Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΤΙΘΩΝΩΝ


1


H μεγάλη μέρα ξεκίνησε εντελώς στραβά: Το διαδραστικό πρόγραμμα του διαμερίσματος της άρπαξε κάποιον ιό απ’ το υπέρ-δίκτυο με αποτέλεσμα να χαλάσει ο μηχανισμός αφύπνισης και εκείνη να ξυπνήσει με είκοσι ολόκληρα λεπτά καθυστέρηση. Στη συνέχεια, όταν κατάφερε να φτάσει στον πλησιέστερο σταθμό του μετρό με άλλα δέκα λεπτά καθυστέρηση γιατί το ρομποτικό ταξί μπέρδεψε τα ονόματα των δρόμων και έκανε ένα μεγάλο και εντελώς άσκοπο κύκλο μέσα από οικοδομικά τετράγωνα σφραγισμένων πολυκατοικιών του περασμένου αιώνα που επρόκειτο να κατεδαφιστούν, ανακάλυψε ότι οι συρμοί βρίσκονταν εκτός λειτουργίας εξαιτίας κάποιας μηχανικής βλάβης. Αυτό τουλάχιστον διαλαλούσαν τα μισό-χαλασμένα ηχεία του σταθμού που έκαναν τη φωνή του εκφωνητή ν’ ακούγεται γελοία, λες και μιλούσε κάποιος συναχωμένος Ντόναλτ-Ντακ. Η βρώμικη αποβάθρα με το ξεχαρβαλωμένο δάπεδο είχε ξεχειλίσει από αγχωμένους και ιδρωμένους ανθρώπους που στριμώχνονταν σαν σαρδέλες και αναθεμάτιζαν την ώρα και τη στιγμή που είχαν κάνει το λάθος να γεννηθούν στον μάταιο τούτο κόσμο. Όταν επιτέλους τα βαγόνια ξεπρόβαλλαν στριγκλίζοντας μέσα απ’ το στόμιο της μουχλιασμένης στοάς με τις λάμπες που τρεμόπαιζαν σαν ετοιμοθάνατες πυγολαμπίδες, η κίνηση του πλήθους που άρχισε να κινείται την έσπρωξε προς τα εμπρός όμως εντελώς ξαφνικά, όλα σταμάτησαν και εκείνη απέμεινε καθηλωμένη, ν’ ασφυκτιά μέσα σε μια μέγγενη από ιδρωμένα σώματα που την πίεζαν από παντού.

Στη συνέχεια άκουσε τον απόηχο θυμωμένων φωνών. Ερχόταν απ’ το βαγόνι που βρισκόταν ακριβώς μπροστά της. Τέντωσε το λαιμό της για να ρίξει μια καλύτερη ματιά και ψηλή καθώς ήταν, κατάφερε να διακρίνει πάνω απ’ τη θάλασσα των κεφαλιών που άχνιζαν στη ζέστη του υπόγειου σταθμού ένα ζευγάρι ηλικιωμένων γυναικών που στέκονταν όρθιες και έβριζαν με το χειρότερο τρόπο μια κοπέλα που ήταν έγκυος και τις κοιτούσε ακίνητη και αμίλητη σαν άγαλμα. Της έκανε εντύπωση η χλομάδα και η αυστηρότητα του προσώπου εκείνης της νέας γυναίκας. Έμοιαζε ταλαιπωρημένη. Τα ρούχα της ήταν απλά και φτωχικά, όπως και των περισσότερων ανθρώπων που ανήκαν στη δική της ηλικιακή ομάδα. Ακουμπούσε το δεξί της χέρι πάνω στη φουσκωμένη της κοιλιά σαν να προσπαθούσε να προστατεύσει το έμβρυο που έπλεε εκεί μέσα απ’ την οργή των δύο ηλικιωμένων γυναικών. Με το αριστερό της χέρι έσφιγγε μια απ’ τις χειρολαβές του βαγονιού ενώ τρεις αγχωμένοι υπάλληλοι του μετρό απέτρεπαν τον κόσμο από το να γεμίσει το βαγόνι μέχρι να επιλυθεί η διένεξη. Απ’ τις κουβέντες που έπιασε κατάλαβε ότι η κοπέλα είχε κάνει το λάθος να τσαλακώσει κάποια απ’ τις αστραφτερές τσάντες με τα ψώνια που κουβαλούσαν οι δύο κυρίες καθώς προσπαθούσε να στριμωχτεί σε κάποια γωνιά του βαγονιού. Οι δύο γηραλέες γυναίκες έμοιαζαν πολύ δυναμικές και στιβαρές, ντυμένες άψογα. Τα καλοραμμένα ρούχα τους ήταν φτιαγμένα από ακριβά και φανταχτερά υφάσματα ενώ τα πρόσωπά τους γυάλιζαν τσιτωμένα από αλλεπάλληλες πλαστικές επεμβάσεις που είχαν χρηματοδοτήσει τ’ ασφαλιστικά τους ταμεία. Το μόνο πράγμα πάνω τους που φανέρωνε την πραγματική τους ηλικία, γιατί θα έπρεπε να είχαν φτάσει τα 80 χρόνια ζωής η κάθε μια, ήταν τα μάτια τους. Άστραφταν σκληρά και αμείλικτα, γεμάτα με οργή και υπόγειο φθόνο για τα νιάτα της κοπέλας και για την καινούργια ζωή που έτρεφε μέσα της. Η Ήβη ήξερε ότι είχε δεν είχε δίκιο, η κοπέλα έπρεπε να υποχωρήσει γιατί σύμφωνα με τους τελευταίους νόμους που είχαν ψηφιστεί στο νομοθετικό τμήμα Βουλής, ύστερα απ’ τις πιέσεις του πανίσχυρου κόμματος των συνταξιούχων που κατείχε και τις περισσότερες βουλευτικές έδρες, οποιαδήποτε διαπιστωμένη επιβάρυνση της υγείας ενός υπερήλικου πολίτη εξαιτίας της αντιπαράθεσής του με άτομο ηλικίας μικρότερης των εξήντα ετών, αποτελούσε απόπειρα ανθρωποκτονίας εξ’ αμελείας. Ήταν ένας νόμος απόλυτα χαρακτηριστικός της νέας εποχής. Με το δείκτη γεννήσεων να υποχωρεί όλο και περισσότερο τις τελευταίες δεκαετίες και το μέσο όρο ζωής ν’ αγγίζει τα 110 χρόνια, η πλειοψηφία του πληθυσμού της Ελλάδας αποτελούταν από ηλικιωμένους πολίτες που είχαν αποκτήσει πια τη δύναμη να διαμορφώνουν την καθημερινότητα σύμφωνα με τις δικές τους ιδιαίτερες ανάγκες.



2



Η ανώνυμη κοπέλα έδωσε τέλος στο επεισόδιο χρησιμοποιώντας τα τελευταία ψήγματα της αξιοπρέπειας που της είχαν απομείνει: Βγήκε απ’ το βαγόνι με το κεφάλι ψηλά, προσπέρασε τους αμήχανους υπαλλήλους του μετρό χωρίς να βγάλει λέξη και καθώς το πλήθος της άνοιγε δρόμο να περάσει, ανέβηκε ένα-ένα τα σκαλοπάτια της χαλασμένης κυλιόμενης σκάλας του σταθμού για να βρει κάποιον άλλο τρόπο να πάει στην κακοπληρωμένη το δίχως άλλο και πολύωρη δουλειά της. Η Ήβη τη λυπήθηκε αλλά ήξερε πολύ καλά ότι δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να κάνει για να τη βοηθήσει. Στο κάτω-κάτω και αυτή αντιμετώπιζε παρόμοια προβλήματα με τη δική της δουλειά και είχε ήδη αργήσει πάρα πολύ να χτυπήσει κάρτα. Δούλευε δώδεκα ώρες κάθε μέρα, έξι μέρες την εβδομάδα, στους θαλάμους αυξημένης παρακολούθησης μιας Κλινικής γηριατρικής φροντίδας που την είχε προσλάβει ως νοσηλεύτρια. Ο μισθός της, ύστερα από δέκα χρόνια δουλειάς, μετά βίας της έφτανε για να πληρώνει τους λογαριασμούς της, ειδικά από τότε που οι κρατήσεις υπέρ του συνταξιοδοτικού ταμείου της είχαν αυξηθεί τόσο πολύ. Μέχρι σήμερα βέβαια. «Αν όλα πάνε καλά, η αυριανή μέρα θα είναι εντελώς διαφορετική» μουρμούρισε νοερά στον εαυτό της για να μην την πάρει χαμπάρι κανένας πληροφοριοδότης που στεκόταν ενδεχομένως εκεί κοντά, «Αύριο θα ξημερώσει μια καινούργια πραγματικότητα όπου τα πάντα θα έχουν αλλάξει-για όλους!» Στο μεταξύ, το ανυπόμονο και εξουθενωμένο πλήθος μπήκε επιτέλους στο βαγόνι. Εκεί πέρα, παρά την έλλειψη χώρου που υπήρχε, σχημάτισε αμέσως ένα κενό διάστημα γύρω απ’ τις δύο κυρίες που κοίταζαν γύρω τους προκλητικά, έτοιμες να ξανά-μπλεχτούν σε καυγά. Μέχρι να φτάσει στο σταθμό όπου θα κατέβαινε, η Ήβη τις κρυφό-κοιτούσε κατάπληκτη, εντυπωσιασμένη απ’ την οργή που φώλιαζε στ’ αστραφτερά τους μάτια. Η σημερινή γενιά των ηλικιωμένων δεν είχε καμία σχέση με τους αγαθούς και καλόβολους παππούδες και γιαγιάδες που θυμόταν απ’ τα παιδικά της χρόνια. Οι καινούργιοι γέροντες, έχοντας ζήσει και γεράσει σε μια παλιμπαιδίζουσα κοινωνία που λάτρευε τη νεότητα και τους περιέβαλλε με αμέτρητα προνόμια, δεν είχαν αποκτήσει τίποτα απ’ την ωριμότητα και τη σοφία που υποτίθεται ότι χαρακτήριζε τους ηλικιωμένους των προηγούμενων γενιών. Ίσως να έφταιγαν γι’ αυτό και τ’ αντί-γηραντικά φάρμακα που γέμιζαν τον οργανισμό τους. Όλα αυτά τα ορμονικά υποκατάστατα μπορεί να είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην ιδιοσυγκρασία τους. Το σίγουρο πάντως ήταν ότι έβλεπαν οποιονδήποτε που είχε ηλικία μικρότερη των 50 ετών ως έναν εν δυνάμει εγκληματία και αντιμετώπιζαν τους νέους με απροκάλυπτη εχθρότητα, σχεδόν με μίσος.

Ο εβδομηνταοχτάχρονος κλητήρας που καθόταν στην είσοδο του κτιρίου της κλινικής, μέσα στο αλεξίσφαιρο κουτί του από ενισχυμένο γυαλί, την πληροφόρησε ότι εκείνη την ημέρα ολόκληρη η Αθήνα είχε πάθει έμφραγμα. Σύμφωνα με τα δελτία ειδήσεων που έτρεχαν στην εύκαμπτη οθόνη της δια-δικτυακής εφημερίδας που κρατούσε στα ροζιασμένα χέρια του, μια καινούργια τρομοκρατική οργάνωση με τ’ όνομα «Μέτωπο Απελευθέρωσης Νιάτων» ή αλλιώς «Μ.Α.ΝΙ.Α» είχε πλημμυρίσει με ιούς τα συστήματα κυκλοφοριακού ελέγχου της πρωτεύουσας με αποτέλεσμα να έχει προκληθεί χάος παντού. Υπήρχαν επίσης φήμες ότι είχαν πληγεί και τα συστήματα εξυπηρέτησης επειγόντων περιστατικών γιατί πολλά κέντρα κλήσης ασθενοφόρων είχαν λάβει άσκοπες εκκλήσεις για βοήθεια. Τα μάτια του κλητήρα της έριξαν ένα ανήσυχο βλέμμα αλλά εκείνη περιορίστηκε απλώς στο να του στείλει ένα λαμπερό χαμόγελο. Στη συνέχεια μπήκε στο ασανσέρ νιώθοντας φοβισμένη αλλά και πλημμυρισμένη από μια άγρια χαρά. Ο «πόλεμος των ηλικιών», όπως τον είχε ονομάσει κάποιος έγκριτος δημοσιογράφος που παρουσίαζε κάθε βράδυ το δελτίο ειδήσεων του δημοφιλέστερου τηλεοπτικού καναλιού της χώρας εδώ και πενήντα ολόκληρα χρόνια, αποτελούσε πλέον γεγονός.



3


Ο θάλαμος αυξημένης παρακολούθησης που βρισκόταν κάτω από τη δική της εποπτεία ήταν μακρόστενος και λευκοβαμμένος και περιείχε οκτώ κρεβάτια, τέσσερα σε κάθε πλευρά. Στο καθένα απ’ αυτά κοιμόταν ένας υπερήλικος πολίτης, τέσσερις γυναίκες και τέσσερις άντρες συνολικά που ο χρόνος τους είχε μετατρέψει σε ζαρωμένες μούμιες οι οποίες κρατιόνταν πεισματικά στη ζωή με τη βοήθεια μιας πλειάδας πανάκριβων φαρμάκων. Ο νεότερος ανάμεσά τους ήταν εκατόν δέκα οκτώ ετών. Στο μεγαλύτερο μέρος της μέρας και της νύχτας κοιμόντουσαν ή βρίσκονταν βυθισμένοι στον ακίνητο βούρκο κάποιας αργά εξελισσόμενης άνοιας. Πότε-πότε ξυπνούσαν ανασαίνοντας σπασμωδικά, άνοιγαν διάπλατα τα θολωμένα μάτια τους και κοίταζαν γύρω τους με τρόμο. Έμοιαζαν με φοβισμένα παιδιά που αναδύονταν εντελώς αναπάντεχα σε μια φριχτή πραγματικότητα όπου επικρατούσε η ασχήμια η αρρώστια και το γήρας. Άλλες φορές αγκομαχούσαν και πάλευαν με κινήσεις που ήταν αδύναμες και αξιολύπητες να ξεριζώσουν τους σωλήνες και τα καλώδια που τους διατηρούσαν ζωντανούς.

