δύο εκείνες καταστάσεις ήταν εξάλλου  ολοφάνερες....

Μόλις η παγερή ματιά του καρφώθηκε πάνω μου, κατάλαβα ότι αυτό που τον απασχολούσε ήταν κάτι περισσότερο απ' την αθεράπευτη κακοδιαθεσία που του προκαλούσε η ζωή στην ανοργάνωτη, υποανάπτυκτη και με μηδενικές προοπτικές πρόοδου πατρίδα μου. Οι κάθετες ρυτίδες που αυλάκωναν το μέτωπό του καθώς και η πολύ αμυδρή μεμβράνη του ιδρώτα που έκανε το καραφλό του κεφάλι να γυαλίζει ελαφρά κάτω απ' τα λευκά φώτα της αίθουσας, με οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι κάτι άλλο συνέβαινε, κάτι πολύ πιο σοβαρό.

-"Κάθισε!" με διέταξε στα Αγγλικά. Η φωνή του ακούστηκε σαν πιστολιά μέσα στην άδεια αίθουσα. Ένας από τους λόγους που δεν είχα χάσει τη δουλειά μου όταν τα παλιά ΕΛ.ΤΑ πουλήθηκαν για ένα κομμάτι ψωμί στις γερμανικές ταχυδρομικές υπηρεσίες, ήταν το γεγονός ότι μιλούσα καλά αγγλικά. Στο κρατικοδίαιτο αναξιοκρατικό και συνδικαλιστοκρατούμενο περιβάλλον της προ-χρεωκοπίας Ελλάδας, τα συγκεκριμένα εκείνα προσόντα, τα οποία είχα αποκτήσει έχοντας ξοδέψει μια περιουσία σε ιδιωτικά φροντιστήρια ξένων γλωσσών, είχαν μείνει εντελώς αναξιοποίητα αλλά τώρα, κάτω απ' το καινούργιο ιδιοκτησιακό καθεστώς στο οποίο είχαμε περιέλθει, είχα κρατήσει τη θέση μου ως υπάλληλος του Τμήματος Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού την ώρα που τα τρία τέταρτα των συναδέλφων μου ήδη ζητιάνευαν στους δρόμους ή δούλευαν ως ανειδίκευτοι υπάλληλοι σε κινέζικες ινδικές και πακιστανικές μικρο-επιχειρήσεις.

Υπάκουσα λοιπόν στην εντολή του χερ Χάσσελχοφ και κάθισα απέναντί του, διαλέγοντας κάποια απ' τις υπόλοιπες δερμάτινες πολυθρόνες. Εκείνος εστίασε τα κατεψυγμένα μάτια του επάνω μου, σταύρωσε τα χέρια του πάνω στη γυαλιστερή επιφάνεια του τραπεζιού  και έγειρε απειλητικά προς τα εμπρός:

-"Αντιμετωπίζουμε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα που έχει να κάνει με την ασφάλεια της βάσης δεδομένων του Τμήματός σου,” μου ανακοίνωσε με σοβαρό ύφος. 

Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα, μια απαράδεκτα μεσογειακή αντίδραση οφείλω να παραδεχτώ. Σύμφωνα με τις επιταγές της καινούργιας εταιρικής κουλτούρας που είχε εδραιωθεί στον εργασιακό μου χώρο ύστερα από την εξαγορά μας από τους Γερμανούς, οποιαδήποτε συναισθηματική αντίδραση κατά τη διάρκεια κάποιας συνεργασίας με τους ανωτέρους μας θεωρούταν για όλους εμάς, τους ιθαγενείς έλληνες υπαλλήλους, απαράδεκτο διολίσθημα. 

-"Τι έννοείτε;" τόλμησα να τον ρωτήσω.

Εκείνος κροτάλισε τα δάχτυλα του με θυμό πάνω στο τραπέζι και γαύγισε:

-"Υπάρχει κάποιος που αλλοιώνει τα προσωπικά δεδομένα του προσωπικού!"

Έμεινα σιωπηλός, σοκαρισμένος από την βίαιη συμπεριφορά του. Ο Χάινριχ πληκτρολόγησε κάτι σ' ένα παλμ τοπ και μια απ' τις οθόνες-μεμβράνες που κάλυπταν τους τοίχους γέμισε από στήλες δεδομένων. Ονόματα διευθύνσεις ηλικίες και ακαδημαικά προσόντα άρχισαν να παρελαύνουν μπροστά μου, γραμμένα με πράσινα γράμματα πάνω σ' ένα μαύρο φόντο.

Αναγνώρισα μια Κατάσταση που αφορούσε τα μέλη του προσωπικού της εταιρείας.

-"Αυτά τα στοιχεία περάστηκαν στη βάση δεδομένων του Τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού χθες το βράδυ, " με πληροφόρησε ο Χάινριχ. Η φωνή του ακούστηκε σφυριχτή, γεμάτη δηλητήριο. "Πρόσεξε τώρα!" πρόσθεσε.

Οι στήλες με τα ονόματα κινήθηκαν προς τα δεξιά, έξω απ' τα όρια της οθόνης, με αποτέλεσμα δυο επιπλέον στήλες να κάνουν την εμφάνισή τους: Τα ιατρικά και τα πειθαρχικά μητρώα των υπαλλήλων μας. 

Αμέσως κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλα. Σύμφωνα με τις συγκεκριμένες στήλες, ΟΛΟΙ είχαν πειθαρχικές ποινές. Διάβασα τις σχετικές αιτιολογίες και έβγαλα άθελα μου μια μισοπνιγμένη κραυγή που στην πραγματικότητα ήταν ένα νευρικό χάχανο. 

Οι αιτιολογίες ήταν εντελώς σουρεαλιστικές. Όλες. Η μια πιο τρελή από την άλλη. Για παράδειγμα, υπήρχε ένας αξιοπρεπέστατος τμηματάρχης με μεταπτυχιακά στα λογιστικά ο οποίος είχε φάει μια δεκαήμερη προσωρινή απόλυση γιατί, σύμφωνα με το κείμενο που φεγγοβολούσε περήφανα μπροστά μου, είχε μπει στο γραφείο του κάποιο πρωινό,  είχε σταθεί όρθιος μπροστά σ' έναν υπολογιστή και είχε προσπαθήσει να πλήκτρολογήσει το όνομα του με τη μύτη του η οποία ήταν γεμάτη μύξες, και όλα αυτά μπροστά σε μια ολόκληρη ουρά από κατάπληκτους πελάτες. Κάποιος άλλος πάλι, είχε φάει ένα καραμπινάτο πρόστιμο γιατί είχε ρίξει μια τούρτα στα μούτρα της προισταμένης του.Το κείμενο του πίνακα διευκρίνιζε μέχρι και το είδος της συγκεκριμένης τούρτας: Σοκολάτα με φράουλες γλασέ και σαντιγύ.   

Στράφηκα προς το αφεντικό μου με γουρλωμένα μάτια:

-"Δεν πιστεύω να μου κάνετε πλάκα έτσι;"

Μετάνιωσα αμέσως για την ηλίθια εκείνη ερώτηση: Τα μάτια του Χάινριχ που στην καλύτερη περίπτωση έμοιαζαν με αρκτικά παγόβουνα, άστραψαν θυμωμένα και το τετράγωνο σαγόνι του σφίχτηκε σαν τανάλια:

-"Μα και βέβαια δεν σου κάνω πλάκα!" δήλωσε έξω φρενών, “Είναι ολοφάνερο πως αυτές οι αηδίες είναι το αποτέλεσμα των παιδαριωδών πράξεων κάποιου ηλίθιου φαρσερ! Το πρόβλημα είναι ότι όποιος και αν είναι ο βλάκας που τα κάνει όλα αυτά, έχει πρόσβαση σε απόρρητα δεδομένα και αυτό δεν είναι καθόλου καλό! Ιδιαίτερα από τη στιγμή που η Ευρωπαική αστυνομία προσδοκά στην πλήρη συνεργασία μας για την πάταξη κάθε είδους ανατρεπτικών κινημάτων στο εσωτερικό της χώρας!"

Θυμήθηκα το σχετικό e-mail που μας είχε έρθει-με υψηλό βαθμό σπουδαιότητας-με απόλυτη καθαρότητα, σαν να το είχα διαβάσει μόλις χθες. Ύστερα από μια σειρά κυβερνο-επιθέσεων που είχαν παραλύσει τα servers των ιδιωτικών εταιριών διευθέτησης φορολογικών εκρεμμοτήτων ολόκληρης της χώρας, το συγκεκριμένο e-mail είχε αποσταλεί σε οποιαδήποτε εταιρεία απασχολούσε ως προσωπικό περισσότερα από είκοσι άτομα. Ούτε λίγο ούτε πολύ μας έδινε εντολή να συνδέσουμε τις βάσεις δεδομένων μας με τον κεντρικό υπολογιστή της ευρωπαικής αστυνομίας ο οποίος θα είχε πλέον πρόσβαση σε οτιδήποτε αφορούσε τους υπαλλήλους μας, τις ώρες προσέλευσής τους, τις αναρρωτικές άδειες που έπαιρναν, το πειθαρχικό τους μητρώο και την υπηρεσιακή τους εξέλιξη. Ήξερα ότι όλα αυτά τα δεδομένα συνδυάζονταν κάπου στις Βρυξέλλες, ομαδοποιούνταν και εξετάζονταν εξονοχυστικά με αποτέλεσμα για κάθε έλληνα πολίτη να έχει σχηματιστεί ένα λεπτομερέστατο προφίλ που κάλυπτε τα πάντα, από τις καταναλωτικές του προτιμήσεις μέχρι και το ιστορικό κληρονομικών ή χρόνιων ασθενειών από τις οποίες ενδεχομένως υπέφερε.  

Προσπάθησα να βάλω το μυαλό μου να δουλέψει:

-”Αν τα συγκεκριμένα στοιχεία σταλούν στις Βρυξέλλες, η εικόνα που θα σχηματιστεί για την εταιρία μας θα είναι πολύ αρνητική,” ψέλλισα διστακτικά.

-”Καλά που το κατάλαβες!” μούγκρισε ο Χάινριχ η διάθεσή του οποίου έμοιαζε να επιδεινώνεται με γεωμετρική ταχύτητα. 

-"Ξέρουμε από ποιά τερματικά περνάνε αυτά τα ψευδή στοιχεία στο σύστημα;"

-"Ξέρουμε!"μου απάντησε ο Χάινριχ, "Και μάλιστα γνωρίζουμε και τις ώρες κατα τις οποίες συμβαίνει αυτό το φαινόμενο! Οι πληροφορίες που χρειάζεσαι βρίσκονται σε αυτο το USB!” Μου πέταξε ένα memory-stick που κατάφερα στο τσακ να πιάσω στον αέρα. Μαζί θα απολαύσεις και ένα πολύ αποκαλυπτικό βίντεο!"

Τον κοίταξα αμίλητος για λίγο, προσπαθώντας να καταλάβω τι ακριβώς εννοούσε με τη φράση “αποκαλυπτικό βίντεο.”