Εκείνη πατούσε τότε το κόκκινο κουμπί του συναγερμού και στο θάλαμο ορμούσε το προσωπικό άμεσης επέμβασης που αναλάμβανε τον άρρωστο και τον ξαπόστελνε πίσω στη συνηθισμένη κατάσταση της προ-θανάτιας αναισθησίας του. Στη συνέχεια συμπλήρωνε μια τυποποιημένη αναφορά με την οποία περιέγραφε το όλο συμβάν και μετά ξανάρχιζε να παρακολουθεί τα μόνιτορς που κατέγραφαν τις ζωτικές τους λειτουργίες. Έπρεπε επίσης να τους καθαρίζει σε τακτά χρονικά διαστήματα, ν ‘αλλάζει τους καθετήρες και τα σεντόνια τους τρεις φορές την ημέρα, να παίρνει δείγματα αίματος ούρων και κοπράνων απ’ τα παρακμασμένα τους σώματα και να ελέγχει τα υποστηρικτικά μηχανήματα που τους παρείχαν οξυγόνο και τροφή. Με τα χρόνια, γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς νοσηλεύονταν εκεί πέρα για περισσότερο από μια δεκαετία προτού το αμείλικτο πέρασμα του χρόνου τους οδηγήσει στα κρεβάτια της μονάδας εντατικής θεραπείας, είχε αρχίσει να τους βλέπει σαν άψυχα αντικείμενα που έπρεπε να τα συντηρεί και να τα διατηρεί σε καλή κατάσταση μέχρι να χαλάσουν από μόνα τους.

Τις μικρές ώρες της νύχτας, πριν το ξημέρωμα, μετά το καθιερωμένο άλλαγμα των κλινοσκεπασμάτων και τον καθαρισμό των ασθενών, συνήθιζε να περπατάει κατά μήκος του θαλάμου και να περιεργάζεται τα ρημαγμένα τους πρόσωπα που διαγράφονταν αδύνατα και εύθραυστα κάτω απ’ το αχνό φως των περίπλοκων μηχανημάτων που τους κρατούσαν στη ζωή. Ήξερε πως το καθένα απ’ αυτά τα ζαρωμένα πλάσματα με τα σκελετωμένα μπράτσα όπου συστρέφονταν χοντρές μπλε φλέβες και κιρσοί, με τα βουλιαγμένα μάτια και τα σουφρωμένα χείλια που έκρυβαν κατεστραμμένες οδοντοστοιχίες, κουβαλούσε μέσα του έναν ωκεανό εμπειριών και γνώσεων που διαβρώνονταν τώρα κάτω απ’ τη συσσωρευμένη σκόνη του χρόνου και τις αράχνες της οργανικής αποσύνθεσης.Αλλά είχε χάσει πια την ικανότητα να τους βλέπει με συμπάθεια. Ο νοσοκομειακός θάλαμος της φαινόταν σαν το διεστραμμένο εργαστήριο κάποιου τρελού επιστήμονα όπου συντηρούνταν με το ζόρι μια ανίερη μορφή ημιζωής.


4


-«Ζούμε στην εποχή των Τιθωνών,» της είχε πει ο Φώτης το προηγούμενο βράδυ, καθώς την έσφιγγε στην αγκαλιά του. Ο Φώτης ήταν το αγόρι της, ο μεγάλος της έρωτας και ο άνθρωπος που είχε αλλάξει για πάντα τη ζωή της. Η ταπετσαρία-τηλεόραση που κάλυπτε τον τοίχο που βρισκόταν απέναντι απ’ το κρεβάτι, έδειχνε βουβά πλάνα απ’ τις διαδηλώσεις των ανέργων που παρέλυαν το κέντρο της Αθήνας σε καθημερινή πλέον βάση. Είχε προηγηθεί ένα αφιέρωμα στις επεισοδιακές καταλείψεις σφραγισμένων κτιρίων από εξαθλιωμένους πολίτες, ένα φαινόμενο που είχε αποκτήσει πια επιδημική μορφή.

-«Τι εννοείς;» τον είχε ρωτήσει η Ήβη που εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, το τελευταίο πράγμα που την απασχολούσε ήταν το τι έδειχνε η τηλεόραση.

-«Είναι μια ιστορία που ανήκει στη σφαίρα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας,» της είχε εξηγήσει εκείνος με δασκαλίστικο ύφος, «Ο Τιθωνός ήταν ένας όμορφος νέος τον οποίο ερωτεύτηκε η θεά Σελήνη. Ζήτησε λοιπόν απ’ τον Δια να του χαρίσει αιώνια ζωή αλλά ξέχασε να του ζητήσει να του χαρίσει και αιώνια νιότη με αποτέλεσμα ο Τιθωνός ν’ αρχίσει να γερνάει όλο και περισσότερο χωρίς να μπορεί να πεθάνει. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και σήμερα. Η επιστήμη έχει βγάλει θαυμαστά φάρμακα που επιβραδύνουν το γήρας και μας κρατάνε ζωντανούς για πολλά –πολλά χρόνια αλλά η νιότη που φεύγει είναι κάτι που δεν μπορούμε να αντιστρέψουμε και περνάμε το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μας ζώντας μια ατελείωτη τρίτη ηλικία.»

-«Έτσι είναι.» Συμφώνησε μαζί του.
-«Αλλά το χειρότερο απ’ όλα,» συνέχισε να της λέει εκείνος αδιαφορώντας για τον τρόπο που τα χέρια της είχαν αρχίσει να ταξιδεύουν για μια ακόμα φορά πάνω στο σώμα του, «είναι ότι όλοι αυτοί οι γέροντες μας πνίγουν. Δεν υπάρχουν ούτε δουλειές ούτε ευκαιρίες για τους νέους ανθρώπους. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από αυτούς και τις ανάγκες τους.»
-«Ναι, είναι τρομερό,» είχε συμφωνήσει μαζί του με ναζιάρικο ύφος, «αλλά από αύριο όλα αυτά θ’ αποτελούν παρελθόν, έτσι δεν είναι αγάπη μου;»



5


Γνώρισε τον Φώτη σ’ ένα πάρτι που είχε οργανώσει η κολλητή της η Λίτσα, μια πολύ όμορφη και αρκετά καπάτσα κοπέλα που ήξερε να χαίρεται τη ζωή. Η Λίτσα είχε σπουδάσει διεθνείς σχέσεις και ιστορία της διπλωματίας και είχε κάνει και δύο μεταπτυχιακά αλλά όταν βγήκε στην αγορά εργασίας, ανακάλυψε, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των νέων ανθρώπων που δεν διέθεταν γονείς με επιρροή ή με πολύ ισχυρές γνωριμίες, ότι δεν υπήρχε καμία απολύτως πιθανότητα να βρει δουλειά αντάξια του αντικειμένου που είχε σπουδάσει. Βρήκε λοιπόν απασχόληση σε κάποιο κέντρο ψυχαγωγίας πολιτών τρίτης ηλικίας, σ’ έναν κρατικά εγκεκριμένο οίκο ανοχής δηλαδή, και πολύ γρήγορα απέκτησε δικό της πελατολόγιο το οποίο δεν δίσταζε να την πληρώνει πλουσιοπάροχα για τις υπηρεσίες της. Μέσα σε πέντε χρόνια κατάφερε ν’ αγοράσει ένα ευρύχωρο σπίτι πέντε δωματίων, πράγμα ανήκουστο για άτομο τόσο νέο σε ηλικία και να το εξοπλίσει με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας και του σύγχρονου ντιζάιν.

Ο Φώτης την εντυπωσίασε απ’ την πρώτη στιγμή που τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, πάνω απ’ το βαρυφορτωμένο μπουφέ που καταλάμβανε τη μια πλευρά του τεράστιου καθιστικού της Λίτσας. Εξέπεμπε ένα είδος σκεπτόμενης αυστηρότητας που της φάνηκε πολύ ελκυστική, εντελώς διαφορετική απ’ τον υστερικό παλιμπαιδισμό που χαρακτήριζε τη συμπεριφορά των υπολοίπων σαραντάρηδων καλεσμένων του πάρτι. Του χαμογέλασε, τον πλησίασε και άρχισαν να μιλάνε.

Τα πράγματα εξελίχθηκαν με μεγάλη ταχύτητα. Σχεδόν αβίαστα. Ο Φώτης της άρεσε πάρα πολύ, οι παρατηρήσεις και τα σχόλια που έκανε ήταν έξυπνα και δηκτικά και έμοιαζε ν’ απολαμβάνει το γεγονός ότι αποτελούσε το επίκεντρο της προσοχής της. Προς το τέλος της βραδιάς, όταν στο σπίτι είχαν μείνει δέκα άνθρωποι όλοι κι όλοι, ο πιο στενός κύκλος των γνωριμιών της Λίτσας, κάθισε μαζί του πάνω σε κάτι χοντρές μαξιλάρες, στο αρωματισμένο χαλί του καθιστικού που άλλαζε χρώματα σαν καλειδοσκοπική μεμβράνη. Η γιγά-οθόνη μιας μέμβρανο-τηλεόρασης έδειχνε πλάνα από κάποιες αχανείς παραθεριστικές εγκαταστάσεις για ηλικιωμένους όπου θαλεροί γέροντες και γερόντισσες έπαιζαν τένις και ποδόσφαιρο σ’ ένα ειδυλλιακό περιβάλλον, γεμάτο με καταπράσινα δέντρα και ολάνθιστα λουλούδια και εκείνη ένιωθε ψιλοζαλισμένη απ’ τα κοκτέιλ που είχε ήδη κατεβάσει. Όταν λοιπόν ο Φώτης την πήρε στην αγκαλιά του και άρχισε να τη φιλάει δεν προέβαλλε την παραμικρή αντίσταση. Κάποια στιγμή θα πρέπει να λαγοκοιμήθηκε γιατί ανακάλυψε ξαφνικά ότι γύρω της διεξάγονταν μια έντονη συζήτηση. Ο Φώτης, που εξακολουθούσε να την κρατάει στην αγκαλιά του, επιχειρηματολογούσε για την ανάγκη μιας άμεσης κοινωνικής μεταρρύθμισης που θα έδινε το δικαίωμα στους νέους ανθρώπους να πραγματώσουν το δυναμικό τους. Κάποιος όμως διαφωνούσε μαζί του και του έλεγε ότι θα έπρεπε να νιώθει περήφανος που η πατρίδα του είχε αποκτήσει ένα αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας και φροντίδας για τους ηλικιωμένους που το ζήλευαν ακόμα και τα πιο προηγμένα κράτη στον κόσμο. Ο Φώτης του απάντησε ότι το κόστος αυτού του καταπληκτικού κράτους πρόνοιας ήταν ο στραγγαλισμός μιας ολόκληρης κοινωνίας όπου οι άνθρωποι έπρεπε να δουλεύουν όλο και πιο σκληρά για να συντηρούν την ύπαρξή του. Η φωνή του είχε αρχίσει να γίνεται τόσο έντονη που εκείνη άνοιξε τα μάτια της ξαφνιασμένη. Ανακάλυψε ότι τα φώτα του σαλονιού είχαν χαμηλώσει και σκόρπιζαν μια αχνή πορτοκαλί ανταύγεια και ότι στο σαλόνι είχαν μείνει πέντε άνθρωποι όλοι κι όλοι, η Λίτσα, που είχε αποκτήσει ένα πολύ σοβαρό ύφος, ο Φώτης, εκείνη και ένα ζευγάρι που καθόταν και αυτοί σε μαξιλάρες, απέναντί τους, και κρατούσαν στα χέρια τους ποτήρια με κόκκινο κρασί.

-«Και τι πιστεύεις ότι πρέπει να γίνει για να επιλυθεί αυτό το πρόβλημα;» ρώτησε το Φώτη ο συνομιλητής του, «Θα πρέπει να λάβεις υπόψη σου εξάλλου ότι τα τρία τέταρτα του εκλογικού σώματος αποτελείται από άτομα τρίτης ηλικίας!»
-«Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να ληφθούν πιο άμεσα μέτρα, έτσι δεν είναι;» ήταν η απάντηση που του έδωσε ο Φώτης. Η φωνή του είχε ακουστεί βαριά και δυσοίωνη, τόσο πολύ που εκείνη ανασηκώθηκε και τον κοίταξε παραξενεμένη.
-«Προτείνεις δηλαδή κάποιας μορφής βίαιης αντιπαράθεσης;» τον είχε ξαναρωτήσει ο συνομιλητής του.
-«Στην ανάγκη, ναι.»
Την επόμενη ακριβώς στιγμή, η εξώπορτα του διαμερίσματος της Λίτσας άνοιξε διάπλατα και το καθιστικό γέμισε με πάνοπλους αστυνομικούς.