-"Αφού τα ξέρετε όλα αυτά,” του είπα, “τότε γνωρίζετε και ποιός είναι υπεύθυνος για το σαμποταζ," του είπα, ¨"οπότε, τι ακριβώς ζητάτε από μένα;"

Ο Χάινριχ μου έριξε ένα πολύ περίεργο βλέμμα. Κάπως διστακτικό, αν όχι λιγάκι φοβισμένο.  Ήταν η πρώτη φορά μέσα στα τρία χρόνια που είχε αναλάβει τη διοίκηση των πρώην Ελληνικών Ταχυδρομείων, που έβλεπα μια τέτοια έκφραση στα μάτια του...

-"Θέλω να μελετήσεις το φάκελο και αύριο το πρωί, στις 8.30 ακριβώς, θα σε περιμένω στο γραφείο μου για ν' ακούσω τις προτάσεις σου. Έγινα σαφής;"

Έγνεψα καταφατικά και έχωσα το USB στη τσέπη μου. Όμολογώ ότι εκείνη τη στιγμή η περιέργεια μου είχε χτυπήσει κόκκινο.



2




Με το USB να φωλιάζει στην εσωτερική τσέπη του σακακιού μου σαν φυλαχτό, βγήκα απ' το κτίριο της Κεντρικής Διεύθυνσης των πρώην Ελληνικών Ταχυδρομείων μέσα από δυσκίνητες πόρτες από ανοξείδωτο ατσάλι και αλεξίσφαιρο γυαλί που άνοιξαν για χάρη μου τρίζοντας διαπεραστικά. Όπως και κάθε άλλη  μέρα, ένιωσα ότι μεταφερόμουν σ' έναν άλλο κόσμο που δεν ειχε καμία ομοιότητα με το ψυχρό και πεντακάθαρο εσωτερικό του κτιρίου όπου λευκά φώτα και γυαλιστεροί διάδρομοι οδηγούσαν σε κλιματιζόμενα γραφεία μέσα στα οποία, σκυθρωποί υπάλληλοι έσκυβαν πάνω από αθόρυβους υπολογιστές και τρισδιάστατες οθόνες. 

Τώρα βρισκόμουν στο χαοτικό και εξαθλιωμένο σύμπαν της Αθήνας της εποχής του Μνημονίου. Το πεζοδρόμιο που απλωνόταν έξω απ' την θωρακισμένη είσοδο του κτιρίου σκιαζόταν από ένα μεγάλο υπέρθυρο. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, επειδή δηλαδή προστατευόταν απ' τον ήλιο και τη βροχή, ήταν μόνιμα κατελειμμένο από ομάδες  ζητιάνων και τοξικομανών που βαρούσαν ενέσεις σε κοινή θέα. Πάνω στο υπέρθυρο,  χαραγμένη στην μεταλλική του πρόσοψη, διάβαζε κανείς τη γερμανική φράση: “Arbeit macht Frei”  ή αλλιώς, η εργασία απελευθερώνει”. Το σφυρήλατο εκείνο ρητό είχε προστεθεί την ημέρα που τα πρώην ΕΛΤΑ είχαν πουληθεί στην Deutsche Post. 

Πιο πέρα, πακιστανοί και βορειο-αφρικανοί μικροπωλητές πουλούσαν ότι μπορούσε κανείς να φανταστεί ή έψηναν λουκάνικα καλαμπόκια και κάστανα σε αυτοσχέδια μαγκάλια και φουφούδες.
Τα περισσότερα κτίρια του κέντρου της Αθήνας ήταν βρώμικα και ετοιμόρροπα καθώς είχαν αφεθεί στην τύχη τους ύστερα από τις καταστροφικές εξεγέρσεις του 2013. Άποφάσισα να διασχίσω την πλατεία του δημαρχείου που βρισκόταν δίπλα ακριβώς απ' το κτίριο της Κεντρικής Διεύθυνσης για να ξελαμπικάρω λιγάκι, ύστερα απ' την επεισοδιακή συνεδρία μου με τον Χάινριχ.
Στην πλατεία εξελισσόταν ένα πανηγύρι που είχε οργανώσει η πολυάριθμη δυναμική και εύπορη Αλβανική κοινότητα της Αθήνας. Θορυβώδη κρουστά και πνευστά μουσικά όργανα συνέθεταν μια πολυπληθή ορχήστρα. Η χαρούμενη μουσική της μπλεκόταν εκείνη τη στιγμή με τις μελωδικές ιαχές ενός μουεζίνη ο οποίος χαιρετούσε τον Αλλάχ απ' τον μιναρέ του πανύψηλου τζαμιού που είχε χτιστεί στην περιοχή του Βοτανικού. Η φωνή του, ενισχυμένη από πανίσχυρα μεγάφωνα τελευταίας τεχνολογίας, δωρεά από το εμιράτο του Κατάρ, ταξίδευε πάνω από την πόλη σαν ένα ηχητικό κύμα που κατέπνιγε κάθε άλλο θόρυβο.

Για ν' αποφύγω τα πυκνά πλήθη των ζητιάνων και των μικροπωλητών που είχαν κατακλύσει την πλατεία, άρχισα ν' ανεβαίνω την οδό Σταδίου με σκοπό να φτάσω μέχρι την πλατεία Συντάγματος. Η κατάσταση στο Σύνταγμα ήταν κάπως πιο ελεγχόμενη, σε αντίθεση με την Ομόνοια που είχε παραδωθει ολοκληρωτικά σε συμμορίες Νιγηριανών και Αιγυπτίων οπλοφόρων οι οποίοι δεν επέτρεπαν σε κανέναν που δεν ενέκριναν να διασχίσει την περιοχή τους. 

Τα κτίρια που υψώνονταν εκατέρωθεν της Σταδίου, πολυκαταστήματα και διοικητικά γραφεία εταιρειών που δεν υπήρχαν πια, είχαν εδώ και πολύ καιρό εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες τους και είχαν μετατραπεί σε οικιστικά γκέτο όπου ζούσαν τσουβαλιασμένοι αναρίθμητοι νόμιμοι και παράνομοι μετανάστες. Τα ρούχα τους κρέμονταν από παράθυρα μπαλκόνια και σπασμένες τζαμαρίες συνθέτοντας ένα σουρεαλιστικό όσο και πολύχρωμο πανόραμα από υφασμάτινες ψηφίδες που κυμάτιζαν στον άνεμο. Οι παλιές βιτρίνες στα ισόγεια των κτιρίων ήταν κλειστές και αμπαρωμένες. Πίσω από κάποιες απ' αυτές προβάλλονταν τρισδιάστατα διαφημιστικά σπότ για προιόντα που κανείς δεν μπορούσε ν' αγοράσει. Μια βαριά μυρωδιά από απλυσιά, ούρα και βαριά μπαχαρικά γέμιζε την ατμόσφαιρα σαν αόρατη αιθάλη. Η άσφαλτος ξεχείλιζε από πεζούς και ποδηλάτες γιατί η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού δεν είχε πλέον την οικονομική δυνατότητα να χρησιμοποιεί αυτοκίνητα, ενώ πότε-πότε έβλεπε κανείς και ποδοκίνητα ταξί, μικρά μονοθέσια οχήματα από φάιμπερ-γκλας και πεπιεσμένο χαρτόνι. Επικρατούσε μια μόνιμη κατάσταση κυκλοφοριακού χάους. Τα περισσότερα φανάρια κυκλοφορίας είχαν καταστραφεί λόγω της έλλειψης συντήρησης και εξαιτίας των ασταμάτητων βανδαλισμών και των συγκρούσεων ανάμεσα στις διάφορες φυλετικές ομάδες που γέμιζαν την πόλη, οπότε πεζοί και ποδηλάτες συνεννοούνταν μεταξύ τους όσον αφορά το ποιός είχε προτεραιότητα με χειρονομίες και βρισιές που διατυπώνονταν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. 

Καθώς ανηφόριζα προς το Σύνταγμα ελισσόμενος επιδέξια ανάμεσα από  αναρίθμητους άστεγους πόρνες και νταβαντζήδες, πρόσεξα ότι στους παράπλευρους δρόμους είχαν σταθμεύσει κάποια περιπολικά της αστυνομίας. Επρόκειτο για τεθωρακισμένα οχήματα που ως επι το πλείστον ήταν εξοπλισμένα με μη-θανατηφόρα όπλα ελέγχου του πλήθους. Οι βαριεστημένοι οδηγοί τους μασούσαν τσίχλες με διάλυμα συνθετικής κόκας και περίμεναν να ξεσπάσει η επόμενη εξέγερση, κυρίως γύρω απ' τα κέντρα διανομής σισσιτίων που στεγαζόταν σε εγκαταλειμένα δημόσια κτίρια και λεηλατημένες τράπεζες.   

Το απαλό ψιλοβρόχι που έπεφτε απ' το πρωί και κάλυπτε τα πάντα με μιαν ασημένια μεμβράνη υγρασίας, έκανε ακόμα πιο ανάγλυφη την αίσθηση του χάους και της αταξίας που απλωνόταν παντού.  

Κρυμμένος κάτω απ' την κουκούλα ενός ξεθωριασμένου αδιάβροχου που φόραγα για να μην ξεχωρίζω μέσα στο πλήθος και γίνω στόχος ληστών, έφτασα τελικά στην πλατεία Συντάγματος. Μπροστά μου ορθώθηκε το απανθρακωμένο κτίριο του Υπουργείου Οικονομικών. Έμοιαζε με μαυρισμένο και καψαλισμένο υπερωκιάνειο, με το ξεβρασμένο κουφάρι ενός Τιτανικού του 21ου αιώνα που είχε συμπαρασύρει μαζί του μιαν ολόκληρη χώρα. Το κτίριο της Βουλής, απέναντί του, βρισκόταν επίσης σε πολύ άσχημη κατάσταση καθώς ύστερα απ' τις λεηλασίες του 2012 η πρόσοψή του εξακολουθούσε να φέρει τις ουλές απ' τις βόμβες μολότωφ που είχε εκτοξεύσει εναντίον του ένα εξαγριωμένο πλήθος πεινασμένων ανθρώπων. Εκείνες οι εικόνες είχαν κάνει το γύρω του κόσμου. Τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης είχαν αναμεταδόσει πανοραμικά βίντεο απ' τις τεράστιες φωτιές που είχαν απανθρακώσει τα δέντρα της πλατείας καθώς και απ' την επίθεση των στρατιωτικών ελικοπτέρων που είχε ακολουθήσει. Είχαν γεμίσει ξαφνικά τον ουρανό σαν θυμωμένες σφήκες και είχαν αρχίσει να πυροβολούν το πλήθος ψυχρά και μεθοδικά. Οι 1.500 νεκροί εκείνης της νύχτας δεν ξεχάστηκαν ποτέ και μπροστά απ' τα σκαλοπάτια του κτιρίου, στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, εξακολουθούσαν να καίνε μέρα-νύχτα εκατοντάδες κεριά στη μνήμη τους.

Η ίδια η πλατεία είχε μετατραπεί σε υπαίθριο και φυλασσόμενο χώρο περίθαλψης και σίτισης αστέγων, όπου πολύχρωμες σκηνές και αυτοσχέδια καταλύματα από νάυλον και νοβοπάν λειτουργούσαν ως ιατρεία και μαγειρεία.  Ατελείωτες ουρές απελπισμένων, ελλήνων κυρίως αλλά και μεταναστών απ' όλα τα μέρη του κόσμου, που φορούσαν φθαρμένα ρούχα και καπέλα, περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους κρατώντας άδεια πιάτα και ποτήρια από χαρακωμένο πλαστικό και τσαλακωμένο αλουμίνιο.  