6



Ούτε που πρόλαβε να καταλάβει τι στην συνέβαινε. Σε χρόνο ρεκόρ οι αστυνομικοί την έδεσαν χειροπόδαρα με κάτι χειροπέδες από έξυπνο νανο-υλικό που προσαρμόστηκαν ακαριαία στο περίγραμμα των καρπών της. Μετά της φόρεσαν και μια ελαστική κουκούλα από ημιδιάφανο νάιλον που την αποστέρησε από τη δυνατότητα να βλέπει και ν’ ακούει καθαρά και μετά την κουβάλησαν σαν σακί μέσα σ’ ένα περιπολικό με περιστρεφόμενα φώτα που γέμιζαν τους δεντροφυτεμένους δρόμους της κομψής συνοικίας όπου έμενε η Λίτσα με κόκκινες και γαλάζιες αντανακλάσεις. Στη συνέχεια βρέθηκε σ’ ένα αστυνομικό τμήμα όπου, μόλις της αφαίρεσαν την ελαστική κουκούλα, ανακάλυψε ότι βρισκόταν στο εσωτερικό ενός κυβικού δωματίου με μεταλλικά τοιχώματα τοίχους και ταβάνι. Δεν ήταν μόνη. Απέναντί της, καθισμένο σε μια περιστρεφόμενη καρέκλα που στεκόταν μπροστά από έναν πίνακα με φωτεινές ενδείξεις, αντίκρισε έναν μεσόκοπο άνδρα. Τα χαρακτηριστικά του ήταν αυστηρά και φορούσε κάτι σαν ολόσωμη εργασιακή φόρμα. Κάτι στο παρουσιαστικό του την έκανε να καταλάβει ότι ήταν γιατρός. Αναρίγησε άθελά της όταν αντιλήφθηκε ότι και η ίδια βρισκόταν καθισμένη σε ένα κάθισμα που έμοιαζε με ανακλινούμενο κάθισμα οδοντιατρείου. Ολόγυρά της υπήρχαν παράξενα μηχανήματα που την στόχευαν με μεταλλικές ακίδες ενώ τα χέρια και τα πόδια της ήταν δεμένα μ’ ελαστικές ταινίες. Κατάλαβε ότι την είχαν βάλει σ’ έναν απ’ τους ανακριτικούς θαλάμους του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Ένιωσε την καρδιά της να παγώνει. Όπως και όλος ο υπόλοιπος κόσμος, έτσι και αυτή είχε ακούσει σημεία και τέρατα για τους τρομερούς εκείνους θαλάμους όπου διεξάγονταν ασύλληπτες ανακριτικές διαδικασίες, τόσο εξεζητημένες που αν και δεν προκαλούσαν την παραμικρή σωματική βλάβη στα θύματά τους, είχαν εκατό τις εκατό επιτυχία.

Ο μεσόκοπος άνθρωπος έπαψε να κοιτάζει τις ενδείξεις του πίνακα που έλαμπε μπροστά σου σαν χριστουγεννιάτικό δέντρο και της έστειλε ένα πλατύ χαμόγελο. Η Ήβη τρομοκρατήθηκε ακόμα περισσότερο. Ήταν ένα χαμόγελο εντελώς παγερό και επαγγελματικό, ένας μορφασμός που δεν έκρυβε καμία εσωτερική ζεστασιά.

-«Ξυπνήσατε βλέπω,» της είπε. «Λοιπόν, προτού αρχίσουμε τη δουλειά μας, θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι η σωματική σας υγεία, η οποία βρίσκεται σε πολύ ικκανοποιητικά επίπεδα παρεμπιπτόντως, δεν διατρέχει τον παραμικρό κίνδυνο. Ακόμα και αν ο οργανισμός σας αναπτύξει κάποιας μορφής αλλεργική αντίδραση στα σκευάσματα που θα διοχετευτούν στο κυκλοφοριακό σας σύστημα, μια άρτια εξοπλισμένη ιατρική μονάδα θα επέμβει άμεσα, αν βέβαια χρειαστεί.» Η φωνή του ήταν απαλή και βελούδινη, σχεδόν πατρική. Η Ήβη ένιωσε τα μάτια της να γεμίζουν με δάκρυα.

-«Τι θα μου κάνετε; Που είναι όλοι οι άλλοι;» τον ρώτησε με πνιγμένη φωνή.
Ο άγνωστος άντρας συμβουλεύτηκε τον πίνακα ελέγχου του, της έστειλε ένα δεύτερο χαμόγελο που έκανε το πρόσωπό του να λάμψει σαν προβολέας και της είπε.
-«Οι υπόλοιποι ανακρίνονται σε αντίστοιχες εγκαταστάσεις. Όσο για σας, δεν θα πρέπει να ανησυχείτε για το παραμικρό!»

Πάτησε ένα κουμπί και τα φώτα που γέμιζαν τον κυβικό θάλαμο με μια ασπριδερή ανταύγεια, έσβησαν. Η Ήβη ανοιγόκλεισε τα μάτια της και ανακάλυψε ότι βρισκόταν σ’ ένα μέρος εντελώς διαφορετικό, σε κάτι σαν μεταλλική ταράτσα που αιωρούταν καταμεσής ενός απροσδιόριστου χάους από στροβιλιζόμενα σύννεφα.

«Είναι μια παραίσθηση» ψιθύρισε στον εαυτό της για να πάρει κουράγιο, «εικόνες και αισθήσεις που διοχετεύονται απευθείας στον εγκέφαλό μου από ένα πρόγραμμα προσομοίωσης. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι αληθινό». Ωστόσο το ΕΝΙΩΘΕ αληθινό. Η μεταλλική επιφάνεια της τετράγωνης ταράτσας ήταν λεία σαν το γυαλί και κρύα και ένα απαλό αεράκι άγγιζε το πρόσωπο και τα χέρια της, τονίζοντας έτσι ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι αιωρούταν σ’ ένα πολύ μεγάλο ύψος. Και σιχαινόταν τόσο πολύ τα ύψη! Η ακροφοβία και η υψοφοβία ήταν οι χειρότερες φοβίες της. Ο ανακριτής το γνώριζε προφανώς και τις χρησιμοποιούσε εναντίον της.

Η Ήβη ένιωσε να παγώνει ολόκληρη, να καταλαμβάνεται από την παραλυτική φρίκη του χάους που έχασκε γύρω της για να την καταπιεί. Ξάπλωσε καταγής πάνω στη λεία και παγερή ταράτσα και έκλεισε τα μάτια της σφιχτά. Και ανακάλυψε ότι είτε τα έκλεινε είτε τα είχε ανοιχτά, ήταν το ίδιο ακριβώς πράγμα. Οι εικόνες του παράξενου εκείνου περιβάλλοντος δεν έσβηναν.

-«Κοιτάξτε,» τραύλισε μιλώντας στο κενό, «δεν χρειάζεται να το κάνετε αυτό. Θα σας πω την αλήθεια έτσι κι αλλιώς!»
-«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό,» της απάντησε ο ανακριτής του οποίου η φωνή ήχησε ξαφνικά ασώματη αλλά τόσο κοντινή, δίπλα στ’ αυτιά της, «απλά, για να επιβεβαιώσουμε την αυθεντικότητα των πληροφοριών που θα μας δώσετε, θα πρέπει να βρίσκεστε σ’ ένα επιθυμητό ψυχολογικό επίπεδο, σε μια κατάσταση ανεξέλεγκτου τρόμου δηλαδή που θα ουδετεροποιήσει όλες τις διανοητικές σας αντιστάσεις».

Η τετράγωνη ταράτσα άρχισε να γέρνει, όλο και περισσότερο, μέχρι που η Ήβη αναγκάστηκε ν’ αρπαχτεί με τα δάχτυλά της απ’ τις άκρες της προκειμένου να μην κατρακυλήσει στο κενό. Κοίταξε πανικόβλητη προς τα κάτω, προς το χάος που απλώνονταν κάτω απ’ τα πόδια της που πάσχιζαν να πιαστούν και αυτά στη λεία επιφάνεια της ταράτσας και αντίκρισε μια απεραντοσύνη από στροβιλιζόμενα σύννεφα που έμοιαζαν να φτάνουν σ’ απροσδιόριστο βάθος. Σφίχτηκε πιο πολύ πάνω στην ταράτσα και είπε αγκομαχώντας:
-«Εντάξει, εντάξει, θα σας πω ότι ξέρω!»

Ο αόρατος ανακριτής δεν της απάντησε. Αντίθετα η κλίση της ταράτσας συνέχισε ν’ αυξάνει μέχρι που έγινε εντελώς κάθετη. Η Ήβη ένιωσε τα δάχτυλά της να πονάνε αφόρητα καθώς προσπαθούσαν να συγκρατήσουν ολόκληρο το βάρος της. Μετά όμως μούδιασαν και ξαφνικά, σε μια εντελώς τρομακτική στιγμή, έχασε το άρπαγμά της γλίστρησε κατά μήκος της ταράτσας που τώρα είχε μεταβληθεί πια σε τοίχο και γκρεμίστηκε στο κενό.

Ακολούθησε μια εντελώς φρικιαστική πτώση στο τίποτα, με τον αέρα να σφυρίζει καθώς εκείνη στροβιλίζονταν μέσα στα σύννεφα. Άρχισε να ουρλιάζει καθώς ο στροβιλισμός της αυξανόταν όλο και περισσότερο και ένιωσε ότι διαλυόταν σιγά-σιγά απ’ την ταχύτητα της τρομερής εκείνης πτώσης. Και μετά έχασε τις αισθήσεις της και βυθίστηκε σε μια σπλαχνική λιποθυμία. Όμως αυτό δεν ήταν το τέλος εκείνης της τρομερής δοκιμασίας γιατί με το που ξύπνησε βρέθηκε ξανά να πέφτει, όλο και πιο γρήγορα και να στροβιλίζεται με τέτοια ορμή που της φάνηκε ότι το κεφάλι της κόντευε να διαλυθεί, μέχρι που λιποθύμησε και πάλι και μετά ξανά-ξύπνησε, ξανά και ξανά, πέφτοντας συνέχεια, λες και ολόκληρη η ύπαρξή της είχε μετατραπεί σε μια σειρά από εφιάλτες που ο ένας έδινε τη θέση του στον άλλο. Κάποια στιγμή έχασε την αίσθηση του χρόνου και της φάνηκε ότι μιλούσε μηχανικά αλλά τελικά έπαψε να θυμάται το παραμικρό και το μυαλό της σταμάτησε να δουλεύει.




7



Πέρασε πάνω από μια βδομάδα μέχρι να συνέλθει. Έμεινε κλεισμένη στο διαμέρισμά της, πολύ τρομαγμένη για να βγει έξω και ν’ αντιμετωπίσει τον έξω κόσμο, μέχρι τη στιγμή που η Λίτσα μπήκε μέσα με το έτσι θέλω και την υποχρέωσε να πλυθεί και να φάει ένα κανονικό γεύμα. Ήταν μια Λίτσα εντελώς διαφορετική από το άτομο που νόμιζε ότι γνώριζε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η ελαφρόμυαλη καλοζωισμένη και κυνική κοπέλα είχε κάνει φτερά και τη θέση της είχε πάρει μια δυναμική, σοβαρή και οργισμένη γυναίκα. Της εξήγησε ότι εδώ και αρκετό καιρό οι αστυνομικές αρχές ανησυχούσαν για την αυξανόμενη έκταση της δυσαρέσκειας και της παραβατικής συμπεριφοράς που παρουσίαζαν α ηλικιακά νεότερα τμήματα του πληθυσμού της χώρας. Είχαν οργανώσει λοιπόν ένα δίκτυο εθελοντικής παρακολούθησης βάσει του οποίου οποιοσδήποτε πολίτης μπορούσε να συνδεθεί με νανοκάμερες και νανομικρόφωνα που μετέδιδαν σε εικοσιτετράωρη βάση στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης δεδομένα που αποδείκνυαν ότι κάποιος παρουσίαζε παραβατικές τάσεις.

Το ζευγάρι με το οποίο συζητούσε ο Φώτης εκείνο το βράδυ, ήταν προφανώς καταδότες. Της είπε επίσης ότι ο Φώτης, επειδή στο παρελθόν είχε αναμειχθεί σε παρόμοιες συζητήσεις και είχε εκφράσει εξίσου εξτρεμιστικές απόψεις, κρατούνταν ακόμα στο τμήμα και ότι κατά πάσα πιθανότητα θα καταδικάζονταν σε πολύμηνη φυλάκιση. Και πραγματικά, πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος προτού τον ξαναδεί. Μέχρι τότε είχε μεταμορφωθεί σε μια θυμωμένη επαναστάτρια που περνούσε τα βράδια της συμμετέχοντας σε με συνωμοτικές συζητήσεις εκτός υπερδικτύου, που διένειμε επαναστατικά spams και mails μέσω καμουφλαρισμένων servers που οι άνθρωποι του Υπουργείου δεν κατάφερναν να εντοπίσουν και που ένιωθε όλο και πιο αηδιασμένη με όλα αυτά που συνέβαιναν γύρω της. Έτσι λοιπόν, όταν ξανασυναντήθηκε με τον Φώτη, η μάλλον με μια πολύ αδυνατισμένη και ταλαιπωρημένη του εκδοχή, δεν εξεπλάγη καθόλου όταν έμαθε ότι στην πραγματικότητα ανήκε σε μια οργάνωση που ασπάζονταν τις ίδιες ιδέες. Και αυτή δεν ήταν άλλη από την τρομοκρατική οργάνωση «Μ.Α.ΝΙ.Α» Τον φιλοξένησε στο σπίτι της και ο δεσμός τους έγινε πολύ στενότερος. Και τώρα, απόψε, με τον ερχομό της νύχτας, θα ερχόταν η στιγμή της τελικής δικαίωσης.




8


Τα φώτα της Αθήνας άρχισαν να χάνονται πέρα απ’ τα παράθυρα του θαλάμου, το ένα μετά το άλλο, σαν κεριά που τα ‘σβηνε η ανάσα ενός αόρατου τέρατος. Ο αστραφτερός γαλαξίας από φωτισμένα παράθυρα ξεφλουδισμένων πολυκατοικιών και δημόσιων κτιρίων που σχημάτιζαν κάθε βράδυ, βυθίστηκε σε μια λίμνη αρχαίου σκοταδιού.

–«Η επίθεσή μας θα είναι συντονισμένη,» της είχε εξηγήσει ο Φώτης, «οι ιοί που έχουμε φυτέψει στα συστήματα της χώρας θα ενεργοποιηθούν σε σειριακή μορφή. Πρώτα θα παραλύσουν τα συστήματα συγκοινωνιών. Στη συνέχεια θα κάψουμε τα λειτουργικά συστήματα των σωμάτων ασφαλείας. Μετά, όταν δύσει ο ήλιος, θα καταστραφούν τα συστήματα δημόσιας ηλεκτροδότησης και στη συνέχεια η επίθεση θα γίνει πιο συγκεκριμένη. Θα ξεκινήσουμε από τα νοσοκομεία και τα Ιδρύματα ευγηρίας και τελευταία θα τινάξουμε στον αέρα όλα τα επικοινωνιακά δίκτυα έκτακτης ανάγκης. Μετά, θα αναλάβουν τον έλεγχο οι ομάδες κρούσης, ύστερα από μάχες σώμα με σώμα. Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα αποτυχίας. Έχουμε γίνει τόσοι πολλοί πια που ακόμα και αν συναντήσουμε αντίσταση, θα είναι πολύ εύκολο να την καταπνίξουμε. Μέχρι το πρωί κανένας υπέργηρος δεν θα στέκεται όρθιος!»

Η Ήβη πήρε το κινητό της στα χέρια της και περίμενε. Πέρασε άλλη μισή ώρα και τα φώτα του θαλάμου άρχισαν να τρεμοσβήνουν. Μετά η οθόνη του κινητού άναψε και το μήνυμα που εμφανίστηκε αποτελούταν από μια και μόνο λέξη: «ΞΕΚΙΝΑ.»

Μπήκε στο θάλαμο των ηλικιωμένων και κινούμενη μηχανικά, λες και κάτι ξένο είχε αναλάβει τον έλεγχο του σώματός της, άρχισε να βγάζει μία-μία τις πρίζες που τροφοδοτούσαν τα συστήματα συντήρησης ζωής των ασθενών της. Σαν σκοτεινός άγγελος του θανάτου, πέρασε μπροστά απ’ το κάθε κρεβάτι και με κοφτές κινήσεις αποσύνδεε καλώδια και κατέβαζε διακόπτες. Στη συνέχεια στάθηκε όρθια, στο κέντρο του θαλάμου, και παρακολούθησε τις φωτεινές ενδείξεις τους να σβήνουν σταδιακά, το απαλό βουητό των μηχανισμών που γέμιζαν τους ετοιμόρροπους πνεύμονες των κοιμισμένων γερόντων να δίνει τη θέση του στη σιωπή. Τους παρακολούθησε με μάτια ανέκφραστα να πεθαίνουν, να βγάζουν απαλά αγκομαχητά, τα πρόσωπά τους να παραμορφώνονται στιγμιαία καθώς έκαναν μια ύστατη προσπάθεια να αναπνεύσουν, τα χέρια τους να κάνουν αδύναμες κινήσεις, λες και προσπαθούσαν ν’ αδράξουν τον αποστειρωμένο αέρα του θαλάμου. Στη συνέχεια τα φώτα του θαλάμου έσβησαν τελειωτικά και ολόκληρο το νοσοκομείο πλημμύρισε από ένα πυκνό σκοτάδι. Άκουσε ανθρώπους να τρέχουν στους διαδρόμους πανικόβλητοι, άλλους να χτυπάνε τις πόρτες των ανελκυστήρων μέσα στους οποίους είχαν εγκλωβιστεί. Το απαλό θρόισμα των συστημάτων εξαερισμού έσβησε και αυτό και ακόμα και οι μακρινές σειρήνες των συναγερμών που άρχισαν να ακούγονται από τον έξω κόσμο, σταμάτησαν να ηχούν.




9


Η Ήβη πήρε μια βαθιά αναπνοή. Όλα είχαν τελειώσει. Η επανάσταση είχε ολοκληρωθεί. Βγήκε με βήματα αργά και προσεκτικά από το θάλαμο που τώρα έμοιαζε με σιωπηλό κενοτάφιο, διέσχισε το διάδρομο όπου έτρεχαν πανικόβλητοι άνθρωποι με φακούς στα χέρια, όλοι τους εργαζόμενοι της κλινικής που μάταια προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν το παλιρροϊκό κύμα του θανάτου που θέριζε τους ασθενείς τους, και μπήκε σε μια τουαλέτα. Εκεί πέρα, στάθηκε μπροστά σ’ ένα καθρέφτη, άναψε τον φακό που έκρυβε στην τσέπη της ιατρικής της ρόμπας και φώτισε το πρόσωπό της.

Απέμεινε ακίνητη, μόνη μέσα στη σιωπή, να κοιτάζει το είδωλό της που την ατένιζε μέσα απ’ το γυαλί του καθρέφτη σαν φωτεινό νησί που περιβάλλονταν από έναν ωκεανό αδιάσπαστης μαυρίλας. Χάιδεψε τα μαύρα της μαλλιά με το ελεύθερο χέρι της και έμεινε να κοιτάζει σιωπηλή αυτό που ξεχώριζε ανάμεσά τους σαν λεπτή ίνα από ασβέστη:
Μια άσπρη τρίχα.



Ερρίκος Σμυρναίος,Copyright 2009

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

Ο ΘΝΗΤΟΣ


Ο νυχτερινός άνεμος σφύριζε, χαϊδεύοντας τους ψηλούς βράχους του χερσότοπου και περνώντας ανάμεσά τους, σηκώνοντας ξερό χώμα από το τραχύ, πετρώδες έδαφος και στέλνοντάς το στα μάτια του ταξιδιώτη, ο οποίος προσπαθούσε να προστατέψει το πρόσωπό του μέσα στην κουκούλα της κάπας του.
Επρόκειτο για μια φιγούρα μετρίου αναστήματος, που δε θα μπορούσε κανείς να καθορίσει το φύλο ή την ηλικία της, κοιτάζοντας το ντύσιμό της ή τον τρόπο που βάδιζε•, γιατί φορούσε ρούχα τριμμένα από το ταξίδι και μπότες έτοιμες να διαλυθούν, ενώ το βήμα της ήταν, στην πραγματικότητα, μια σειρά από ακανόνιστα τρεκλίσματα. Ίσως ο ταξιδιώτης να έκρυβε κάποιο τραύμα μέσα στην κάπα του -αν και αίμα δε φαινόταν να τρέχει- ή ίσως, απλά, να είχε εξαντληθεί από τη μακρινή του πορεία.

Πάντως, δεν ήταν μόνος στην ερημιά που απλωνόταν ως τα πέρατα του ορίζοντα. Ένα πλάσμα τον ακολουθούσε, με τη μορφή του δυσδιάκριτη στο αχνό φεγγαρόφωτο της νύχτας. Θα μπορούσε να είναι τετράποδο, αλλά και δίποδο, επειδή, καθώς κινείτο, μια έτρεχε στα τέσσερα μια βάδιζε στα δύο. Όμως πάντα τα νύχια του γυάλιζαν, όπως επίσης και τα στενά του μάτια. Τι μπορεί να ήθελε από τον ταξιδιώτη, ο άνεμος δε γνώριζε• μα ήταν φανερό πως τον παρακολουθούσε σε κάθε του βήμα, χωρίς φανερή διάθεση να του επιτεθεί. Πιθανώς να περίμενε κάτι…

Υπήρχαν πολλές αιτίες που θα μπορούσαν να κάνουν έναν άνθρωπο να τρεκλίζει -- κούραση μετά απο κοπιαστική δουλειά, κάποιο δηλητήριο που μόλις άρχιζε να επιδρά, ίσως και μια νύχτα πνιγμένη στο πιοτό. Τίποτα απ'όλα αυτά όμως δεν ίσχυαν πάνω στον συγκεκριμένο άντρα. Όχι, η αιτία ήταν κάτι που ο ίδιος -ένας απλός στρατιώτης- δεν μπορούσε να κατανοήσει.

Δεν είχε καταλάβει τι συνέβη τότε που μπήκε σ'εκείνη την απομονωμένη σπηλιά. Το μόνο που θυμόταν ήταν... χρώματα. Πολλά και περίεργα χρώματα, και ύστερα πόνος. Μεγάλος πόνος.

Ένα πράγμα ήξερε: Έπρεπε να φτάσει στην Πρώτη Πληγή, τα ερείπια που κάποτε ήταν ναός αφιερωμένος στα Πνεύματα.

Πριν απο την είσοδο του σ'εκείνη την τρισκατάρατη σπηλιά δεν γνώριζε τίποτα για τον εν λόγω ναό, ούτε για την ύπαρξη του, ούτε για το που βρισκόταν. Το τελευταίο του έγινε γνωστό αμέσως μόλις συνήλθε απο τα πρόσφατα συμβάντα, σαν κάποιος να είχε χαράξει ένα χάρτη στο μυαλό του, και να είχε σημείωσει ειδικά αυτή την τοποθεσία.

Δεν ήξερε γιατι έπρεπε να πάει εκεί, όμως θα πρέπει να ήταν κάτι μεγάλης σημασίας, γιατι δεν μπορούσε να σταματήσει. Απλώς περπατούσε, δίχως σταματημό, χωρίς να κουράζεται.

Απο τη στιγμή που ξεκίνησε το ταξίδι ένιωθε σαν κάτι να έχει αλλάξει μέσα του... σαν κάτι να του λείπει. Κι'όμως, ό,τι κι'αν ήταν αυτό που του έλλειπε, δεν είχε αφήσει πίσω του κενό. Είχε αντικατασταθεί με κάτι άλλο, το οποίο μέρα με τη μέρα έκανε την νοσταλγία για... αυτό που του έλειπε διαρκώς μεγαλύτερη.

Είχε την ελπίδα οτι μόλις έφτανε στην Πρώτη Πληγή θα το έβρισκε, ό,τι κι'αν ήταν αυτό. Το γεγονός αυτό όμως τον ενοχλούσε, τον έκανε να νιώθει όλο και πιό αδύναμος.

Ώρες-ώρες είχε την υποψία πως τον... κατάπινε απο μέσα του. Ήλπιζε πως αυτό το πράγμα θα έφευγε μόλις ο ίδιος έφτανε στον ναό. Μετά απο κάμποσες ακόμα ώρες μπόρεσε να διακρίνει μεγάλους ογκόλιθους στον ορίζοντα, και μόλις έπεσε η ματιά του επάνω τους, ήξερε οτι η Πρώτη Πληγή ήταν πιο κοντά απο ποτέ.

Με ανανεωμένη την ελπίδα συνέχισε, χωρίς να δίνει σημασία στο γεγονός οτι οι μπότες του ήταν πλέον μισοδιαλυμένες, παρα μόνο κοιτάζοντας τον μεγάλο ασημένιο δίσκο που τον έλουζε με ένα σχεδόν απόκοσμο φώς.



**********



Δεν θα έχει καταλάβει τίποτα ο ηλίθιος, αυτό είναι σίγουρο, αναλογίστηκε το πλάσμα που -κρατώντας πάντα μια απόσταση- ακολουθούσε τον μοναχικό ταξιδιώτη.

Χάρη στις έμφυτες ικανότητες του κατάφερνε να κρύβεται απο την ματιά του θνητού -- ικανότητες που ακόμα και ο πιο αδύναμος Εφιάλτης διέθετε. Η ώρα έχει φτάσει, γι'αυτό είμαι σίγουρος, σκέφτηκε.

Ναι, η ώρα πράγματι είχε φτάσει. Η ώρα που οι Εφιάλτες θα μπορούσαν -επιτέλους!- να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις δυνάμεις τους, και να εξαπλωθούν στον κόσμο. Παιδιά του Σκότους, ζούσαν -αν μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς ζωή αυτό που περνάμε- μέσα στο Σκότος, και κάθε μέρος οπου το Σκότος είχε επιρροή.

Είτε ήταν το υποσυνείδητο ενός εγκληματία, είτε οι ερεβώδεις σκιές ενός υπογείου, είτε ένα αχανές και σκοτεινό τοπί
o όπως αυτό εδώ, οι Εφιάλτες υπήρχαν. Η ίδια τους η ύπαρξη βασιζόταν στο Σκότος, και, κατανοώντας τη φύση τους, υπήρχε δυνατότητα η δύναμη τους να φτάσει σε επικίνδυνα -για τους θνητούς- επίπεδα.

Όμως αυτό ποτέ δεν είχε συμβεί ως τώρα -- οι δυνάμεις τους περιορίζονταν κυρίως στο να κρύβονται και να ξεγελούν τους θνητούς. Μπορούσαν να γίνονται ένα με το σκοτάδι, να τρυπώνουν στις πιο αμαρτωλές και σκοτεινές σκέψεις κάποιου και να βρίσκουν καταφύγιο εκεί, ή ακόμα και να εισέρχονται στις σκιές των θνητών, δημιουργώντας καρικατούρες και φρικωδίες και τρομάζοντας τους.

Όλα αυτά, ο συγκεκριμένος Εφιάλτης τα θεωρούσε γελοία. Μα τώρα είχε νιώσει το Κάλεσμα, το είχε νιώσει απο τη στιγμή που αυτός εδώ ο θνητός είχε μπει στη σπηλιά. Αχ και νά 'ξερε τι ήταν αυτό που αντιμετώπισε μέσα στη σπηλιά. Σίγουρα τα πόδια του δεν θα τον κράταγαν απ'το φόβο.

Δεν ήταν και λίγο να αντιμετωπίσεις την ίδια την Κόρη του Χάους, και μάλιστα να μπει μέσα σου! Αυτό ήταν κάτι το αδιανόητο, που ο Εφιάλτης δεν μπορούσε να καταλάβει.

Πως μπόρεσε η θνητή του σάρκα να αντέξει τέτοια ισχύ; Δεν τον ένοιαζε και πάρα πολύ βέβαια. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν το αποτέλεσμα -- η εξάπλωση των Εφιαλτών. Ω, ναι.Το έχουμε συμφωνήσει. Εκείνη θα μας αφήσει να ταξιδέψουμε μέσω Αυτής, και εμείς θα τη βοηθήσουμε να εξαπλωθεί σε όλη την Ύπαρξη. Με τη βοήθεια Αυτής το ταξίδι μας θα είναι πιο εύκολο, και οι δυνάμεις μας δεν θα έχουν φραγμό. Ω ναι, αυτή θα είναι μια επεισοδιακή νύχτα...




**********



Δεν άντεχε άλλο. Η οντότητα μέσα του –τώρα πια ήταν σίγουρος ότι μέσα του υπήρχε κάτι ζωντανό- με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε τον απομυζούσε όλο και πιο πολύ. Τώρα πια ήξερε ότι μόνο ένα πράγμα θα τον γλύτωνε από τα μαρτύριο του: Ο θάνατος. Και, τώρα που τον είχε αποδεχτεί, τον αποζητούσε με κάθε του ανάσα, με κάθε του βήμα, με κάθε χτύπο της καρδιάς του.