Πιο πέρα, στην αρχή της λεωφόρου Αμαλίας, υπήρχε η αφετηρία του τραμ το οποίο δεν θύμιζε σε τίποτα τον παλιό καλό εαυτό του. Χρόνια παραμέλησης λόγω έλλειψης κονδυλίων είχαν μετατρέψει τα βαγόνια του σε βρώμικα κιβώτια. Τα καθίσματα τους είχαν ξηλωθεί και τα τζάμια τους είχαν γίνει εντελώς αδιαφανή εξαιτίας των υβριστικών γραφίττι που τα σκέπαζαν απ' εξω και από μέσα. Έπρεπε να το χρησιμοποιήσω ωστόσο γιατί το διάμέρισμά μου βρισκόταν στη Νεα Σμύρνη, αρκετά μακριά απ' το κέντρο της πόλης και σε λίγο θα έπεφτε το σκοτάδι πράγμα που σήμαινε ότι θα τίθονταν σε εφαρμογή η καθημερινή απαγόρευση της κυκλοφορίας που ίσχυε μέχρι το ξημέρωμα. Όσο για το Μετρό, δεν ήταν να το πλησιάζει κανείς γιατί εδώ και αρκετό καιρό είχε μετατραπεί σε άντρο πορτοφολάδων όπου πρώτα σε μαχαίρωναν και μετά σε ξαλάφρωναν από ότι είχες και δεν είχες. 

Οπότε, πήρα μια βαθιά αναπνοή και ακολούθησα το πλήθος που παστώθηκε μέσα στα βαγόνια σαν σαρδέλες, αλλά σαρδέλες που μύριζαν απλυσιά και εξαθλίωση.

'Όταν βγήκα απ΄το τραμ που η τερματική του στάση ήταν πια στον Νέο Κόσμο, έδειξα την κάρτα μου στον φρουρό που στεκόταν μπροστά απ' το μεταλλικό τείχος που περιέβαλλε τη Νέα Σμύρνη και μετά μπήκα σ' ένα απ' τα ηλεκτροκίνητα μίνι-μπας που διέσχιζαν την λεωφόρο Ελευθερίου Βενιζέλου. Η Νεα Σμύρνη, όπως και άλλα σχετικά εύπορα προάστεια-δήμοι, είχε παραχωρηθεί σε ιδιωτικές εταιρίες σεκιουριτι οι οποίες είχαν εφοδιάσει με ειδικές ταυτότητες τους μόνιμους κατοίκους της και είχαν κατασκευάσει ένα τείχος που τη προστάτευε από τα υπόλοιπα, τα πιο υποβαθμισμένα προάστεια της Αθήνας. Πραγματικά, από εδω απουσίαζαν οι ζητιάνοι-συνταξιούχοι που κυκλοφορούσαν με αυτοσχέδιες πατερίτσες και αναπηρικά καροτσάκια καθώς και οι έγχρωμοι μικροπωλητές με τα τροχήλατα καροτσάκια τους και τις ηλιακές λάμπες LED. Επίσης, στις γωνίες δεν έβλεπε κανείς ούτε άστεγους να προσπαθούν να ζεσταθούν γύρω από φλεγόμενους κάδους σκουπιδιών, ούτε πρεζόνια να τρεκλίζουν και να κατουράνε πάνω σε τοίχους και ξεραμένα παρτέρια. Τα φώτα στους δρόμους λειτουργούσαν. Βέβαια, και εδώ είχαν σημειωθεί κάποιες αλλαγές. Το άλσος του δήμου για παράδειγμα, όπως και όλα τα υπόλοιπα πάρκα, είχε μετατραπεί σ' ένα μεγάλο περιβόλι όπου όσοι δημότες είχαν την οικονομική ευχέρεια να νοικιάσουν ένα κομμάτι γης, καλλιεργούσαν τα λαχανικά τους. 



 

3




Η γκαρσονιέρα μου ήταν σκοτεινή και κρύα σαν μαυσωλείο. Εξαιτίας του παρατεταμένου φετινού χειμώνα, οι ένοικοι της πολυκατοικίας μου είχαν αποφασίσει να μην χρησιμοποιήσουν το πανάκριβο φυσικό αέριο που τους παρείχε ο δήμος και το κάθε διαμέρισμα βολευόταν όπως μπορούσε, με μαγκάλια, σόμπες που έκαιγαν προπάνιο και επαρχαιωμένα κλιματιστικά. Οπότε, θέλοντας και μη, είχα υποχρεωθεί ν΄ακολουθήσω το παράδειγμά τους. Αφού πλύθηκα με ανακυκλωμένο νερό απ' το ειδικό ντεπόζιτο που είχα εγκαταστήσει στο μπαλκόνι, δίπλα απ' τους ηλιακούς συλλέκτες και την ανεμογεννήτρια που μου εξασφάλιζαν, εν μέρει τουλάχιστον, δωρεάν ηλεκτρικο ρεύμα, έφαγα μια μπριζόλα από συνθετική σόγια και πουρέ, ήπια έναν καφέ από αλεσμένα ρεβύθια, απλώθηκα πάνω σε μια ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα που μια φορά και έναν καιρό είχα αγοράσει απ' το ΙΚΕΑ (την εποχή που λειτουργούσαν ακόμα τέτοια καταστήματα στην Ελλάδα) και έβαλα το USB του Χάινριχ στο παλιό μου λαπ-τοπ. Και τότε είδα το βίντεο που μου είχε αναφέρει και το σαγόνι μου κρεμάστηκε σαν ξεβιδωμένο. 

Θα προσπαθήσω όμως να πάρω τα πράγματα απ' την αρχή:

Το USB περιείχε μια λίστα από αρχεία. Το πρώτο απ' αυτά προσδιόριζε τα τερματικά που  χρησιμοποιούσε αυτός ή αυτοί που αλλοίωναν τους φακέλους του προσωπικού και μετά ακολουθούσε μια λίστα με τα ονόματα και τα βιογραφικά όλων εκείνων που είχαν πρόσβαση σε αυτά. Όπως ανακάλυψα, επρόκειτο για προσωρινούς υπαλλήλους που είχαμε νοικιάσει από ένα πρακτορείο προσφοράς προσωπικού, ως ανιδείκευτους εργάτες. Τα ονόματα και οι φωτογραφίες τους παρήλασαν στην οθόνη μου σε μορφή υψηλής ανάλυσης καθώς και τα βιογραφικά τους. Επρόκειτο για νέους ανθρώπους με ηλικίες που κυμαινόταν από τα 20 μέχρι τα 35 χρόνια. Τα παιδιά της Κρίσης, έτσι τους έλεγαν τα μίντια. Οι περισσότεροι είχαν κάνει μεταπτυχιακές σπουδές και γνώριζαν δύο με τρείς ξένες γλώσσες. Ήταν συνολικά 25 άντρες και 25 γυναίκες. Σύνολο 50 δηλαδή. Τα πρόσωπά που με κοιτούσαν μέσα απ' την οθόνη του υπολογιστή ήταν αγέλαστα. Είχαν  μαύρες σκιές κούρασης κάτω από τα μάτια και ρυτίδες ανησυχίας στο μέτωπο. 

Στη συνέχεια όμως, ανακάλυψα και ένα άλλο αρχείο, ένα βιντεοσκοπημένο απόσπασμα από μια κάμερα ασφαλείας.   

Ολόκληρο το κτίριο της Κεντρικής Διεύθυνσης, ακόμα και οι τουαλέτες, παρακολουθούνταν από τέτοιου είδους κάμερες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πάντως, το βίντεο περιείχε μια εγγραφή απ' το γραφείο απ' όπου έμπαιναν στο σύστημα τα αλλοιωμένα δεδομένα. Κάλυπτε την χρονική περίοδο από τις 12 τα μεσάνυχτα μέχρι τις 3 το πρωί. 

Στην πάνω δεξιά γωνία της οθόνης εμφανίστηκε ένας ψηφιακός χρονομέτρης που άρχισε να κινείται με υπερβάλλουσα ταχύτητα από τις 12 μέχρι τις 1.15 το πρωί. Μέχρι εκείνη τη στιγμή όλα φαίνονταν φυσιολογικά. Τα γραφεία με τους υπολογιστές και τα άδεια καθίσματα που σχημάτιζαν μπροστά τους σειρές ήταν άδεια και ακίνητα, φωτισμένα με το υπέρυθρο φως της κάμερας, φασματικά πράσινα μέσα σ' ένα μαύρο φόντο. Ξαφνικά όμως κάτι άλλαξε. Τη στιγμή που ο χρονομέτρης έδειξε 1.15 ακριβώς, ένα απ' τα καθίσματα άρχισε να κινείται από μόνο του μπρος-πίσω και να περιστρέφεται. Το ίδιο και το διπλανό του και προτού μεσολαβήσουν περισσότερα από τρία επιπλέον δευτερόλεπτα, όλα τα καθίσματα άρχισαν να περιστρέφονται με ταχύτητα λες και αποτελούσαν την ατραξιόν κάποιου λούνα πάρκ. Και μετά οι υπολογιστές άναψαν, ένας-ένας. Οι οθόνες τους φωτίστηκαν και τα πληκτρολόγιά τους ζωντάνεψαν. Αόρατα δάχτυλα άρχισαν να πατάνε τα πλήκτρα με υπερφυσική ταχύτητα και οι αναμμένες οθόνες γέμισαν με γράμματα. Ένα παράξενο ρίγος διέτρεξε την σπονδυλική μου στήλη. Το θέαμα ήταν απίστευτο. Θα'λεγε κανείς πως κάποιος αόρατος στρατός υπαλλήλων είχε μπει στην αίθουσα και έκανε του κεφαλιού του....αλλά πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Συνέχισα να παρακολουθώ το μαγνητοσκοπημένο φαινόμενο μέχρι τη στιγμή που ο χρονομέτρης σχημάτισε τον αριθμό 2.15΄. Τότε η αλλόκοτη εκείνη δραστηριότητα τελείωσε. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου και πήρα μια βαθιά αναπνοή. 

Το επόμενο αρχείο του memory stick περιείχε τα δεδομένα που είχαν περάσει στο σύστημα εκείνη τη χρονική περίοδο. Ήταν πειθαρχικές ποινές υπαλλήλων με εξωφρενικές αιτιολογιές εντελώς παιδιάστικού περιεχομένου, κατηγορίες για γελοία σαμποτάζ εις βάρος  προισταμένων, για φαγουρόσκονη και έπεσε πάνω σε πελάτες ή για χαπάκια διάρροιας που κάποιος είχε βάλει στην καφετιέρα του προσωπικού. 

Απέμεινα να κοιτάζω την οθόνη κατάπληκτος: Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Το κτίριο της κεντρικής υπηρεσίας των πρώην Ελληνικών Ταχυδρομείων ήταν στοιχειωμένο! Και μάλιστα από ένα πολύ σκανταλιάρικο φάντασμα! 





4




-”Λοιπόν;” Ποιές είναι οι προτάσεις σου;”

Κοίταξα τον Χάινριχ με μάτια που έτσουζαν από τη νύστα. Είχα περάσει το υπόλοιπο της χθεσινοβραδυνής νύχτας ψάχνωντας στο Ίντερνετ και τώρα πλήρωνα το δυσάρεστο τίμημα. Πήρα λοιπόν μια βαθιά αναπνοή και του είπα:

-”Είναι ολοφάνερο ότι αντιμετωπίζουμε μια κλασσική περίπτωση στοιχειώματος.”

Το αφεντικό μου έσμιξε τα φρύδια του και μου έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα:

-”Πως το είπες αυτο;”

-”Αντιμετωπίζουμε ένα στοίχειωμα. Η αλλιώς ένα poltergeist.”

-”Poltergeist σημαίνει θορυβώδες πνεύμα,” σχολίασε ο Χάινριχ με δηκτικό ύφος. 

-”Αυτό ακριβώς συμβαίνει,” τον διαβεβαίωσα. “Είναι ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Μαρτίνο Λούθηρο την εποχή της θρησκευτικής μεταρρυθμισης στη Γερμανία, όταν, στα πλαίσια των καθηκόντων του ως ιερέας, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τα συγκεκριμένα αυτά φαινόμενα στα σπίτια κάποιων ενοριτών του. Μάλιστα, δυσκολεύτηκε πολύ να τα βγάλει πέρα μαζί τους...”

-”Και που οφείλονται αυτές οι.....πως να τις πούμε άραγε...διαταραχές; Θέλεις να μου πεις ότι υπάρχει κάποιο ανήσυχο πνεύμα μέσα στο κτίριο που ανακατεύεται με τους υπολογιστές μας;”

-”Κοιτάξτε,” άρχισα να του λέω, “έψαξα τον όρο στο ίντερνετ και ανακάλυψα το εξής: Αν και φαινομενικά, τέτοιου είδους εκδηλώσεις, που παρεπιπτόντως έχουν παρατηρηθεί σε ολόκληρο τον κόσμο ανα τους αιώνες, μοιάζουν να οφείλονται στη δράση κάποιων αόρατων οντοτήτων, στην πραγματικότητα, προκύπτουν πάντα όταν στο συγκρεκριμένο χώρο ζει ή εργάζεται κάποιο άτομο, εφηβικής ή μεταεφηβικής ηλικίας, το οποίο βιώνει μια περίοδο πολύ μεγάλης ψυχικής έντασης. Είναι ένα είδος υποσυνείδητου μηχανισμού εκτόνωσης της ψυχοσωματικής πίεσης που υφίσταται, διαμέσου της εκδήλωσής της στο φυσικό περιβάλλον. Ο ακριβής μηχανισμός του φαινομένου παραμένει εντελώς άγνωστος φυσικά αλλά τα αίτια του έχουν πλέον διευκρινιστεί. Όλοι οι παραψυχολόγοι συμφωνούν σε αυτό το σημείο!”

-”Εννοείς ότι κάποιος υπάλληλός μας προκαλεί αυτό το χάος;” Στις οθόνες-μεμβράνες που κάλυπταν τους τοίχους της αίθουσας ξετυλιγόταν ξανά και ξανά το βίντεο με τα καθίσματα και τα πληκτρολόγια που ζωντάνευαν από μόνα τους κάτω απ' τον απόκοσμο φωτισμό των υπεριωδών ακτινοβολιών της κάμερας ασφαλείας.

-”Αυτό ακριβώς εννοώ,” τον διαβεβαίωσα. “Ο υπαίτιος είναι κάποιος απ' τους προσωρινούς υπαλλήλους μας.”

-”Και πως θα εντοπίσουμε τον ταραξία; Τι προτείνεις; Να τους απολύσουμε όλους;”

-”Κοιτάξτε,” του είπα, ΄”οποιοσδήποτε το προκαλεί αυτό, λειτουργεί υποσυνείδητα, δηλαδή χωρίς τη θέλησή του. Νομίζω ότι πρέπει να τον εντοπίσουμε καταρχήν και μετά μπορείτε ν' αποφασίσετε τι θα κάνετε μαζί του.”

Μια παράξενη σπίθα άστραψε στα παγερά μάτια του Χάινριχ. Έγειρε προς το μέρος μου σαν παγετώνας που αρχίζει να κινείται, και μου είπε:

-”Ακούω προτάσεις λοιπόν. Πως θα εντοπίσουμε τον υπεύθυνο;”

-”Λοιπόν, χθες βράδυ, μπήκα στις ιστοσελίδες κάποιων πανεπιστημίων του εξωτερικού που έχουν έδρες παραψυχολογίας και μελέτησα τα άρθρα ορισμένων μελετητών που ειδικεύονται στο συγκεκριμένο ζήτημα. Υπάρχουν ορισμένα ψυχολογικά τέστ που βασίζονται σε ερωτηματολόγια, τα οποία μπορούν ν' αποκαλύψουν με πολύ μεγάλη ακρίβεια ποιός από τους υπαλλήλους μας πάσχει από υπερβολικό άγχος ή ψυχική ένταση. Προτείνω λοιπόν να τους υποβάλλουμε όλους στα συγκεκριμένα τεστ, να περάσουμε τ' αποτελέσματα από ένα διαγνωστικό πρόγραμμα και αφού καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα, να δούμε τι θα κάνουμε!”

-”Είμαστε σύμφωνοι,” μου απάντησε ο Χάινριχ με αποφασιστικό ύφος, “προχώρα!”.





5





Τα τεστ αποδείχτηκαν πολύ αποτελεσματικά. Ελέγξαμε και τους πενήντα ύποπτους υπαλλήλους χωρίς φυσικά να τους πούμε την αλήθεια. Τους ενημερώσαμε απλά ότι αν πέρναγαν με επιτυχία τις συγκεκριμένες εξετάσεις, θα τους δινόταν η ευκαιρία να προσληφθούν ως μόνιμοι υπάλληλοι της εταιρείας, με τον βασικό μισθό και την ασφαλιστική κάλυψη που συνεπάγονταν αυτή η επαγγελματική εξέλιξη. Μόνο που δεν πήδηξαν από τη χαρά τους μόλις άκουσαν αυτά τα νέα. Υπέγραψαν τα σχετικά συμφωνητικά απαλλαγής της εταιρείας από οποιαδήποτε αστική ή ποινική ευθύνη συνεπάγονταν η διεξαγωγή των συγκεκριμένων εξετάσεων και στη συνέχεια έκατσαν στα θρανία τους σαν υπάκουοι μαθητές, ανυπομονώντας ν' απαντήσουν στα μακροσκελή ερωτηματολόγια που καταθέσαμε μπροστά τους.  

Τώρα, έξι ώρες μετά, έτρεχα στο διαγνωστικό πρόγραμμα τις απαντήσεις τους, και τα αποτελέσματα που έβγαιναν ήταν σχεδόν πανομοιότυπα: Ολοι έπασχαν από χρόνιο άγχος και ελαφριά κατάθλιψη, αλλά και ποιός κάτοικος αυτής της χώρας, και μάλιστα νέος σε ηλικία, δεν παρουσίαζε αυτά τα συμπτώματα την τελευταία δεκαετία; Επίσης, ήταν όλοι πολύ στρεσαρισμένοι σχετικά με το τεστ γιατί καταλάβαιναν ότι αποτελούσε το εισιτήριο τους για κάποιας μορφής επαγγελματικής αποκατάστασης καθώς και για την έξοδό τους από μια ζωή απελπισίας και μιζέριας. Και τέλος, όλοι έπασχαν από το σύνδρομο του μετανάστη, δηλαδή από ένα σύμπλεγμα συναισθημάτων ανασφάλειας, αβεβαιότητας, αμφισβήτησης όλων των θεσμών και διάχυτης απαισιοδοξίας. Η γκάμα των ψυχικών τους εντάσεων ποίκιλε από το 1 μέχρι το 10 αλλά οι περισσότεροι προσέγγιζαν το νούμερο έξι ή οκτώ. 

Εκείνη τη στιγμή, καθώς οι βαθμολογίες τους περνούσαν στην οθόνη του υπολογιστή μου, εντόπισα κάτι περίεργο: Μόνο σε μια περίπτωση, η βαθμολογία του τέστ άγγιζε σχεδόν το εκατό τις εκατό, οι απαντήσεις δηλαδή που είχε δώσει ο υποψήφιος, η μάλλον η υποψήφια, φανέρωναν μια προσωπικότητα που βρισκόταν σε μια κατάσταση ακραίας ψυχικής έντασης. Συσχέτισα τα αποτελέσματα με το υπαλληλικό προφίλ του συγκεκριμένου ατόμου και μπροστά μου αναδύθηκε το πρόσωπο μιας νεαρής κοπέλας, πλαισιωμένο από τα προσωπικά της στοιχεία. Ονομαζόταν Ναταλία Δημητρίου και ήταν εικοσι-τριών ετών. Μόνιμος κάτοικος Αθηνών και τελειόφοιτη κάποιας ιδιωτικής σχολής πληροφορικής, γνώστρια τριών γλωσσών, με μεταπτυχιακό στη διαχείριση και επεξεργασία ηλεκτρονικών δεδομένων. Μηνιαίος μισθός: πεντακόσια πενήντα ευρώ το μήνα. 

Όταν διάβασα όλα εκείνα τα παραπάνω, ένιωσα ότι είχε έρθει η στιγμή να δω την νεαρή Ναταλία από πιο κοντά.


Η πρώτη εντύπωση που σχημάτισα για το πρόσωπό της, ήταν εντελώς αντίθετη από αυτό που περίμενα να δω. Βασικά, επρόκειτο για ένα εξαιρετικά μετρημένο και μαζεμένο άτομο. Το δεύτερο μάλιστα επίθετο την χαρακτήριζε απόλυτα. Μαζεμένη. Σε βαθμό υπερβολικό. Μπήκε στο γραφείο ντροπαλά και κάθισε απέναντί μου με τα γόνατα ενωμένα κάτω απο μια φτηνή τσάντα από ψεύτικο δέρμα, με τα χέρια σταυρωμένα, την πλάτη στητή και το πρόσωπό της εντελώς ατάραχο. Κατέγραψα τα χαρακτηριστικά της με προσοχή και έβαλα σε λειτουργία την μικροκάμερα που είχα κρύψει στο πέτρινο press-papier που στόλιζε το γραφείο μου. Σκέφτηκα ότι η φωτογραφία που είχε καταχωρηθεί στην βάση δεδομένων της εταιρίας την αδικούσε. Το πρόσωπό της είχε μια δωρική ομορφιά, τα χαρακτηριστικά της ήταν καθαρά και αρμονικά και τα μάτια της, σκούρα καφέ, σχεδόν κατάμαυρα, με κοίταξαν με μια ευγενική προσδοκία. Τα μαλλιά της, σκούρα και αυτά και χτενισμένα αυστηρά προς τα πίσω, αποκάλυπταν ένα φαρδύ και φωτεινό μέτωπο.

Οι απαντήσεις που έδωσε στις κοινότυπες ερωτήσεις που της έκανα ενίσχυσαν την αρχική εντύπωση που είχα σχηματίσει για το άτομό της. Ήταν σαφείς και λακωνικές, διατυπωμένες με κάποιου είδους αποστασιοποιημένης ευγένειας. Ακόμα και όταν προχώρησα σε περισσότερο προσωπικές ερωτήσεις όπως για παράδειγμα, το πότε σχεδίαζε να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια, κατάφερε να μου απαντήσει ευγενικά μεν, αλλά χωρίς να μου δώσει να καταλάβω τίποτα το συγκεκριμένο όσον αφορά τις προθέσεις της. 