Ο δρόμος του είχε μετατραπεί σε μια ατέλειωτη πορεία προς το Τέλος, εκεί οπου τα πάντα θα τέλειωναν για αυτόν, και το φορτίο δεν θα ήταν πια δικό του. Διαισθανόταν πως κάτι σημαντικό θα συνέβαινε μόλις αυτός θα έφτανε στο ναό, και παρατήρησε πως ακόμα και η συμπεριφορά της φύσης είχε αλλάξει˙ έπρεπε να έχει ξημερώσει εδώ και ώρες.

Έφτασε προς τα ερείπια, τα οποία έδιναν την εντύπωση πως ήταν τόσο παλαιά, που κι’ο Χρόνος ακόμα τα είχε ξεχάσει. Ογκόλιθοι μισοχωμένοι στο έδαφος, λεπτές στήλες με σύμβολα χαραγμένα επάνω τους, πέτρινα καρφιά που εξείχαν, απειλητικά σχεδόν, από το χέρσο έδαφος. Η ψύχρα έδωσε τη θέση της στην άπνοια, καθώς ο άντρας κατευθύνθηκε παραπατώντας μέχρι το κέντρο των ερειπίων.

Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε, και ο ταξιδιώτης ένιωσε τη μεγάλη δύναμη που επρόκειτο να απελευθερωθεί. Τα σύμβολα στις πέτρες ξάφνου απέκτησαν ζωή˙ άρχισαν να λικνίζονται και να τρεμοπαίζουν πάνω στην πέτρα, περικυκλωμένα από μια απόκοσμη λάμψη.

Για μια στιγμή, ο άντρας πάγωσε στη θέση του. Ύστερα, νιώθοντας ένα κύμα ενέργειας να προσπαθεί να βρεί δίοδο για να βγεί μέσα από το σώμα του, τεντώθηκε ολόκληρος. Σπασμοί διέτρεξαν όλο το κορμί του, και σε κάθε τράνταγμα ένιωθε και ένα κόκκαλο του να θρυμματίζεται. Δεν είχε ξανανιώσει τέτοιο πόνο.

Αισθανόταν σαν να είχε τοποθετηθεί στη σιδερένια αγκάλη μιας μέγγενης, που τον διέλυε σιγά-σιγά. Ένιωσε να καίγεται. Μύρισε την καμμένη σάρκα του.

Ούρλιαξε.




**********



Ο Εφιάλτης χαμογέλασε ευχαριστημένος. Είδε τα ερείπια να πυρώνουν, είδε τον άντρα τεντώνεται, να καίγεται, το σώμα του να διαλύεται. Και τώρα, το καλύτερο.

Το έδαφος τραντάχτηκε, σημαίνοντας τον ερχομό των ομόφυλων του. Ο χερσότοπος πλημμύρισε από δεκάδες, χιλιάδες Εφιάλτες. Όλοι τους είχαν πάρει την μορφή του Ζώου του Σκότους: Μισοί θηρία, μισοί καθαρό σκοτάδι, αυτή ήταν η δυνατότερη μορφή που μπορούσαν να πάρουν προς το παρόν.

Το πλήθος συγκεντρώθηκε γύρω από το ναό, που τώρα πια ήταν τυλιγμένος σε εξώκοσμες φλόγες. Γρυλίσματα, ο ήχος νυχιών που ξύνεται στο χώμα, αλλόκοτες φωνές σε γλώσσες πρωτάκουστες και το διαρκές υπόκωφο βουητό που συνόδευε την ισχυρή παρουσία του Σκότους σε ένα μέρος, συνέθεταν μια εφιαλτική μελωδία που έκανε ακόμα και τον αέρα να ανατριχιάσει, και να πάψει να «χαϊδεύει» το συγκεκριμένο μέρος με απαλές ριπές ψύχρας.

Τότε, αναπάντεχα, η φωτιά έσβησε, αφήνοντας στη θέση της στάχτη, και καψαλισμένα ερείπια. Οι Εφιάλτες ήξεραν ότι η ώρα είχε φτάσει. Ένας-ένας στην αρχή, και ύστερα όλοι μαζί, ορμούσαν προς το κέντρο των ερειπίων, απ’όπου εκτινάσσονταν στον αέρα από ένα πολύχρωμο συντριβάνι, και εξαφανίζονταν.

Χιλιάδες σκιές γέμισαν τον ουρανό τότε, και όσο ξαφνικά είχαν εμφανιστεί, έτσι εξαφανίστηκαν. Κάτι δεν πάει καλά, συλλογίστηκε ο Εφιάλτης, βλέποντας πως ανάμεσα στους ομόφυλους του είχε δημιουργηθεί αναταραχή. Οργισμένες φωνές έφτασαν στα αυτιά του: «Μας πρόδωσε! Αυτή μας πρόδωσε! Καταραμένη να είναι!» ούρλιαζε κάποιος, καθώς χανόταν μέσα στον κυκεώνα χρωμάτων του Συντριβανιού.

Τότε, ο Εφιάλτης κατάλαβε. Μας αφήνει να ταξιδέψουμε μέσα της, αλλα δεν μας αφήνει να βγούμε. Τι άλλο θα μπορούσαμε να περιμένουμε από την Κόρη του Χάους; Όσο δυνατοί κι’αν γίνουμε, δεν θα μπορούμε να κάνουμε τίποτα, παρα μόνο μέσω Αυτής. Αλλα πώς;

Τα μάτια του στράφηκαν προς τις στάχτες του ταξιδιώτη. Δεν ήξερε αν ήθελε να γελάσει, ή να κλάψει. Αυτό που ήξερε όμως, ήταν ότι δεν θα ακολουθούσε τους άλλους. Όχι, δεν θα παραδινόταν σε Αυτήν.

Χαμένος μέσα στις σκέψεις του, δεν κατάλαβε ότι ήταν πια μόνος. Το συντριβάνι είχε εξαφανιστεί. Το μόνο που έμεινε ήταν… στάχτες. Καθώς και διάσκορπες λακούβες γεμάτες με νερό. Ώστε έβρεξε; Δεν καταλάβαμε τίποτα…

Την ώρα που προσπερνούσε μια λακούβα, κοίταξε την αντανάκλαση του. Παραπάτησε σαστισμένος και τρομαγμένος συνάμα, καθώς αντίκρυσε το είδωλο του, τη μορφή ενός θνητού.

Τη μορφή ενός ανθρώπου.




Ξωτικό-νεραιδόπαρμένος Φαντασιόπληκτος Με Οργιώδης Φαντασία Συγγραφέας


Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009

ΤΟ ΣΙΩΠΗΛΟ ΧΩΡΑΦΙ


1


Γεννήθηκα τυφλή, χωρίς οπτικά νεύρα, το αποτέλεσμα κάποιας απρόβλεπτης γενετικής μετάλλαξης το δίχως άλλο αφού στην οικογένεια μου δεν υπάρχει κανένα παρόμοιο ιστορικό. Ο κόσμος μου αποτελείται από ήχους και οσμές, από γεύσεις και αποστάσεις που έμαθα να καταγράφω με πολύ μεγάλη ακρίβεια και απ’ τον ανεξάντλητο πακτωλό των πληροφοριών που δέχεται η υπερευαίσθητη επιδερμίδα μου. Μια καλοκαιριάτικη μέρα για παράδειγμα αποτελείται απ’ το ζεστό άγγιγμα του ήλιου πάνω στο πρόσωπο και τα χέρια μου και απ’ το χαρούμενο τραγούδι των πουλιών που πεταρίζουν ανάμεσα στις φυλλωσιές των ψηλών δέντρων που φυτρώνουν στον κήπο του σπιτιού που μοιράζομαι με τους γονείς μου. Ύστερα είναι η αίσθηση του απαλού αγγίγματος του ζεστού αέρα που ρέει γύρω μου σαν μεταξένιο χάδι, φορτωμένος με αμέτρητα διαφορετικά αρώματα ανθισμένων λουλουδιών, η αψιά μυρωδιά της απέραντης θάλασσας που μουγκρίζει σαν κοιμισμένο θηρίο και η μεθυστική ευωδιά του φρεσκοκομμένου γκαζόν που δέχεται τις πρώτες στάλες του ποτιστικού συστήματος που το κρατάει ζωντανό.

Σε γενικές γραμμές θεωρώ ότι έχω γίνει πολύ καλή στο ν’ αντιλαμβάνομαι το περιβάλλον μου χωρίς τη βοήθεια της όρασης. Μπορώ για παράδειγμα να υπολογίσω με μεγάλη ακρίβεια το πόσο μακριά βρίσκεται κανείς απ’ το ρυθμικό ήχο που κάνουν τα παπούτσια του καθώς διασχίζει την επίπεδη επιφάνεια ενός πεζοδρομίου. Αναγνωρίζω γνωστούς και φίλους απ’ τον τρόπο που κινούνται και είμαι σε θέση να σχηματίσω μια νοερή εικόνα του γύρω χώρου παρατηρώντας τον τρόπο που ανακλώνται οι διάφοροι ήχοι πάνω στ’ αντικείμενα που τον αποτελούν. Έμαθα επίσης να διαβάζω τον χαρακτήρα των ανθρώπων απ’ τη φωνή τους. Αυτοί που νιώθουν καλοσύνη μιλάνε απαλά, σαν να χαϊδεύουν τον αέρα που εκπνέουν. Μοιάζουν να περιβάλλονται από τις φυσαλίδες μιας ατόφιας γαλήνης που είναι γεμάτες θαλπωρή ενώ κάποιοι άλλοι που είναι αλαζονικοί επιπόλαιοι ή φθονεροί, μιλάνε κοφτά, με φωνές ρηχές και μεταλλικές, σαν να λαχανιάζουν απ’ την προσπάθεια που καταβάλουν για να επιβληθούν πάνω στους άλλους. Άλλοι πάλι ακούγονται άτονοι, σαν εξαντλημένοι. Αυτοί είναι σίγουρο ότι υποφέρουν από κατάθλιψη.

Κάτι που παλιά μ’ εκνεύριζε πολύ και που ακόμα και σήμερα με κουράζει αρκετά, είναι τα συναισθήματα του οίκτου και της αμηχανίας που πολλοί απ’ αυτούς που μου μιλούν προσπαθούν μάταια να κρύψουν. Η ψεύτικη ευγένεια επίσης, αυτός ο γλυκερός τόνος και το γελοίο τράβηγμα της φωνής, είναι κάτι που ανέκαθεν μ’ έκανε πυρ και μανία. Όταν ήμουν μικρή φερόμουν επίτηδες προσβλητικά σ’ όποιον μου μιλούσε έτσι, μόνο και μόνο για να νιώσω την ικανοποίηση ν’ ακούσω την υποκριτική συμπεριφορά του να δίνει τη θέση της σε μια πολύ πιο γνήσια οργή και επιθετικότητα. Σε γενικές γραμμές πάντως, ανέκαθεν με εξέπληττε το πόσο πολύ οι αρτιμελείς άνθρωποι βασίζονται στην αίσθηση της όρασης. Με τα δικά μου κριτήρια είναι σχεδόν ελαττωματικοί, αξιολύπητα πλάσματα που το σκοτάδι τους μετατρέπει σε αβοήθητους ανάπηρους. Θυμάμαι ακόμα και σήμερα εκείνη τη νύχτα που κόπηκε το ρεύμα, τότε που μόλις είχαμε μετακομίσει στο καινούργιο μας σπίτι στην εξοχή και οι γονείς μου δεν είχαν προσαρμοστεί ακόμα στο καινούργιο περιβάλλον. Μέχρι να βρουν σπίρτα φακούς και αναπτήρες σκόνταφταν εδώ και εκεί σαν ζαλισμένες νυχτερίδες και αν δεν υπήρχα και εγώ για να βοηθήσω την όλη κατάσταση, σίγουρα θα είχαμε θρηνήσει θύματα!

Όταν ζούσαμε ακόμα στην Αθήνα, πήγαινα σ’ ένα ειδικό σχολείο για τυφλά παιδιά. Αν και περνούσα αρκετά καλά εκεί πέρα και είχα κάνει πολλούς φίλους, δεν ήμουν ευτυχισμένη. Το περιβάλλον της Αθήνας με κούραζε πολύ γιατί με δυσκόλευε αφάνταστα στις μετακινήσεις μου. Τα πεζοδρόμια τα γεμάτα με λακκούβες και διπλο-παρκαρισμένα αυτοκίνητα, οι τηλεφωνικοί θάλαμοι με τις στενές βάσεις, οι καρέκλες και τα τραπέζια που οι διάφορες καφετέριες έβαζαν όπου τους κατέβαινε, αποτελούσαν εμπόδια που μετέτρεπαν τις καθημερινές μου διαδρομές σε ψυχοφθόρες περιπέτειες. Ο βρώμικος αέρας, τα εκκωφαντικά κορναρίσματα των αυτοκινήτων και οι πειραγμένες εξατμίσεις των ανεγκέφαλων μηχανόβιων που αλώνιζαν στους δρόμους με μπέρδευαν και με ζάλιζαν και αν δεν υπήρχε ο Τζακ, ο πανέξυπνος σκύλος-οδηγός μου που δεν με άφηνε ποτέ να ξεμυτίζω μόνη απ’ το σπίτι, θα είχα μετατραπεί σε μια αγοραφοβική ερημίτισσα!

Όταν λοιπόν ο πατέρας μου συνταξιοδοτήθηκε και μας πρότεινε να μετακομίσουμε στην επαρχία για ν’ αρχίσουμε μια καινούργια, πιο φυσιολογική (όπως το έθεσε) ζωή, συμφώνησα μαζί του με μεγάλη προθυμία αν και με στεναχωρούσε η σκέψη ότι θ’ απομακρυνόμουν απ’ όλους τους φίλους που είχα κάνει στο σχολείο. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα χανόμουν, ότι θα επικοινωνούσα μαζί τους τηλεφωνικά ή μέσω του skype. Αγόρασα λοιπόν ένα καλό lap-top με ασύρματη σύνδεση, εξειδικευμένο λογισμικό και ειδικό πληκτρολόγιο με ανάγλυφα σύμβολα, ειδικά φτιαγμένα για τυφλούς ανθρώπους και συμμετείχα με ενθουσιασμό στις προετοιμασίες.