Η συνέντευξή κράτησε μισή ώρα περίπου και όταν ολοκληρώθηκε, με μια ευγενική καληνύχτα εκ μέρους της, έμεινα με την παράξενη εντύπωση ότι είχα κατα κάποιο τρόπο ηττηθεί. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι η προσπάθειά μου είχε πάει εντελώς χαμένη. Η μικροκάμερα που είχα κρύψει στο γραφείο, ήταν συνδεδεμένη με ένα πρόγραμμα ανιχνευτή ψεύδους που ανέλυε τις διακυμάνσεις της φωνής του εξεταζόμενου υποκειμένου καθώς και τις εκφράσεις του προσώπου του. Αν υπήρχε κάτι παράξενο στις απαντήσεις που μου είχε δώσει, το πρόγραμμα θα το εντόπιζε αμέσως. 

Όταν λοιπόν έκλεισε την πόρτα του γραφείου πίσω της, έτρεξα το πρόγραμμα ανυπομονώντας να δω τα αποτελέσματα: . 

Μόνο και μόνο για ν' ανακαλύψω ότι η κάμερα δεν είχε καταγράψει απολύτως τίποτα. Μόνο τις ερωτήσεις μου που θα'λεγε κανείς ότι απευθυνόταν στο κενό.




6




Σίγουρα θα ρωτήσετε γιατί έκανα κάτι το τόσο παρακινδυνευμένο όπως αυτό που σκοπεύω να σας διηγηθώ αμέσως τώρα. Θα σας το εξηγήσω όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Τώρα, απλά θα ολοκληρώσω την αφήγησή μου.

Φόρεσα στα γρήγορά το αδιάβροχο παλτό μου και βγήκα απ' το γραφείο. Ο διάδρομος που ξεκινούσε πίσω απ' την πόρτα ήταν άδειος, με αναμμένα φώτα που έπεφταν πάνω στο γυαλιστερό δάπεδο και τους λευκούς τοίχους που τον πλαισίωναν. Η Ναταλία είχε γίνει άφαντη. Προφανώς είχε ήδη βγει από το κτίριο και κατευθυνόταν προς το σπίτι της. Έμενε σ΄έναν από τους δρόμους που πλαισίωναν την πλατεία Μεταξουργείου, σε μια από τις πιο επικίνδυνες και κακόφημες περιοχές της Αθήνας. Αυτό από μόνο του αποτελούσε ένα άξιοπρόσεχτο επίτευγμα, το ότι ήταν ακόμα ζωντανή δηλαδή, αλλά όπως επρόκειτο να διαπιστώσω λιαν συντόμως, δεν ήταν το μοναδικό ασυνήθιστο χαρακτηριστικό της.

Αποφάσισα να την παρακολουθήσω. Αυτό ήταν σχετικά εύκολο για μένα γιατί σε όλους τους υπαλλήλους των πρώην Ελληνικών Ταχυδρομείων-μόνιμους και προσωρινούς-η διοίκηση είχε εμφυτεύσει ένα μικροτσίπ στην παλάμη του δεξιού χεριού τους που χρησίμευε ως αναγνωριστικό δεδομένο προκειμένου να μπορούν να μπαινοβγαίνουν στο κτίριο όποτε το επιθυμούσαν. Αυτό που δεν τους είχαμε πει ήταν ότι η συγκεκριμένη εφαρμογή μας επέτρεπε να τους παρακολουθούμε και εκτός κτιρίου. Πήρα μαζί μου έναν φορητό ανιχνευτή, πληκτρολόγησα τον προσωπικό της κωδικό και μια φωτεινή κουκκίδα εμφανίστηκε στην μικρή οθόνη του από υγρούς κρυστάλλους. Σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα που εμφανίστηκε μπροστά μου, η Ναταλία διέσχιζε ήδη την οδό Αγίου Κωνσταντίνου και βρισκόταν στο ύψος του Εθνικού Θεάτρου... 

Όταν βγήκα απ' το κτίριο της Κεντρικής Διεύθυνσης φρόντισα να κρύψω το πρόσωπό μου πίσω από ένα κασκόλ. Με λίγη τύχη θα περνούσα για μετανάστης οπότε οι συμμορίες που περιπολούσαν την Ομόνοια δεν θα με παρενοχλούσαν.

Είχε ήδη σκοτεινιάσει, αλλά τουλάχιστον δεν έβρεχε πια. Η πόλη παρέμενε μουσκεμένη, καλυμμένη με μια γυαλιστερή μεμβράνη υγρασίας και στολισμένη με λιμνούλες στάσιμων νερών. Μια αραιή αιθάλη αιωρούμενων σταγονιδίων βροχής αιωρούταν μέσα στην ακίνητη ατμόσφαιρα.
Κατέβηκα την οδό Αιόλου και μπήκα στο χώρο της Ομόνοιας που αντίθετα από ότι θα περίμενε ίσως κανείς, ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο και κίνηση. Πάνω σε ολόκληρη την έκτασή της υπήρχαν εκατοντάδες κυλιόμενα τραπέζια και πάγκοι που φωτιζόταν με φορητές λάμπες ηλιακής ενέργειας και φώτα ασετυλίνης. Εδώ και εκεί είχαν στηθεί αυτοσχέδιες τέντες από καραβόπανο και νάυλον σακούλες. Γύρω τους περιφερόταν ένα πυκνό πλήθος ανθρώπων που είτε προσπαθούσε να αγοράσει ή να πουλήσει διάφορα πράγματα, είτε έπαιζε τυχερά παιχνίδια, είτε άκουγε χιπ-χοπ και ελέκτρο-ραπ μουσική από μεγάλα ηχεία και τηλεοράσεις που μετέδιδαν δορυφορικά προγράμματα από όλα τα μέρη του κόσμου. Για κάποιον που δεν ήξερε, έμοιαζε με ανέμελο πολυεθνικό πανηγύρι ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια ανθρωπο-δημιουργητη ζούγκλα, για έναν επικίνδυνο μικρόκοσμο που ξυπνούσε κάθε βράδυ και στον οποίο όλα αγοράζονταν και όλα πουλιούνταν. Η ομαλή του λειτουργία ρυθμιζόταν από αμείλικτους κανόνες που βασίζονταν στην ευαίσθητη ισορροπία δυνάμεων μεταξύ αντίπαλων συμμοριών. Στα παράθυρα και τα μπαλκόνια των γύρω κτιρίων έκαιγαν λάμπες πετρελαίου και πολύχρωμα φαναράκια ενώ πίσω τους, ελεύθεροι σκοπευτές επιθεωρούσαν τον ασταμάτητο ορυμαγδό που  βούιζε στα πόδια τους σαν πολυάσχολο μελίσσι.

Έσκυψα το κεφάλι μου και άρχισα να περπατάω δίπλα από αναδιπλούμενους πάγκους και τραπέζια όπου πουλιόνταν παράνομα dvd, πορνοταινίες και mp3 αντίγραφα μουσικών άλμπουμ. Μεγάλη πέραση έμοιαζαν να έχουν οι ινδικές και οι πακιστανικές ταινίες με αισθηματικό και περιπετειώδες περιεχόμενο. Πιο πέρα είδα έναν πλανόδιο κουρέα που περιποιούταν τις κώμες των πελατών του κάτω απ' τη χάρτινη ομπρέλα μιας γκέισας που στηριζόταν στο μεταλλικό τρίποδο κάποιου χαμένου πλέον μικρόφωνου ενώ λίγο πιο κάτω έβλεπε κανείς εξωτικούς μεζέδες να ξεροψήνονται πάνω από μικρά καμινέτα και ηλεκτρικά μάτια κουζίνας, ψητές ακρίδες, τηγανητά φίδια, βατράχια, σκορπιούς και φρεσκοσφαγμένους αρουραίους. 

Περπατώντας προσεκτικά και με σκυμμένο πάντα το κεφάλι, άρχισα να σέρνω τα βήματά μου για να φαίνομαι ακόμα πιο πειστικός. Μόνο οι χορτάτοι περπατούσαν με την πλάτη στητή και το κεφάλι ψηλά και αυτοί, που έτσι κι αλλιώς δεν ήταν πλέον και πάρα πολλοί, δεν σύχναζαν σ' αυτή την περιοχή.

Κάποια στιγμή έφτασα στην αρχή της οδού Αγίου Κωνσταντίνου όπου η παλιά είσοδος του μετρό είχε μετατραπεί σε κάτι σαν προθάλαμο που έβγαζε σ' ένα τεχνητό σπήλαιο. Εκεί πέρα έβρισκαν καταφύγιο διάφοροι άστεγοι που κοιμόνταν καταγής, ανάμεσα σε βρώμικες κουρελούδες ξεσκισμένους υπνόσακους και ξεχαρβαλωμένους καναπέδες. Μια σχεδόν ορατή μπόχα δραπέτευε από εκεί μέσα και μόλυνε ακόμα περισσότερο την βαριά ατμόσφαιρα της πλατείας.

Άρχισα να κατεβαίνω την οδό Αγίου Κωνσταντίνου επιφυλακτικά. Οι δρόμοι που ξεκινούσαν στα δεξιά και στα αριστερά μου ήταν σκοτεινοί και ήσυχοι, διαποτισμένοι από τη βρώμα δεκαετιών. Μια απτή σχεδόν αίσθηση κινδύνου πλανιόταν ανάμεσα στις προσόψεις των σιωπηλών κττιρίων που με περικύκλωναν.  

Ο ασταμάτητος ορυμαγδός της Ομόνοιας έσβησε πίσω μου και έδωσε τη θέση της σε μια παράξενη σιωπή που διακόπτονταν πότε-πότε από κάποιες βαριές στάλες βροχής που έσταζαν μέσα από τσαλακωμένες υδρορροές. Τα γύρω κτίρια ήταν εντελώς εγκαταλειμένα και σκοτεινά και ανάμεσά τους, στη λεπτή λωρίδα του νυχτερινού ουρανού που απλωνόταν ψηλά πάνω απ' το κεφάλι μου, ξεχώριζαν κάποια μακρινά και αδιάφορα αστέρια. Τα γκρίζα σύννεφα που σκέπαζαν τον ουρανό από το πρωί, είχαν επιτέλους διαλυθεί.

Η άσχετη εκείνη σκέψη, καθώς και το γεγονός ότι είχα τεντώσει το λαιμό μου και κοίταζα σαν ηλίθιος τον ουρανό, μ' εμπόδισε απ' το ν' αντιληφθώ εγκαίρως τον άγνωστο κλέφτη που με πλησίασε περπατώντας αθόρυβα σαν γάτα, με κοπάνησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού με οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό που κρατούσε στα χέρια του-σίγουρα πάντως κάτι βαρύ και σκληρό- και με έκανε να σωριαστώ αναίσθητος πάνω στο βρώμικο και παγωμένο πεζοδρόμιο. 


7






Με ξύπνησε ένα σταθερό φως που έπεφτε πάνω στο πρόσωπό μου με μια σχεδόν επώδυνη επιμονή. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου και αναγνώρισα τη φωτεινή δέσμη κάποιου ηλεκτρικού φακού. Το κεφάλι μου πονούσε ανυπόφορα και προτού καν κάνω κάποια κίνηση, είχα καταλάβει ότι το κινητό μου τηλέφωνο, το ρολόι που φορούσα, ο φορητός ανιχνευτης και φυσικά το πορτοφόλι μου είχαν κάνει φτερά. 

Αυτό όμως για το οποίο δεν είχα την παραμικρή ιδέα, ήταν το που στην ευχή βρισκόμουν.

Η δέσμη του φακού απομακρύνθηκε από πάνω μου και μια πετσέτα που είχε μουλιάσει μέσα σε κρύο νερό, κάλυψε το μέτωπό μου. Ήταν μια απίστευτα ανακουφιστική αίσθηση. Κατάλαβα ότι όποιοι κι αν ήταν αυτοί που με φώτιζαν με το φακό, δεν σκόπευαν να με σκοτώσουν.

Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για δεύτερη φορά και όταν κατάφερα να τα εστιάσω κανονικά, βρέθηκα αντιμέτωπος με μια πολύ παράξενη εικόνα: Αντίκρισα τα γυμνά κλαδιά ενός μεγάλου δέντρου. Ανάμεσα τους κρέμονταν μια πληθώρα από λευκά φαναράκια που σχημάτιζαν έναν μικρό γαλαξία πάνω απ' το κεφάλι μου. 

Ανακάλυψα ότι βρισκόμουν ξαπλωμένος πάνω σε κάτι που έμοιαζε με κρεβάτι ενώ γύρω μου είχε μαζευτεί ένα μικρό πλήθος ανθρώπων που με παρατηρούσαν σιωπηλοί και ακίνητοι σαν αγάλματα.

-”Συνέρχεται νομίζω,” δήλωσε μια ανδρική και ασυνήθιστα ευγενική φωνή.

-”Αυτό είναι πολύ ευχάριστο,” δήλωσε κάποιος άλλος, “Φωνάξτε σας παρακαλώ την Ναταλία!”

-”Έρχεται σε λίγο.”

Η τρίτη φωνή ανήκε σε μια μάλλον ηλικιωμένη γυναίκα. Είχε ωστόσο μιλήσει με τον ίδιο τόνο της ευγένειας που χαρακτήριζε τις άλλες δύο. Σκέφτηκα ότι είχα πολλά χρόνια να ακούσω τέτοια όμορφα ελληνικά. Οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν μιλούσαν τη συγκεκριμένη γλώσσα, ήταν σαν να γρύλιζαν.  

Προσπάθησα να ανασηκωθώ αλλά μια ντουζίνα χεριών απλώθηκαν προς το μέρος μου και με ξάπλωσαν και πάλι πίσω στο κρεβάτι. Έκαναν πολύ καλά εδω που τα λέμε γιατί μόλις σήκωσα το κεφάλι μου, με κυρίεψε ένα φοβερό κύμα ναυτίας. Προφανώς είχα πάθει διάσειση. Έμεινα ακίνητος λοιπόν και περίμενα τη συνέχεια.

Άκουσα μια σειρά από ελαφριά βήματα ν' απομακρύνονται βιαστικά, αντηχώντας πάνω σε κάποιο πλακόστρωτο δάπεδο. Μια απαλή μυρωδιά αρωματικού καπνού άγγιξε τα ρουθούνια μου καθώς και το χάδι μιας πολύ απαλής αύρας.

Η κατάσταση γινόταν όλο και πιο περίεργη.

Έγλειψα τα χείλη μου που είχαν ξεραθεί, και κατάφερα να ψελλίσω:

-”Που βρίσκομαι;”

-”Βρίσκεσαι σ΄'ενα καταφύγιο και είσαι ασφαλής για την ώρα.”

-”Και πολύ τυχερός, αν μου επιτρέπεις να παρατηρήσω.”

Έστρεψα το κεφάλι μου προς την κατεύθυνση των ανθρώπων που μου είχαν δώσει εκείνες τις απαντήσεις και αντίκρισα δύο μεσήλικους άντρες που με κοιτούσαν σκυθρωπά κάτω απ' τα λευκά φώτα του δέντρου. Είχαν κοντές γενειάδες, τα μαλλιά τους είχαν το χρώμα του χιονιού και φορούσαν χοντρά μπουφάν από φτηνό πολυεστέρα. 

-”Γιατί λέτε ότι είμαι πολύ τυχερός;”

-”Γιατί αυτοί που σε έκλεψαν δεν σου έκοψαν ούτε τα αυτιά, ούτε και τα δάχτυλα για να τα πάρουν μαζί τους ως σουβενίρ” μου απάντησε ένας από τους δύο γενειοφόρους,“Επίσης, γιατί καταφέραμε να σε εντοπίσουμε εγκαίρως, προτού σε πετύχει κάποιος άλλος και σε στραγγαλίσει για να σου πάρει τα ρούχα που φοράς. Αν μου επιτρέπεις κιόλας, θα σε συμβούλευα, την επόμενη φορά που θα θελήσεις να μπεις σε κάποια περιοχή σαν τη δική μας, να προσπαθήσεις τουλάχιστον να είσαι πιο κατάλληλα ντυμένος!” 

-”Δηλαδη;” τον ρώτησα σμίγοντας τα φρύδια μου με απογοήτευση-ένας μορφασμός που έκανε τον πονοκέφαλό μου να χειροτερεύσει ακόμα περισσότερο-“το ξεβαμμένο διάβροχο που φοράω δεν  ήταν αρκετό;”

Εκείνος γέλασε απαλά: “Ξέχασες να το συνδυάσεις με κάποιο ζευγάρι φθαρμένων παπουτσιών!”

Κοίταξα τα παπούτσια μου. Είχε δίκιο. Ήταν σε πολύ καλή κατάσταση για να δικαιολογούν την παρουσία μου στην υποβαθμισμένη εκείνη γειτονιά.

Καθώς είχα αρχίσει να νιώθω κάπως καλύτερα, λιγότερο ζαλισμένος, έριξα μια πιο προσεκτική ματιά στο γύρω περιβάλλον, προσπαθώντας όμως να μην κουνιέμαι και πολύ:

Ανακάλυψα ότι βρισκόμουν μέσα σε κάποια εσωτερική αυλή που περιβαλλόταν από πολυόροφους τοίχους με σειρές από παράθυρα και μικρά μπαλκόνια. Στη κέντρο της φύτρωνε εκείνο το δέντρο με τα κλαδιά που απλωνόταν πάνω από το κεφάλι μου, γυμνά τώρα εξαιτίας του χειμώνα αλλά στολισμένα με τ' αναρίθμητα λευκά λαμπάκια. Γύρω μου, καθισμένοι πάνω σε πολύχρωμα μαξιλάρια, κουβέρτες και σκαμνιά με κοιτούσαν δεκάδες άντρες και γυναίκες. Ανάμεσά τους διέκρινα μικρά μαγκάλια που σκόρπιζαν μια γλυκιά ζεστασιά καθώς και διάφανα σύννεφα αρωματικού καπνού. 

-”Τι είναι αυτό το μέρος;”

-”Όπως σου εξήγησα και προηγουμένως, βρίσκεσαι σ΄ένα καταφύγιο. Εμείς προτιμάμε να το αποκαλούμε “το Άβατο της αμυγδαλιάς.”

Κοίταξα το δέντρο με τα γυμνά κλαδιά που σκίαζαν ολόκληρη σχεδόν την αυλή. “Άβατο είπατε;” ψέλισσα μπερδεμένος.

Εκείνη τη στιγμή άκουσα βήματα να πλησιάζουν βιαστικά και αμέσως μετά αντίκρισα την Ναταλία. Αλλά αυτή η Ναταλία δεν έμοιαζε σε τίποτα σχεδόν με την μαζεμένη και ντροπαλή κοπέλα  που είχα ανακρίνει στο γραφείο μου το ίδιο εκείνο απόγευμα. 




8




Έμοιαζε τώρα με αρχαία ιέρεια. Τα μαλλιά της δεν ήταν μαζεμένα προς τα πίσω και σφιγμένα σ' ένα παλιομοδίτικο κότσο αλλά έπεφταν πλούσια και μακριά πάνω στους ώμους της σχηματίζοντας σκοτεινά κύματα που πλαισίωναν σαν σκοτεινά σύννεφα το πρόσωπό της. Το οποίο έλαμπε σχεδόν, κατάλευκο και αστραφτερό. Τα τοξωτά φρύδια και τα μακριά της βλέφαρα έμοιαζαν με πινελιές από σινική μελάνη. Φορούσε ένα μακρύ φόρεμα που θύμιζε ριχτή χλαμύδα και τα μπράτσα, οι καρποι και τα δάχτυλα των χεριών της ήταν στολισμένα με βραχιόλια και δαχτυλίδια που μπορεί να ήταν φτιαγμένα από κομμάτια μεταχειρισμένου πλαστικού και χάλκινα σύρματα αλλά έμοιαζαν λεπτοδουλεμένα και περίτεχνα σαν μυστικά αραβουργήματα. Κρατούσε στα χέρια της ένα μεγάλο δίσκο που περιείχε μια κανάτα νερό και ένα ποτήρι. 

Ήταν πανέμορφη. Μεγαλόπρεπη και δυνατή.

Με πλησίασε και στάθηκε μπροστά μου χωρίς να μιλήσει. Με κοίταξε στοχαστικά και ένιωσα για μια στιγμή σαν ηλίθιος, έτσι που την χάζευα με ανοιχτό το στόμα, ξαπλωμένος ακόμα στο κρεβάτι. Προσπάθησα να ανασκουμπωθώ. Έσπρωξα προς τα πίσω την τούφα των μαλλιών που έπεφτε στο μέτωπό μου και ξερόβηξα νευρικά.

Εκείνη, χωρίς να πάψει να με κοιτάζει με το στοχαστικό εκείνο βλέμμα, με ρώτησε:

-”Γιατί προσπάθησες να με παρακολουθήσεις;”

Ανοιγόκλεισα το στόμα μου κάνοντας μια μάταια προσπάθεια να μιλήσω. Πρόσεξα  ανάμεσα στα λευκά φωτάκια που στόλιζαν τα κλαδιά της αμυγδαλιάς κρέμονταν και κάποια μικρά καμπανάκια που έβγαζαν ένα μελωδικό ήχο. Το απαλό αεράκι που ταξίδευε γύρω απ' την αμυγδαλιά ξεσήκωνε ένα ασημένιο κουδούνισμα, συνεχές και ανεπαίσθητο, που άγγιζε απαλά το ακουστικό μου πεδίο. 

-”Ήθελα να σε προειδοποιήσω,” τραύλισα τελικά.

-”Να με προειδοποιήσεις;” με ρώτησε εκείνη σμίγοντας τα τοξωτά της φρύδια, “για ποιό πράγμα ακριβώς;”

-”Να, ήθελα να σου πω ότι βρίσκεσαι σε κίνδυνο.“

Η Ναταλία έκατσε στα πόδια του κρεβατιού μου.

-”Τι εννοείς;” με ρώτησε.

-”Λίγα δευτερόλεπτα αφού έφυγες από το γραφείο, έλαβα ένα e-mail,” άρχισα να της λέω. Τραύλιζα λιγάκι αλλα υποθέτω ότι κάτι τέτοιο ήταν πολύ λογικό ύστερα από το χτύπημα που είχα φάει στο κεφάλι. 