Εγκατασταθήκαμε λοιπόν σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη, λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ την Κόρινθο, σε μια μονοκατοικία που περιβαλλόταν από έναν μεγάλο και κατάφυτο κήπο. Ένιωσα πολύ ανακουφισμένη απ’ αυτή την αλλαγή και έτοιμη να ξεκινήσω μια καινούργια, πιο ήρεμη ζωή. Βρήκα δουλειά ως τηλεφωνήτρια σε μια εταιρεία που τα γραφεία της βρίσκονταν στην Κόρινθο, με τη βοήθεια κάποιου οικογενειακού φίλου που γνώριζε τον διευθυντή προσωπικού, και οργάνωσα τη ζωή μου όσο πιο καλά μπορούσα. Τακτοποίησα όλα τα βιβλία μου τα γραμμένα με το σύστημα μπράιγ και τα CD που είχα μαζέψει στα ράφια της βιβλιοθήκης του καινούργιου μου δωματίου, έβαλα σε τάξη τις αγαπημένες μου ταινίες, ειδικά αυτές όπου πρωταγωνιστούσε η Μπάρμπαρα Στρέηζαντ η οποία είναι η χαρά κάθε τυφλού γιατί μιλάει πάντα ΤΟΣΟ πολύ, τακτοποίησα σε αλφαβητική σειρά τα ηχογραφημένα θεατρικά έργα που μου άρεσε ν’ ακούω κάθε βράδυ προτού με πάρει ο ύπνος και ύστερα, αφού ξεμπέρδεψα με όλα αυτά, άρχισα να εξερευνώ τους γύρω δρόμους με τη βοήθεια του πιστού και υπάκουου σκύλου μου. Τότε ήταν που ανακάλυψα για πρώτη φορά το δρόμο που περνούσε δίπλα στο σιωπηλό χωράφι.



2



Η συγκεκριμένη τοποθεσία βρισκόταν χίλια πεντακόσια βήματα περίπου μακριά απ’ το σπίτι μας, προς τη μεριά της θάλασσας. Απλωνόταν δίπλα σ’ ένα ασφαλτοστρωμένο δρόμο που κατέληγε σε μια παραλία που ήταν γεμάτη με καφετέριες και μοσχομυριστά ζαχαροπλαστεία. Ήταν ένα αρκετά μοναχικό και αφρόντιστο σημείο γιατί ποτέ δεν είχα ακούσει κάποιο τρακτέρ να τ’ οργώνει ενώ οι μόνες μυρωδιές που επικρατούσαν εκεί πέρα ήταν η έντονη οσμή της υγρής γης όταν έβρεχε και το διάχυτο άρωμα της μαργαρίτας του θυμαριού και του άγριου βασιλικού τις μέρες που είχε ήλιο. Κάθε φορά που περνούσα από ‘κει πέρα χτυπώντας ρυθμικά και κάπως επιδεικτικά το μπαστούνι μου πάνω στην πολυκαιρισμένη άσφαλτο, ένιωθα κάπως άβολα, ευάλωτη, μ’ έναν απροσδιόριστο τρόπο που μ’ εκνεύριζε πολύ. Λες και περνούσα δίπλα απ’ τη φωλιά ενός θηρίου που κοιμόταν. Βασικά, είχα προσέξει κάποια πράγματα που μ’ έκαναν να νιώθω παράξενα. Καταρχήν, ενώ ήξερα ότι στη μέση του χωραφιού υπήρχε ένα ξεραμένο δέντρο, γιατί όποτε φυσούσε άκουγα τον άνεμο να σφυρίζει ανάμεσα στα γυμνά του κλαδιά, ποτέ μου δεν είχα ακούσει κάποιο πουλί να κελαηδάει και να φτερουγίζει εκεί πέρα. Αλλά γενικά τίποτα δεν πετούσε εκεί γύρω. Ούτε καν έντομα. Ο βουερός ήχος των φτερών τους απουσίαζε ολοκληρωτικά. Ποτέ δεν είχα ακούσει το τρεχαλητό κάποιου ζώου, μιας σαύρας έστω, ή το μελωδικό φτερούγισμα κάποιας μέλισσας που έψαχνε για γύρη. (Αγαπώ πολύ τις μέλισσες. Όταν πετούν γύρω μου ηχούν σαν μικρές βιόλες ενώ η γεύση και το άρωμα του μελιού είναι ότι πιο όμορφο έχω νιώσει στη ζωή μου!)
Κάθε φορά λοιπόν που αποφάσιζα να περάσω από εκεί, μ’ έπιανε κάτι σαν πρόσκαιρη ταχυπαλμία, ένα ακαθόριστο σφίξιμο στην καρδιά που μ’ έκανε να σφίγγω το μπαστούνι μου περισσότερο από ότι ήταν απαραίτητο και να τεντώνω τ’ αυτιά μου όσο πιο πολύ μπορούσα.
Ένιωθα εν ολίγοις ότι εκείνο το μέρος είχε κάτι το παράξενο, ότι το σκέπαζε κάτι σαν μαυρίλα, μια αίσθηση σκοτεινιάς, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη που δεν είμαι και απόλυτα σίγουρη ότι καταλαβαίνω τι ακριβώς σημαίνει. Βασικά είχα την αίσθηση ότι αν ήταν να συμβεί κάτι κακό, θα συνέβαινε σίγουρα εκεί πέρα, ότι εκείνο το έρημο χωράφι ήταν γρουσούζικο κατά κάποιον ακαθόριστο τρόπο. Αλλά ούτε και ο Τζακ ένιωθε άνετα. Κάθε φορά που πλησιάζαμε εκεί, τον άκουγα να αναπνέει πιο επιφυλακτικά και να κινείται απρόθυμα ….και μετά, καθώς περνούσαμε δίπλα απ’ το παράξενο χωράφι, με τραβούσε διακριτικά, σαν να ήθελε μ’ αυτό τον τρόπο ν’ απομακρυνθούμε απ’ αυτό μια ώρα αρχύτερα. Επειδή όμως είμαι άτομο πεισματάρικο και ισχυρογνώμον, αποφάσισα να μην επιτρέψω σ’ εκείνους τους παράξενους φόβους να μ’ επηρεάσουν και έτσι συνέχισα να περνάω από εκείνο το σημείο. Η μοναδική παραχώρηση που έκανα ήταν να υποσχεθώ στον εαυτό μου ότι ποτέ δεν θα περνούσα δίπλα απ’ το σιωπηλό χωράφι μετά τον ερχομό της νύχτας.



3




Ένα βράδυ με κάλεσαν σ’ ένα πάρτι γενεθλίων. Η εορτάζουσα ήταν μια τακτική πελάτισσα της εταιρίας που με είχε συμπαθήσει πολύ. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα που είχε αποφασίσει να με καλέσει στο σπίτι της γιατί αυτή ήταν η πρώτη φορά από τότε που είχα αφήσει την Αθήνα που μου δινόταν η ευκαιρία να συμμετάσχω σε κάποια κοινωνική εκδήλωση ασυνόδευτη, χωρίς την υπερπροστατευτική και αρκετά εκνευριστική παρουσία των γονιών μου.

Αποφάσισα λοιπόν να βάλω τα δυνατά μου για να γίνω όσο το δυνατόν πιο ελκυστική. Ντύθηκα κομψά, μ’ ένα ακριβό φόρεμα που συνήθιζα να φοράω μόνο σε γάμους και βαφτίσια, έβαλα το αγαπημένο μου άρωμα, αγγάρεψα τη μάνα μου να με πάει στο κομμωτήριο και στη συνέχεια πέρασα ένα αγχωτικό μισάωρο αφήνοντάς την να μου κάνει ένα «επαγγελματικό μακιγιάζ» καθώς οι φιλενάδες της που είχαν μαζευτεί στο σπίτι μας για να βοηθήσουν στο μεγάλο γεγονός, φλυαρούσαν ασταμάτητα και με διαβεβαίωναν ότι «ήμουν μια κούκλα».
Ο πατέρας μου ήταν πολύ χαρούμενος που μ’ έβλεπε ν’ αποκτώ επιτέλους μια φυσιολογική κοινωνική ζωή. Αφού μ’ έβαλε να του υποσχεθώ ότι μόλις θ’ αποφάσιζα να γυρίσω σπίτι θα του τηλεφωνούσα, με πήγε με τ’ αυτοκίνητο. Κατά τη διάρκεια του σύντομου ταξιδιού μας τον ένιωθα να μου ρίχνει πλάγιες ματιές, δακρυσμένος σίγουρα και κατασυγκινημένος απ’ το γεγονός ότι η κορούλα του είχε καταφέρει να κάνει νορμάλ φίλους.

Στην αρχή όλα πήγαν πολύ καλά. Το πάρτι ήταν μια χαρούμενη συμφωνία από γέλια και ανέμελες φλυαρίες, ένας ωκεανός από ανδρικά και γυναικεία αρώματα και γαργαλιστικές μυρωδιές καλοψημένων φαγητών. Οι καλεσμένοι είχαν πολύ κέφι, η οικοδέσποινα είχε κάνει θαύματα όσον αφορά το μαγείρεμα, το ποτό έρεε άφθονο και η μουσική που ήταν πολύ καλή ακουγόταν δυνατή και ρυθμική μέσα από κάτι πανίσχυρα ηχεία. Επίσης, κανείς δεν έμοιαζε να νιώθει αμήχανα εξαιτίας μου. Τα μαύρα γυαλιά μου περνούσαν εντελώς απαρατήρητα. Εγώ πετούσα στα σύννεφα και κατάφερα ακόμα και να χορέψω λιγάκι. Μετά προσπάθησα να πιάσω κουβέντα με κάποιον τύπο που μου τράβηξε το ενδιαφέρον γιατί μύριζε πολύ όμορφα και είχε μια αρκετά αρρενωπή φωνή. Αλλά οι προσπάθειές μου έπεσαν στο κενό. Ο Λάμπης, έτσι έλεγαν το επίκεντρο του ενδιαφέροντός μου, αποδείχτηκε εξαιρετικά λιγομίλητος και σχεδόν κακόκεφος. Τελικά τον άφησα στην ησυχία του, απογοητευμένη απ’ τις αποτυχημένες μου απόπειρες να του φτιάξω το κέφι και αποφάσισα να κάνω μια τελευταία επίσκεψη στον ανεξάντλητο μπουφέ. Στη συνέχεια, καθισμένη σε μια πολυθρόνα, σε κάποια άκρη του κοσμοπλημμυρισμένου σαλονιού, κρατώντας σαν τρόπαιο ένα ποτό στο χέρι, τον άκουσα να μιλάει χαμηλόφωνα σε κάποιον γνωστό του:

-«Καλά έκανες και ήρθες ρε Γιάννη,» του έλεγε, «μ’ έσωσες! Εκείνο το φρικιό που βλέπεις δεν μ’ έχει αφήσει να πάρω ανάσα!»

Για μια στιγμή μου φάνηκε ότι είχα παρακούσει αλλά το πνιχτό γελάκι του συνομιλητή του διέλυσε όλες μου τις αμφιβολίες. Στην αρχή με πλημμύρισε ένα καυτό κύμα θυμού αλλά μετά ένιωσα μια πικρή γεύση στο στόμα και κάτι που βούλιαξε μέσα μου, λες και είχα πάθει μια εσωτερική καθίζηση. Ώστε αυτό ήμουν στα μάτια του; Ένα φρικιό; Πολύ καλά λοιπόν, θα τον άφηνα μόνο του, να διασκεδάσει με τις πιο νορμάλ κυρίες της βραδιάς!

Μια κακή ανάμνηση απ’ τα παιδικά μου χρόνια που αναδύθηκε ξαφνικά απ’ το πουθενά, κατάφερε να μου χαλάσει τη διάθεση ακόμα περισσότερο. Θυμήθηκα την εποχή που ζούσα στη Αθήνα και κάθε πρωί έπρεπε να περνάω μπροστά από ένα σχολείο για φυσιολογικά παιδιά για να πάω στη σχολή τυφλών. Κάθε φορά λοιπόν που περπατούσα με το μπαστούνι μου και τον Τζακ μπροστά απ’ τα κάγκελα του σχολικού προαύλιου, άκουγα πειραχτικά σχόλια, σφυρίγματα και αποδοκιμασίες, λες και έκανα κάτι κακό. Τελικά, μην αντέχοντας άλλο αυτή την κατάσταση, αποφάσισα ν’ αλλάξω διαδρομή αλλά μέσα στο μυαλό μου εκείνη η εμπειρία έμεινε καταγεγραμμένη για πάντα ως μια μικρή προσωπική ήττα.

Τώρα, καθώς ξαναζούσα νοερά εκείνο το άσχημο βίωμα, αναρωτήθηκα τι στην ευχή νόμιζα ότι έκανα σ’ εκείνο το σπίτι, το γεμάτο με φυσιολογικούς και χαρούμενους ανθρώπους. Πρόσεξα, με κάποια μικρή καθυστέρηση, ότι όλοι οι καλεσμένοι του πάρτι ήταν μεν ευγενικοί, αλλά κανείς δεν είχε προσπαθήσει να μου κάνει παρέα. Απαντούσαν τυπικά στα σχόλια που τους έκανα, αλλά με την πρώτη ευκαιρία προτιμούσαν να μιλήσουν μεταξύ τους και να μ’ αφήσουν ξεκρέμαστη.

Αποφάσισα να κάνω την έξοδό μου με όσο το δυνατόν περισσότερη αξιοπρέπεια μπορούσα καθόσον ένιωσα ξαφνικά εντελώς εξουθενωμένη και απρόθυμη να αναμετρηθώ με τα ηλίθια συμπλέγματα και τις προκαταλήψεις τους. Άνοιξα με δυσκολία δρόμο ανάμεσα στο δάσος των χαρούμενων φωνών της μουσικής και των αρωμάτων που ανέδιδαν τα φρεσκοπλυμένα σώματα όσων χόρευαν γύρω μου χαρούμενοι, πλησίασα την οικοδέσποινα και την πληροφόρησα ότι είχε έρθει η ώρα να φύγω. Εκείνη προθυμοποιήθηκε να τηλεφωνήσει στον πατέρα μου αλλά εγώ, φουρκισμένη καθώς ήμουν και σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση, κατάλαβα ότι το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσα ν’ αντέξω εκείνη τη στιγμή ήταν η αγχωμένη και στοργική ανάκριση που θα μου έκανε στο αυτοκίνητο, κατά τη διάρκεια της επιστροφής μας στο σπίτι. Αποφάσισα να γυρίσω μόνη μου, με τα πόδια. Διαβεβαίωσα την καλοπροαίρετη οικοδέσποινα ότι δεν θ’ αντιμετώπιζα κανέναν απολύτως κίνδυνο, την άφησα να με οδηγήσει μέχρι την εξώπορτα του σπιτιού, την άκουσα να κλείνει πίσω μου απρόθυμα την πόρτα και άρχισα να περπατώ με βήμα ταχύ και σταθερό μέσα στο καλοκαιρινό σκοτάδι.