Εκείνη κοίταξε το μικρό πλήθος των ανθρώπων που εξακολουθούσαν να μας παρατηρούν καθισμένοι γύρω μας, πάνω σε μαξιλάρες και σκαμνιά και έμεινε σιωπηλή.

-”Μήπως θα ήθελες να μιλήσουμε κάπου ιδιαιτέρως;” τη ρώτησα ντροπαλά.

Εκείνη χαμογέλασε χωρίς να με κοιτάξει, για πρώτη φορά από τη στιγμή που είχε κάνει την εμφάνισή της. Το χαμόγελό της ήταν υπέροχο, κυριολεκτικά τη μεταμόρφωνε και της χάριζε μια γλύκα που απάλυνε τη φυσική της αυστηρότητα.

-”Δεν κρατάμε μυστικά μεταξύ μας,” μου εξήγησε, “όσοι ζούμε εδω πέρα λειτουργούμε σαν μια μεγάλη οικογένεια.”

-”Είσαστε κάποιο μυστικό κοινόβιο δηλαδή;”

Η Ναταλία αγνόησε εκείνη την ερώτηση. Ξαναστράφηκε προς το μέρος μου και με ξαναρώτησε:
-”Ποιός είναι ο κίνδυνος που πιστεύεις ότι με απειλεί;”

-”Σου είπα για ένα e-mail που έλαβα,” άρχισα να της εξηγώ. “Στην πραγματικότητα δεν απευθυνόταν σε μένα, απλά μου κοινοποιήθηκε. Ο πραγματικός του παραλήπτης ήταν ο Χάινριχ Χάσσελχοφ, ο διευθυντής μου. Μάλλον μου ήρθε καταλάθος γιατί σε όσα μυνήματα λαμβάνει τα οποία αφορούν το Ανθρώπινο δυναμικό της εταιρίας, ο Χάινριχ έχει δώσει εντολή στον υπολογιστή του να τα κοινοποιεί προς εμένα.”

-”Τι έλεγε ακριβώς το μύνημα;” με ξαναρώτησε η Ναταλία.

-”Αφορά εσένα. “

-”Εμένα;”

Πήρα μια δεύτερη βαθιά αναπνοή:

-”Κοίταξε, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι τα παραφυσικά φαινόμενα που προκύπτουν στο γραφείο σου, οφείλονται στη δική σου παρουσία.”

-”Για ένα λεπτό,” πετάχτηκε ένας από τους δυο παππούδες της παρέας, “για ποια παραφυσικά φαινόμενα μιλάς;”

-”Για τις εισαγωγές λανθασμένων δεδομένων στο πειθαρχικό μητρώο των υπαλλήλων μας,” του απάντησα, “τα έχουμε όλα καταγράψει σε βίντεο, τα καθίσματα που κινούνται μόνα τους, τους υπολογιστές που ανάβουν στα μαύρα μεσάνυχτα και τα πληκτρολόγια που πατιούνται από αόρατα δάχτυλα!”

Η κάπως ασυνάρτητη αυτή απάντηση που έδωσα, ξεσήκωσε ένα κύμα ανήσυχων μουρμουρήτών στην ομύγηρη των παρατηρητών.

-”Και τι σχέση έχει η Ναταλία με όλα αυτα;” με ξαναρώτησε ο παππούς.

-”Κάναμε σε όλους σας κάποια ψυχομετρικά τεστ,” της εξήγησα στρέφοντας για μια ακόμα φορά την προσοχή μου προς το μέρος της, “και εσύ ήσουν η μόνη που έπιασες τον υψηλότερο βαθμό σε όλες τις απαντήσεις. Πράγμα που σημαίνει ότι βρίσκεσαι σε μια μόνιμη κατάσταση ασυνήθιστης ψυχικής έντασης. Αυτό μου κίνησε την περιέργεια οπότε αποφάσισα να σε περάσω και από μια προσωπική συνέντευξη. Και ξέρεις τι έγινε μετα; Τίποτα από το υλικό της συνέντευξης δεν καταγράφηκε στα μηχανήματα. Ήταν σαν να μιλούσα στο κενό!”

Ο παπούς νούμερο δύο, που όλη αυτή την ώρα παρακολουθούσε τη συζήτηση αμίλητος, φώναξε με δηκτικό ύφος:

-”Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να πιάσεις αυτή τη δουλειά! Μια προστάτιδα της αμυγδαλιάς, δεν πρέπει να έχει πολλά πάρε-δώσε με τον έξω κόσμο!”

-”Χρειαζόμαστε τα χρήματα ωστόσο,” του απάντησε ατάραχη η Ναταλία, “προκειμένου να αγοράσουμε τα λιπάσματα που χρειάζεται η αμυγδαλιά για να ανθίσει και φέτος!”

Σε αυτό το σημείο ήταν η δική μου σειρά να τον διακόψω:

-”Τι είναι πάλι τούτο; Τι είναι οι προστάτιδες της αμυγδαλίας; Μιλάτε γιαυτό εδω το δέντρο;” τον ρώτησα αγγίζοντας με το δεξί μου χέρι τον κορμό που υψωνόταν δίπλα από το κρεβάτι μου.

-”Δεν μου είπες ακόμα τι ακριβώς έλεγε το e-mail΄” μου υπενθύμισε η Ναταλία.

-”Ναι σωστά,” μουρμούρισα, “βασικά απευθυνόταν προς την ευρωπαική αστυνομία, προς έναν τομέα που δεν ήξερα μέχρι τώρα ότι υπάρχει και που ασχολείται με την παρακολούθηση της δραστηριότητας αποκρυφιστικών ομάδων εντός της Ευρωπαικής Ένωσης. Φαίνεται ότι ο Χάινριχ τους είχε ενημερώσει για τα ανεξήγητα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στο κτίριο και έκανε μια συμφωνία μαζί τους, να εντοπίσει και να τους παραδώσει τον υπεύθυνο έναντι μιας σεβαστής αμοιβής. Τους αποκάλυπτε λοιπόν την ταυτότητά σου και αυτοί τον ενημέρωναν ότι μέσα στις επόμενες 48 ωρες θα είναι εδω για να σε συλλάβουν και να σε μεταφέρουν στις ανακριτικές εγκαταστάσεις τους στην Φρανκφούρτη! Όπως ξέρεις, μπορούν να το κάνουν αυτό γιατί σύμφωνα με το αναθεωρημένο Μνημόνιο του 2012 όλοι οι έλληνες πολίτες θεωρούνται προσωπικά υπόλογοι για το χρέος της χώρας και μπορούν θεωρητικά πάντα, να φυλακιστούν αναπάσα στιγμή αν αυτό κριθεί αναγκαίο για την αποπληρωμή του!”

Η τελευταία εκείνη φράση μου, προκάλεσε ένα κύμα θυμωμένων φωνών. Η Ναταλία σηκώθηκε όρθια και με μια απλή κίνηση του χεριού της, επέβαλε μια βαθιά σιωπή. Την  κοίταξα με θαυμασμό. Εμοιαζε με μια πραγματική ηγέτιδα.

 -”Ποιά είσαι αλήθεια;” τη ρώτησα νιώθωντας εντυπωσιασμένος από τον έλεγχο που ασκούσε πάνω στη συμπεριφορά των γύρω της. 

-”Είναι η πνευματική μας μητέρα,” με πληροφόρησε κάποιο μέλος της ομύγηρης. Ήταν ένας μακρυμάλλης τριανταπεντάρης με μούσια που έμοιαζε με ταλαιπωρημένο χίππη. “Επικοινωνεί με το πνεύμα αυτού του δέντρου που έχουμε δώσει όρκο να προστατεύουμε από κάθε κίνδυνο!” 




9




-”Υποθέτω ότι εφόσον είχες την καλοσύνη να με προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο που με απειλεί, πρέπει και εγώ να προσπαθήσω με τη σειρά μου να σου εξηγήσω τα πάντα από την αρχή,” άρχισε να μου λέει η Ναταλία. 

Βολεύτηκα πιο αναπαυτικά στο κρεβάτι μου, ήπια μια γουλιά από το νερό που μου πρόσφερε, χωρίς ευτυχώς να ζαλιστώ αυτή τη φορά, και δήλωσα: “Είμαι όλος αυτιά!”

-”Το κτίριο που μας περιβάλλει, ήταν κάποτε ένα ξενοδοχείο.”

Κοίταξα τους τέσσερις τοίχους με τα παράθυρα και τα μπαλκόνια που περιέβαλλαν την εσωτερική αυλή.

-”Και λοιπόν;” τη ρώτησα.

-”Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου πρόσεχε ο ίδιος την αμυγδαλιά που μας σκιάζει και τη φρόντιζε με πολύ αγάπη, σαν να ήταν δικό του παιδί.”

-”Το βλέπω αυτό,” σχολίασα ευγενικά, “είναι σίγουρα ένα πολύ μεγάλο και όμορφο δέντρο.”

-”Όταν το ξενοδοχείο έκλεισε, λίγο μετά τη χρεωκοπία της χώρας, κάποιοι συνέχισαν να τη φροντίζουν γιατί είχαν ανακαλύψει ένα σπουδαίο μυστικό.”

-”Τι μυστικό;” .

Η Ναταλία έμεινε για λίγο σιωπηλή, σαν να ετοιμαζόταν να μου εκμυστηρευτεί ένα πολύ σημαντικό γεγονός:

-”Αυτή η αμυγδαλιά που βλέπεις, είναι πανάρχαιη! Βλάστησε για πρώτη φορά σ' αυτό το σημείο προτού χτιστεί το ξενοδοχείο, ίσως και η ίδια η πόλη της Αθήνας!” 

-”Μα πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;” τη ρώτησα γεμάτος δυσπιστία, “αφού οι αμυγδαλιές δεν ζουν τόσο πολύ!”

Κοίταξα τον κόρμο του μεγάλου δέντρου γεμάτος δυσπιστία. Εδώ που τα λέμε έμοιαζε όντως παλιό. Δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει αλλά τα ηλικιωμένα δέντρα μοιάζουν με τους γέρους ανθρώπους. Εκπέμπουν μια περίεργη αίσθηση σοφίας και ηρεμίας. Αλλά γενικά το κάθε δέντρο έχει τη δική του προσωπικότητα. Κάποια είναι φιλικά, κάποια αδιάφορα και κάποια εχθρικά προς τους ανθρώπους. Υπάρχουν δέντρα που περιβάλλονται από μια αίσθηση πένθιμη και σκοτεινή και άλλα που είναι χαρούμενα και ζωηρά. Αυτό πάντως έμοιαζε στοργικό και φιλικό. Αυτή ήταν η εντύπωση που μου έδινε. Ήταν λες και εξέπεμπε αόρατες ακτίνες τρυφερότητας και ζεστασιάς. Σαν μια ηλικιωμένη κυρία που ήθελε να μου διηγηθεί τις αρχαίες ιστορίες της. 

-”Και πως κατάφερε να επιβιώσει τόσα χρόνια, από τους καταπατητές και τους εργολάβους και δεν ξέρω και εγω ποιούς άλλους κατάντησαν αυτή την πόλη όπως είναι σήμερα;” ρώτησα τη Ναταλία. 