4



Χρειάστηκα λίγο περισσότερο από ένα μισάωρο για να ηρεμήσω αρκετά ώστε να καταλάβω ότι είχα κάνει μια σειρά από πολύ σοβαρά λάθη. Μέχρι τότε περπατούσα με βήμα ταχύ, χτυπώντας με δύναμη το μπαστούνι μου στο πεζοδρόμιο, σαν να προσπαθούσα να τσακίσω στο ξύλο κάποιον αόρατο εχθρό.

Καταρχήν, δεν είχα φροντίσει να προσανατολιστώ προτού αρχίσω το περπάτημα και έτσι δεν ήξερα ποια ήταν ακριβώς η κατεύθυνση που ακολουθούσα. Δεύτερον η ώρα ήταν περασμένη και οι δρόμοι που απλωνόταν γύρω μου ήταν εντελώς άδειοι και σιωπηλοί, πράγμα που σήμαινε ότι δεν υπήρχε κανείς που θα μπορούσα να σταματήσω και να του ζητήσω να με πάει στο σπίτι μου ή σε κάποιο κεντρικό σημείο απ’ το οποίο θα μπορούσε να έρθει και να με μαζέψει ο πατέρας μου. Τρίτον, ήμουν μόνη, χωρίς τον πιστό και αγαπημένο μου Τζακ. Τέλος, στο πάρτι είχα κατεβάσει αρκετά ποτηράκια κρασί με αποτέλεσμα να νιώθω κάπως ζαλισμένη. Συνήθως χρησιμοποιώ συγκεκριμένους ήχους του περιβάλλοντός ως σημεία αναφοράς, τον θόρυβο των μηχανών του τραίνου που περνάει έξω από την πόλη σε τακτά χρονικά διαστήματα ακολουθώντας μια τροχιά από βορρά σε Νότο, το βουητό της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων και το μακρόσυρτο τραγούδι των καμπάνων της εκκλησίας του πολιούχου της περιοχής που σημαίνει με ακρίβεια τις ώρες. Έχω μάθει επίσης ν’ απομνημονεύω με μεγάλη ακρίβεια τον αριθμό των βημάτων που κάνω μέχρι να φτάσω σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο και να οσμίζομαι τον άνεμο προκειμένου να καταλάβω που ακριβώς βρίσκομαι γιατί τα περισσότερα μέρη έχουν τη δική τους ξεχωριστή μυρωδιά.

Εκείνο το βράδυ όμως δεν λειτουργούσα σωστά. Καθώς περπατούσα φουρκισμένη, αναθεματίζοντας την ώρα και τη στιγμή που είχα αποφασίσει να πάω σ’ εκείνη την ηλίθια μάζωξη, ούτε τα βήματά μου είχα μετρήσει, ούτε ήξερα προς τα πού πήγαινα. Το μόνο που είχα προσέξει ήταν το ζωηρό τραγούδι των τριζονιών που γέμιζε τη νύχτα, κάτι που σήμαινε ότι είχε πανσέληνο και ότι η επόμενη μέρα θα ήταν αρκετά ζεστή. Κάποια στιγμή που σταμάτησα λαχανιασμένη, ξέπνοη σχεδόν, αντιλήφθηκα για πρώτη φορά ότι γύρω μου απλωνόταν μια βαθιά σιωπή. Και ότι είχα χαθεί. Βασικά δεν είχα την παραμικρή ιδέα για που βρισκόμουν. Έπιασα το κινητό μου, ένα ειδικό μοντέλο που είχα βρει στο Ίντερνετ και το οποίο υπάκουε σε προφορικές εντολές και ετοιμάστηκα να καλέσω τον πατέρα μου αλλά δίστασα την τελευταία στιγμή καθώς σκέφτηκα πόσο ανόητη και επιπόλαιη θα φαινόμουν στα μάτια του, μια μικρή ηλίθια που το’ χε σκάσει από ένα ξένο σπίτι χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω μια τελευταία προσπάθεια για να βρεθώ σε κάποιο λιγότερο ερημικό σημείο και εκεί να βρω ένα ταξί ή κάποιον τέλος πάντων που θα με πήγαινε σπίτι μου και έτσι ξανάρχισα να περπατώ, με πολύ πιο αργά και προσεκτικά βήματα αυτή τη φορά.

Αλλά προτού περάσει πολύ ώρα στάθηκα και πάλι ακίνητη, με τ’ αυτιά μου τεντωμένα. Ένιωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά, ότι η σιωπή που με περικύκλωνε είχε αποκτήσει μια πολύ παράξενη ποιότητα. Ακόμα και το τετέρισμα των τριζονιών ακουγόταν μακρινό και σβησμένο, σαν μέσα από ένα χοντρό τοίχο από γυαλί. Και τότε ένιωσα κάτι σαν ψυχολογική ψυχρολουσία καθώς ένα βαθύ ένστικτο με προειδοποίησε πως με κάποιο τρόπο, ένας θεός ξέρει το πώς, βρισκόμουν κοντά στο σιωπηλό χωράφι. Για μια ακόμα φορά ένιωσα την αλλόκοτη απειλή που έκρυβε εκείνο το μέρος να με τυλίγει σαν πυκνός ιστός αράχνης, την καταπιεστική ενέργεια που ανέδιδε, ένα είδος απρόσωπης μοχθηρίας, να μολύνει τον δροσερό αέρα της νύχτας σαν δηλητηριώδες μίασμα.

Και ύστερα πάγωσα γιατί άκουσα ένα σύρσιμο. Ήχησε δυνατό μέσα στη σιωπή, σαν χαρτόνι που κουρελιάζεται και πλησίασε προς το μέρος μου. Κάτι είχε κινηθεί εκεί κοντά, πολύ κοντά μου, δίπλα στα πόδια μου που έμοιαζαν να έχουν βγάλει ρίζες. Έσφιξα το μπαστούνι μου με τα δυο μου χέρια και ευχήθηκα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να είχα πάρει μαζί μου τον Τζακ, τον όμορφο και στοργικό μου σκύλο που σίγουρα θα με προστάτευε από κάθε κίνδυνο.
Ξαφνικά, ένα κρύο χέρι τυλίχτηκε γύρω απ’ τον αστράγαλο του αριστερού μου ποδιού.



5



Όταν γεννιέσαι τυφλός μαθαίνεις από πολύ μικρή ηλικία να μην κάνεις σπασμωδικές κινήσεις καθώς η αίσθηση της ισορροπίας και του προσανατολισμού σου δεν εξαρτάται απ’ τα οπτικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Έτσι λοιπόν έμεινα ακίνητη, σαν να είχα μεταμορφωθεί σ’ ένα πέτρινο ομοίωμα. Απλά αναρρίγησα σύγκορμη αλλά δεν τόλμησα να βγάλω κιχ. Εκείνη την τρομερή στιγμή, όλες οι δεισιδαιμονίες και οι παράλογοι φόβοι που ξυπνάει το σκοτάδι αναδύθηκαν στο μυαλό μου θριαμβευτικά και άρχισαν να χορεύουν γύρω μου χαρούμενα. Θυμήθηκα τις ιστορίες που είχα ακούσει για στοιχειωμένα μέρη όπου τα φαντάσματα ανθρώπων που είχαν πεθάνει άδικα ή πρόωρα ξυπνάνε στο σκοτάδι και παρενοχλούν τους ζωντανούς. Τα δάχτυλα που έσφιγγαν τον αστράγαλό μου ήταν παγωμένα και άκαμπτα, σαν να ανήκαν σε κάποιο φρεσκοθαμμένο πτώμα. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως θα λιποθυμήσω αλλά κατάφερα τελικά να μαζέψω όλο μου το κουράγιο, να λυγίσω αργά-αργά τα γόνατά μου και να σκύψω πάνω στο δρόμο έτσι ώστε ν’ απλώσω τα χέρια μου και να ψηλαφίσω τα κοκαλωμένα και σκληρά εκείνα δάχτυλα. Η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει για δεύτερη φορά καθώς τα ρουθούνια μου πλημμύρισαν από μια παράξενη μυρωδιά μούχλας και πολυκαιρίας. Οτιδήποτε κι ήταν αυτό το πράγμα που μου έσφιγγε το πόδι μύριζε πραγματικά πολύ παράξενα, σαν κάτι που μόλις είχε ξεμυτίσει από κάποια σαρακοφαγωμένη ντουλάπα. Με χέρια που έτρεμαν, απελευθέρωσα το πόδι μου απ’ το απαίσιο εκείνο σφίξιμο και άρχισα να ψηλαφίζω το σώμα του ανθρώπου που ξάπλωνε μπροστά μου, στη μέση του δρόμου, ακίνητος σαν πεθαμένος, ξεκινώντας απ’ τα μπράτσα του, συνεχίζοντας στο λαιμό και στο πρόσωπο και μετά στο θώρακα την κοιλιά και τα πόδια του. Εκείνος δεν ανταποκρίθηκε στο απαλό μου άγγιγμα, αλλά εγώ, με τις λίγες γνώσεις που διέθετα, κατάλαβα ότι αν και δεν φαινόταν να έχει σπάσει κανένα κόκαλο, ήταν παράξενα άκαμπτος και κρύος, το πρόσωπό του πρησμένο, τα ρούχα του γεμάτα με μικρά σκισίματα που θα μπορούσαν να είναι και επιφανειακές μαχαιριές. Επίσης θα πρέπει να ήταν νέος σε ηλικία γιατί έμοιαζε σχετικά γεροδεμένος και ψηλός, με κοντά μαλλιά και μάλλον αδρά χαρακτηριστικά. Φορούσε ένα τζιν παντελόνι και ένα δερμάτινο μπουφάν που είχε τα μαύρα του τα χάλια, αλλά που με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να χρησιμοποιούσε κάποια μοτοσυκλέτα, διαφορετικά, για πιο λόγο να φοράει κάτι τέτοιο μέσα στο κατακαλόκαιρο; Ο σφυγμός του ήταν τόσο αδύνατος που δεν μπορούσα να τον νιώσω και η έντονη μυρωδιά που ανέδιδε δεν μ’ άφηνε να καταλάβω αν αιμορραγούσε από κάποιο σημείο του σώματός του. Επίσης, δεν μπορούσα με τίποτα ν’ ακούσω ή να αισθανθώ την αναπνοή του, κάτι που με γέμισε με ένα ακαθόριστο συναίσθημα τρόμου. Κατάλαβα ότι αν δεν έκανα κάτι στα γρήγορα, ο άνθρωπος αυτός θα έχανε τη μάχη με το θάνατο. Έπρεπε να πάει σε κάποιο νοσοκομείο, όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Άρχισα να ψάχνω σαν τρελή τις τσέπες μου και ανάσανα με ανακούφιση όταν ξετρύπωσα το κινητό μου τηλέφωνο. Το άνοιξα και ανακάλυψα από τον προειδοποιητικό ήχο που έκανε, ότι η μπαταρία του ίσα που έφτανε για ένα τηλεφώνημα. Είχα ξεχάσει να το φορτίσω σαν ηλίθια, συνεπαρμένη καθώς ήμουν από την προοπτική του πάρτι γενεθλίων που τελικά είχε εξελιχθεί τόσο άσχημα. Εκείνη τη στιγμή βρέθηκα σε δίλημμα, ή θα έπαιρνα τηλέφωνο τον πατέρα μου να έρθει να με πάρει, ή θα έπαιρνα το νοσοκομείο. Επέλεξα το δεύτερο καθώς διαισθανόμουν ότι ο άγνωστος άνθρωπος που κείτονταν μπροστά μου πάνω στην κρύα άσφαλτο δεν είχε πολύ ζωή μέσα του και πως η παραμικρή καθυστέρηση μπορεί ν’ απέβαινε μοιραία. Κάλεσα λοιπόν το κοντινότερο νοσοκομείο, τον αριθμό του οποίου είχα περιλάβει στη μνήμη του τηλεφώνου, τους εξήγησα που ακριβώς πίστευα ότι βρισκόμουν και το πως είχε η όλη κατάσταση.

Στη συνέχεια έκατσα σταυροπόδι δίπλα στον τραυματία και περίμενα στωικά να έρθει το ασθενοφόρο να μας μαζέψει. Η ταραχή μου ήταν τόσο μεγάλη που ξέχασα εντελώς να κάνω το αυτονόητο, να προσπαθήσω να καλέσω και τον πατέρα μου που σίγουρα περίμενε με αγωνία ένα τηλεφώνημά μου.


6


Τα λεπτά άρχισα να κυλούν μακρόσυρτα το ένα μετά το άλλο, με μια σαδιστική βραδύτητα. Καθώς καθόμουν δίπλα στον άγνωστο άνθρωπο, πήρα το κεφάλι του στην αγκαλιά μου και άρχισα να του χαϊδεύω τα μαλλιά, σε μια προσπάθεια να κρατήσω τον εαυτό μου απασχολημένο και να δώσω θάρρος σε μένα περισσότερο, παρά σε αυτόν που έτσι κι αλλιώς δεν καταλάβαινε τίποτα. Κάποια στιγμή όμως τον ένιωσα ν’ αναδεύεται και τον άκουσα ν’ αναστενάζει.

-«Όλα θα πάνε καλά τώρα,» του ψιθύρισα καθησυχαστικά, «σε λίγο έρχεται βοήθεια.»
Εκείνος δεν φάνηκε να με ακούει. Ωστόσο πήρε μια βαθιά αναπνοή και μουρμούρισε τα εξής:
-«Πρέπει να πάω σπίτι μου. Η μάνα μου με περιμένει και θ’ ανησυχεί πολύ. Έχω γενέθλια απόψε και με περιμένει για να τα γιορτάσουμε μαζί. »

Η φωνή του ήχησε ξέπνοη στ’ αυτιά μου. Σας έχω ήδη πει ότι είμαι πολύ καλή στις φωνές αλλά αυτή μου φάνηκε πολύ ασυνήθιστη, φορτισμένη με μια παράξενη θλίψη που έμοιαζε απέραντη και παγερή, σαν μια αχανής θάλασσα του Βορρά. Επίσης, είχε ηχήσει γύρω μου λες και ερχόταν από πολύ μακριά. Χάιδεψα το μέτωπό του για να τον καθησυχάσω, μόνο και μόνο για ν’ ανακαλύψω ότι ήταν παράδοξα παγωμένο κάτω απ’ τα δάχτυλά μου, άκαμπτο και κάπως γλιστερό, λες και ήταν φτιαγμένο από μάρμαρο. Η παράδοξη μυρωδιά του πολυκαιρισμένου υφάσματος με τύλιξε ακόμα πιο σφιχτά, σαν σκονισμένη κουβέρτα. Ξαφνικά άρχισα να φοβάμαι. Τέντωσα τ’ αυτιά μου και προσπάθησα να πιάσω τον παραμικρό θόρυβο που θα σήμαινε ότι κάποιος πλησίαζε ή ότι οι σειρήνες του ασθενοφόρου είχαν αρχίσει επιτέλους να γίνονται ακουστές.

-«Ησύχασε,» μουρμούρισα με πνιγμένη φωνή, «είχες κάποιο ατύχημα αλλά ειδοποίησα το ασθενοφόρο και όπου να’ ναι θα έρθουν να μας πάρουν και όλα θα πάνε καλά.»
Η σιωπή του χωραφιού μας τύλιγε σαν σάβανο, ακίνητη και βαριά σαν τα μαύρα νερά κάποιου ανήλιαγου πηγαδιού. Η αφύσικη αίσθηση του παγωμένου προσώπου κάτω από τις παλάμες των χεριών μου και η τόσο αλλόκοτη μυρωδιά που ανέδιδε, μ’ έκαναν να νιώσω μια αυξανόμενη αίσθηση ασφυξίας.

Ο άγνωστος άνδρας άρχισε να ψιθυρίζει και πάλι και η φωνή του ακούστηκε τόσο κουρασμένη και μακρινή που άθελά μου ανατρίχιασα.

-«Θέλω να μου κάνεις μια χάρη.»
-«Πες μου,» τον παρακάλεσα, μόνο και μόνο για να ελαφρύνω την τρομακτική ατμόσφαιρα του ψύχους και της μοναξιάς που απειλούσε να με πνίξει.
-«Πες στη μάνα μου να με συγχωρέσει που δεν την συνάντησα απόψε. Πες της ότι δεν το έκανα επίτηδες, ότι ήταν ατύχημα. Πες της ότι πρέπει να με συγχωρέσει γιατί δεν αντέχω άλλο να σέρνομαι και να ψάχνω στο σκοτάδι.»

Η θλίψη στη φωνή του ήταν τόσο μεγάλη που παραλίγο να βάλω τα κλάματα. Ήξερα από σκοτάδια εξάλλου, ζούσα και εγώ βουτηγμένη μέσα σ’ αυτά από τη στιγμή που είχα γεννηθεί. Ένιωσα τα νεύρα μου να καταρρέουν καθώς καθόμουν μόνη μέσα στην ερημιά, δίπλα στο απαίσιο χωράφι της αφύσικης σιωπής, με το κεφάλι του ετοιμοθάνατου τραυματία στην ποδιά μου, τόσο κρύο, σαν να είχε λαξευτεί από ένα κομμάτι πάγου.

-«Θα της το πω,» του ψιθύρισα, «θα τη βρω και θα της το πω, στο υπόσχομαι. Αλλά κάνε υπομονή, σε παρακαλώ!»
Στο μεταξύ ο παράξενος φόβος που έσφιγγε την καρδιά μου όλο και περισσότερο, σαν μέγγενη, είχε αρχίσει να γίνεται αφόρητος.
-«Πως σε λένε;» τον ρώτησα σε μια προσπάθεια να σπάσω τη σιωπή.
-«Μιχάλη» μου απάντησε εκείνος.

Όταν λοιπόν άκουσα την σειρήνα ενός ασθενοφόρου να πλησιάζει από μακριά, ανάσαινα με τεράστια ανακούφιση. Επιτέλους, το τρομακτικό ξόρκι της σιωπής και της αφόρητης μοναξιάς καθώς και η θλίψη που μου προκαλούσε η παρουσία του παράξενου τραυματία, θα λύνόταν.
-«Σ’ ευχαριστώ,» τον άκουσα να μου ψιθυρίζει και ξαφνικά, από τη μια στιγμή στην άλλη, ένιωσα το βάρος του κεφαλιού του να χάνεται απ’ την αγκαλιά μου και την αίσθηση του σώματός του να εξαφανίζεται. Άπλωσα τα χέρια μου για να τον αγγίξω αλλά τα δάχτυλά μου συγκρούστηκαν με την τραχιά επιφάνεια της ασφάλτου. Το μυαλό μου πλημμύρισε από ένα κύμα υπερφυσικού τρόμου και μετά, καθώς άκουσα το ασθενοφόρο να σταματάει δίπλα μου, τον εκκωφαντικό ήχο της σειρήνας του να σβήνει και τα χέρια των τραυματιοφορέων να με πιάνουν από τους ώμους, έχασα τις αισθήσεις μου.


7


Ξύπνησα στο νοσοκομείο μετά από αρκετές μέρες, νιώθοντας παράξενα αδύναμη, λες και κάτι είχε ρουφήξει τις ζωτικές μου δυνάμεις. Χρειάστηκα πολύ καιρό για να συνέλθω εντελώς, αλλά όταν τελικά κατάφερα να ξανασταθώ στα πόδια μου, άρχισα να μαθαίνω μερικά πολύ παράξενα πράγματα. Καταρχήν, ότι με είχαν βρει μόνη, καθισμένη σταυροπόδι στη μέση του δρόμου, ακίνητη, βυθισμένη σε κάτι που έμοιαζε με κατατονικό σοκ. Υποτίθεται ότι είχα πάθει νευρικό κλονισμό εξαιτίας του άγχους που είχα υποστεί καθώς περιπλανιόμουν μόνη στους δρόμους, μια αβοήθητη τυφλή μέσα στη νύχτα. Αυτή ήταν η εξήγηση που έδωσαν οι γιατροί στους γονείς μου που κόντεψαν να πεθάνουν απ’ την αγωνία τους καθώς με περίμεναν σκυμμένοι πάνω απ’ το προσκεφάλι μου να ξυπνήσω. Η αστυνομικίνα που με ανέκρινε θεωρούσε ότι είχα απλώς χάσει το δρόμο μου και ότι είχα επινοήσει την ιστορία με τον τραυματία για να τους κάνω να έρθουν πιο γρήγορα και να με μαζέψουν. Κανείς δεν με πίστεψε όταν τους μίλησα για τον τραυματισμένο άνθρωπο που είχα προσπαθήσει να βοηθήσω. Θεώρησαν ότι ήταν ένα δημιούργημα του μυαλού μου. Ύστερα από λίγο άρχισα να το πιστεύω και εγώ.

Κάποια στιγμή βγήκα απ’ το νοσοκομείο και ξαναβρήκα τους κανονικούς μου ρυθμούς αλλά πέρασαν πολλοί μήνες προτού αποτολμήσω να ξαναπλησιάσω το σιωπηλό χωράφι. Ένα απόγευμα ωστόσο, έτυχε να περνάω από εκεί με τον πατέρα μου.

-«Για φαντάσου!» τον άκουσα να μουρμουρίζει μέσα απ’ τα δόντια του.
-«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησα χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω μια νότα άγχους στη φωνή μου.
Βρισκόμασταν στο αυτοκίνητο και αν και το παράθυρο της θέσης του συνοδηγού όπου καθόμουν ήταν κλειστό, αναγνώρισα αμέσως τη μυρωδιά που έβγαζε το σιωπηλό χωράφι.

-«Μια γριούλα προσπαθεί ν’ ανάψει ένα καντήλι στην άκρη του δρόμου.»
-«Που ακριβώς;»
-«Εκεί που σε βρήκαν το βράδυ που μας λαχτάρισες. Τώρα υπάρχει ένα εκκλησάκι σ’ εκείνο το σημείο, απ’ αυτά που φτιάχνουν οι συγγενείς των ανθρώπων που έχουν πεθάνει από τροχαία ατυχήματα.»

Τον παρακάλεσα να σταματήσει. Εκείνος μου έκανε τη χάρη παραξενεμένος απ’ την παράξενη χροιά που είχε αποκτήσει ξαφνικά η φωνή μου.

Βγήκαμε απ’ το αυτοκίνητο και αρχίσαμε να πλησιάζουμε την άγνωστη γριούλα πιασμένοι χέρι-χέρι. Ο χειμώνας πλησίαζε στο τέλος του αλλά εκείνο το απόγευμα φυσούσε ένας κρύος αέρας που έκανε τα μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν και το χορτάρι που φύτρωνε δίπλα μας να θροΐζει παράξενα.

-«Καλησπέρα,» μουρμούρισα ντροπαλά.
-«Καλησπέρα σας,» μας απάντησε εκείνη. Η φωνή της ακούστηκε εύθραυστη και κουρασμένη αλλά ευγενική. Είχε την χροιά ενός ανθρώπου που είχε υποφέρει πολύ στη ζωή του αλλά που δεν είχε εγκαταλείψει την πίστη του σε κάτι ανώτερο.

-«Μπορούμε να σας βοηθήσουμε σε κάτι;»
Η γριούλα έμεινε σιωπηλή. Κατάλαβα ότι με κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω, παραξενεμένη.
-«Θέλεις να μάθεις τι κάνω εδώ πέρα έτσι;» με ρώτησε τελικά.

Έγνεψα καταφατικά. Ένιωσα ότι δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να μην της πω την αλήθεια.
-«Εδώ πέρα, πριν από δέκα χρόνια ακριβώς, πέθανε ο γιός μου,» άρχισε να μου λέει εκείνη, «γύρναγε στο σπίτι με τη μηχανή του αλλά έτρεχε πολύ, έχασε την ισορροπία του, έπεσε και χτύπησε το κεφάλι του σε μια πέτρα, εδώ, σ’ αυτό το χωράφι.»
Έμεινα σιωπηλή καθώς η καρδιά μου είχε αρχίσει να χτυπάει πολύ δυνατά και πολύ παράξενα.

-«Ήταν τα γενέθλιά του,» συνέχισε να μου λέει, «εκείνο το βράδυ τον περίμενα για να τα γιορτάσουμε μαζί. Μου το είχε υποσχεθεί. Τον περίμενα στημένη στην εξώπορτα μέχρι το ξημέρωμα αλλά αυτός δεν ήρθε ποτέ.»
-«Θα πρέπει να περάσατε μεγάλη αγωνία,» της είπε ο πατέρας μου που εξακολουθούσε να με κρατάει από το χέρι σαν να προσπαθούσε να με προστατεύσει από την πίκρα που τύλιγε την ηλικιωμένη γυναίκα.
-«Δεν ένιωθα λύπη,» μας είπε αυτή με ραγισμένη φωνή, «ένιωθα θυμό. Ήταν ένα δύσκολο παιδί που δεν έπαιρνε τα γράμματα και είχε μπλέξει με κακές παρέες. Εκείνο το βράδυ ένιωθα οργισμένη, έξω φρενών που ακόμα και την ημέρα των γενεθλίων του με είχε ξεχάσει και είχε προτιμήσει να διασκεδάσει μπεκροπίνοντας με τους φίλους του. Η λύπη ήρθε μετά.»
-«Εσείς φτιάξατε αυτό το εκκλησάκι;» τη ρώτησα προσπαθώντας να συγκρατήσω τους ξέφρενους χτύπους της καρδιάς μου που την ένιωθα έτοιμη να σπάσει.

-«Ναι, εγώ,» μου απάντησε, «Χρειάστηκα χρόνια για να τον συγχωρέσω για τις στεναχώριες που με πότισε. Ένα βράδυ όμως, το καλοκαίρι που μας πέρασε, είδα ένα παράξενο όνειρο. Έχω κρατήσει τα ρούχα που φορούσε τη νύχτα που πέθανε και πότε -πότε τα βγάζω από το σεντούκι όπου τα φυλάω και τ’ απλώνω στο κρεβάτι του. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, ένα σκισμένο τζιν παντελόνι και ένα δερμάτινο μπουφάν που κόπηκε σε χίλια σημεία τη στιγμή του ατυχήματος, αλλά με βοηθάνε να τον θυμάμαι. Εκείνο το βράδυ λοιπόν που τα είχα απλώσει μπροστά μου και τον σκεφτόμουν με πήρε ο ύπνος και τον είδα μπροστά μου, ξαπλωμένο σ’αυτό ακριβώς το δρόμο και δίπλα του να κάθεται μια κοπέλα με μακριά μαύρα μαλλιά σαν τα δικά σου που του κρατούσε το κεφάλι και του χάιδευε το μέτωπο. Αυτός της ζητούσε να μου πει να τον συγχωρέσω γιατί υπέφερε εκεί που ήταν. Αμέσως ξύπνησα, άρχισα να κλαίω και τον συγχώρεσα με όλη μου την καρδιά. Την επόμενη μέρα βρήκα ένα μάστορα και τον έβαλα να φτιάξει αυτό το εκκλησάκι. Αυτό είναι όλο.»

-«Πως τον έλεγαν το γιό σας;» τη ρώτησα με φωνή που έτρεμε.
-«Μιχάλη. Τον έλεγαν Μιχάλη.»



Ερρίκος Σμυρναίος,Copyright 2009