-”Γιατί στο διάβα των αιώνων, υπήρχε ένα μυστικό τάγμα ανθρώπων που ήξεραν την πραγματική της ηλικία και την προστάτευαν από κάθε κίνδυνο, με κίνδυνο της ζωής τους καμιά φορά. Γιατί βλέπεις η συγκεκριμένη αμυγδαλιά λειτουργεί και ως σύμβολο. Είναι αθάνατη και κάθε χρόνο, στο τέλος του κάθε χειμώνα ανθίζει και πάλι. Είναι μια προσωποποίηση της ίδιας της ζωής και του μέλλοντος όλων μας!”

-”Και εσύ τι ρόλο παίζεις σε αυτό;”

-”Μέσα από κάθε γενιά μυημένων εκλέγεται πάντα ένας άνδρας ή μια γυναίκα που μπορει και επικοινωνεί με το δέντρο άμεσα, διαισθητικά αν θες, που νιώθει δηλαδή τις ανάγκες του και τις ικανοποιεί. Τα τελευταία δέκα χρόνια έχουμε ανακαλύψει ότι εγώ είμαι αυτή που γεννήθηκα προικισμένη με αυτό το χάρισμα. Είμαι η προστάτιδα της αμυγδαλίας!”

-”Τώρα όμως κινδυνεύεις!” της φώναξα εγώ, “δεν ξέρω αν εξαιτίας αυτού του ρόλου που έχεις υιοθετήσει είσαι υπεύθυνη για τα φαινόμενα που παρατηρούνται στο γραφείο όπου δουλεύεις, αλλά τώρα που σε έχουν εντοπίσει, διατρέχεις σοβαρό κίνδυνο!”

-”Έχεις δίκιο σε αυτό,” παραδέχτηκε η Ναταλία, “θα πρέπει επομένως να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε γιαυτό!”



10



Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα κάτω απ' την αρχαία αμυγδαλιά, τυλιγμένος με ζεστές κουβέρτες. Ήταν ιδέα της Ναταλίας. Με διαβεβαίωσε ότι το δέντρο με είχε συμπαθήσει και ότι αν κοιμόμουν στη σκιά του θα με βοηθούσε να αναρρώσω γρηγορότερα. Η αλήθεια είναι ότι όταν με πήρε ο ύπνος είδα τα πιο καταπληκτικά όνειρα, ανθισμένα λιβάδια και πυκνά δάση, και μετά την Αθήνα όπως ήταν πριν από πολλές χιλιάδες χρόνια, μια περίκλειστη πόλη που προστατευόταν από ψηλά τείχη και περικύκλωνε τον αγέρωχο βράχο της Ακρόπολης. Μετά είδα τους μαρμάρινους κίονες ενός περιστύλιου να περιβάλλουν την αμυγδαλιά και ύστερα τον πετρόχιστο όγκο μιας μικρής εκκλησίας να υψώνεται δίπλα της προστατευτικά. Είδα φωτιές και πολέμους, εκρήξεις και στη συνέχεια να υψώνονται γύρω της τα πανύψηλα τσιμεντένια κτίρια του σήμερα. Αλλά το ιερό εκείνο δέντρο συνέχιζε να ζει, να αναπτύσσεται, να ανθίζει και να πρασινίζει ξανά και ξανά, χρόνο με το χρόνο ανεπηρρέαστο από τον κόσμο που άλλαζε γύρω του με καλειδοσκοπική ταχύτητα. Και τότε κατάλαβα ότι η Ναταλία είχε δίκιο και ότι η μαγική εκείνη αμυγδαλιά έπρεπε να προστατευτεί με κάθε τρόπο.    

Όταν ξύπνησα το επόμενο πρωί ένιωθα αλλαγμένος, ένας καινούργιος άνθρωπος. Πλημμυρισμένος από ένα φορτίο παράξενης ενέργειας. Για πρώτη φορά μετά από πολλά-πολλά χρόνια είχα την εντύπωση ότι το μυαλό μου λειτουργούσε με μια κρυστάλλινη διαύγεια, έχοντας απαλλαχτεί από τα γκρίζα σύννεφα της κατάθλιψης και του φόβου που το σκίαζαν μέρα και νύχτα.


Μπήκα στο πολυτελές γραφείο του Χάινριχ θαρρετά, με το κεφάλι ψηλά. Εκείνος, ούτε καν καταδέχτηκε να σηκώσει το κεφάλι του από την οθόνη του υπολογιστή που σπινθηροβολούσε μπροστά του.

-”Λοιπόν;” με ρώτησε κοφτά όπως πάντα, “τι έχεις να μου πεις;”

Τον κοίταξα ερευνητικά. Θαρρετά, χωρίς να φοβηθώ. Δεν ήξερα γιατί αλλά ένιωθα πλημμυρισμένος από μια ευφορική ζεστασιά. Όλα έμοιαζαν να φεγγοβολούν γύρω μου, τυλιγμένα με μια σπινθηροβόλα αύρα. Ολόκληρο το σύμπαν έμοιαζε διαποτισμένο από μια παρηγορητική αίσθηση νοήματος και σκοπού.

-”Θέλω να σας αναφέρω κάτι ενδιαφέρον,” του είπα, “Η Ναταλία Δημητρίου δεν ήρθε σήμερα να δουλέψει ούτε και επικοινώνησε για να δικαιολογήσει την απουσία της. Αλλά ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι χθες το βράδυ, για πρώτη φορά από τη στιγμή που ξεκίνησαν τα φαινόμενα, δεν είχαμε καμία απολύτως διαταραχή. Δεν υπήρξε καταχώρηση ψευδών ή αλλοιώμενων δεδομένων στο σύστημα!”

Αντί να αντιδράσει με ανακούφιση, ο Χάινριχ έγινε έξω φρενών. Χτύπησε με δύναμη τη γροθια του στο τραπέζι και άρχισε να βρίζει στα γερμανικά σαν αρχηγός των ες ες που του είχε ξεφύγει ένα ολόκληρο τραίνο με εβραίους. Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να περπατάει πάνω-κάτω και να χειρονομεί, έχοντας χάσει κάθε ίχνος βορειοευρωπαικής αυτοσυγκράτησης. Στη συνέχεια, στράφηκε προς το μέρος μου με μάτια που έλαμπαν σαν πυρακτωμένο ατσάλι:

-”Δεν μπορείς να την εντοπίσεις μέσω του μικροτσίπ που της έχουμε εμφυτεύσει;΄” με ρώτησε.

-”Δυστυχώς όχι. Το αφαίρεσε φαίνεται!”

Φυσικά και το είχε αφαιρέσει. Κατόπιν δικής μου παρότρυνσης.

-”Θέλω τότε να επικοινωνήσεις με την αστυνομία. Δεν ξέρω τι θα τους πεις, επινόησε κάποια ιστορία, πες ότι μας έκλεψε χρήματα ή ότι προκάλεσε σαμποτάζ. Βρες κάποιον εισαγγελέα, δεν με ενδιάφερει! Αλλά μέχρι το τέλος της ημέρας, την θέλω εδώ πέρα!”

-”Φοβάμαι ότι αυτό δεν θα ήταν καλή ιδέα, κύριε διευθυντά!” του απάντησα με παγερό και ατάραχο ύφος. 

Ο Χάινριχ έμεινε ακίνητος και με κοίταξε κατάπληκτος:

-”Τι εννοείς;” με ρώτησε.

-”Εννοώ ότι τελικά δεν έχουμε ιδέα για το τι αντιμετωπίζουμε εδω πέρα. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν οι παραφυσικού τύπου διαταραχές που μας ταλαιπώρησαν τόσο πολύ, πηγάζουν από το μυαλό της ίδιας της Ναταλίας ή οφείλονται στη δύναμη κάποιας ασώματης οντότητας που επικοινωνεί μαζί της. Μπορει οι θεωρίες των παραψυχολόγων που έχουν ασχοληθεί με αυτα τα φαινόμενα να είναι λανθασμένες γιατί ποτέ δεν κατάφεραν να τα επαναλάβουν πειραματικά. Και η αλήθεια είναι ότι είτε ισχύει το ένα σενάριο είτε το άλλο, δεν ξέρουμε τι θα μπορούσε να μας συμβεί έτσι προσπαθήσουμε να την φέρουμε εδω πέρα με τη βία.”

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, τα φώτα του πολυτελέστατου γραφείου του χερ Χάσσελχοφ άρχισαν να αναβοσβήνουν ενώ  η οθόνη του υπολογιστή του γέμισε με παράσιτα, σαν ελαττωματική τηλεόραση. Το κάθισμά του άρχισε να χοροπηδάει σαν να το τράνταζαν αόρατα χέρια. Ο Χάινριχ το κοίταξε με ένα βλέμμα που ξεχείλιζε από ένα κύμα ατόφιου τρόμου.

-”Και τι προτείνεις να κάνουμε;” με ρώτησε τελικά με φωνή που έτρεμε παράξενα. 

-”Σας προτείνω να κουκουλώσουμε την όλη ιστορία και να δηλώσουμε απλά την εξαφάνιση της κυρίας. Έτσι θα είμαστε ασφαλείς, και εσείς και εγώ!” του απάντησα διατηρώντας το παγερό και ψύχραιμο ύφος μου.

Δέκα λεπτά αργότερα περπατούσα στο διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο μου. Ένιωθα νικητής. Ήξερα ότι ο Χάινριχ δεν θα τολμούσε να κάνει το παραμικρό ύστερα από την τρομάρα που είχε πάρει. Η Ναταλία θα ήταν ασφαλής γιατί ήδη ταξίδευε προς κάποιο αυτόνομο χωριό της Νότιας Ηπείρου, όπως είχαμε συμφωνήσει. Γιατί βλέπετε, δεν ήταν εκείνη που δημιουργούσε το χάος μέσα στο γραφείο της, κάθε φορά που έκλειναν τα φώτα. Ήταν η αμυγδαλιά, ή μάλλον η ασώματη και πανάρχαια διάνοια που ζούσε μέσα της και που είχε επικοινωνήσει μαζί μου το προηγούμενο βράδυ. Είχε καταλάβει ότι η συγκεκριμένη εργασία έκανε κακό στη Ναταλία, έφθειρε την υγεία της και επιβάρυνε την ψυχολογική της κατάσταση, οπότε είχε αποφασίσει να την κάνει να την σταματήσει. Ακόμα και αν αυτό της στοίχιζε τα πολύτιμα λιπάσματα που θα την έκαναν ν' ανθίσει και πάλι. Δεν είχε καμία σημασία γιατί τα τόσο απαραίτητα εκείνα λιπάσματα θα τα αγόραζα εγώ, που θα ήμουν από δω και πέρα ο καινούργιος της προστάτης. 

Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, καθώς κοντοστάθηκα μπροστά στην πόρτα που έβγαζε στο μικρό και ταπεινό μου γραφείο, μου φάνηκε ότι άκουσα γύρω μου το θρόισμα αόρατών φυλλωσιών. Ο κλιματιζόμενος αέρας του διαδρόμου πλημμύρισε από το διακριτικό άρωμα του φρέσκου αμύγδαλου. 

Έστειλα ένα λαμπερό χαμόγελο στην κάμερα που με παρακολουθούσε κρεμασμένη από το ταβάνι, ίδια με μεταλλικό έντομο, και άνοιξα την πόρτα. 





Ερρίκος Σμυρναίος,Copyright 2011